Μαρτυρία του Τζον Ριντ από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων

Μαρτυρία του Τζον Ριντ από την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων

1Το βράδυ της 3ης Απριλίου του 1917 ένα τρένο από τη Φινλανδία φτάνει στην Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία μεταφέροντας έναν επιβάτη, ηγετική φυσιογνωμία μιας επανάστασης που θα αλλάξει μια για πάντα την παγκόσμια ιστορία. Από το τρένο αποβιβάζεται ο Βλαντιμίρ Λένιν, πρώην εξόριστος από τον τσάρο που επιστρέφει στη Ρωσία, λίγο καιρό μετά την πρώτη ήττα του τσαρικού καθεστώτος και το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης. Ο Λένιν επιστρέφει με σύνθημα την πτώση της καπιταλιστικής κυβέρνησης, την παύση του ιμπεριαλιστικού πολέμου (σε εξέλιξη βρίσκεται ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος) και τη τελική νίκη της προλεταριακής μπολσεβίκικης επανάστασης. Έξι μήνες αργότερα την 25η Οκτωβρίου (7 Νοεμβρίου με το καινούργιο ημερολόγιο) οι επαναστάτες καταλαμβάνουν τα χειμερινά ανάκτορα…

Τα επόμενα δύο χρόνια στη Ρωσία ξεσπά εμφύλιος πόλεμος με τους αντεπαναστάτες, ενώ και οι Δυτικοί (με τη συμμετοχή και της Ελλάδας) επιτίθενται κατά των μπολσεβίκων, οι οποίοι ωστόσο επικράτησαν αναλαμβάνοντας την εξουσία.

Ο John Reed γεννήθηκε στο Όρεγκον. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και μετά την αποφοίτησή του το 1910 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Κάλυψε τις απεργίες του New Jersey και τη Μεξικανική Επανάσταση. Το 1917 ταξιδεύει στη Ρωσία για να καλύψει αρχικά τα γεγονότα της εξέγερσης. Ωστόσο ασπάζεται τον μπολσεβικισμό και γίνεται δεκτός στο επαναστατικό κίνημα. Έζησε την κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων και αργότερα έγραψε την εμπειρία του στο βιβλίο «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» καταγράφοντας ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Το eyewitnesstohistory δημοσιεύει αποσπάσματα της μαρτυρίας του John Reed από την ημέρα κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων…

«Σαν ένα μαύρο ποτάμι, που καλύπτει όλο το δρόμο χωρίς τραγούδια ή συνθήματα περάσαμε κάτω από την Κόκκινη Αψίδα, όπου ένας άνδρας ακριβώς μπροστά μου με χαμηλή φωνή είπε: «Προσέχτε σύντροφοι, μην τους εμπιστευτείτε. Θα μας ρίξουν σίγουρα». Στα πρώτα πυρά, αρχίσαμε να τρέχουμε και ορισμένοι κρυφτήκαμε πίσω από τη Στήλη του Αλεξάνδρου.

«Πόσοι σκοτώθηκαν;» ρώτησα. «Δεν ξέρω, περίπου δέκα» μου απάντησαν. Ύστερα από μερικά λεπτά εκατοντάδες άρχισαν και πάλι να κινούνται προς τα εμπρός. Αυτή τη φορά μπορούσα να δω τα παράθυρα των Χειμερινών Ανακτόρων, μπορούσα να δω πως μπροστά μου ήταν εκατοντάδες άνδρες του Κόκκινου Στρατού και μόνο λίγοι διάσπαρτοι στρατιώτες του καθεστώτος. Περάσαμε πάνω από φλεγόμενα οδοφράγματα και ακούστηκαν θριαμβευτικές κραυγές, καθώς πέσαμε πάνω σε μια στοίβα με όπλα που είχαν παραδώσει οι «γιούνκερς».

Η κύρια πύλη των ανακτόρων ήταν πλέον ορθάνοιχτη. Παρασυρόμενος από ένα μεγάλο ανθρώπινο κύμα μπήκα μέσα και κατευθύνθηκα προς τα δεξιά, εντός των ανακτόρων, σε μια μεγάλη θολωτή αίθουσα και στο κελάρι της ανατολικής πτέρυγας. Ένας λαβύρινθος από διαδρόμους εκτείνονταν μπροστά μας. Στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού με τα κοντάκια τον όπλων τους χτυπούσαν  προσπαθώντας να ανοίξουν κάτι μπαούλα παίρνοντας χαλιά, κουρτίνες, σεντόνια, πιάτα, πορσελάνες και υαλικά. Ένας άνδρας πήρε ένα μεγάλο χάλκινο ρολόι, ένας άλλος βρήκε ένα λοφίο από φτερά στρουθοκάμηλου, τα οποία είχε κολλήσει στο καπέλο του. Η λεηλασία μόλις είχε αρχίσει, όταν κάποιος φώναξε: «Σύντροφοι μην αγγίζεται τίποτα! Μην πάρετε τίποτα! Αυτά είναι περιουσία του Λαού!» Αμέσως ακούστηκαν και άλλες φωνές «Σταματήστε! Βάλτε τα πάντα πίσω! Μην πάρετε τίποτα! Είναι του Λαού!». Κάποιοι έπαιρναν τα πράγματα από τα χέρια όσων λεηλατούσαν τα τοποθετούσαν ξανά στη θέση τους. Όλα έγιναν εντελώς αυθόρμητα. Οι φωνές «Μην πάρετε τίποτα είναι του Λαού!» πλέον εξαπλωνόντουσαν σε όλο το κτίριο μέσα από τους διαδρόμους και τις σκάλες. «Επαναστατική πειθαρχία! Περιουσία του Λαού» ακουγόταν σε όλα τα ανάκτορα.

Μπήκαμε στην αριστερή είσοδο και οδηγηθήκαμε στην δυτική πτέρυγα των ανακτόρων. Και εκεί η «εντολή» είχε διαδοθεί. «Εκκενώστε το παλάτι» φώναξε ένας στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού, βγάζοντας το κεφάλι του από μία πόρτα. «Ελάτε σύντροφοι, δεν είμαστε κλέφτες και ληστές. Όλοι έξω από το παλάτι, εκτός από τις Επιτροπές».

Δύο μέλη του Κόκκινου Στρατού, ένας στρατιώτης και ένας αξιωματικός, στάθηκαν με τα όπλα στα χέρια τους. Ένας ακόμα έκατσε στο τραπέζι, πίσω από αυτούς με πένα και χαρτί. «Έξω! Όλοι Έξω!» ακούστηκαν φωνές. Ο κόσμος άρχισε να οδηγείται από στρατιώτες προς την έξοδο. Κάθε ένας που αποχωρούσε ελεγχόταν και αν είχε πάνω του αντικείμενα που τα είχε πάρει από το παλάτι του τα αφαιρούσαν. Ο άνδρας στο τραπέζι τα έγραφε στο χαρτί και στη συνέχεια τα τοποθετούσαν σε ένα δωμάτιο.

[…]

Οι στρατιώτες του καθεστώτος οδηγήθηκαν σε τριάδες ή τετράδες έξω από το παλάτι. Πολλοί τους αποδοκίμαζαν. «Προβοκάτορες», «Αντεπαναστάτες», «Δολοφόνοι του Λαού». Ωστόσο κανείς δεν τους χτύπησε, ενώ αυτοί ήταν τρομοκρατημένοι. Κάποιοι από αυτούς επίσης είχαν γεμάτες τις τσέπες τους με λάφυρα. Ελεγχόντουσαν και όπως και στους άλλους τα αντικείμενα συγκεντρώνονταν στο μικρό δωμάτιο. Τους αφόπλισαν. «Τώρα δεν θα έχετε πια όπλα εναντίον του λαού» είπαν κάποιοι. Χωρίς να απαντούν οδηγούνταν ένας – ένας προς την έξοδο, όπου αφέθηκαν ελεύθεροι.

[…]

Εν τω μεταξύ, εξερευνούσαμε το παλάτι. Υπήρχε κόσμος που πηγαινοερχόταν και ανακάλυπτε νέους χώρους των ανακτόρων, ψάχνοντας παράλληλα για κρυμμένους καθεστωτικούς στρατιώτες. Περιπλανηθήκαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Οι υπάλληλοι του παλατιού με τις μπλε, κόκκινες και χρυσές στολές τους στέκονταν αμήχανα και σαν από συνήθεια και χωρίς να έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί έλεγαν καμιά φορά : «Δεν μπορείς να περάσεις σε αυτό το δωμάτιο. Σταμάτα. Απαγορεύεται!» . Προχωρήσαμε στην αίθουσα όπου είχαν πραγματοποιηθεί οι συναντήσεις των υπουργών της προσωρινής κυβέρνησης τις τελευταίες ώρες. Στο μακρύ μεγάλο τραπέζι με την πράσινη τσόχα ήταν παρατημένα χαρτιά και πένες και μελάνι. Τα χαρτιά έγραφαν πρόχειρα κάποιες σκέψεις για σχέδια δράσης, και διακηρύξεις. Τα περισσότερα από τα χαρτιά ήταν σκισμένα και τσαλακωμένα ως απόδειξη των μάταιων προσπαθειών. Άλλα πάλι είχαν πάνω αφηρημένα γεωμετρικά σχήματα σαν κάποιος να τα σχεδίαζε ακούγοντας απελπισμένα τον έναν υπουργό μετά τον άλλο να εκφράζουν τις απόψεις τους. Πήρα ένα από αυτά στα χέρια μου, χειρόγραφο του Konovalov που έγραφε «Η Προσωρινή Κυβέρνηση απευθύνει έκκληση σε όλους του πολίτες για την υποστήριξη της Προσωρινής Κυβέρνησης».

[…]

Καθώς περνούσαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο μια μικρή ομάδα μας ακολούθησε, μέχρι τη στιγμή που φτάσαμε στη μεγάλη πινακοθήκη. Ένας σωματώδης στρατιώτης στάθηκε στο δρόμο μας με πολύ σοβαρό ύφος με ρώτησε: «Ποιος είσαι; Τι κάνεις εδώ;»

Οι υπόλοιποι γύρω μου άρχιζαν να ψιθυρίζουν. «Προβοκάτορες» άκουσα κάποιον να λέει. Εγώ παρουσίασα τις άδειές μας από την Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Ο στρατιώτης πήρε τις άδειες, τις κοίταξε πολύ προσεκτικά, τις γύρισε ανάποδα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι αυτό. Προφανώς δεν μπορούσε να τις διαβάσει. Μου τις έδωσε πίσω «Χαρτιά» είπε περιφρονητικά. Ο κόσμος γύρω μας άρχισε να μας πλησιάζει.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας αξιωματικός, ο οποίος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο και έφτασε κοντά μας. «Είμαι Επίτροπος» μου είπε. «Ποιος είσαι εσύ; Τι είναι αυτό;», συνέχισε. Οι υπόλοιποι περίμεναν. Του έδειξα τα χαρτιά.

«Είστε ξένοι;» μας ρώτησε στα γαλλικά. «Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνετε». Στη συνέχεια στράφηκε προς αυτούς που μας είχαν κυκλώσει. «Σύντροφοι!» φώναξε. «Αυτοί οι άνθρωπο είναι ξένοι σύντροφοι από την Αμερική. Έχουν έρθει εδώ για να πουν στους συμπατριώτες τους για τη γενναιότητα και την επανάσταση του προλεταριακού στρατού».

«Πως το ξέρεις αυτό;» απάντησε ο μεγαλόσωμος στρατιώτης. «Εγώ λέω ότι είναι προβοκάτορες. Λένε ότι ήρθαν εδώ για να καταγράψουν την επαναστατική πειθαρχία του προλεταριακού στρατού, αλλά περιφέρονται μέσα στο παλάτι και πως ξέρουμε ότι δεν είναι οι τσέπες τους γεμάτες λάφυρα;».

«Σύντροφοι! Σύντροφοι!» είπε ο αξιωματικός με τον ιδρώτα να ξεχωρίζει στο πρόσωπό του. «Είμαι Επίτροπος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής. Δεν με εμπιστεύεστε; Λοιπόν σας λέω ότι αυτές οι άδειες έχουν τις υπογραφές, που έχει και η δική μου άδεια». Ο αξιωματικός μας οδήγησε στο υπόγειο του παλατιού και από μία πόρτα μας έβγαλε έξω. Πριν όμως έψαξε τις τσέπες μας να δει αν έχουμε πάρει κάτι. «Δραπετεύσατε», είπε σκουπίζοντας το πρόσωπό του. 

Πηγή:http://tvxs.gr

216

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση