Για την αντιφασιστική δράση: το κράτος, το μεταναστευτικό και ο «δρόμος»

Για την αντιφασιστική δράση: το κράτος, το μεταναστευτικό και ο «δρόμος»

Θα κινηθώ σε τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι η παρέμβασή μας, όσον αφορά το κράτος. Ο δεύτερος είναι πώς εμπλέκεται το μεταναστευτικό με τον φασισμό και ο τρίτος είναι η στάση μας στον δρόμο και μια αντιφασιστική πολιτική καμπάνια.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα. Νομίζω ότι, σε αυτή τη φάση, με τους δεδομένους συσχετισμούς και τις αγκυρώσεις των φασιστών στον κοινωνικό ιστό, η στρατηγική μας απέναντι στο κράτος πρέπει να είναι η πίεση για την άρση της ασυλίας των φασιστών. Δεν πρέπει να είναι μια στρατηγική –την οποία δεν την απορρίπτω συνολικά, αλλά δεν την προτείνω σήμερα– συρρίκνωσης της αστικής νομιμότητας για τους φασίστες, δηλαδή διακρίσεων σε βάρος τους, στη λογική «καμιά ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας». Με αυτή την έννοια, ζητάμε από το κράτος να καταστείλει τη ρατσιστική βία, όχι γενικά τον λόγο ή τα έντυπα που εκπέμπουν ρατσιστικά μηνύματα, ούτε να κλείσει τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, να τη θέσει εκτός νόμου. Αυτή είναι μια διαφορετική προσέγγιση μιας άλλης εποχής.
Προχωρώντας, θεωρώ ότι πρέπει να ξεπεράσουμε οριστικά μια προσέγγιση που ταλάνισε την Αριστερά και το κίνημα τα προηγούμενα χρόνια και φάνηκε πολύ και στις προηγούμενες δύο εκλογές: να κρύβουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί, στη λογική μην ενταχθούμε και εμείς στα άκρα ή να μην τους δώσουμε δημοσιότητα και να τους κάνουμε «μάγκες». Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η κρίση και η επίθεση, η ίδια η κοινωνικοταξική πόλωση, δημιουργεί άκρα και να αναλάβουμε την ευθύνη του άκρου που μας αντιστοιχεί. Όχι με αυθαίρετο τρόπο, αλλά παίρνοντας την ευθύνη: η Αριστερά θα κερδίσει τους φτωχούς αν αποδειχθεί το αποτελεσματικότερο «άκρο», αν είναι χρήσιμη σήμερα και θα αποδεικνύει ότι μπορεί το αύριο που επαγγέλλεται να το χτίζει από σήμερα.
Με αυτή την έννοια, στην πολιτική μας απέναντι στο κράτος πρέπει να κρατάμε τον ίδιο πήχη που βάζουμε και στην κοινωνία: ότι εμείς θεωρούμε ότι ο κοινωνικός κατακερματισμός αποτελεί όρο διάλυσης της κοινωνίας, θέλουμε την κοινωνική συνοχή, είμαστε κατά των ενδοταξικών κοινωνικών διαιρέσεων, είμαστε υπέρ της αξιοπρέπειας, κατά της εξαθλίωσης, υπέρ της ελπίδας, κατά του φόβου. Με αυτό τον άξονα, την άρνηση του κοινωνικού κατακερματισμού, παλεύουμε και μια ορισμένη πολιτική απέναντι στο κράτος.
Η γνώμη μου είναι ότι υπάρχει ζήτημα ασφάλειας. Η ασφάλεια είναι αξία. Το να αισθάνονται οι άνθρωποι ασφαλείς, να κυκλοφορούν άνετα, είναι καλό. Το ότι όμως, με όχημα την ασφάλεια, το κράτος έκτακτης ανάγκης προσπαθεί να θωρακιστεί και να κρύψει την ανασφάλεια δικαιωμάτων που επεκτείνεται, με πρόδρομους τους μετανάστες, σε μεγάλα κομμάτια του εγχώριου πληθυσμού, είναι μια πολιτική με την οποία πρέπει να συγκρουόμαστε χωρίς δισταγμό. Το ζήτημα της ασφάλειας πρέπει να το πάρει η Αριστερά στα χέρια της, όχι ως «αντιδάνειο» από τους κυρίαρχους, αλλά κάνοντας μια δική της πρωτογενή πολιτική επεξεργασία, με κορμό την ασφάλεια δικαιωμάτων.
Κατά τη γνώμη μου, την σήμερον ημέρα, στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον πρωθυπουργό, στους αρχηγούς των κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση πρέπει να μπει από την πλευρά της Αριστεράς, και πρωτίστως του ΣΥΡΙΖΑ, το ζήτημα της φασιστικής βίας, το ζήτημα της άρσης, με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής, της ασυλίας βουλευτών που συμμετέχουν σε ρατσιστικές πράξεις. Αυτό δεν έχει να κάνει με δημοκρατικές φενάκες, είναι μια πολιτική απέναντι στο κράτος, που φτιάχνει και κοινωνικό συσχετισμό.
Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα: τη διαπλοκή αστυνομίας-φασιστών. Υπάρχουν τρία αστυνομικά τμήματα στην Αθήνα, του Αγίου Παντελεήμονα, της Ακρόπολης και της Ομόνοιας, όπου γίνεται σαδιστικό γλέντι σε βάρος μεταναστών και τοξικοεξαρτημένων: περνάς απόξω και ακούς ουρλιαχτά. Αυτό δεν μπορεί να περνάει έτσι, πρέπει να αναδειχθεί σε κεντρικό ζήτημα, να ζητήσουμε ξηλώματα. Πρέπει να κάνουμε περικυκλώσεις σε αυτά τα τμήματα, να απαιτήσουμε να μπαίνουν βουλευτές και φορείς, ανά πάσα στιγμή, και να κάνουν ελέγχους.
Θεωρώ κι εγώ ότι πρέπει να φτιαχτεί ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο. Αναγκαστικά, θα είναι πολλών ταχυτήτων. Μπορεί, δηλαδή, σε επιμέρους ζητήματα, να έχει μέσα και πρόσωπα από αυτό που λέμε «αστικός πολιτικός κόσμος». Κορμός όμως αυτού του μετώπου θα είναι η Αριστερά, ένας πολιτικός κορμός, πλατύς, καθαρός αλλά όχι σεχταριστικός. Ένα παράδειγμα: αν σε ένα δήμο μπορούμε να κάνουμε μια αντιφασιστική συναυλία, με τον δήμαρχο, που είναι δεξιός, όπως στο Περιστέρι, ή με Πασόκους που λένε «Έξω οι φασίστες» πρέπει να το κάνουμε. Στη συγκρότηση όμως του μετώπου δεν θα καλέσουμε κεντρικά τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, με την πολιτική που έχουν. Ο κορμός αυτός πρέπει να συνδέει τον κοινωνικό κατακερματισμό, τη φτώχεια, το ζήτημα της δημοκρατίας, το ζήτημα της αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων που ζουν και δουλεύουν σε αυτήν τη χώρα, με το ζήτημα του φασισμού.
Έχω, τέλος, τη γνώμη ότι πρέπει να αναδεικνύουμε διαρκώς ότι η Χρυσή Αυγή είναι αφενός ο λαγός του αυταρχικού κράτους (με τη δράση τους πάνε την ατζέντα πιο ακροδεξιά, και η ακροδεξιά ατζέντα τους πριμοδοτεί για να την πάνε ακόμα πιο δεξιά) και αφετέρου εξοικειώνουν την κοινωνία με τον κοινωνικό κανιβαλισμό.
***
Προχωράω στο μεταναστευτικό. Προφανώς, ιδιαίτερα στην Αθήνα, η κατάσταση είναι δύσκολη. Επίσης, το μεταναστευτικό δεν αποτελεί προνομιακό πεδίο για μας, όσον αφορά την αντιπαράθεση με τους φασίστες και την κοινωνική απονομιμοποίησή τους. Έχω όμως την πεποίθηση ότι εάν η Αριστερά εγκαταλείψει ή υποχωρήσει, ακόμα περισσότερο, γιατί έχει ήδη υποχωρήσει, στο μεταναστευτικό, η κατάσταση θα χειροτερέψει πολύ. Όχι μόνο γιατί θα απελευθερωθούν, ακόμα περισσότερο, «οι κακοί», αλλά γιατί ο ήδη περιορισμένος κορμός της αντίστασης θα νιώσει πιο ευάλωτος. Η πολιτική μας στο μεταναστευτικό πιστεύω ότι θα παραμείνει για μεγάλο διάστημα, μειοψηφική, ακόμα και μέσα στους ψηφοφόρους της Αριστεράς. Ακούμε πολλούς, ακόμα και αριστερούς ή αναρχικούς, να λένε: «Φτάνει, δεν χωράνε άλλοι» ή «Και με τον πολιτισμό τι γίνεται; Δεν μπορούν να φέρνουν στο σπίτι τους και να ξεχωρίζουν τα σκουπίδια που μαζεύουν απ’ τους κάδους» — λες και μπορούν να νοικιάσουν αποθήκες! Ωστόσο, πιστεύω ότι μπορεί να αποκτήσει πλειοψηφική απεύθυνση. Πρέπει δηλαδή να αρχίσουμε να χτίζουμε, για να πω μια λέξη που χρησιμοποιούμε εμείς οι παλιοί.
Σε αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να κινηθούμε σε τρεις άξονες: Πρώτον, να αναδείξουμε την πολιτική του κοινωνικού κατακερματισμού, η οποία διαλύει και τους Έλληνες. Δεύτερον, να μιλήσουμε ανοιχτά για την εγκληματικότητα και την ασφάλεια, θέτοντας το εξής ζήτημα: Όταν υπάρχει αυτή η πολιτική και ολοένα και περισσότεροι μετανάστες είναι παράνομοι, είναι αναμενόμενο ότι θα επιλέξουν σαν τρόπο ζωής την παρανομία. Αυτό βέβαια δεν είναι απλό να το εξηγήσεις, λ.χ. στον Άγιο Παντελεήμονα, καταρχάς όμως πρέπει να το εξηγήσουμε στον δικό μας κόσμο. Τρίτον, να αναδεικνύουμε τις αιτίες που γεννούν τη μετανάστευση: την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, τους πολέμους, την ερημοποίηση, τον ρόλο της Ελλάδας σε όλα αυτά, τον προστατευτισμό στο όνομα της ελεύθερης αγοράς σε βάρος των πιο φτωχών κ.ο.κ.
Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα, που πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να το ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας: Ευθύνονται οι μετανάστες για την έξαρση του ρατσισμού ή η διαχείριση της μετανάστευσης και των μεταναστών από το μπλοκ εξουσίας; Για όσους, μέσα στην Αριστερά, πιστεύουν το πρώτο, διακινδυνεύω ένα παράδειγμα, τηρουμένων των αναλογιών: είναι σαν να λέμε ότι για τον επιθετικό σεξισμό και τους βιαστές φταίει η θηλυκότητα. Το ερώτημα είναι κρίσιμο, γιατί έχει συγκεκριμένα διά ταύτα: Ελεγχόμενη μετανάστευση και αποτρεπτικές πολιτικές ή δικαιώματα και ενταξιακές πολιτικές; Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Όποιος κατηγορεί την πολιτική των ανοιχτών συνόρων και της κοινωνικής εξίσωσης για την έξαρση του ρατσισμού πρέπει να απαντήσει συγκεκριμένα πώς εννοεί την ελεγχόμενη μετανάστευση, χωρίς αστυνομίες, στρατούς, Frontex, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Χωρίς πολιτικό άσυλο, χωρίς κατάργηση του Δουβλίνο 2, χωρίς όλα αυτά, για ποιο πράγμα μιλάμε σε ό,τι αφορά τους εγκλωβισμένους τράνζιτ νεοπρόσφυγες; Πώς θα απεγκλωβιστούν οι 300.000 άνθρωποι που θέλουν να πάνε αλλού;
***
Έρχομαι στο τελευταίο, στον δρόμο και την πρακτική πολιτική. Προφανώς, η πανταχού παρουσία των φασιστών τρομάζει και, κυρίως, απογοητεύει. Το πρώτο που χρειαζόμαστε είναι μια αύξηση της παρουσίας και της παρέμβασης της Αριστεράς: κοινωνική αλληλεγγύη, ανέβασμα της αντίστασης, πρωτοβουλίες κοινωνικής συνοχής, σύνδεση του αντιμνημονιακού με το αντικαπιταλιστικό, όχι με κραυγές, αλλά σε μια προσπάθεια να χτιστεί μια πλατιά ριζοσπαστική κοινωνική αντιπολίτευση.
Ο φασισμός κάνει τους ανθρώπους φοβισμένους και ανίσχυρους, εξού και έχουν την ανάγκη να επιδεικνύουν την ισχύ τους σε κάποιους ακόμα πιο αδύναμους. Η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια δεν είναι απλώς μακρινοί απόηχοι της Γαλλικής Επανάστασης, είναι πολιτικά επίδικα για την Αριστερά την εποχή της κρίσης και της επίθεσης. Σκέφτομαι λοιπόν μεγάλα αντιφασιστικά γεγονότα: συναυλίες, διαδηλώσεις, συνέδρια. Σκέφτομαι την αναβάθμιση της παρουσίας της Αριστεράς σε ευαίσθητους χώρους, σε μαζικούς χώρους. Κοινές εκδηλώσεις με μετανάστες, στο μοτίβο συνύπαρξη-αλληλεγγύη. Έμπρακτη αλληλεγγύη. Καταγγελία και αποτροπή ενεργειών της Χρυσή Αυγή (τραμπουκισμοί, εκφοβισμός, διώξιμο ξένων κλπ) υλοποιώντας την πολιτική της «κοινωνικής αστυνόμευσης» — γιατί από κοινωνική αλληλεγγύη τρίχες κάνει, απλώς για να τα δείχνει η τηλεόραση. Έχουμε πολύ κόσμο στις γειτονιές, επαγγελματίες, δημοτικές κινήσεις· πρέπει να κινητοποιηθούν, να πιέσουν την αστυνομία, να βγάλουν επώνυμες καταγγελίες. Και φυσικά, παρεμβάσεις στους δρόμους. Πρέπει να το θυμόμαστε: όπου υπάρχει μαζική παρουσία και αντίσταση δεν εμφανίζονται οι φασίστες.
Πρέπει να κινηθούμε διπλά: και στο κεντρικό πολιτικό και στον δρόμο — στον βαθμό που μας αντιστοιχεί, βέβαια. Δεν πιστεύω, λ.χ., ότι μπορούμε να φτιάξουμε σήμερα επιτροπές που να περιπολούν στο κέντρο της Αθήνας εμποδίζοντας τους φασίστες να χτυπάν μετανάστες. Μπορούμε όμως με μαζικές αφισοκολλήσεις, διαδηλώσεις, άμεσες παρεμβάσεις να περιορίζουμε τον ζωτικό χώρο των φασιστών.
Η αυτοπεποίθηση, κατά τη γνώμη μου, ανεβαίνει με τη δράση. Τον πήχη της δράσης θα τον βάλουμε βέβαια εμείς, ανάλογα με τις συνθήκες: δικό μας είναι το κρασί, όσο θέλουμε το νερώνουμε — ας μην το κάνουμε όμως και νερό. Η δράση είναι απαραίτητη.
O Νίκος Γιαννόπουλος είναι μέλος του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα. To άρθρο είναι απομαγνητοφωνημένη μορφή της ομιλίας του στην εκδήλωση για τον αντιφασισμό που οργάνωσαν τα «Ενθέματα» και το περ. «Unfollow», (19.9.2012) και διατηρεί τον προφορικό χαρακτήρα του λόγου.
48

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση