Οι αγροτικές επαναστάσεις στη Ρωσία μέσα στο 1917

Οι αγροτικές επαναστάσεις στη Ρωσία μέσα στο 1917

Πώς οι καθημερινοί άνθρωποι στην ύπαιθρο ανέλαβαν δράση για να αν-οικοδομήσουν τον κόσμο τους Η Σάρα Μπάντκοκ διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ. Ένα από τα βιβλία της είναι το Politics and the People in Revolutionary Russia; A provincial history, που εκδόθηκε το 2007 από το Cambridge University Press. Το άρθρο δημοσιεύεται στο RedNotebook, και παράλληλα στο R-project, και είναι μέρος του αφιερώματος του Jacobin στα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Το 1917 οι αγρό­τες άλ­λα­ξαν τα πο­λι­τι­κά δε­δο­μέ­να και όρι­σαν τις απα­ντή­σεις των πο­λι­τι­κών μπρο­στά στις εθνι­κές προ­κλή­σεις που αντι­με­τώ­πι­ζε η Ρωσία. Αγρό­τες πα­ρή­γα­γαν, έθε­σαν υπό τον έλεγ­χό τους και υπα­γό­ρευ­σαν τη διά­θε­ση των προ­μη­θειών τρο­φί­μων. Έν­στο­λοι οπλι­σμέ­νοι αγρό­τες υπη­ρέ­τη­σαν ως στρα­τιώ­τες και υπήρ­ξαν δη­μιουρ­γοί και κα­τα­στρο­φείς της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας. Αγρό­τες δού­λε­ψαν στις πό­λεις, στα ερ­γα­στή­ρια και στα ερ­γο­στά­σια, σε ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες και σε κα­φε­νεία. Και οι ίδιοι απο­τέ­λε­σαν την πλειο­ψη­φία ανά­με­σα στους κα­τοί­κους των πό­λε­ων, όντας εντέ­λει οι βα­σι­κοί συμ­με­τέ­χο­ντες στις επα­να­στά­σεις που ξέ­σπα­σαν στις πό­λεις. Όταν όμως μι­λά­με για αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις, μι­λά­με κα­ταρ­χάς για τις επα­να­στά­σεις που άλ­λα­ξαν τους τρό­πους χρή­σης της γης και τις σχέ­σεις ιδιο­κτη­σί­ας στην ύπαι­θρο. Στο έδα­φος αυτό, λοι­πόν, θα πε­ριο­ρι­στεί και το δικό μου άρθρο.

Το 1917, πάνω από το 80% του πλη­θυ­σμού στη Ρωσία ζούσε σε αγρο­τι­κές πε­ριο­χές. Όμως, τόσο η εμπει­ρία αυτών των αν­θρώ­πων από τη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση, όσο και η συμ­με­το­χή τους σε αυτήν συχνά αντι­με­τω­πί­ζο­νται ως κάτι πε­ρι­θω­ρια­κό. Κάπως έτσι, η συ­ζή­τη­ση για το 1917 εστιά­ζει κατά κύριο λόγο στους κα­τοί­κους των πό­λε­ων και στις ελίτ της δια­νό­η­σης, τόσο στην πε­ρί­πτω­ση των σο­σια­λι­στών όσο και σε αυτή των φι­λε­λευ­θέ­ρων. Όμως, ενώ η ποι­κι­λο­μορ­φία και η συν­θε­τό­τη­τα των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων στη Ρωσία δεν επι­τρέ­πει απλοϊ­κές υπο­θέ­σεις για το είδος της δρά­σης των αγρο­τών, την ίδια στιγ­μή απο­κα­λύ­πτει μια εκ­πλη­κτι­κή δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, και μαζί την με­τα­σχη­μα­τι­στι­κή υφή εκεί­νης της επα­να­στα­τι­κής χρο­νιάς στη Ρωσία.

Οι αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις δεν ήταν ένα φαι­νό­με­νο μο­να­δι­κό ή εύ­κο­λα προσ­διο­ρί­σι­μο. Εξα­πλώ­θη­καν μέσα στο 1917 χρο­νι­κά και γε­ω­γρα­φι­κά, και υπήρ­ξαν τόσο δια­φο­ρε­τι­κές ως προς τις μορ­φές τους, όσο και η πε­ρί­πλο­κη, πο­λύ­μορ­φη επι­κρά­τεια της Ρω­σι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Στην επι­κρά­τεια αυτή, ο αγρο­τι­κός πλη­θυ­σμός χρη­σι­μο­ποί­η­σε πολλά και διά­φο­ρα μέσα για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τις επα­να­στά­σεις του.
Το είδος της γης και η φύση των δια­κυ­βευ­μά­των σε το­πι­κό επί­πε­δο όρι­σαν και τη μορφή των επα­να­στά­σε­ων. Μια μυ­στι­κή αγρο­τι­κή επα­νά­στα­ση, έτσι, θα σή­μαι­νε το άνοιγ­μα της πύλης ώστε τα ζώα του χω­ριού να μπο­ρούν να βό­σκουν στο εξής στα λι­βά­δια κά­ποιου με­γα­λο­κτη­μα­τία. Ψευ­το-νό­μι­μες επα­να­στά­σεις ξέ­σπα­σαν όταν η κοι­νό­τη­τα του χω­ριού προ­σκό­μι­σε ένα επί­ση­μο υπο­τί­θε­ται έγ­γρα­φο, φαι­νο­με­νι­κά υπο­γε­γραμ­μέ­νο από όλα τα κόμ­μα­τα, με το οποίο της πα­ρα­χω­ρού­ταν η χρήση των το­πι­κών πόρων εις το δι­η­νε­κές. Σε αυ­θά­δεις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις μπο­ρού­σε να δει κα­νείς ομά­δες χω­ρι­κών να συ­να­σπί­ζο­νται προ­κει­μέ­νου να υλο­το­μή­σουν με­γά­λες εκτά­σεις ενός γει­το­νι­κού δά­σους. Η βίαιη επα­νά­στα­ση, που με­ρι­κές φορές πε­ριε­λάμ­βα­νε θα­νά­σι­μες επι­θέ­σεις ενα­ντί­ον το­πι­κών γαιο­κτη­μό­νων και τη βίαιη κα­τά­σχε­ση της πε­ριου­σί­ας τους, είναι η πιο γνω­στή μορφή αγρο­τι­κής επα­νά­στα­σης. Σί­γου­ρα, όμως, είναι και η σπα­νιό­τε­ρη. Η βίαιη αντι­πα­ρά­θε­ση συ­γκε­ντρώ­νει, βέ­βαια, προ­σο­χή με­γα­λύ­τε­ρη από μια ήσυχη πα­ρά­βα­ση· είναι όμως και αυτή που συ­νε­πά­γε­ται με­γα­λύ­τε­ρο ρίσκο για τους συμ­με­τέ­χο­ντες. Έτσι, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις στη Ρωσία του 1917 ήταν, από πολ­λές από­ψεις, ρου­τι­νιά­ρι­κες, ήσυ­χες και με­τρη­μέ­νες, μο­λο­νό­τι δεν τις είδαν ακρι­βώς έτσι εκεί­νοι που είδαν την ιδιο­κτη­σία τους να πα­ρα­βιά­ζε­ται.

Ποιοι ήταν αγρό­τες τέλος πά­ντων;

Ο όρος αγρό­της ανα­φέ­ρε­ται συ­νή­θως στους αν­θρώ­πους που ζού­σαν σε αγρο­τι­κές πε­ριο­χές και βιο­πο­ρί­ζο­νταν κυ­ρί­ως μέσω της γε­ωρ­γί­ας. Ιδίως στη Ρωσία, η λέξη «αγρό­της» πε­ριέ­γρα­φε επί­σης μια νο­μι­κή κα­τη­γο­ρία (τους soslovie), στους οποί­ους απέ­νει­μαν ένα ατο­μι­κό δια­βα­τή­ριο. Κά­ποιος, λοι­πόν, μπο­ρού­σε να είναι αγρό­της και να ζει σε μια αστι­κή πε­ριο­χή, να βιο­πο­ρί­ζε­ται ως ερ­γά­της ή έμπο­ρος, ή να υπη­ρε­τεί στο στρα­τό ως φα­ντά­ρος.
Η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, με όλες τις πα­γί­δες της, έφταε στη ρω­σι­κή ύπαι­θρο  στις αρχές του ει­κο­στού αιώνα, και συ­νυ­πήρ­ξε με πα­ρα­δο­σια­κά στοι­χεία της αγρο­τι­κής ζωής. Η πα­ρά­δο­ση, εδώ, συ­νο­ψί­ζε­ται στο τρί­πτυ­χο πα­τριαρ­χία, ορ­θο­δο­ξία και κοι­νό­τη­τα: Οι πα­τριαρ­χι­κές εξου­σια­στι­κές δομές δια­σφά­λι­ζαν την κυ­ριαρ­χία των γη­ραιό­τε­ρων αν­δρών στη σφαί­ρα τόσο της οι­κο­γέ­νειας όσο και της κοι­νό­τη­τας. Η ρω­σι­κή ορ­θό­δο­ξη πίστη εξα­κο­λου­θού­σε να απο­τε­λεί ση­μα­ντι­κό μέρος της κοι­νω­νι­κής, της πο­λι­τι­στι­κής και της πνευ­μα­τι­κής ζωής για πολ­λούς κα­τοί­κους της υπαί­θρου. Τα δε κοι­νο­τι­κά συ­στή­μα­τα δια­χεί­ρι­σης της γης δια­τη­ρή­θη­καν σε πολ­λές πε­ριο­χές, πράγ­μα που διευ­κό­λυ­νε τη συλ­λο­γι­κή χρήση της γης και των πόρων, ενώ ενί­σχυε τις πα­τριαρ­χι­κές κοι­νω­νι­κές δομές. Από κοι­νού, λοι­πόν, τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυτά έδι­ναν στην αγρο­τι­κή Ρωσία έναν με­γά­λο βαθμό το­πι­κι­σμού: το­πι­κές πο­λι­τι­κές εστί­α­ζαν σε το­πι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, και τα ανή­γαν πάνω από τις εθνι­κές μέ­ρι­μνες.
Πώς αμ­φι­σβή­τη­σε η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα τα πα­ρα­δο­σια­κά αυτά πρό­τυ­πα; Με τη χει­ρα­φέ­τη­ση των δου­λο­πά­ροι­κων, το 1861, η πρω­το­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση εξα­πλώ­θη­κε ρα­γδαία στην πε­ρι­φέ­ρεια, κα­το­χυ­ρώ­νο­ντας την εγ­γραμ­μα­το­σύ­νη για τη νε­ό­τε­ρη γενιά. Εκα­τομ­μύ­ρια αγρό­τες με­τα­νά­στευαν επο­χια­κά στα αστι­κά κέ­ντρα κι έφερ­ναν μαζί τους, πίσω στα χωριά, τις ιδέες και τα έθιμα της μη­τρό­πο­λης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του κο­σμι­κού πνεύ­μα­τος και του κα­τα­να­λω­τι­σμού. Η αι­ρε­τή το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση και τα το­πι­κά δι­κα­στή­ρια πρό­σφε­ραν στον αγρο­τι­κό πλη­θυ­σμό νέους δρό­μους επι­κοι­νω­νί­ας με το κρά­τος, τους οποί­ους οι ίδιοι οι αγρό­τες ανα­λάμ­βα­ναν ευ­χα­ρί­στως. Μετά δε την επα­νά­στα­ση του 1905, οι αγρό­τες συμ­με­τεί­χαν στις εθνι­κές εκλο­γές και όρι­σαν τους το­πι­κούς εκ­προ­σώ­πους τους διά βοής.

Τε­λι­κά, η μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση του 1914 έδωσε το έναυ­σμα για την κί­νη­ση και τον με­τα­σχη­μα­τι­σμό των νε­ό­τε­ρων χω­ρι­κών: άλλοι με πα­τριω­τι­κή ζέση, άλλοι με εξη­γή­σι­μη δι­στα­κτι­κό­τη­τα, όλοι πά­ντως κλή­θη­καν στα όπλα και χρειά­στη­κε να δια­σχί­σουν τη Με­γά­λη Αυ­το­κρα­το­ρία. Η σύν­δε­ση αυτή με έναν ολό­κλη­ρο κόσμο έξω από τις άμε­σες μέ­ρι­μνες του χω­ριού τους σή­μαι­νε ότι, από το 1917, οι αγρό­τες έπαυαν πια να είναι απο­μο­νω­μέ­νοι και προ-νε­ω­τε­ρι­κοί. Τώρα δια­σταυ­ρώ­νο­νταν με το κρά­τος και το έθνος, με πολ­λα­πλούς τρό­πους. Η αύ­ξη­ση, εξάλ­λου, των επι­πέ­δων εγ­γραμ­μα­το­σύ­νης στις τά­ξεις των νε­ό­τε­ρων αγρο­τών τους είχε δώσει την ικα­νό­τη­τα να εμπλέ­κο­νται με την εθνι­κή και την πε­ρι­φε­ρεια­κή πο­λι­τι­κή ατζέ­ντα. Κάπως έτσι, λοι­πόν, η νε­ό­τε­ρη γενιά αμ­φι­σβη­τού­σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο την πα­τριαρ­χι­κή κυ­ριαρ­χία των γη­ραιό­τε­ρων αν­δρών.
Τι ήταν οι αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις;

«Το νερό είναι δικό σας, το φως είναι δικό σας, η γη είναι δική σας, το δάσος είναι δικό σας».

Τα λόγια αυτά ενός ναύτη, αγκι­τά­το­ρα σε μια συ­νά­ντη­ση στο Καζάν, τον Ιού­νιο του 1917, συ­νο­ψί­ζουν τον πυ­ρή­να των προσ­δο­κιών των αγρο­τών. Το αί­σθη­μα ότι οι πόροι της γης και του δά­σους, όπως ο αέρας και το νερό, προ­ο­ρί­ζο­νταν να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν από αυ­τούς που τους χρειά­ζο­νταν, ήταν ολο­έ­να και συ­χνό­τε­ρο από την πρώτη χρο­νιά της επα­νά­στα­σης και μετά. Σε πε­ριο­χές όπου η δου­λο­πα­ροι­κία ήταν κυ­ρί­αρ­χη, οι πρώην δου­λο­πά­ροι­κοι έτρε­φαν βαθιά δυ­σα­ρέ­σκεια για τις ανι­σό­τη­τες στη δια­δι­κα­σία με την οποία διευ­θε­τή­θη­κε η απε­λευ­θέ­ρω­ση, το 1861. Έτσι, η αγριό­τη­τα με την οποία κα­τα­σχέ­θη­κε η γη, και αντί­στοι­χα η βία, έφτα­ναν στο από­γειό τους στις πε­ριο­χές όπου οι αγρό­τες είχαν εχθρι­κές σχέ­σεις με τους το­πι­κούς γαιο­κτή­μο­νες.
Η πε­ρί­πτω­ση αυτή, ωστό­σο, που συχνά χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως πα­ρά­δειγ­μα για τη φύση της αγρο­τι­κής επα­νά­στα­σης, δεν είναι κα­θό­λου τυ­πι­κή. Από το 1917, μικρό μόνο μέρος της καλ­λιερ­γή­σι­μης γης πα­ρέ­με­νε ακόμα σε χέρια άλλα από αυτά των αγρο­τών. Σε πε­ριο­χές όπως η Βιάτ­κα, μά­λι­στα, δεν υπήρ­χε ούτε ακτη­μο­σύ­νη ούτε ευ­γε­νείς κτη­μα­τί­ες.
Το πώς έδρα­σαν οι κά­τοι­κοι της υπαί­θρου το 1917 εξαρ­τή­θη­κε από τη χρήση της γης και τα πρό­τυ­πα ιδιο­κτη­σί­ας στην πε­ριο­χή τους, τα οποία συχνά διέ­φε­ραν εκ­πλη­κτι­κά από το ένα χωριό στο άλλο. Η επα­νά­στα­ση του Φε­βρουα­ρί­ου ήταν το προ­οί­μιο προσ­δο­κιών και δρά­σε­ων που θα αυ­ξά­νο­νταν, έκτο­τε, στα­θε­ρά. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις δρά­σεις αυτές δεν πε­ριε­λάμ­βα­ναν βία ή βί­αιες κα­τα­σχέ­σεις. Αντί­θε­τα, οι αγρο­τι­κές κοι­νό­τη­τες στη­ρί­χτη­καν στις εμπει­ρί­ες τους για να δο­κι­μά­σουν και να υπερ­βούν τους νό­μους της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να αυ­το­προ­στα­τευ­τούν από πι­θα­νές αντι­δρά­σεις. Οι αγρό­τες του χω­ριού Αρι­σκά­τζα (Aryshkadza) του Καζάν, για πα­ρά­δειγ­μα, ανα­κοί­νω­σαν απλά ότι η γη του το­πι­κού γαιο­κτή­μο­να Κορ­σά­κοφ θα καλ­λιερ­γού­νταν για τον χει­μώ­να από αυ­τούς, και ότι οι υπάλ­λη­λοι του Κορ­σά­κοφ είχαν μία μέρα για να εγκα­τα­λεί­ψουν το κτήμα. Οι υπάλ­λη­λοι έφυ­γαν, και την επό­με­νη μέρα οι χω­ρι­κοί έσπει­ραν τα χω­ρά­φια.
Ό,τι ξέ­ρου­με για τη μορφή και την έντα­ση των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων, το οφεί­λου­με κα­ταρ­χάς στο πλή­θος των λε­γό­με­νων «τα­ρα­χών» που ανα­φέ­ρο­νται στις κε­ντρι­κές αρχές. Οι ανα­φο­ρές αυτές προ­έρ­χο­νταν κυ­ρί­ως από ιδιώ­τες κτη­μα­τί­ες που πα­ρα­πο­νού­νταν για πα­ρα­βιά­σεις της ιδιο­κτη­σί­ας τους. Αυτό που μας λένε είναι ότι στα τμή­μα­τα της Ρω­σί­ας με το πιο εύ­φο­ρο έδα­φος πα­ρα­τη­ρή­θη­καν και οι συ­χνό­τε­ρες τα­ρα­χές. Οι ίδιες, επι­πλέ­ον, δεί­χνουν ότι στις πε­ριο­χές  με υψηλή συ­γκέ­ντρω­ση δου­λο­πά­ροι­κων υπήρ­ξε επί­σης ανά­λο­γη συ­χνό­τη­τα ανα­τα­ρα­χών και, αντί­στοι­χα, με­γα­λύ­τε­ρη πι­θα­νό­τη­τα επι­θέ­σε­ων σε βάρος με­μο­νω­μέ­νων κτη­μα­τιών ή βί­αιων κα­τα­σχέ­σε­ων κτη­μά­των. Χάρη στις ανα­φο­ρές αυτές ξέ­ρου­με, επί­σης, ότι στις πε­ριο­χές με την πιο γό­νι­μη γη, και συ­νε­πώς με την υψη­λό­τε­ρη συ­γκέ­ντρω­ση αρό­σι­μης καλ­λιέρ­γειας, πα­ρα­τη­ρού­νταν και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις ανα­φε­ρό­με­νες τα­ρα­χές. Οι στα­τι­στι­κές αυτές, βέ­βαια, δεν δί­νουν ολό­κλη­ρη την ει­κό­να των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων – πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τα­γρά­φουν έναν ιδιαί­τε­ρο τρόπο δρά­σης.
Χρειά­ζε­ται να πούμε ότι οι αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις δεν ήταν ένα φαι­νό­με­νο με τα­ξι­κή βάση, γιατί οι αγρό­τες δεν συ­γκρο­τού­σαν μια συ­νε­κτι­κή τάξη. Υπήρ­ξε, ωστό­σο, μια ισχυ­ρή τάση με­τα­ξύ των αγρο­τών να αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νται ως ερ­γα­ζό­με­νοι στην ύπαι­θρο, κι ο προσ­διο­ρι­σμός αυτός χρη­σι­μο­ποιού­νταν ως πε­ρί­γραμ­μα της κο­σμο­θε­ω­ρί­ας και των δρά­σε­ών τους. Σε ορι­σμέ­νες πλευ­ρές των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων, θα δει κα­νείς αγρο­τι­κές κοι­νό­τη­τες να δρουν συλ­λο­γι­κά ενα­ντί­ον γαιο­κτη­μό­νων, και με τρό­πους που πα­ρα­πέ­μπουν σε τα­ξι­κές δρά­σεις των κα­τα­πιε­σμέ­νων που ξε­ση­κώ­νο­νται ενά­ντια στους κα­τα­πιε­στές τους. Αλλά κά­ποιες από τις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις πε­ρι­λαμ­βά­νουν συ­γκρού­σεις και αμ­φι­σβη­τή­σεις χρή­σε­ων γης που εμπλέ­κουν γει­το­νι­κές κοι­νό­τη­τες ή εκτυ­λίσ­σο­νται με­τα­ξύ ατό­μων. Αγρό­τες που επι­λέ­γουν να καλ­λιερ­γούν με­μο­νω­μέ­να χω­ρά­φια, ξε­χω­ρι­στά από την κοι­νό­τη­τα, συχνά στο­χο­ποιού­νται από χω­ρι­κούς και σύ­ρο­νται πίσω στην κοι­νο­τι­κή καλ­λιέρ­γεια διά της βίας. Αυτές οι επι­θέ­σεις σε ατο­μι­κούς αγρο­καλ­λιερ­γη­τές συχνά διε­ξά­γο­νται από ολό­κλη­ρη την κοι­νό­τη­τα, και απο­σκο­πούν στην επα­νέ­ντα­ξη του καλ­λιερ­γη­τή που έχει απο­σχι­στεί, καθώς και της γης του, στην κοι­νό­τη­τα. Ενώ λοι­πόν υπάρ­χει αξιο­ση­μεί­ω­τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση ως προς τον πλού­το και το στά­τους στο εσω­τε­ρι­κό των χω­ριών, οι ιε­ραρ­χί­ες αυτές δεν είναι πα­γιω­μέ­νες και βιώ­σι­μες – υπάρ­χει αξιο­ση­μεί­ω­τη κι­νη­τι­κό­τη­τα – τόσο προς τα πάνω, όσο και προς τα κάτω.
Η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση υπο­στή­ρι­ξε τα πα­ρά­πο­να των κτη­μα­τιών και διέ­τα­ξε τις αγρο­τι­κές κοι­νό­τη­τες να σε­βα­στούν την ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία. Όμως δια­θέ­σι­μα μέσα για να επι­βλη­θούν αυτές οι δια­τα­γές δεν υπήρ­χαν. Κι έτσι η ιστο­ρία του 1917 ήταν μια ιστο­ρία διαρ­κώς κλι­μα­κού­με­νης πα­ρα­βί­α­σης της ιδιω­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας.
Ποιος κα­θο­δή­γη­σε τις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις;
Τα στοι­χεία μας για τα άτομα ή τις ομά­δες που κα­θο­δή­γη­σαν τις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις στα χωριά είναι απο­σπα­σμα­τι­κά. Μια σειρά επι­τρο­πών, σο­βιέτ (συμ­βου­λί­ων) και ενώ­σε­ων ανέ­λα­βαν ηγε­τι­κούς ρό­λους σε πολλά χωριά, εκ­δί­δο­ντας δια­τάγ­μα­τα και δια­τα­γές για τη χρήση και τη δια­χεί­ρι­ση της γης, και προ­σφέ­ρο­ντας έτσι θε­σμι­κή βάση στις ενέρ­γειες των αγρο­τών. Κά­ποιες από τις ορ­γα­νώ­σεις αυτές, όπως τα σο­βιέτ των εκ­προ­σώ­πων των αγρο­τών, συν­δέ­ο­νταν με πε­ρι­φε­ρεια­κά και το­πι­κά δί­κτυα, και η Προ­σω­ρι­νή Κυ­βέρ­νη­ση κα­το­χύ­ρω­νε τη γη και επι­τρο­πές για τις προ­μή­θειες. Όμως αυτοί οι θε­σμοί μπο­ρού­σαν να δια­τη­ρούν τον ηγε­τι­κό τους ρόλο μόνο στο βαθμό που λο­γο­δο­τού­σαν άμεσα στους ψη­φο­φό­ρους τους. Όπως θύ­μι­σε η επι­τρο­πή του χω­ριού Σοτ­νούσρκ στις πε­ρι­φε­ρεια­κές αρχές, «εμείς σας εκλέ­ξα­με. Εσείς πρέ­πει να μας ακού­τε».
Αλλά ποιοι συμ­με­τεί­χαν σε αυτές τις επι­τρο­πές; Πολλά στοι­χεία δεί­χνουν πως, όσοι δεν θε­ω­ρού­νταν πλήρη μέλη των κοι­νο­τή­των, απο­κλεί­ο­νταν από τους ηγε­τι­κούς ρό­λους. Δά­σκα­λοι, για­τροί, ει­δι­κοί καλ­λιερ­γη­τές και κλη­ρι­κοί στε­λέ­χω­ναν τις τά­ξεις της επο­νο­μα­ζό­με­νης δια­νό­η­σης του χω­ριού. Αυτή η τε­λευ­ταία απο­κλειό­ταν συ­στη­μα­τι­κά από τις θέ­σεις των αι­ρε­τών στα χωριά, και γε­νι­κά ήταν απού­σα από τα κα­τά­στι­χα των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων. Τα εκλο­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα θυ­μί­ζουν ότι οι χω­ρι­κοί επι­βρά­βευαν τον υπο­ψή­φιο που ήταν «ένας από εμάς», ήξερε γράμ­μα­τα, και θε­ω­ρού­νταν νη­φά­λιος, ευαί­σθη­τος και αξιό­πι­στος.
Η δια­φο­ρο­ποί­η­ση της δρά­σης στο πλαί­σιο των αγρο­τι­κών επα­να­στά­σε­ων, ση­μαί­νει ότι είναι αδύ­να­το να κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σει κα­νείς τους ηγέ­τες τους – κά­ποιες από τις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις έσυ­ραν την κοι­νό­τη­τα στο σύ­νο­λό της, άλλες κα­θο­δη­γή­θη­καν από γυ­ναί­κες, και άλλες ήταν υπό­θε­ση λίγων μόνο χω­ρι­κών με­τα­ξύ των πλου­σιό­τε­ρων.
Ανά­με­σα σε αυ­τούς που συμ­με­τεί­χαν στις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις, οι στρα­τιώ­τες ήταν εκεί­νοι που εμπλέ­κο­νταν με με­γα­λύ­τε­ρη συ­χνό­τη­τα στη βία, και ταυ­τό­χρο­να αυτοί που βρί­σκο­νταν πιο κοντά στην ανά­λη­ψη ηγε­τι­κών ρόλων από κάθε άλλον «εξω­τε­ρι­κό», αν μπο­ρεί να στα­θεί γι’ αυ­τούς μια τέ­τοια κα­τη­γο­ριο­ποί­η­ση. Το στά­τους και η εξου­σία των απλών στρα­τιω­τών είχαν αλ­λά­ξει ρι­ζι­κά μετά την επα­νά­στα­ση του Φε­βρουα­ρί­ου: από άτομα με ελά­χι­στο κύρος ή δράση, μετά το Φλε­βά­ρη ανα­βαθ­μί­στη­καν σε ένο­πλους προ­στά­τες της επα­νά­στα­σης. Λι­πο­τά­κτες, αδειού­χοι φα­ντά­ροι και άν­δρες από τις φρου­ρές στα με­τό­πι­σθεν – όλοι τους έπαι­ξαν ση­μα­ντι­κό ρόλο στα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα του χω­ριού. Οι στρα­τιώ­τες εκτί­θο­νταν στη βία, εκ­παι­δεύ­ο­νταν και εξο­πλί­ζο­νταν, και εντέ­λει ασκού­σαν βία. Έτσι, η βίαιη επα­να­στα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα στην ύπαι­θρο ήταν πολύ πι­θα­νό να είχε στρα­τιώ­τες ανά­με­σα στους συμ­με­τέ­χο­ντες. Μέρος αυτής της βί­αι­ης δρά­σης, όμως, ανα­λάμ­βα­νε η κοι­νό­τη­τα. Η Να­τα­λία Νε­ρά­το­βα, μια κτη­μα­τί­ας από το Καζάν, ανα­γκά­στη­κε να εγκα­τα­λεί­ψει την ιδιο­κτη­σία της τον Μάιο του εξαι­τί­ας ενός πλή­θους στρα­τιω­τών που συ­νό­δευε τις γυ­ναί­κες του χω­ριού και τα παι­διά τους.
Η κομ­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή έπαι­ξε έναν πε­ρι­θω­ρια­κό ρόλο στις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις μέσα στο 1917. Το Σο­σια­λι­στι­κό Επα­να­στα­τι­κό Κόμμα του Βι­κτόρ Τσερ­νόφ ανέ­πτυ­ξε μια ισχυ­ρή βάση υπο­στη­ρι­κτών πριν από το 1917, ιδίως στις κε­ντρι­κές αγρο­τι­κές πε­ριο­χές της Ρω­σί­ας. Η υπο­στή­ρι­ξη αυτή ήταν πιο εμ­φα­νής στις επι­δό­σεις του κόμ­μα­τος στις εκλο­γές για τη Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση, τον Νο­έμ­βριο του1 1917. Οι Εσέ­ροι κέρ­δι­σαν το 37%, ενώ οι Μπολ­σε­βί­κοι εξα­σφά­λι­σαν ένα 23%. Τα εθνι­κά αυτά πο­σο­στά, μά­λι­στα, συ­σκο­τί­ζουν τη σαφή κυ­ριαρ­χία των Εσέ­ρων σε ορι­σμέ­νες πε­ριο­χές. Οι ίδιοι, για πα­ρά­δειγ­μα, πήραν 76% στις βό­ρειες πε­ρι­φέ­ρειες και 75% στην Κε­ντρι­κή Μαύρη Γη (το μέσο της δια­δρο­μής Β.Α. Ου­κρα­νία-Ν. Ρω­σία-Ν. Σι­βη­ρία, Σ.τ.Μ.). Οι Εσέ­ροι απο­δεί­χτη­καν λοι­πόν ικα­νοί να κε­φα­λαιο­ποι­ή­σουν την ει­κό­να του κόμ­μα­τος των αγρο­τών, και μαζί τους ισχυ­ρούς το­πι­κούς δε­σμούς που είχαν εγκα­τα­στή­σει στα χωριά, εξα­σφα­λί­ζο­ντας εκλο­γι­κή στή­ρι­ξη. Όμως το Σο­σια­λε­πε­να­στα­τι­κό Κόμμα δεν κα­θο­δή­γη­σε καμιά αγρο­τι­κή επα­νά­στα­ση –  οι ακτι­βι­στές του  ανα­λάμ­βα­ναν ηγε­τι­κούς ρό­λους στα χωριά μόνο αν εν­στερ­νί­ζο­νταν τις επι­θυ­μί­ες και τα κί­νη­τρα των αν­θρώ­πων των κοι­νο­τή­των.
Εθνι­κή και το­πι­κή κυ­βέρ­νη­ση στην πε­ρι­φέ­ρεια
Οι αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις απο­κά­λυ­ψαν την αδυ­να­μία των εθνι­κών και των το­πι­κών αρχών. Η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση, εκ­προ­σω­πού­με­νη από την Προ­σω­ρι­νή Κυ­βέρ­νη­ση και το Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης, δεν έλαβε υπόψη τις έγνοιες και τα αι­τή­μα­τα των αγρο­τών. Από τον κόσμο της υπαί­θρου ζη­τή­θη­κε να κα­θυ­στε­ρή­σει τα όνει­ρα για ανα­δια­νο­μή της γης και να πε­ρι­μέ­νει υπο­μο­νε­τι­κά τη σύ­γκλη­ση της Συ­ντα­κτι­κής Συ­νέ­λευ­σης. Ο ίδιος, λοι­πόν, αγνό­η­σε τις εκ­κλή­σεις αυτές και η κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση ήταν αδύ­να­μη να απο­τρέ­ψει τη δράση του. Στην αρχή του 1917, οι πε­ρι­φε­ρεια­κές αρχές έβλε­παν τις αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις ως απο­τέ­λε­σμα πα­ρε­ξή­γη­σης, εξού και έδω­σαν με­γά­λη ση­μα­σία στη δύ­να­μη της συμ­φι­λί­ω­σης και της εκ­παί­δευ­σης, προ­κει­μέ­νου να στα­μα­τή­σουν τις τα­ρα­χές στην ύπαι­θρο. Από το κα­λο­καί­ρι πια του 1917, αυτές τις πε­ποι­θή­σεις τις ακύ­ρω­νε η αυ­το­πε­ποί­θη­ση των αγρο­τι­κών κοι­νο­τή­των, που επι­δί­ω­καν την επα­νά­στα­σή τους χωρίς να προ­σφεύ­γουν σε κε­ντρι­κά σχέ­δια.
Οι πε­ρι­φε­ρεια­κές αρχές ζη­τού­σαν, έτσι, όλο και με­γα­λύ­τε­ρη ένο­πλη δύ­να­μη για να ελέγ­ξουν και να δια­χει­ρι­στούν τις αγρο­τι­κές πε­ριο­χές. Σε ελά­χι­στες πε­ρι­πτώ­σεις οι αρχές προ­σπά­θη­σαν να ελέγ­ξουν τις επα­να­στά­σεις νο­μι­μο­ποιώ­ντας εκ των προ­τέ­ρων τη με­τα­φο­ρά γης από τους κτη­μα­τί­ες στις το­πι­κές επι­τρο­πές. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, οι αγρο­τι­κές επα­να­στά­σεις συ­νέ­χι­σαν όποια κι αν ήταν η στάση των πε­ρι­φε­ρεια­κών αρχών – κι αυτό γιατί, τόσο κε­ντρι­κά όσο και πε­ρι­φε­ρεια­κά, υπήρ­χε κενό εξου­σί­ας ή όποιας τέλος πά­ντων αρχής θα μπο­ρού­σε εφαρ­μό­σει κά­ποια πο­λι­τι­κή.
Αφού οι Μπολ­σε­βί­κοι κα­τέ­λα­βαν την εξου­σία τον Οκτώ­βριο του 1917, ένα από τα πρώτα δια­τάγ­μα­τα του Λένιν ήταν το Διά­ταγ­μα για τη Γη, που με­τέ­φε­ρε όλη τη γη από τα χέρια των ιδιω­τών ιδιο­κτη­τών της στην αγρο­τι­κή χρήση. Πράγ­μα­τι, το Διά­ταγ­μα για τη Γη κα­τέ­δει­ξε την ανι­κα­νό­τη­τα της κε­ντρι­κής εξου­σί­ας και των αρχών, καθώς το με­γα­λύ­τε­ρο τμήμα της γης είχε από τον Οκτώ­βρη κιό­λας πε­ρά­σει από τους κτη­μα­τί­ες στους αγρό­τες. Το διά­ταγ­μα του Λένιν ήταν όμως και το προ­μή­νυ­μα του αγώνα για τον έλεγ­χο της οι­κο­νο­μί­ας της υπαί­θρου – ενός αγώνα που θα γι­νό­ταν στοι­χείο-κλει­δί στον με­τέ­πει­τα ρω­σι­κό εμ­φύ­λιο.

52

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση