Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης

Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης

Screenshot_52

Ένας μονόλογος, ερμηνευμένος από τον Θανάσης Παπαγεωργίου, στο Θέατρο ΣΤΟΑ (Ζωγράφου), με βάση τη ζωή του πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκου Βαμβακάρη. Βασισμένος στις αφηγήσεις του ίδιου, όπως αυτές καταγράφηκαν το 1969, στο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ, με τίτλο, «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία» (εκδ. Παπαζήση, 1978), η Νάνση Τουμπακάρη επέλεξε τα αποσπάσματα που μπήκαν στον μονόλογο.

Ο Βαμ­βα­κά­ρης, με αφο­πλι­στι­κή ει­λι­κρί­νεια δι­η­γεί­ται τη ζωή του. Γεν­νή­θη­κε το 1905 στη Σύρα. Από μι­κρός ερ­γά­της στην πα­τρί­δα του και μετά στον Πει­ραιά. Εφη­με­ρι­δο­πώ­λης, λού­στρος, χα­μά­λης, εκ­δο­ρο­σφα­γέ­ας, είναι τα επαγ­γέλ­μα­τα που έκανε. Και αυτή η ζωή, τε­λι­κά, τον κα­θό­ρι­σε. Μά­γκας, χα­σι­κλής, αλα­νιά­ρης και γυ­ναι­κάς, αλλά και στι­χουρ­γός, συν­θέ­της, τρα­γου­δι­στής με ιδιαί­τε­ρη αγάπη στο μπου­ζού­κι. Ένας «αρι­στο­κρά­της μά­γκας που με το έργο του κα­θό­ρι­σε την πο­ρεία του αστι­κού λαϊ­κού τρα­γου­διού…», όπως λέει η Νάνση Του­μπα­κά­ρη.

Πε­ρι­γρά­φει τα πρώτα του ακού­σμα­τα με μπου­ζού­κια και τζου­ρά­δες στη Σύρο. Όμως, η μύηση με το μπου­ζού­κι, έγινε το 1924, σε ηλι­κία 19 ετών. Τόσο τον είχε αιχ­μα­λω­τί­σει το μπου­ζού­κι, που μέσα σε έξι μήνες είχε γίνει άρι­στος. Και μά­λι­στα αυ­το­δί­δα­κτος. Ο τεκές υπήρ­ξε γι’ αυτόν μο­να­δι­κό σχο­λείο, όπως εξο­μο­λο­γεί­ται. «Εκεί έμαθα να παίζω μπου­ζού­κι. Άκου­γα τρα­γού­δια και εκεί έφτια­ξα τα πρώτα δικά μου. Με τρα­βού­σε η ζωή της αλη­τεί­ας και της μα­γκιάς. Έτσι γνώ­ρι­σα τον υπό­κο­σμο και τις φυ­λα­κές». «Ήμουν ένας σω­στός μά­γκας κι ένας φίνος χα­σι­κλής». Όμως, δεν πεί­ρα­ζε κα­νέ­να. Ότι ήταν, ήταν για τον εαυτό του και το ντερ­βι­σι­λί­κι του, όπως λέει.

Μέσα στους τε­κέ­δες γνω­ρί­στη­κε με τον Γιώρ­γο Μπάτη, τον Ανέ­στο Δελιά και τον Στρά­το Πα­γιουμ­τζή και έφτια­ξαν την πρώτη κο­μπα­νία, τη γνω­στή τότε «Τε­τράς η ξα­κου­στή του Πει­ραιώς». Από εκεί και μετά αρ­χί­ζει η άνο­δος. Κυ­κλο­φο­ρεί ο πρώ­τος  δί­σκος, «Έπρε­πε να ’ρ­χό­σου­να μάγκα μες στον τεκέ μας». Εκτός από τα χα­σι­κλί­δι­κα αρ­χί­ζει να γρά­φει και τρα­γού­δια που μι­λού­σαν για τον έρωτα, τη φτώ­χεια, τον καημό, την απελ­πι­σία, τις δυ­σκο­λί­ες της ζωής. Να ορι­σμέ­να: «Αντι­λα­λούν οι φυ­λα­κές», «Η κλω­στη­ρού», «Κάθε βράδυ θα σε πε­ρι­μέ­νω», «Όσοι έχου­νε πολλά λεφτά», «Η Φρα­γκο­συ­ρια­νή», «Πάλι τρα­γού­δι θα σου πω», «Τα όμορ­φα τα γα­λα­νά σου μάτια», «Μαύρα μάτια μαύρα φρύ­δια», η «Άτα­κτη», το «Χαϊ­δά­ρι» κατά τη διάρ­κεια της Κα­το­χής, «Τα δυο σου χέρια πή­ρα­νε» (οι γνω­στές «βερ­γού­λες») και πολλά άλλα.

Όμως, από το 1954 αρ­χί­ζει η πα­ρακ­μή, όταν αρ­ρώ­στη­σε βαριά λόγω αρ­θρί­τι­δας. Δεν τον ζή­τα­γαν στα μα­γα­ζιά. Μά­λι­στα, για ένα διά­στη­μα έπαι­ζε πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στους δρό­μους, βγά­ζο­ντας πια­τά­κι για να μα­ζέ­ψει χρή­μα­τα, έχο­ντας μαζί και τον γιό του, που ήταν μι­κρός, τον Στέ­λιο. Τότε έγρα­ψε το τρα­γού­δι, «Τι πάθος ατε­λεί­ω­το που είναι το δικό μου, όλοι να θέ­λουν τη ζωή και γω το θά­να­τό μου …». Από το 1960 και μετά άρ­χι­σε πάλι να ανα­γνω­ρί­ζε­ται, με τη βο­ή­θεια του Τσι­τσά­νη, και την ερ­μη­νεία τρα­γου­διών του από τον Μπι­θι­κώ­τση. Επί­σης, «Βο­ή­θη­σαν σ’ αυτό και οι φοι­τη­τές οι οποί­οι μου κά­να­νε με­γά­λες εκ­δη­λώ­σεις».

Το εντυ­πω­σια­κό από την αφή­γη­σή του είναι ότι είχε συ­ναί­σθη­ση ότι έκανε άστα­τη ζωή, την οποία δεν θέλει για τα παι­διά του και γι’ αυτό δεν τους μι­λά­ει γι’ αυτή. «Δεν ήθελα τα παι­διά μου να ξέ­ρου­νε το τι ήμου­να». «Εγώ ποτέ δεν έκανα κακό σε κα­νέ­ναν. Τα μόνα μου εγκλή­μα­τα για τα οποία με κυ­νη­γού­σε και η αστυ­νο­μία, το χα­σί­σι, οι γυ­ναί­κες και το μπου­ζού­κι. Αυτά δεν ήταν εγκλή­μα­τα». Και επει­δή θέλει να ξε­θυ­μά­νει και να τα πει, γι’ αυτό στην ει­σα­γω­γή της αφή­γη­σής του ζη­τά­ει συ­γνώ­μη. «Παίρ­νω το θάρ­ρος να εκ­θέ­σω τα αμαρ­τή­μα­τά μου στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που εγώ του τρα­γού­δη­σα τις χαρές του, τις λύπες του, τα πλού­τη του, τη φτώ­χεια του, την ορ­φά­νια του, την ξε­νι­τιά του. Αυτός ο κό­σμος θέλω να γίνει ο εξο­μο­λό­γος μου και πι­στεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποί­ους έχω γρά­ψει και γράφω μα και θα γράφω εκα­το­ντά­δες τρα­γού­δια, θα με συγ­χω­ρέ­σουν, μια και αυτός είναι ο σκο­πός της πε­ρι­γρα­φής και εξι­στο­ρή­σε­ως της ζωής μου, δη­λα­δή η συ­γνώ­μη και η συγ­χώ­ρε­ση. Γι’ αυτό όσοι θα δια­βά­σε­τε την ιστο­ρία μου, φίλοι ή ξένοι, γνω­στοί ή άγνω­στοι, και μά­λι­στα οι γνω­στοί μου, να ’ρ­θη­τε να μου σφίξ­τε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοι­χτό­καρ­δο γεια σου. Να μου πείτε πως όλα πε­ρά­σα­νε, ότι όλα αυτά ανή­κουν πλέον στο πα­ρελ­θόν. Να μου πείτε πως αν ζού­σα­τε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα πα­θαί­να­τε και τα ίδια θα κά­να­τε».

Τόσο η αυ­το­βιο­γρα­φία του, όσο και η θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση, είναι μια συ­γκλο­νι­στι­κή και θαρ­ρα­λέα μαρ­τυ­ρία της επο­χής που έζησε αυτός ο αρι­στο­κρά­της μά­γκας του ρε­μπέ­τι­κου. Και κάπως έτσι τε­λειώ­νει η πα­ρά­στα­ση, με το τρα­γού­δι, «Ένας μά­γκας στο Βο­τα­νι­κό».

πηγή:rproject.gr

94

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση