ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΑΝΤΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ;

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΑΝΤΙΤΙΘΕΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Trotsky_Portrait (1)
Οι ταξικοί μας εχθροί συνηθίζουν να παραπονούνται για την τρομοκρατία μας. Το τι εννοούν με αυτό δεν είναι και τόσο ξεκάθαρο. Θέλουν μάλλον να χαρακτηρίσουν ως τρομοκρατία όλες τις ενέργειες του προλεταριάτου που στρέφονται ενάντια στα συμφέροντα του ταξικού εχθρού. Στα μάτια τους, η απεργία είναι η κυριότερη μορφή τρομοκρατίας. Την απειλή μιας απεργίας, την οργάνωση απεργιακών φρουρών, το οικονομικό μποϋκοτάζ ενάντια σε ένα αφεντικό που μεταχειρίζεται τους εργάτες σαν δούλους, τον ηθικό αποκλεισμό από τις γραμμές μας ενός προδότη, όλα αυτά και ακόμα περισσότερα τα ονομάζουν τρομοκρατία. Αν η τρομοκρατία νοείται μ’ αυτόν τον τρόπο ως κάθε πράξη που εμπνέει φόβο ή βλάπτει τον εχθρό, τότε, φυσικά, ολόκληρη η ταξική πάλη δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρομοκρατία. Και το μόνο ζήτημα που απομένει είναι το αν οι αστοί πολιτικοί έχουν το δικαίωμα να πλημμυρίζουν από ηθική αγανάκτηση για την προλεταριακή τρομοκρατία, όταν ολόκληρος ο κρατικός τους μηχανισμός -με τους νόμους, την αστυνομία και το στρατό του- δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από μηχανισμός καπιταλιστικής τρομοκρατίας!
Ωστόσο, πρέπει να ειπωθεί ότι, όταν μας κατηγορούν για τρομοκρατία, προσπαθούν, αν και όχι πάντοτε συνειδητά, να δώσουν σ’ αυτήν τη λέξη κάποιο στενότερο και λιγότερο έμμεσο νόημα. Η καταστροφή των μηχανών από τους εργάτες, για παράδειγμα, είναι τρομοκρατία με την αυστηρή έννοια της λέξης. Η δολοφονία ενός εργοδότη, η απειλή πυρπόλησης ενός εργοστασίου ή η απειλή της δολοφονίας του ιδιοκτήτη του, η απόπειρα δολοφονίας, με το περίστροφο στο χέρι, εναντίον ενός υπουργού της κυβέρνησης, όλες αυτές είναι τρομοκρατικές ενέργειες με την πλήρη και την αυθεντική έννοια του όρου. Ωστόσο, όποιος έχει κάποια ιδέα για την πραγματική φύση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτή, πάντοτε, αντιτασσόταν σε αυτό το είδος τρομοκρατίας και το έκανε με τον πιο αδιάλλακτο τρόπο. Γιατί;
«Τρομοκρατία» με την απειλή απεργίας, ή με την πραγματική της διεξαγωγή, είναι κάτι που μόνο οι βιομηχανικοί και οι αγροτικοί εργάτες μπορούν να πράξουν. Η κοινωνική σημασία μιας απεργίας εξαρτάται άμεσα, πρώτον, από το μέγεθος της επιχείρησης ή τον κλάδο της βιομηχανίας, που αυτή επηρεάζει, και, δεύτερον, από το βαθμό στον οποίον οι εργάτες, που παίρνουν μέρος σε αυτήν, είναι οργανωμένοι, πειθαρχημένοι και έτοιμοι για δράση. Αυτό ακριβώς ισχύει τόσο στην περίπτωση της πολιτικής όσο και στην περίπτωση της οικονομικής απεργίας. Εξακολουθεί να είναι μια μορφή πάλης που απορρέει άμεσα από το ρόλο του προλεταριάτου στην παραγωγή, μέσα στην σύγχρονη κοινωνία.

Υποτίμηση του ρόλου των μαζών

Το καπιταλιστικό σύστημα, προκειμένου να αναπτυχθεί, χρειάζεται ένα κοινοβουλευτικό εποικοδόμημα. Επειδή, όμως, δεν μπορεί να περιορίσει το σύγχρονο προλεταριάτο σε ένα πολιτικό γκέτο, πρέπει, αργά ή γρήγορα, να επιτρέψει στους εργάτες να συμμετέχουν στο κοινοβούλιο. Στις εκλογές, βρίσκουν την έκφραση τους ο μαζικός χαρακτήρας του προλεταριάτου και το επίπεδο της πολιτικής του ανάπτυξης· ιδιότητες, οι οποίες, και πάλι, καθορίζονται από τον κοινωνικό του ρόλο, δηλ. πρώτα απ’ όλα, από το ρόλο του στην παραγωγή.
Όπως και σε μια απεργία, έτσι και στις εκλογές, η μορφή, ο σκοπός και το αποτέλεσμα του αγώνα εξαρτώνται πάντα από τον κοινωνικό ρόλο και τη δύναμη του προλεταριάτου ως τάξης.
Μόνο οι εργάτες μπορούν να διεξαγάγουν μια απεργία. Οι βιοτέχνες, που καταστράφηκαν από το εργοστάσιο, οι αγρότες, που το εργοστάσιο δηλητηριάζει το νερό τους, ή οι λούμπεν προλετάριοι, που επιδιώκουν να κάνουν πλιάτσικο, μπορούν να σπάζουν μηχανές, να βάζουν φωτιά στο εργοστάσιο ή να σκοτώσουν τον ιδιοκτήτη του.
Μονάχα η συνειδητή και οργανωμένη εργατική τάξη μπορεί να στείλει μια ισχυρή αντιπροσωπία στο κοινοβούλιο, για να προστατεύσει τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Ωστόσο, για να σκοτώσεις έναν ανώτατο αξιωματούχο, δεν χρειάζεται να έχεις πίσω σου τις οργανωμένες μάζες. Η συνταγή για εκρηκτικές ύλες είναι προσιτή σε όλους και ένα μπράουνινγκ (2) μπορεί παντού κανείς να το προμηθευτεί.
Στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει η κοινωνική πάλη, της οποίας οι σκοποί και τα μέσα απορρέουν αναγκαστικά από τη φύση του επικρατούντος κοινωνικού καθεστώτος. Στη δεύτερη περίπτωση, παρουσιάζεται μια καθαρά μηχανική αντίδραση, η οποία είναι παντού απαράλλακτη, τόσο στην Κίνα όσο και στη Γαλλία, και πολύ εντυπωσιακή ως προς την εξωτερική της μορφή (δολοφονίες, εκρήξεις και ούτω καθεξής), αλλά απολύτως αβλαβής, αφού το κοινωνικό σύστημα εξακολουθεί να υφίσταται.
Μια απεργία, ακόμη και μετρίων διαστάσεων, έχει κοινωνικές συνέπειες: ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των εργατών, ανάπτυξη των συνδικάτων και, όχι σπάνια, ακόμη και βελτίωση της τεχνολογίας στην παραγωγή. Η δολοφονία ενός ιδιοκτήτη εργοστασίου προκαλεί συνέπειες μονάχα αστυνομικής φύσεως ή μια αλλαγή του ιδιοκτήτη, η οποία στερείται κάθε κοινωνικής σημασίας.
Το αν μια τρομοκρατική απόπειρα, ακόμη και να είναι «επιτυχημένη», θα προκαλέσει σύγχυση στην άρχουσα τάξη, εξαρτάται από τις συγκεκριμένες πολιτικές περιστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, η σύγχυση μπορεί να είναι μονάχα προσωρινή. Το καπιταλιστικό κράτος δεν στηρίζεται στους υπουργούς της κυβέρνησης και δεν μπορεί να σκοτωθεί μαζί τους. Οι τάξεις, τις οποίες αυτό υπηρετεί, θα βρίσκουν πάντα καινούργιους ανθρώπους, ενώ ο μηχανισμός παραμένει άθικτος και συνεχίζει τη λειτουργία του.
Όμως, είναι πολύ βαθύτερη η σύγχυση που δημιουργείται, μέσα στους κόλπους των ίδιων των εργατικών μαζών, από μια τρομοκρατική ενέργεια. Εάν είναι αρκετό να εξοπλιστεί κανείς με ένα πιστόλι, για να πετύχει το σκοπό του, τότε γιατί να χρειαζόμαστε όλη αυτήν την προσπάθεια του ταξικού αγώνα; Αν μια μικρή ποσότητα μπαρουτιού και λίγο μολύβι είναι αρκετά, για να εξοντώσει κανείς τον εχθρό, τότε προς τι χρειαζόμαστε την ταξική οργάνωση; Αν μπορούμε να κατατρομοκρατήσουμε πρόσωπα που κατέχουν ανώτατες θέσεις, με τον κρότο των εκρήξεων, τότε σε τι χρειαζόμαστε το κόμμα; Σε τι χρειάζονται οι συγκεντρώσεις, η ζύμωση των μαζών και οι εκλογές, όταν μπορεί κανείς, τόσο εύκολα, να σκοπεύσει εναντίον των υπουργικών θώκων από τη γαλαρία του κοινοβουλίου;
Κατά τη γνώμη μας, η ατομική τρομοκρατία είναι απορριπτέα, ακριβώς επειδή υποτιμά το ρόλο των μαζών και τη δική τους συνειδητοποίηση, τις πείθει να αποδεχτούν την ιδέα ότι είναι ανίσχυρες και στρέφει την προσοχή και τις ελπίδες τους σε έναν μεγάλο εκδικητή και ελευθερωτή, ο οποίος, κάποια μέρα, θα έρθει και θα εκπληρώσει την αποστολή του.
Οι αναρχικοί προφήτες της «έμπρακτης προπαγάνδας» μπορούν να λένε ό,τι θέλουν σχετικά με την εξυψωτική και διεγερτική επίδραση των τρομοκρατικών ενεργειών πάνω στις μάζες. Η θεωρητική μελέτη και η πολιτική πείρα αποδεικνύουν το αντίθετο. Όσο «αποτελεσματικότερες» είναι οι τρομοκρατικές ενέργειες, όσο μεγαλύτερο αντίχτυπο έχουν, όσο περισσότερο η προσοχή των μαζών επικεντρώνεται επάνω τους, τόσο περισσότερο μειώνεται το ενδιαφέρον των μαζών για την αυτοοργάνωση και την αυτοεκπαίδευσή τους.
Όμως, ο καπνός από την έκρηξη διαλύεται, ο πανικός ξεθυμαίνει, ο διάδοχος του δολοφονημένου υπουργού κάνει την εμφάνιση του, η ζωή μπαίνει ξανά στους παλιούς της ρυθμούς, ο τροχός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης γυρίζει όπως και προηγουμένως. Μόνο η αστυνομική καταστολή γίνεται πιο άγρια και πιο ξετσίπωτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι τη θέση των ελπίδων που δημιουργήθηκαν και της διέγερσης που προκλήθηκε τεχνητά, την παίρνουν η απογοήτευση και η αδιαφορία.
Οι προσπάθειες της αντίδρασης να θέσει τέρμα στις απεργίες και, γενικά, στο μαζικό εργατικό κίνημα, έχουν καταλήξει -παντού και πάντα- σε αποτυχία. Η καπιταλιστική κοινωνία έχει ανάγκη από ένα δραστήριο, ευκίνητο και εύστροφο προλεταριάτο. Δεν μπορεί, επομένως, να το δέσει χειροπόδαρα για πολύ καιρό. Από την άλλη μεριά, η αναρχική «έμπρακτη προπαγάνδα» έχει δείξει, κάθε φορά, ότι το κράτος είναι κατά πολύ πλουσιότερο σε μέσα φυσικής καταστροφής και μηχανικής καταστολής από ό,τι οι τρομοκρατικές ομάδες.
Αν είναι έτσι, τότε τι γίνεται με την επανάσταση; Αναιρείται ή καθίσταται αδύνατη από αυτό το γεγονός; Όχι, καθόλου! Διότι η επανάσταση δεν είναι ένα απλό άθροισμα μηχανικών μέσων. Η επανάσταση μπορεί να προέλθει μονάχα από την όξυνση της ταξικής πάλης και μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη της μόνο από την κοινωνική λειτουργία του προλεταριάτου. Η μαζική πολιτική απεργία, η ένοπλη εξέγερση, η κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, όλα αυτά προσδιορίζονται από το βαθμό στον οποίον έχει αναπτυχθεί η παραγωγή, από το συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, το κοινωνικό βάρος του προλεταριάτου και, εν τέλει, από την κοινωνική σύνθεση του στρατού, εφόσον οι ένοπλες δυνάμεις είναι ο παράγοντας ο οποίος, την ώρα της επανάστασης, καθορίζει την τύχη της κρατικής εξουσίας.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι αρκετά ρεαλιστική, ώστε να μην προσπαθεί να αποφύγει την επανάσταση, που αναπτύσσεται μέσα από τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες. Αντιθέτως, ενεργοποιείται για να υποδεχτεί την επανάσταση με ορθάνοιχτα μάτια. Όμως, η σοσιαλδημοκρατία, σε αντίθεση με τους αναρχικούς και σε άμεση αντιπαράθεση προς αυτούς, απορρίπτει όλες τις μεθόδους και τα μέσα που αποβλέπουν να επιβληθούν με τεχνητό τρόπο στην κοινωνική εξέλιξη και να υποκαταστήσουν με χημικά παρασκευάσματα την ανεπαρκή επαναστατική] δύναμη του προλεταριάτου.
Η τρομοκρατία, προτού ανυψωθεί στο επίπεδο μιας μορφής πολιτικού αγώνα, έκανε την εμφάνιση της με τη μορφή ατομικών πράξεων εκδίκησης. Έτσι, η Ρωσία έγινε η κλασική χώρα της τρομοκρατίας. Η μαστίγωση πολιτικών κρατουμένων ώθησε την Βέρα Ζασούλιτς (3) να εκφράσει το καθολικό αίσθημα αγανάκτησης με την απόπειρα δολοφονίας του στρατηγού Τρεπώφ (3). Το παράδειγμα της βρήκε μιμητές μέσα στους κύκλους της επαναστατικής ιντελιγκέντσιας, (4) που δεν είχε καμία υποστήριξη από μέρους των μαζών. Αυτό που ξεκίνησε ως μία απερίσκεπτη πράξη εκδίκησης κατέληξε να γίνει ένα ολόκληρο δόγμα, από το 1879 έως το 1881. (5) Οι εκδηλώσεις αναρχικών αποπειρών δολοφονίας, στη
Δυτική Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, ακολουθούσαν πάντοτε ύστερα από αγριότητες που διαπράττονταν από μέρους των κυβερνήσεων (πυροβολισμούς εναντίον απεργών ή εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων). Η πιο σημαντική πηγή της τρομοκρατίας είναι πάντοτε το αίσθημα εκδίκησης που αναζητεί διέξοδο.
Δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει τίποτα κοινό με εκείνους τους πουλημένους ηθικολόγους, οι οποίοι, απαντώντας σε κάθε τρομοκρατική ενέργεια, κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις για την «απόλυτη αξία» της ανθρώπινης ζωής. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, σε άλλες περιπτώσεις, στο όνομα άλλων απολύτων αξιών -παραδείγματος χάριν, η τιμή του έθνους ή το γόητρο του μονάρχη- είναι έτοιμοι να σπρώξουν εκατομμύρια ανθρώπους στην κόλαση του πολέμου. Σήμερα, ο εθνικός τους ήρωας είναι ο υπουργός που έδωσε διαταγή να πυροβοληθούν άοπλοι εργάτες, στο όνομα του ιερού δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας, και αύριο, όταν το απελπισμένο χέρι του άνεργου εργάτη θα σφίξει στη γροθιά του ένα όπλο, θα αρχίσουν να λένε του κόσμου τις ανοησίες για το απαράδεκτο της βίας σε οποιαδήποτε μορφή.
Ό,τι κι αν λένε οι ευνούχοι και οι φαρισαίοι της ηθικολογίας, το αίσθημα εκδίκησης έχει και αυτό τα δικαιώματα του. Αποτελεί τη μεγαλύτερη ηθική τιμή για την εργατική τάξη το ότι δεν βλέπει με ψυχρή αδιαφορία αυτά που συμβαίνουν σε τούτο τον καλύτερο δυνατό κόσμο. Το έργο της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι να καταπνίξει το ανεκπλήρωτο αίσθημα εκδίκησης του προλεταριάτου, αλλά, τουναντίον, να το υποδαυλίζει συνεχώς, να το βαθαίνει και να το στρέφει ενάντια στις πραγματικές αιτίες κάθε αδικίας και ανθρώπινης προστυχιάς.
Αν είμαστε αντίθετοι με τις τρομοκρατικές ενέργειες, αυτό γίνεται μονάχα επειδή η ατομική εκδίκηση δεν μας ικανοποιεί. Ο λογαριασμός που έχουμε να εξοφλήσουμε με το καπιταλιστικό σύστημα είναι τόσο μεγάλος, ώστε να μην τον χαρίσουμε σε κάποιον υπάλληλο που λέγεται υπουργός. Να μάθουμε να βλέπουμε όλα τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας, όλες τις ταπεινώσεις στις οποίες υποβάλλεται το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα μέσα από τις διαπλεκόμενες εκφύσεις και εκφράσεις του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος, για να στρέψουμε όλες μας τις ενέργειες σε έναν συλλογικό αγώνα εναντίον αυτού του συστήματος. Αυτή είναι η κατεύθυνση, στην οποία η φλογερή επιθυμία εκδίκηση μπορεί να βρει την ανώτερη ηθική της ικανοποίηση.
Λ. Τρότσκι

Νοέμβρης 1911

Αυστριακό περιοδικό Der Kamph (Ο Αγώνας)

 

Σημειώσεις

Σημείωση Ε.Δ: Να θυμίσουμε ότι εκείνη την εποχή όλοι οι μαρξιστές επαναστάτες ονομάζονταν σοσιαλδημοκράτες

(1) Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1911, στο περιοδικό, Det Kampf  («Ο Αγώνας»), μηνιαίο θεωρητικό όργανο της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, με τον τίτλο, «Για την τρομοκρατία». Ο Τρότσκι το έγραψε κατά παράκληση του Φρήντριχ Αντλερ, εκδότη του περιοδικού, ως απάντηση στις φιλικά διακείμενες διαθέσεις προς την τρομοκρατία, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί σε ορισμένα τμήματα της αυστριακής εργατικής τάξης (σ.τ.μ.).
(2) Είδος αυτόματου πυροβόλου όπλου (σ.τ.μ.).
(3) Στις 21 Ιανουαρίου 1878, η νεαρή επαναστάτρια, Βέρα Ζασούλιτς, πυροβόλησε και σκότωσε, στην Πετρούπολη, τον διευθυντή της αστυνομίας, στρατηγό Τρεπώφ, διότι αυτός διέταξε να μαστιγώσουν έναν πολιτικό κρατούμενο, επειδή δεν έβγαλε το καπέλο του, όταν αυτός περνούσε από μπροστά του. Η Ζασούλιτς, στη δίκη της, στιγμάτισε τη βαρβαρότητα του τσαρικού καθεστώτος και, τελικά, αθωώθηκε από τους ενόρκους. Η πράξη της καθώς και η στάση της στη δίκη προκάλεσαν την προσοχή της κοινής γνώμης και αποτέλεσαν πλήγμα για τον τσαρισμό (σ.τ.μ.).
(4) Ιντελιγκέντσια: Οι διανοούμενοι, κυρίως όσοι δραστηριοποιούνται στους χώρους της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της τέχνης (σ.τ.μ.).
(5) Αναφορά στην τρομοκρατική οργάνωση «Ναρόντναγια Βόλια», η οποία κατόρθωσε να δολοφονήσει τον Τσάρο Αλέξανδρο τον 2°, το 1881 (σημείωση του Λ. Τ.).

Μετάφραση: Ανδρέας Δαμασκηνός

Τροτσκιστικές Εκδόσεις – Αθήνα – Αύγουστος 2002

πηγή:ergatikidimokratia.gr

262

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση