Ο Εμφύλιος, πέρα από τις πλαστογραφίες και τις λαθολογίες

Ο Εμφύλιος, πέρα από τις πλαστογραφίες και τις λαθολογίες

του Γιάννη Νικολόπουλου

Εβδομήντα χρόνια μετά τη στρατιωτική επικράτηση του «μοναρχοφασιστικού» αστισμού στο Κάμενικ, ας θυμηθούμε μερικές, άβολες αλήθειες.

Σε λίγες μέρες, συ­μπλη­ρώ­νο­νται 70 χρό­νια από τη στιγ­μή, κατά την οποία στρα­τιώ­τες του Εθνι­κού Στρα­τού ύψω­σαν τη ση­μαία με τον πο­λε­μι­κό θυρεό του στέμ­μα­τος στην κο­ρυ­φή Κά­με­νικ, στα ελ­λη­νο­αλ­βα­νι­κά σύ­νο­ρα, ση­μα­το­δο­τώ­ντας το ση­μείο εκεί­νο, το οποίο, σύμ­φω­να με τους πλα­στο­γρά­φους και τους λα­θο­λό­γους της δε­κα­ε­τί­ας του 1940, απο­τε­λεί τη λήξη του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου.

Κάτι που δεν ίσχυ­σε για τους εκα­το­ντά­δες απο­κομ­μέ­νους αντάρ­τες του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού στη Στε­ρεά Ελ­λά­δα, που ολό­κλη­ρο το φθι­νό­πω­ρο του 1949, ζού­σαν μέσα σε σπη­λιές και χα­ρά­δρες, τρώ­γο­ντας φλοιούς δέν­δρων έως ότου ανέ­λα­βε ο πρω­τα­ντάρ­τη­ςκαι «αρεια­νός», Πε­ρι­κλής (Γιώρ­γης Χου­λιά­ρας) την απο­στο­λή συ­γκέ­ντρω­σης και πε­ρά­σμα­τός τους στην Αλ­βα­νία, απο­στο­λή αυ­το­κτο­νί­ας με τις ύαι­νες των κα­τα­διω­κτι­κών απο­σπα­σμά­των του Στρα­τού και των Μά­υ­δων να βρί­σκο­νται συ­νε­χώς στο κα­τό­πι τους – απο­στο­λή που στέ­φθη­κε με τε­ρά­στια επι­τυ­χία και η στα­λι­νι­κή γρα­φειο­κρα­τία του Κόμ­μα­τος και της με­γά­λης ήττας ξε­πλή­ρω­σε στον κα­πε­τά­νιο με έναν εγκλει­σμό σε πο­λω­νι­κό στρα­τό­πε­δο «ανα­μόρ­φω­σης», όπου έσπα­γε πέ­τρες για να απο­κτή­σει προ­λε­τα­ρια­κή συ­νεί­δη­ση.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν είχε λήξει για τον πρω­τα­ντάρ­τη του Μοριά, Ετε­ο­κλή Δου­μου­λά­κη, που έμει­νε κα­τα­διω­κό­με­νος στα βουνά έως το 1952, όταν ένας προ­δό­της δη­λη­τη­ρί­α­σε τον ανυ­πό­τα­κτο της Πε­λο­πον­νή­σου με ένα πιάτο κου­κιά, για να ει­σπρά­ξει έπει­τα τις λίρες της επι­κή­ρυ­ξης.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν είχε λήξει για τους αμε­τά­πει­στους αντάρ­τες της Κρή­της, Γιώρ­γη Τζο­μπα­νά­κη και Σπύρο Μπλα­ζά­κη, που πα­ρέ­μει­ναν απο­συ­νά­γω­γοι και πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι στα Λευκά Όρη έως το 1974. Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε στο Κά­με­νικ για τους χι­λιά­δες φυ­λα­κι­σμέ­νους στου Αβέ­ρωφ και τα Βούρ­λα, τους εκα­το­ντά­δες εξό­ρι­στους στη Μα­κρό­νη­σο και τον Άη-Στρά­τη, τους χι­λιά­δες κρα­τι­κό­πλη­κτου­ςε­κτο­πι­σμέ­νους των ορει­νών χω­ριών που ζού­σαν σε πα­ρα­γκου­πό­λεις στις πα­ρυ­φές της Αθή­νας και της Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε για τους χι­λιά­δες με­τα­νά­στες που ανα­γκά­στη­καν να φύ­γουν από την Ελ­λά­δα προς τις χώρες της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης και την Αυ­στρα­λία επει­δή συ­γκα­τα­λέ­γο­νταν στα «μιά­σμα­τα» και δεν υπήρ­χε πε­ρί­πτω­ση να βρουν δου­λειά στον τόπο τους, από τη στιγ­μή που δεν εί­χαν­πι­στο­ποι­η­τι­κό κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των ως «γνή­σιοι Έλ­λη­νες», δη­λα­δή εθνι­κό­φρο­νες.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε με τη δο­λο­φο­νία του Σα­ρά­φη ή τις εκτε­λέ­σεις του Μπε­λο­γιάν­νη, του Μπά­τση, του Κα­λού­με­νου και του Αρ­γυ­ριά­δη. Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε με το τρί­κυ­κλο των γκο­τζα­μά­νη­δων και της Αστυ­νο­μι­κής Διεύ­θυν­σης Βο­ρεί­ου Ελ­λά­δος, τον Φον Γιο­σμά και τις πα­ρα­κρα­τι­κές συμ­μο­ρί­ες της καρ­φί­τσας που σκό­τω­ναν τον Λα­μπρά­κη και προ­κα­λού­σαν πα­ρά­κρου­ση περί του ποιος κυ­βερ­νά αυτόν τον τόπο στον κιουπ­κιοϊ­άρ­χη των ακα­νέ­δων και της Δε­ξιάς. Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε όταν ο ίδιος κιουπ­κιοϊ­άρ­χης της Δε­ξιάς και των ακα­νέ­δων στην προ­ε­κλο­γι­κή εκ­στρα­τεία της βίας και της νο­θεί­ας του 1961 έβγα­ζε λόγο στο χωριό Ρο­δο­λί­βος των Σερ­ρών, δη­λα­δή εντός έδρας, όπως θα λέ­γα­με στις εξέ­δρες των γη­πέ­δων, και μετά διέ­τα­ζε τον το­πι­κό ενω­μο­τάρ­χη της Χω­ρο­φυ­λα­κής να συλ­λά­βει έναν γνω­στό και σο­βα­ρό κομ­μου­νι­στή της πε­ριο­χής που είχε το θρά­σος να του απευ­θύ­νει ενο­χλη­τι­κές ερω­τή­σεις στο πέρας της ασή­μα­ντης, ψη­φο­θη­ρι­κής ομι­λί­ας του με το επι­χεί­ρη­μα «Καλά, αυτός, ελεύ­θε­ρος είναι!;» – τέ­τοια ήταν η… δη­μο­κρα­τία επί κιουπ­κιοϊ­άρ­χη…

Ο Εμ­φύ­λιος δεν είχε λήξει όταν η «ξε­χα­σμέ­νη» αμε­ρι­κα­νι­κή νάρκη ανα­τί­να­ξε την πλα­γιά στον Γορ­γο­πό­τα­μο, τον Νο­έμ­βριο του 1964, στην πρώτη από­πει­ρα να τι­μη­θεί η επέ­τειος του σα­μπο­τάζ, με δε­κά­δες νε­κρούς και τραυ­μα­τί­ες ανά­με­σα στους συ­γκε­ντρω­μέ­νους, πα­λιοί αντάρ­τες ή εφε­δρο­Ε­ΛΑ­Σί­τες οι πε­ρισ­σό­τε­ροι και πολλά γυ­ναι­κό­παι­δα.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε στις 21 Απρι­λί­ου 1967 ούτε στα πρω­το­σέ­λι­δα κα­θη­με­ρι­νών, αστι­κών εφη­με­ρί­δων που διευ­θύ­νο­νταν από προ­βε­βλη­μέ­νες και μη-μου-άπτου αστές κλη­ρο­νό­μους, οι οποί­ες ανα­ζη­τού­σαν πρό­θυ­μους λο­χί­ες για να απο­τρέ­ψουν την εκλο­γι­κή νίκη της Ένω­σης Κέ­ντρου στις επι­κεί­με­νες και προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες εκλο­γές εκεί­νης της κατά Τσίρ­κα «χα­μέ­νης άνοι­ξης». Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε στο δο­λο­φο­νη­μέ­νο σώμα του Πα­να­γιώ­τη Ελλή ή του Νι­κη­φό­ρου Μαν­δη­λα­ρά, στη κη­δεία του Πέ­τρου­λα, στην τα­ρά­τσα της Μπου­μπου­λί­νας ή τη νύχτα του Πο­λυ­τε­χνεί­ου και τα μα­τω­μέ­να ρούχα του Διο­μή­δη Κο­μνη­νού.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε με την ανα­γνώ­ρι­ση της νό­μι­μης πο­λι­τι­κής δρά­σης και τη νο­μι­μο­ποί­η­ση του Κόμ­μα­τος από τον κιουπ­κιοϊ­άρ­χη μετά τη «βε­λού­δι­νη» αλ­λα­γή σκυ­τά­λης, που ονο­μά­στη­κε με­τα­πο­λί­τευ­ση και συ­ντε­λέ­στη­κε κάτω από το βλέμ­μα του Φαί­δω­να Γκι­ζί­κη και πάνω στον αι­μα­το­βαμ­μέ­νο, πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό, ακρω­τη­ρια­σμό της Κύ­πρου. Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε στη δίκη των «στιγ­μιαί­ων» πρω­ται­τί­ων της χού­ντας ή των βα­σα­νι­στών του ΕΑΤ-ΕΣΑ και την απο­χου­ντο­ποί­η­ση, στο κρά­τος, τον στρα­τό και τα πα­νε­πι­στή­μια με το στα­γο­νό­με­τρο – για να έχου­με σή­με­ρα υπουρ­γούς, γραμ­μα­τείς, φα­ρι­σαί­ους και λοι­πούς… της αρι­στεί­ας με χου­ντι­κές περ­γα­μη­νές και πα­ρελ­θόν.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε όταν τον Αύ­γου­στο του 1982 ο Αν­δρέ­ας απο­φά­σι­ζε να μην δι­χά­σει και να μην δι­κά­σει ανα­γνω­ρί­ζο­ντας κάπως σό­λοι­κα την Εθνι­κή Αντί­στα­ση στις ανταρ­το­ο­μά­δες του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, αν και μέχρι τότε ο όρος αφο­ρού­σε τους κρα­τι­κούς νό­μους και τις συ­ντά­ξι­μες απο­δο­χές των ταγ­μα­τα­σφα­λι­τών, των μά­υ­δων, των κυ­νη­γών κε­φα­λών και όλων όσοι είχαν συ­νε­πείς, αντι­κομ­μου­νι­στι­κές, πο­λι­τι­κές ταυ­τό­τη­τες και έν­ση­μα αν­θρω­πο­φα­γί­ας με κα­θα­ρά πι­στο­ποι­η­τι­κά κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των, βου­τηγ­μέ­να στο αίμα του ΕΛΑ­Σί­τη και του ΕΑ­Μο­βούλ­γα­ρου­βε­νι­ζε­λο­κομ­μου­νι­στή και άμεμ­πτη εθνι­κο­φρο­σύ­νη, δη­λα­δή και κατά κα­νό­να άγρια και έξαλ­λη, φι­λο­βα­σι­λι­κή, αντι­κομ­μου­νι­στι­κή και αντι­κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ψήφο και στάση ζωής, για δέκα γε­νιές πίσω και κάτω από το σύν­θη­μα Πα­τρίς-Θρη­σκεία-Οι­κο­γέ­νεια.

Ο Εμ­φύ­λιος φυ­σι­κά δεν έληξε όταν τον ίδιο Αύ­γου­στο ο Ευάγ­γε­λος «φωτιά και τσε­κού­ρι» Αβέ­ρωφ-Το­σί­τσας πήρε σύσ­σω­μη την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομάδα της ΝΔ και απο­χώ­ρη­σε από την ολο­μέ­λεια της Βου­λής ωρυό­με­νος για την… απο­κα­τά­στα­ση των ΕΑ­Μο­βουλ­γά­ρων! Πλην ενός βου­λευ­τή – του «πε­φω­τι­σμέ­νου» αχαιού­δια­νο­ού­με­νου, Πα­να­γιω­τά­κη Κα­νελ­λό­που­λου που κατά τα άλλα ως υπουρ­γός Στρα­τιω­τι­κών στον Εμ­φύ­λιο θε­ω­ρού­σε τη Μα­κρό­νη­σο των ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ και ΓΕΤΟ, του σάκου με τη γάτα και το «αε­ρο­πλα­νά­κι», της κο­τρό­νας και του αλ­φα­μί­τι­κου κλομπ και πε­ρι­στρό­φου, «φω­τει­νό φάρο της αν­θρω­πό­τη­τας» και «νέο Παρ­θε­νώ­να».

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε όταν ο Αν­δρέ­ας κρέ­μα­σε στον πρά­σι­νο ήλιο και τα υπουρ­γι­κά και κοι­νο­βου­λευ­τι­κά έδρα­να τα αντί­πα­λα στον Εμ­φύ­λιο (ή συμ­μο­ρι­το­πό­λε­μο ή Δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο) άρ­μα­τα του Αντώ­νη Δρο­σο­γιάν­νη και του Μάρ­κου Βα­φειά­δη, καθώς, την ίδια ώρα, στε­ρού­σε το δι­καί­ω­μα επα­να­πα­τρι­σμού στις εστί­ες και τα σπί­τια τους, από τους πρό­σφυ­γες, σλα­βο­μα­κε­δό­νες μα­χη­τές του ΔΣΕ επει­δή «δεν ήταν Έλ­λη­νες το γένος».

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε επει­δή ο Χα­ρί­λα­ος και ο Λε­ω­νί­δας έφα­γαν ντολ­μα­δά­κια της Μα­ρί­κας, πα­ρα­μέ­ρι­σαν την ψα­ρο­κα­σέ­λα και σχη­μά­τι­σαν κυ­βέρ­νη­ση συ­νερ­γα­σί­ας με τον Κων­στα­ντί­νο Μη­τσο­τά­κη, που βά­σι­σε την έναρ­ξη της πο­λι­τι­κής του κα­ριέ­ρας στα Χανιά στα αντι­κομ­μου­νι­στι­κά άρθρα του Κή­ρυ­κα και τα πε­ρί­στρο­φα των Γυ­πα­ραί­ων, και τον Τζα­νή­μπε­η­Τζα­νετ­τά­κη πρω­θυ­πουρ­γό για να καούν αρ­γό­τε­ρα οι δε­κά­δες χι­λιά­δες φά­κε­λοι κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των στη Χα­λυ­βουρ­γι­κή, για να μην μα­θαί­νουν οι νέοι και να μην θυ­μού­νται οι πα­λιοί – τέ­τοια ξε­φτί­λα…

Ο Εμ­φύ­λιος φυ­σι­κά δεν έληξε, επει­δή ο Τσί­πρας είδε το εσω­τε­ρι­κό του Με­γά­ρου Μα­ξί­μου ως πρω­θυ­πουρ­γός και η «πρώτη φορά Αρι­στε­ρά» εφάρ­μο­σε σκλη­ρά και πιστά «τρίτη φορά, μνη­μό­νιο» ούτε επει­δή εκεί που ο Αν­δρέ­ας κρε­μού­σε στον πα­σο­κι­κό ήλιο, τα άρ­μα­τα του Βα­φειά­δη και του Δρο­σο­γιάν­νη, ο Τσί­πρας κρέ­μα­σε στις ση­μαί­ες του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, τα ντα­ού­λια της Κου­ντου­ρά, του Πα­παγ­γε­λό­που­λου, του Ρα­γκού­ση και της Ξε­νο­γιαν­να­κο­πού­λου – με­τα­ξύ άλλων πολ­λών και μη εξαι­ρε­τέ­ων.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε επει­δή έπεσε το Τεί­χος, και ο συγ­γρα­φέ­ας και ακα­δη­μαϊ­κός Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός πα­ρέ­δω­σε μετά τη φο­βε­ρή «Κά­θο­δο των Εννιά», την απο­λο­γία του ταγ­μα­τα­σφα­λι­τι­σμού στην «Ορ­θο­κω­στά».  Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε όταν ο γνω­στός αμα­θής, απο­λί­τι­στος μπουρ­τζό­βλα­χος κιουπ­κιοϊ­άρ­χης της Δε­ξιάς και του δια­βα­τη­ρί­ου με το όνομα Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, απα­γό­ρευ­σε την επί­ση­μη συμ­με­το­χή του «Θιά­σου» του Θό­δω­ρου Αγ­γε­λό­που­λου στο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό φε­στι­βάλ των Καν­νών. Ο Εμ­φύ­λιος δεν έληξε στις λο­γο­τε­χνι­κές σε­λί­δες και την ποί­η­ση ή τον κι­νη­μα­το­γρά­φο – στο «Κι­βώ­τιο» του Αλε­ξάν­δρου, τον «Λοιμό» του Φρα­γκιά, τη «Γλα­ρο­φω­λιά» του Στά­βε­ρη, τον «Υιό Συμ­μο­ρί­του» του Αθα­να­σί­ου, τα βι­βλία του Μίσ­σιου και του Λου­ντέ­μη, την ποί­η­ση του Ρί­τσου, του Λει­βα­δί­τη και του Ανα­γνω­στά­κη, το «Χά­πυ­Νταίη» και τα «Πέ­τρι­να Χρό­νια» του Βούλ­γα­ρη (αν και η «Ψυχή Βαθιά» έπα­σχε και χώ­λαι­νε σε­να­ρια­κά, ιστο­ρι­κά ή μάλ­λον ανι­στο­ρι­κά), στους «Κυ­νη­γούς» και το «Τα­ξί­δι στα Κύ­θη­ρα» του Αγ­γε­λό­που­λου, στη «Βα­σι­λι­κή» του Σερ­ντά­ρη ή τα «Παι­διά της Χε­λι­δό­νας» του Βρετ­τά­κου, ή χωρίς πάθος και πα­ρω­πί­δες, στην «Πτήση του Ίκα­ρου» του Άντριους.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν θα λήξει επει­δή θα γρά­φουν ακόμη ψευ­δοϊ­στο­ρι­κά πο­νή­μα­τα διά­φο­ροι κα­ψο­κα­λύ­βες ή όσο δεν με­λε­τώ­νται και δεν δια­δί­δο­νται οι από­ψεις και οι ιστο­ρι­κές κρί­σεις των ίδιων των αστών για τους αστούς της δε­κα­ε­τί­ας του 1940 και όχι μόνο – για πα­ρά­δειγ­μα του δι­πλω­μά­τη και ποι­η­τή, Γιώρ­γου Σε­φέ­ρη, που στο Πο­λι­τι­κό του Ημε­ρο­λό­γιο, θε­ω­ρού­σε τους αστούς που την είχαν κο­πα­νή­σει από την κα­τε­χό­με­νη Ελ­λά­δα, μαζί με τον βα­σι­λιά Γε­ώρ­γιο Β’, τον τρα­πε­ζί­τη Τσου­δε­ρό και τον χρυσό της Τρά­πε­ζας της Ελ­λά­δος, «κου­βά­ρι από σκου­λή­κια», που αν τους δοθεί η ευ­και­ρία «θα κά­νουν με­γά­λο κακό στην πα­τρί­δα». Και το έκα­ναν, γιατί τους δό­θη­κε η ευ­και­ρία.

Για τον ορ­γα­νω­τι­κό νου του ΕΔΕΣ στην Αθήνα, Ηρα­κλή Πε­τι­με­ζά «το όλο ζή­τη­μα στη δε­κα­ε­τία του 1940 ήταν πως στη διάρ­κεια της Κα­το­χής, οι Βρε­τα­νοί είχαν χάσει τον πο­λι­τι­κό έλεγ­χο της χώρας και μετά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση αυτός ο έλεγ­χος δεν μπο­ρού­σε να απο­κα­τα­στα­θεί με δη­μο­κρα­τι­κές με­θό­δους» – άρα το πάγιο αί­τη­μα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για ελεύ­θε­ρες και αδιά­βλη­τες εκλο­γές πή­γαι­νε κατά δια­ό­λου και έμενε στο προ­σκή­νιο το σε­νά­ριο που απερ­γά­ζο­νταν βα­σι­λό­φρο­νες (Ράλ­λης, Μαρ­κε­ζί­νης, Ζα­λο­κώ­στας) και εξω­νη­μέ­νοι βε­νι­ζε­λι­κοί (Πά­γκα­λος, Γο­να­τάς, Σο­φού­λης, Ντερ­τι­λής) ήδη από την εποχή της τρί­της, δω­σι­λο­γι­κής κυ­βέρ­νη­σης Ράλλη – γε­νι­κευ­μέ­νος εμ­φύ­λιος πό­λε­μος για να δια­σω­θεί το κοι­νω­νι­κό κα­θε­στώς, δη­λα­δή η πο­λι­τι­κή, στρα­τιω­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή τους ύπαρ­ξη, επι­βί­ω­ση και υπό­στα­ση απέ­να­ντι στην εξέ­γερ­ση και την αντί­στα­ση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ. Με αυτό το σκε­πτι­κό και πάντα σε συ­νερ­γα­σία και με τους Γερ­μα­νούς, ιδρύ­θη­καν, χρη­μα­το­δο­τή­θη­καν και στε­λε­χώ­θη­καν τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας του φον Πα­πα­δό­γκω­να, του Κουρ­κου­λά­κου, του Πλυ­τζα­νό­που­λου, του Το­λιό­που­λου και του Στού­πα ή ενι­σχύ­θη­καν αντι­κομ­μου­νι­στι­κές αγέ­λες γερ­μα­νο­ντυ­μέ­νων λύκων όπως εκεί­νες του Πού­λου και των Πα­πα­δο­που­λαί­ων­στη Μα­κε­δο­νία και του Σού­μπερ, πρώτα στην Κρήτη και μετά στη Μα­κε­δο­νία.

Η επι­βί­ω­ση του αστι­σμού περ­νού­σε και από την ου­σια­στι­κή και συμ­βο­λι­κή επα­να­φο­ρά του θρό­νου και του στέμ­μα­τος, στο πρό­σω­πο του Γε­ώρ­γιου Β’. Τι γνώμη είχε για τον θρόνο και τον εν λόγω βα­σι­λέα (sic) ο πλέον επι­φα­νής βα­σι­λό­φρων αστός της επο­χής του, ο ιδρυ­τής και αρ­θρο­γρά­φος της «Κα­θη­με­ρι­νής», Γε­ώρ­γιος Βλά­χος ; «Είναι ένας εστεμ­μέ­νος φελ­λός που σι­χαί­νε­ται τον λαό του» – αμοι­βαία τα αι­σθή­μα­τα. Και επει­δή ήταν αμοι­βαία, ανέ­λα­βαν οι χίτες του Γρίβα και οι συμ­μο­ρί­ες του Σούρ­λα, του Μπίσ­δα, του Βουρ­λά­κη, του Κα­ρα­μπί­νη, του Μαγ­γα­νά ή του Κα­τσα­ρέα να πει­θαρ­χή­σουν τον λαό για να επα­νέλ­θει ο βα­σι­λεύς πάνω στο αίμα και τα κόκ­κα­λα των δο­λο­φο­νη­μέ­νων και των κα­κο­ποι­η­μέ­νων της με­τά-τη-Βάρ­κι­ζα τρο­μο­κρα­τί­ας.

Μέχρι και ο κα­τε­ξο­χήν πρά­κτο­ρας των Βρε­τα­νών στην αντι­στα­σια­κή Ελ­λά­δα, ο Κρις Μό­ντα­κιου­Γού­ντ­χα­ουζ είχε φρί­ξει με την επι­μο­νή των αστών που βρί­σκο­νταν στο Κάιρο, την Αλε­ξάν­δρεια και το Λον­δί­νο, να ξε­σπά­σει εμ­φύ­λιος πό­λε­μος, ώστε να επα­νέλ­θουν στην εξου­σία στην Ελ­λά­δα. Γρά­φει σχε­τι­κά στο «Μήλον της Έρι­δος» : «Μετά την παύση των εχθρο­πρα­ξιών (σ.σ. του πο­λέ­μου ανά­με­σα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ στην Ήπει­ρο, που υπο­δαύ­λι­σαν ανα­λό­γως και κα­ταλ­λή­λως οι Βρε­τα­νοί και τις συμ­φω­νί­ες στο Μυ­ρό­φυλ­λο και την Πλάκα) διά­φο­ροι γραμ­μα­τείς υπουρ­γών με έπια­ναν στους δια­δρό­μους στο Κάιρο και με ρω­τού­σαν φορ­τι­κά πότε θα ξε­κι­νού­σε ξανά ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος στην Ελ­λά­δα».

Ο Εμ­φύ­λιος δεν πρό­κει­ται να λήξει όσο πα­ρα­μέ­νει ανε­ξι­χνί­α­στος ο πραγ­μα­τι­κός και ακρι­βής αριθ­μός των θυ­μά­των και των νε­κρών, των εκτε­λε­σμέ­νων και των αγνο­ου­μέ­νων, αν και όλες οι ιστο­ρι­κές έρευ­νες συμ­φω­νούν ότι ο τε­λι­κός αριθ­μός ξε­περ­νά το άθροι­σμα των νε­κρών στους Βαλ­κα­νι­κούς, τη Μι­κρα­σία και το Αλ­βα­νι­κό – ου­σια­στι­κά, η πλέον αι­μα­τη­ρή σύ­γκρου­ση στον ελ­λα­δι­κό χώρο, μετά τον επα­να­στα­τι­κό πό­λε­μο του Ει­κο­σιέ­να.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν πρό­κει­ται να λήξει όσο ορι­σμέ­νοι χρή­σι­μοι ηλί­θιοι ανα­ρω­τιού­νται τάχα αθώα γιατί η σύρ­ρα­ξη δεν δι­δά­σκε­ται στα σχο­λεία – γιατί, δι­δά­σκε­ται πχ το πραγ­μα­τι­κό Ει­κο­σιέ­να; Εκτός αν στο πλαί­σιο των πα­νη­γυ­ρι­τζί­δι­κων εκ­δη­λώ­σε­ων γρά­ψει κανά σχε­τι­κό βι­βλίο και η γνω­στή Γιάν­να «Athens 2004» Αγ­γε­λο­πού­λου – Δα­σκα­λά­κη – και τρα­βά­με τα λίγα μαλ­λιά μας με τα γρα­φό­με­να και το απο­τέ­λε­σμα.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν θα λήξει όσο άλλοι χρή­σι­μοι ηλί­θιοι και πλα­στο­γρά­φοι ψά­χνουν να βρουν ανι­στό­ρη­τες ανα­λο­γί­ες, συ­γκρί­νο­ντας τη σύ­γκρου­ση με εμ­φυ­λί­ους όπως ήταν ο αμε­ρι­κα­νι­κός ή ο ισπα­νι­κός. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτό που συ­ντε­λέ­στη­κε μετά τη Βάρ­κι­ζα, συ­στη­μα­το­ποι­ή­θη­κε μετά το Γ΄ Ψή­φι­σμα και «απο­γειώ­θη­κε» τον Ια­νουά­ριο του 1948 όταν τέ­θη­καν ορι­στι­κά και πλή­ρως εκτός νόμου το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, έχει πε­ρισ­σό­τε­ρες ομοιό­τη­τες με την εκ­δι­κη­τι­κή μανία των Γάλ­λων αστών που με τη βο­ή­θεια των πρω­σι­κών όπλων συ­νέ­τρι­ψαν την Κομ­μού­να του Πα­ρι­σιού το 1871ε­κτε­λώ­ντας κατά χι­λιά­δες τους άο­πλους αιχ­μά­λω­τους Κομ­μου­νά­ρους– ένα ανη­λε­ές κυ­νή­γι εξό­ντω­σης, φυ­σι­κής, ηθι­κής και ψυ­χο­λο­γι­κής, των χω­ρι­κών, της νε­ο­λαί­ας, των ερ­γα­τών που είχαν εξε­γερ­θεί ενά­ντια στους ξέ­νους κα­τα­κτη­τές και τη ντό­πια συ­νερ­γα­σία αμ­φι­σβη­τώ­ντας στα θε­μέ­λιά του, το στά­τους κβο που είχε αφή­σει ο αστι­σμός, βα­σι­λο­φρό­νων και βε­νι­ζε­λι­κών, πρώτα, στη με­τα­ξι­κή δι­κτα­το­ρία και μετά, στην τρι­πλή κα­το­χή- τα κατά Μάνο Χα­τζι­δά­κι, παι­διά της γα­λα­ρί­ας που είχαν ση­κώ­σει κε­φά­λι και είχαν πάρει τις τύχες της ζωής τους, στα χέρια τους.

Ο Εμ­φύ­λιος δεν θα λήξει όσο η Αρι­στε­ρά και το Κόμμα δεν κοι­τούν κα­τά­μα­τα τη με­γα­λύ­τε­ρη αλή­θεια της δε­κα­ε­τί­ας – ότι οι δια­δο­χι­κές ηγε­σί­ες και επι­κε­φα­λής του Κόμ­μα­τος και εν προ­κει­μέ­νω του Δεύ­τε­ρου Αντάρ­τι­κου (Σιά­ντος, Ιω­αν­νί­δης, Ζεύ­γος, Ρού­σος, Νι­Ζή­τας, Βο­ντί­τσιος, Βλα­ντάς, Βα­φειά­δης κτλ) ήταν όχι απλώς κα­τώ­τε­ροι των πε­ρι­στά­σε­ων, αλλά εντε­λώς ακα­τάλ­λη­λοι να ολο­κλη­ρώ­σουν την κατά Χατζή «νι­κη­φό­ρα επα­νά­στα­ση που χά­θη­κε». Η με­γα­λύ­τε­ρη και όχι μόνο κα­κο­δαι­μο­νία ήταν φυ­σι­κά η τυφλή προ­σή­λω­ση στη Μόσχα και το Κρεμ­λί­νο του γνω­στού μυ­στα­κο­φό­ρου Ορε­σί­βιου Πα­τε­ρού­λη, που κρα­τού­σε γερά τα χα­λι­νά­ρια και δεν άφηνε τους υπο­τα­κτι­κούς του να πά­ρουν ανάσα κατά 90% και 10% σύμ­φω­να με τα πε­ρι­βό­η­τα πο­σο­στά της χαρ­το­πε­τσέ­τας – με τα εξί­σου γνω­στά, τρα­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Ίσως για αυτό ση­μα­ντι­κή με­ρί­δα των εν Ελ­λά­δι αρι­στε­ρού­λη­δων συ­νε­χί­ζει να μισεί θα­νά­σι­μα τον Κρο­ά­τη παρ­τι­ζά­νο και με­τέ­πει­τα στρα­τάρ­χη Γιό­ζιπ­Μπροζ Τίτο. Σε αντί­θε­ση με τους δι­κούς «μας», ο Τίτο δεν άκου­σε κα­νέ­ναν κα­λο­θε­λη­τή – ούτε τον Πα­τε­ρού­λη, ούτε τους Βρε­τα­νούς, ούτε τους αντι­προ­σώ­πους του Κα­ρα­γε­ώρ­γε­βιτς – που ήθε­λαν να τον σύ­ρουν σε γιου­γκο­σλα­βι­κούς Λι­βά­νους, Κα­ζέρ­τες, Βάρ­κι­ζε­ςπρο­κει­μέ­νου να επα­νέλ­θει η λα­ο­μί­ση­τη δυ­να­στεία των Κα­ρα­γε­ώρ­γε­βιτς στον θρόνο και πάει λέ­γο­ντας και πήρε την εξου­σία στα χέρια του και για λο­γα­ρια­σμό του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της χώρας του.

Εξού και με­τα­πο­λε­μι­κά, το Κόμμα και κατ’ επέ­κτα­ση διά­φο­ροι αρι­στε­ρού­λη­δες φρό­ντι­σαν να δεί­ξουν εκ νέου τη γρα­φειο­κρα­τι­κή αχα­ρι­στία τους, κα­τη­γο­ρώ­ντας τον Τίτο για όλα τα δεινά που επέ­φε­ρε η δική τους πο­λι­τι­κή στρα­τη­γι­κή πρώτα στον απλό κόσμο, έπει­τα στις ομά­δες Αυ­το­ά­μυ­νας, έπει­τα στον ΔΣΕ και κα­τό­πιν στα διά­φο­ρα «ηρω­ι­κά» και ανε­φάρ­μο­στα περί όπλων «παρά πόδα» από το Βου­κου­ρέ­στι και πάει λέ­γο­ντας, άλλο βέ­βαια αν στη διάρ­κεια της διε­τί­ας 1947-1948 μόνο από τους Γιου­γκο­σλά­βους κομ­μου­νι­στές είχαν λαμ­βά­νειν υλική, πο­λε­μι­κή και φαρ­μα­κευ­τι­κή, βο­ή­θεια με με­γα­λύ­τε­ρο πλε­ο­νέ­κτη­μα τη δυ­να­τό­τη­τα ελιγ­μών μέσα από το γιου­γκο­σλα­βι­κό έδα­φος όταν έσφιγ­γαν οι κλοιοί του Εθνι­κού Στρα­τού στις ορει­νές ρα­χο­κο­κα­λιές της Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας. Όταν όμως ο Νι­Ζή­τας μπρο­στά στη διέ­νε­ξη και το ορι­στι­κό ρήγμα με­τα­ξύ Πα­τε­ρού­λη και Τίτο διά­λε­ξε Πα­τε­ρού­λη, ε, ο έτε­ρος έκλει­σε τα σύ­νο­ρα – τις πταί­ει, ο Τίτο ή ο Νι­Ζή­τας και η τυφλή προ­σή­λω­ση στους εν Κρεμ­λί­νω­κρυ­πτό­με­νους μυ­στα­κο­φό­ρους Πα­τε­ρού­λη­δες;

Αλλά κά­να­με τε­ρά­στιο άλμα.

Στον πυ­ρή­να της πλα­στο­γρα­φί­ας και της λα­θο­λο­γί­ας του Εμ­φυ­λί­ου, βρί­σκο­νται αφε­νός η γνω­στή θε­ω­ρία των τριών γύρων και αφε­τέ­ρου η αποχή των εκλο­γών του Μαρ­τί­ου του 1946. Τρεις γύροι όντως υπήρ­ξαν αλλά δεν είχαν να κά­νουν με το Κόμμα και τις υπο­τι­θέ­με­νες δια­δο­χι­κές βί­αιες από­πει­ρες κα­τά­λη­ψης της εξου­σί­ας – ο αστι­κός κό­σμος ήταν εκεί­νος που είχε χάσει αντι­κει­με­νι­κά τα πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά του ερεί­σμα­τα, τη­λαϊ­κή απή­χη­ση και απο­δο­χή μέσα στην Κα­το­χή και κυ­ρί­ως μετά το φού­ντω­μα του ΕΑ­Μι­κού κι­νή­μα­τος και του ΕΛΑ­Σί­τι­κου αντάρ­τι­κου στη σκιά του σα­μπο­τάζ στον Γορ­γο­πό­τα­μο. – εξού και ακόμη έχουν λυσ­σά­ξει ενα­ντί­ον αυτής της κα­τα­δρο­μι­κής ενέρ­γειας οι απο­λο­γη­τές είτε του προ­δο­τι­κού είτε του ανα­χω­ρού­ντος είτε του ρι­ψά­σπι­δος και από­ντος αστι­σμού, πα­λιό­τε­ροι και νε­ό­τε­ροι. Ο Γορ­γο­πό­τα­μος απο­δεί­κνυε ότι το Αντάρ­τι­κο και η Αντί­στα­ση είχαν τε­ρά­στια πε­ρι­θώ­ρια επι­τυ­χί­ας ανα­πτε­ρώ­νο­ντας το ηθικό και τις ελ­πί­δες του λαού.

Πρώ­τος γύρος, με την τρίτη σκλη­ρά αντι­κομ­μου­νι­στι­κή και αντιΕ­Α­Μι­κή­δω­σι­λο­γι­κή κυ­βέρ­νη­ση Ράλλη, την ίδρυ­ση των Ταγ­μά­των Ασφα­λεί­ας, στην οποία πρω­τα­γω­νι­στούν διό­λου τυ­χαία κυ­ρί­ως πα­λιοί βε­νι­ζε­λι­κοί αξιω­μα­τι­κοί και τον ανα­προ­σα­να­το­λι­σμό κατ’ εντο­λή των Βρε­τα­νών των αντάρ­τι­κων σχη­μα­τι­σμών του ΕΔΕΣ και εν συ­νε­χεία της ΕΚΚΑ σε ρόλο αντιΕ­Α­Μι­κού και φι­λο­βρε­τα­νι­κού προ­γε­φυ­ρώ­μα­τος. Δεύ­τε­ρος γύρος, πρώτα στην Αλε­ξάν­δρεια και το Κάιρο με την εκ­κα­θά­ρι­ση του στρα­τού από τους ΕΑ­Μί­τες φα­ντά­ρους, τις φυ­λα­κί­σεις και τα βα­σα­νι­στή­ρια στα στρα­τό­πε­δα της Ελ Ντά­μπα, την αι­μα­τη­ρή κα­τα­στο­λή του κι­νή­μα­τος του Ναυ­τι­κού από τον πα­νά­θλιο Σο­φο­κλή Βε­νι­ζέ­λο και εν συ­νε­χεία τη με­τα­φο­ρά του αντιΕ­Α­Μι­κού πο­λι­τι­κού και στρα­τιω­τι­κού με­τώ­που στην Ελ­λά­δα πάνω στα βρε­τα­νι­κά κα­τα­δρο­μι­κά της κυ­βέρ­νη­σης Εθνι­κής Ενό­τη­τας με πρω­θυ­πουρ­γό τον Πα­παν­δρέ­ου, δε­σμο­φύ­λα­κα-στρα­τη­γό των ελ­λη­νι­κών δυ­νά­με­ων, τον Σκό­μπυ και προ­με­τω­πί­δα του στρα­τιω­τι­κού βρα­χί­ο­να , την 3η Ορει­νή Τα­ξιαρ­χία του Ρί­μι­νι, με επι­κε­φα­λής τον Τσα­κα­λώ­το, για να ακο­λου­θή­σουν ο Δε­κέμ­βρης του ’44 και η Βάρ­κι­ζα. Και τρί­τος γύρος, σε δυο φά­σεις, πρώτα με τη χί­τι­κη­με­τα­βαρ­κι­ζια­νή τρο­μο­κρα­τία στην ύπαι­θρο και μετά το Γ΄ Ψή­φι­σμα, που σε με­γά­λο βαθμό εξει­δί­κευε πε­ραι­τέ­ρω τη Βάρ­κι­ζα, με την κή­ρυ­ξη ου­σια­στι­κά εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου μα­ζι­κών εκτε­λέ­σε­ων, θα­να­τώ­σε­ων, φυ­λα­κί­σε­ων και εκτο­πι­σμών, από την κυ­βέρ­νη­ση του γε­λοιω­δέ­στα­του Ντί­νου Τσαλ­δά­ρη όχι προς το Κόμμα, που δια­τη­ρού­σε τύ­ποις τη νο­μι­μό­τη­τα της δρά­σης του, αλλά προς τους οπα­δούς, τους υπο­στη­ρι­κτές και τους φίλα προ­σκεί­με­νους – ένα κρά­τος που δο­λο­φο­νού­σε ου­σια­στι­κά τους μη αρε­στούς προς αυτό πο­λί­τες του.

Η κυ­ρί­αρ­χη, πλα­στο­γρα­φη­μέ­νη αφή­γη­ση θέλει το Κόμμα να επι­λέ­γει την αποχή στις εκλο­γές του 1946, επει­δή, λέει, είχε ήδη επι­λέ­ξει τον δρόμο των όπλων για να αρ­πά­ξει την εξου­σία και με αυτό το σκε­πτι­κό δό­θη­κε η εντο­λή από τον Νι­Ζή­τα, για το χτύ­πη­μα στον σταθ­μό της χω­ρο­φυ­λα­κής στο Λι­τό­χω­ρο.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή.

Στο απο­κο­ρύ­φω­μα της τρο­μο­κρα­τι­κής δρά­σης των χί­τι­κων, (παρα)κρα­τι­κών συμ­μο­ριών των βα­σι­λο­φρό­νων-εθνι­κο­φρό­νων, οι δια­βό­η­τοι Μαγ­γα­νά­δες της Μεσ­ση­νί­ας ει­σέ­βα­λαν και κα­τέ­λα­βαν την Κα­λα­μά­τα για τρεις μέρες, τον Γε­νά­ρη του 1946. Σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρα στε­λέ­χη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δο­λο­φο­νή­θη­καν στη μέση του δρό­μου ή στα σπί­τια τους, τα τέσ­σε­ρα τυ­πο­γρα­φεία των ΕΑ­Μι­κών εφη­με­ρί­δων της Μεσ­ση­νί­ας κα­τα­στρά­φη­καν, δε­κά­δες σπί­τια αρι­στε­ρών λε­η­λα­τή­θη­καν και, με την ανοχή της χω­ρο­φυ­λα­κής και της φρου­ράς των φυ­λα­κών της πόλης, απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν από τα κελιά τους, πε­ρί­που 600 ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες που επρό­κει­το να δι­κα­στούν για την αι­μα­τη­ρή, κα­το­χι­κή δράση τους. Η κα­τά­στα­ση προ­κά­λε­σε πα­νι­κό στην Αθήνα της υπη­ρε­σια­κής κυ­βέρ­νη­σης Σο­φού­λη κυ­ρί­ως επει­δή οι ξένοι αντα­πο­κρι­τές και οι εφη­με­ρί­δες ει­δι­κά της Βρε­τα­νί­ας στη­λί­τευ­σαν την αδρά­νεια αν όχι τη συ­νε­νο­χή της κυ­βέρ­νη­σης στην τρο­μο­κρα­τία. Μπρο­στά στη διε­θνή κα­τα­κραυ­γή εστά­λη ένα πο­λε­μι­κό πλοίο, το «Κρήτη», υπο­τί­θε­ται για να απο­κα­τα­στή­σει την τάξη αν και κατά τα άλλα, οι Μαγ­γα­νά­δες ανα­χώ­ρη­σαν από την πόλη ανε­νό­χλη­τοι.

Ήταν η στα­γό­να που ξε­χεί­λι­σε το πο­τή­ρι του αί­μα­τος στο με­τά-τη-Βάρ­κι­ζα μα­κε­λειό.

Το Κόμμα ήταν το τε­λευ­ταίο που πήρε την από­φα­ση για αποχή επει­δή η εντο­λή από το Κρεμ­λί­νο του Πα­τε­ρού­λη ήταν «συμ­με­το­χή στις εκλο­γές οπωσ­δή­πο­τε» – έδινε συ­νε­πή δια­πι­στευ­τή­ρια τή­ρη­σης της συμ­φω­νί­ας στη χαρ­το­πε­τσέ­τα του Τσώρ­τσιλ. Όλα τα άλλα εα­μο­γε­νή κόμ­μα­τα δή­λω­σαν ότι θα απεί­χαν από τις εκλο­γές σχε­δόν αμέ­σως μετά τα αι­μα­τη­ρά έκτρο­πα της Κα­λα­μά­τας με πρώτο, τη Σο­σια­λι­στι­κή Ένωση που είχε ηγέτη τον αστό πο­λι­τι­κό και συ­νταγ­μα­το­λό­γο, Αλέ­ξαν­δρο Σβώλο. Δεν ήξερε ο Σβώ­λος που κατά τα άλλα ήταν ένας εκνευ­ρι­στι­κά με­τριο­πα­θής άν­θρω­πος, σε τι κλίμα θα διε­ξά­γο­νταν οι εκλο­γές έπει­τα και από την ει­σβο­λή των Μαγ­γα­νά­δων, σε πό­λεις όπως η Λά­ρι­σα, η Λι­βα­δειά, η Άρτα, ο Βόλος ή η Σπάρ­τη, όπου κυ­ριαρ­χού­σαν οι τρο­μο­κρα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της Δε­ξιάς; Το Κόμμα απεί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρο ως ελά­χι­στηέν­δει­ξη συ­μπα­ρά­τα­ξης με τα υπό­λοι­πα, εα­μο­γε­νή κόμ­μα­τα.

Όμως πέρα από την Κα­λα­μά­τα και τους Μαγ­γα­νά­δες μια άγνω­στη λε­πτο­μέ­ρεια της διε­ξα­γω­γής των εκλο­γών του ΄46 είναι πως έπει­τα από κοινή από­φα­ση των Βρε­τα­νών και της κυ­βέρ­νη­σης Σο­φού­λη, οι εκλο­γές θα είχαν ως ση­μείο ανα­φο­ράς τους πα­ρω­χη­μέ­νους, ανε­πί­και­ρους και σε με­γά­λο βαθμό πλα­στούς εκλο­γι­κούς κα­τα­λό­γους του 1935. Με πρό­σχη­μα την αδυ­να­μία των λη­ξιαρ­χεί­ων να επι­και­ρο­ποι­ή­σουν τους εκλο­γι­κούς κα­τα­λό­γους και να πι­στο­ποι­ή­σουν πόσοι και ποιοι άν­δρες (οι γυ­ναί­κες δεν είχαν ακόμη δι­καί­ω­μα ψήφου σε εθνι­κές εκλο­γές) είχαν απο­κτή­σει δι­καί­ω­μα ψήφου μέσα σε μια ολό­κλη­ρη δε­κα­ε­τία, Βρε­τα­νοί και αστοί είχαν ση­μα­δέ­ψει προ­κα­τα­βο­λι­κά την τρά­που­λα των εκλο­γών, απο­κλεί­ο­ντας σχε­δόν το σύ­νο­λο της γε­νιάς της Αντί­στα­σης από την εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία.

Τόση φε­ρεγ­γυό­τη­τα, σε τέ­τοια ομα­λό­τη­τα και με τέ­τοια αξιο­πι­στία πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν οι εκλο­γές του Μαρ­τί­ου του 1946…

Το χτύ­πη­μα των ανταρ­τών της στε­νής Αυ­το­ά­μυ­νας στο Λι­τό­χω­ρο ήταν η προει­δο­ποί­η­ση πως μετά την Κα­λα­μά­τα, το Κόμμα θα περ­νού­σε στην αντε­πί­θε­ση, όταν και όπως έκρι­νε σκό­πι­μο, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα μέσα που μετά τη Βάρ­κι­ζα πρώ­τοι οι αντί­πα­λοί του με­τα­χει­ρί­ζο­νταν – «νό­μι­μη» πο­λι­τι­κή δράση στις πό­λεις, ένο­πλη βία στην ύπαι­θρο χώρα. Η αντα­πά­ντη­ση του κρά­τους και της κυ­βέρ­νη­σης Τσαλ­δά­ρη ήρθε με το Γ’ Ψή­φι­σμα – «νό­μι­μη» πο­λι­τι­κή δράση για τον στα­δια­κά απο­γυ­μνω­μέ­νο και σε συ­νε­χή πίεση ορ­γα­νω­τι­κό σκε­λε­τό του Κόμ­μα­τος, ολο­κλη­ρω­τι­κός εξαν­δρα­πο­δι­σμός και φο­νι­κή κα­τα­δί­ω­ξη ενα­ντί­ον των μελών και των οπα­δών του, ει­δι­κά στην ύπαι­θρο.

Τότε ου­σια­στι­κά με­τα­πη­δά η κα­τα­δί­ω­ξη του πα­ρα­κρά­τους στις συ­στη­μα­τι­κές διώ­ξεις και εκτε­λέ­σεις του κρά­τους, ξεσπά και απο­κτά ολο­κλη­ρω­τι­κές δια­στά­σεις ο Εμ­φύ­λιος.

Ένα δεύ­τε­ρο ση­μείο που εύ­κο­λα κυ­ριαρ­χεί στην πλα­στο­γρα­φη­μέ­νη αφή­γη­ση είναι ο ρόλος πρώτα των Βρε­τα­νών, που σύ­ντο­μα και λόγω των εσω­τε­ρι­κών, οι­κο­νο­μι­κών προ­βλη­μά­των της πα­ρα­παί­ου­σα­ςαυ­το­κρα­το­ρί­ας που άφηνε πίσω της λου­τρά αί­μα­τος και εμ­φυ­λί­ων πο­λέ­μων (θυ­μη­θεί­τε πχ την Ινδία την ίδια πε­ρί­που εποχή) απο­σύ­ρο­νται από την Ελ­λά­δα και κυ­ρί­ως και μετά, των Αμε­ρι­κα­νών που κα­τα­φτά­νουν ως εφαρ­μο­στές του Δόγ­μα­τος Τρού­μαν. Όντως, η αμε­ρι­κα­νι­κή βο­ή­θεια προς τις δια­δο­χι­κές, αστι­κές και εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κές, κυ­βερ­νή­σεις Τσαλ­δά­ρη, Μά­ξι­μου, Σο­φού­λη και στο τέλος του πο­λέ­μου, Διο­μή­δη, υπήρ­ξε κο­λοσ­σιαία – αν και σε με­γά­λο πο­σο­στό σπα­τα­λή­θη­κε, κα­τα­να­λώ­θη­κε και δια­μοι­ρά­στη­κε μέσα στους δαι­δά­λους δια­φθο­ράς και πε­λα­τεια­κών δι­κτύ­ων, στα οποία σε γε­νι­κές γραμ­μές συμ­με­τεί­χαν με εν­θου­σια­σμό και μπό­λι­κη όρεξη για αρ­πα­γή και κά­μπο­σοι Αμε­ρι­κα­νοί – χτί­στη­καν αμύ­θη­τες πε­ριου­σί­ες με την αμε­ρι­κα­νι­κή βο­ή­θεια.

Ο όγκος των τρο­φί­μων και του πο­λε­μι­κού υλι­κού δεν εξη­γεί το γιατί χρειά­στη­καν δυό­μι­ση χρό­νια για να επι­κρα­τή­σει ο αστι­σμός στη στρα­τιω­τι­κή ανα­μέ­τρη­ση, που πέ­ρα­σε από διά­φο­ρες φά­σεις πύρ­ρειων νικών και απο­καρ­διω­τι­κών απο­τε­λε­σμά­των, που σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις είχαν πα­ρα­λύ­σει εντε­λώς τον κρα­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό μη­χα­νι­σμό, είτε στην Αθήνα είτε κυ­ρί­ως σε ορι­σμέ­νες επαρ­χια­κές πό­λεις.

Η… εύ­κο­λη και σύ­ντο­μη κα­τά­πνι­ξη της κομ­μου­νι­στι­κής ανταρ­σί­ας, κατά την έκ­φρα­ση του Τσα­κα­λώ­του, συ­νε­χώς ανα­βαλ­λό­ταν προ­κα­λώ­ντας τριγ­μούς στο κρά­τος, πα­νι­κό σε διά­φο­ρα κλι­μά­κια των δια­δο­χι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων, που άλ­λα­ζαν ακρι­βώς επει­δή δεν κα­τόρ­θω­ναν να νι­κή­σουν και να κα­τα­βά­λουν τον ΔΣΕ, εκνευ­ρι­σμό στους Αμε­ρι­κα­νούς και κυ­ρί­ως κι­νη­τι­κό­τη­τα στο πα­ρα­σκή­νιο και τις συ­νω­μο­σί­ες των ανώ­τε­ρων στρα­τιω­τι­κών στις οποί­ες πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο δια­δρα­μά­τι­ζε ο Ιερός Δε­σμός Ελ­λή­νων Αξιω­μα­τι­κών (ΙΔΕΑ), ορ­γά­νω­ση που είχε ιδρυ­τή και συ­ντο­νι­στή τον από­τα­κτο του ΄35, βε­νι­ζε­λι­κό­α­ντι­στρά­τη­γο Κων­στα­ντί­νο Βε­ντή­ρη.

Ο Βε­ντή­ρης είχε επι­στρέ­ψει από το Κάιρο ως υπουρ­γός Στρα­τιω­τι­κών στην κυ­βέρ­νη­ση Εθνι­κής Ενό­τη­τας τον Οκτώ­βριο του 1944, όταν και ιδρύ­θη­κε ο ΙΔΕΑ αφε­νός για να συ­ντο­νι­στούν τα αντι­κομ­μου­νι­στι­κά και φι­λο­βα­σι­λι­κά βή­μα­τα των αξιω­μα­τι­κών του στρα­τού, ανε­ξάρ­τη­τα από τη στολή που φο­ρού­σαν στη διάρ­κεια της Κα­το­χής – γερ­μα­νι­κή του ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη, εδε­σί­τι­κη του Ζέρβα ή βρε­τα­νι­κή της ερή­μου και του Ρί­μι­νι – και αφε­τέ­ρου για να πε­τύ­χουν οι ΙΔΕ­Α­τες αξιω­μα­τι­κοί ση­μα­ντι­κό προ­βά­δι­σμα στη στε­λέ­χω­ση, τις προ­α­γω­γές και τις διοι­κή­σεις του Εθνι­κού Στρα­τού που άρ­χι­ζε να σχη­μα­τί­ζε­ται από τον Νο­έμ­βρη του 1944, με πυ­ρή­να τους Ρι­μι­νί­τες και τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή επί του συ­γκε­κρι­μέ­νου είναι η δια­τα­γή του Βε­ντή­ρη για την απε­λευ­θέ­ρω­ση από τους στρα­τώ­νες στο Γουδί, των πε­ρί­που 11.000 ταγ­μα­τα­σφα­λι­τών που κρα­τού­νταν εκεί μετά τις δια­δο­χι­κές νίκες του ΕΛΑΣ στην Πε­λο­πόν­νη­σο (Πύρ­γος, Με­λι­γα­λάς, Γαρ­γα­λιά­νοι) και την απε­λευ­θέ­ρω­ση της Αθή­νας, έχο­ντας ως επι­κε­φα­λής τον συ­νταγ­μα­τάρ­χη Πα­πα­δό­γκω­να – τη δια­τα­γή εκτέ­λε­σε ο Τσα­κα­λώ­τος και έτσι,Ρι­μι­νί­τες και ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες βρέ­θη­καν να πο­λε­μούν δί­πλα-δί­πλα, ενα­ντί­ον του ΕΛΑΣ Αθή­νας στη διάρ­κεια των Δε­κεμ­βρια­νών.

Αλλά, γρά­φα­με για τους Αμε­ρι­κα­νούς. Παρά τον κυ­ρί­αρ­χο μύθο, η διοι­κη­τι­κή επάρ­κεια των Αμε­ρι­κα­νών και η πραγ­μα­τι­κή συμ­βο­λή τους στην επι­κρά­τη­ση των όπλων του Εθνι­κού Στρα­τού μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί. Και αυτό γιατί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το δί­πο­λο προ­σώ­πων Γκρίν­σγουολντ και Βαν Φλητ απο­δεί­χτη­καν ικα­νό­τε­ροι στις πα­ρα­σκη­νια­κές μη­χα­νορ­ρα­φί­ες και τις πιέ­σεις προς το αστι­κό, πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό για την ανα­κα­τά­τα­ξη ισχύ­ος ανά­με­σα στους πο­λι­τι­κούς και τους στρα­τιω­τι­κούς, όπως αυτή με­του­σιώ­θη­κε σε πράξη με τη δι­κτα­το­ρι­κών εξου­σιών στρα­ταρ­χία που ανέ­λα­βε ο Πα­πά­γος τον Γε­νά­ρη του 1949.

Ει­δι­κά ο Βαν Φλητ υπήρ­ξε ένας εξαι­ρε­τι­κά μέ­τριος αν όχι κακός στρα­τιω­τι­κός, ο οποί­ος ήρθε στην Ελ­λά­δα για να πε­ρι­σώ­σει μια κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νη στη Νορ­μαν­δία κα­ριέ­ρα, μι­λού­σε και ήξερε πε­ρισ­σό­τε­ρα για το μπέιζ­μπολ, του οποί­ου ήταν και παί­κτης, παρά για τα­κτι­κές μάχης και η έλευ­ση του στον Εθνι­κό Στρα­τό, του οποί­ου ανέ­λα­βε για τους τύ­πους γε­νι­κός αρ­χη­γός, ήταν ρου­σφέ­τι της οι­κο­γέ­νειας του στρα­τη­γού Μάρ­σαλ – του ομώ­νυ­μου Σχε­δί­ου οι­κο­νο­μι­κής βο­ή­θειας προς τη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη- μπας και ο κα­τα­πτοη­μέ­νος από τις απο­τυ­χί­ες Βαν Φλητ κέρ­δι­ζε κά­ποιες στρα­τιω­τι­κές δάφ­νες με μια «εύ­κο­λη» νίκη επί των κομ­μου­νι­στών στην Ελ­λά­δα.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Εμ­φύ­λιος κρί­θη­κε από στρα­τιω­τι­κή σκο­πιά στα ανα­θε­ω­ρη­μέ­να, επι­τε­λι­κά σχέ­δια που εκ­πό­νη­σε και εφάρ­μο­σε πρώτα στην Πε­λο­πόν­νη­σο τον χει­μώ­να του 1948-49, (σχέ­διο «Πε­ρι­στέ­ρα») το Γε­νι­κό Επι­τε­λείο Στρα­τού με επι­κε­φα­λής τον αντι­στρά­τη­γο Δη­μή­τρη Για­τζή. Σε αυτά βα­σί­στη­κε η ανα­διορ­γά­νω­ση του Εθνι­κού Στρα­τού σε συ­μπα­γή και ολι­γάν­θρω­πα, ευ­κί­νη­τα, κα­τα­διω­κτι­κά απο­σπά­σμα­τα Λόχων Ορει­νών Κα­τα­δρο­μών (ΛΟΚ) που κατ’ ουσία έκα­ναν ανταρ­το­πό­λε­μο στους αντάρ­τες. Αλλά ο Για­τζής, που δεν ήταν αξιω­μα­τι­κός από τη Σχολή Ευ­ελ­πί­δων, αλλά προ­ερ­χό­ταν από εκεί­νη την τάξη των «εξ εφέ­δρων» στρα­τιω­τι­κών (όπως και ο Να­πο­λέ­ων Ζέρ­βας), είχε απο­φύ­γει σε όλη του την κα­ριέ­ρα τη συμ­με­το­χή σε συ­νω­μο­σί­ες και κι­νή­μα­τα, και είχε ανα­δει­χθεί μέσα στην πρώτη γραμ­μή του με­τώ­που από τους Βαλ­κα­νι­κούς έως την Πίνδο, δεν πρό­λα­βε να καρ­πω­θεί την επι­τυ­χία του – το «βε­λού­δι­νο» πρα­ξι­κό­πη­μα του ΙΔΕΑ που επέ­βα­λε τη στρα­ταρ­χία του Πα­πά­γου προ­κα­λώ­ντας την τύχη ακόμη και του ίδιου του θρό­νου με βα­σι­λιά τον Παύλο, (εξού και η έξαλ­λη και μι­σό­μουρ­λη, χι­τλε­ρο­ντυ­μέ­νη στα νιάτα της, Φρει­δε(φ)ρίκη για χρό­νια απο­κα­λού­σε τον Πα­πά­γο, «σκα­τάρ­χη» και τον άνδρα της, που είχε υπο­χω­ρή­σει στις πιέ­σεις του ΙΔΕΑ, «ηλί­θιο»), οδή­γη­σε στην οι­κειο­ποί­η­ση των σχε­δί­ων και της στρα­τιω­τι­κής επι­κρά­τη­σης από τους συ­νω­μό­τες αξιω­μα­τι­κούς που έως τότε χλεύ­α­ζαν ανοι­κτά τον επι­τε­λάρ­χη.

Η «ουρά» της πρω­το­κα­θε­δρί­ας του ΙΔΕΑ στις στρα­τιω­τι­κές εξε­λί­ξεις, ήταν, φυ­σι­κά η χού­ντα των συ­νταγ­μα­ταρ­χών του 1967, όταν δυο αλ­λη­λε­πι­κα­λυ­πτό­με­νες ομά­δες συ­νω­μο­τών απερ­γά­ζο­νταν δυο δια­φο­ρε­τι­κά πρα­ξι­κο­πή­μα­τα, αφε­νός, οι βε­τε­ρά­νοι ΙΔΕ­Α­τες βα­σι­λι­κοί στρα­τη­γοί, που ετοί­μα­ζαν τη με­γά­λη χού­ντα η οποία είχε τις ευ­λο­γί­ες του αμε­ρι­κα­νι­κού Πε­ντα­γώ­νου και του Γκλύξ­μπουργκ και αφε­τέ­ρου, οι δρα­στή­ριοι συ­νταγ­μα­τάρ­χες της Ένω­σης Ελ­λή­νων Νέων Αξιω­μα­τι­κών (ΕΝΕΑ), το αυ­το­νο­μη­μέ­νο πα­ρα­κλά­δι του ΙΔΕΑ με επι­κε­φα­λής τον Πα­πα­δό­που­λο και τον Μα­κα­ρέ­ζο, που είχαν τις ευ­λο­γί­ες της CIA και επι­κρά­τη­σαν στον αγώνα δρό­μου έπει­τα και από την εσω­τε­ρι­κή με­τα­πή­δη­ση του Ζω­ι­τά­κη και του Σπα­ντι­δά­κη από τη «με­γά­λη», στη «μικρή» χού­ντα – τόσο καλά… Νω­ρί­τε­ρα, βέ­βαια, είχε συ­ντε­λε­στεί το «αό­ρα­το» πρα­ξι­κό­πη­μα του 1951, όταν ο ΙΔΕΑ, που πά­ντο­τε στό­χευε στην επι­βο­λή στρα­τιω­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας στην Ελ­λά­δα, είχε κα­τε­βά­σει τα άρ­μα­τα μάχης από το Γουδί έως τον «Ευαγ­γε­λι­σμό» και εκεί τους στα­μά­τη­σε ο Πα­πά­γος, που προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για την κά­θο­δό του στην πο­λι­τι­κή με τις ευ­λο­γί­ες της Ουά­σιγ­κτον και ως αρ­χη­γός του Εθνι­κού Συ­να­γερ­μού, με την απί­στευ­τη φράση : «Δεν ήρθε η ώρα ακόμη!» – τόσο… δη­μο­κρα­τι­κά λει­τουρ­γού­σαν οι νι­κη­τές του Εμ­φυ­λί­ου, η «ώρα» σή­μα­νε χού­ντα,16 χρό­νια μετά…

Αν επο­μέ­νως για τους αστούς, ο Εμ­φύ­λιος κρί­θη­κε στο πεδίο της μάχης εξαι­τί­ας των σχε­δί­ων του ΓΕΣ με επι­τε­λάρ­χη τον­Για­τζή, το Κόμμα, από την άλλη πλευ­ρά του νο­μί­σμα­τος, πού έχασε τον πό­λε­μο;

Σε μια χιο­νο­στι­βά­δα λαθών, η απο­μό­νω­ση μιας χού­φτας χιο­νιού είναι κάπως ανοί­κεια αν όχι αστεία – εί­πα­με, το μέγα λάθος ήταν ο όμι­λος, η ομάδα ηγε­τών που έλαχε στο Κόμμα καθ’ όλη τη δε­κα­ε­τία του 1940, είτε στο Πρώτο είτε στο Δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο. Πα­ρό­λα αυτά ορι­σμέ­νοι αστοι­χεί­ω­τοι λα­θο­λό­γοι επι­μέ­νουν ότι η εμ­μο­νή του Νι­Ζή­τα να μην συμ­με­τέ­χουν στον ΔΣΕ μό­νι­μοι αξιω­μα­τι­κοί στοί­χι­σε την ήττα στον ΔΣΕ.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με εξαί­ρε­ση όσους μό­νι­μους αξιω­μα­τι­κούς είχαν πο­λε­μή­σει στο Πρώτο Αντάρ­τι­κο, οι υπό­λοι­ποι, κλει­σμέ­νοι στην αυ­τα­ρέ­σκεια, τον ναρ­κισ­σι­σμό­και την τα­ξι­κή, αστι­κή ασυ­νει­δη­σία τους, για να μην μι­λή­σου­με για τους προ­δό­τες και τους κο­πα­να­τζή­δες, χλεύ­α­ζαν τον ανταρ­το­πό­λε­μο ως ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό ακόμη και όταν ο ΕΛΑΣ απο­δεί­κνυε έμπρα­κτα και συ­νε­χώς τη στρα­τιω­τι­κή υπε­ρο­χή της τα­κτι­κής σε γε­ω­γρα­φι­κό ανά­γλυ­φο όπως είναι αυτό της Ελ­λά­δας.

Δύο ήταν τα υπαρ­κτά και αυ­το­κτο­νι­κά λάθη στον ΔΣΕ και τα δύο φέ­ρουν τη σφρα­γί­δα του Νι­Ζή­τα.

Το πρώτο, πως σε όλη τη διάρ­κεια του Εμ­φυ­λί­ου, κα­νέ­νας από τους ψη­μέ­νους στον ανταρ­το­πό­λε­μο κα­πε­τά­νιους του ΕΛΑΣ που είχαν ταυ­τό­χρο­να και το στίγ­μα του «αρεια­νού» δη­λα­δή ήταν ση­μα­ντι­κοί αντάρ­τες ή μα­θη­τές του Άρη Βε­λου­χιώ­τη, δεν πήρε τη θέση διοί­κη­σης και συ­ντο­νι­σμού που του άξιζε στο Δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο– κα-νέ-νας! Ούτε ο Δια­μα­ντής (Αλε­ξάν­δρου), που τον υπο­λό­γι­ζαν ως τον πλέον ικανό και επί­φο­βο αντί­πα­λο όλοι οι αστοί στρα­τιω­τι­κοί, ούτε ο Πε­ρι­κλής (Χου­λιά­ρας), ούτε ο Πε­λο­πί­δας (Λά­σκος), ούτε ο Αγη­σί­λα­ος (Τσια­μπού­ρας) που δο­λο­φο­νή­θη­κε από τον Γού­σια, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος…

Όσοι πα­λιοί κα­πε­τά­νιοι ανα­δεί­χθη­καν, όπως ο Βα­φειά­δης, προ­ω­θή­θη­καν ως πι­στοί κομ­μα­τι­κοί ανε­ξάρ­τη­τα από τις πο­λε­μι­κές και διοι­κη­τι­κές τους ικα­νό­τη­τες – με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα τον Γού­σια-Βο­ντί­τσιο που στο Πρώτο Αντάρ­τι­κο δεν είχε κρε­μά­σει αορ­τή­ρα στον ώμο και πέρα από το δο­λο­φο­νι­κό, αντιΕ­ΛΑ­Σί­τι­κο και αντι-αρεια­νό μίσος του, δεν μπο­ρού­σε να δια­βά­σει καν στρα­τιω­τι­κό χάρτη…

Ακόμη και μό­νι­μοι αξιω­μα­τι­κοί που βγή­καν στο βουνό και στο Πρώτο και στο Δεύ­τε­ρο Αντάρ­τι­κο, όπως ο Κα­νελ­λό­που­λος στην Πε­λο­πόν­νη­σο, που είχε πε­ρά­σει και από το «ανα­μορ­φω­τή­ριο-εκ­κα­θα­ρι­στή­ριο» του Μπούλ­κες, υπέ­στη­σαν την τα­πεί­νω­ση της πο­λι­τι­κής και γρα­φειο­κρα­τι­κής (συν)διοί­κη­σης με στε­λέ­χη όπως εν προ­κει­μέ­νω ο Ρο­γκά­κος και ο Γκιου­ζέ­λης – με κα­τα­στρο­φι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα όταν η τα­κτι­κή επι­θέ­σε­ων του Εθνι­κού Στρα­τού άλ­λα­ξε τον χει­μώ­να του 1948-49 και τα πε­ρι­θώ­ρια καί­ριων, ορθών και ακα­ριαί­ων απο­φά­σε­ων εξα­νε­μί­στη­καν.

Το δεύ­τε­ρο, κα­θο­ρι­στι­κό και εγκλη­μα­τι­κό λάθος του Νι­Ζή­τα ήταν η από­πει­ρα με­τα­τρο­πής του ΔΣΕ από αντάρ­τι­κο σε τα­κτι­κό στρα­τό, με τα­ξιαρ­χί­ες, με­ραρ­χί­ες, «έδρες», επι­με­λη­τεία (ανύ­παρ­κτη) και γρα­φειο­κρα­τία (υπερ­χει­λί­ζου­σα) – την ώρα που το ΓΕΣ «έσπα­γε» τον Εθνι­κό Στρα­τό σε μο­νά­δες μι­κρές και αντια­νταρ­τι­κές, κα­τάλ­λη­λες για ορει­νό πό­λε­μο, ο Νι­Ζή­τα­ςπρο­ω­θού­σε εν τοις πράγ­μα­σι ανε­πι­τυ­χώς και αυ­το­χει­ρια­στι­κά,έναν«ενιαίο» και δυ­σκί­νη­το στρα­τό, εντε­λώς ακα­τάλ­λη­λο για πό­λε­μο φθο­ράς και σε απο­μα­κρυ­σμέ­νες ορει­νές πε­ριο­χές, απο­γυ­μνω­μέ­νες από τον πλη­θυ­σμό τους έπει­τα από τους ανα­γκα­στι­κούς εκτο­πι­σμούς και την εσω­τε­ρι­κή προ­σφυ­γιά που είχε επι­βά­λει η κυ­βέρ­νη­ση Σο­φού­λη, η τρίτη εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κή.

Οι κραυ­γές του αστι­σμού ότι ο Νι­Ζή­τας και το Κόμμα επι­ζη­τού­σαν ως έσχα­τη λύση στα «προ­δο­τι­κά, εα­μο­βουλ­γα­ρι­κά» σχέ­διά τους τη δη­μιουρ­γία «ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους» που θα ανα­γνω­ρι­ζό­ταν από τα κομ­μου­νι­στι­κά κράτη και την ΕΣΣΔ θα ήταν υπέ­ρο­χα αστεί­ες, αν οι αστοί δεν ξε­χνού­σαν ότι η από­πει­ρα του Νι­Ζή­τα και του Κόμ­μα­τος για την ίδρυ­ση «ελεύ­θε­ρης επι­κρά­τειας» κυ­ρί­ως στη Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νία δεν είχε πε­ρισ­σό­τε­ρες ομοιό­τη­τες και δά­νεια, στα χαρ­τιά, με τη διπλή από­πει­ρα του Βε­νι­ζε­λι­σμού για τη διά­σπα­ση του κρά­τους καθώς κατά Κλα­ού­σε­βιτς, η οξεία, πο­λι­τι­κή ανα­μέ­τρη­ση διε­ξα­γό­ταν με άλλα μέσα, πρώτα το 1915-16 (κο­ρύ­φω­ση του Εθνι­κού Δι­χα­σμού και Κί­νη­μα της Εθνι­κής Άμυ­νας) και μετά το 1935 (Κί­νη­μα του ΄35) και κυ­ρί­ως με την ίδρυ­ση της «Ελεύ­θε­ρης Ελ­λά­δας» στην διάρ­κεια της Κα­το­χής και πάνω στα βουνά.

Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, όταν ακόμη και σή­με­ρα οι πλα­στο­γρά­φοι της δε­κα­ε­τί­ας του 1940 μι­λούν για την «προ­δο­σία» της Μα­κε­δο­νί­ας, ας θυ­μού­νται ότι η Μα­κε­δο­νία, και ει­δι­κά η Ανα­το­λι­κή, είχε μπει στο τρα­πέ­ζι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων και του τε­μα­χι­σμού της, πρώτα από τους Κων­στα­ντι­νι­κούς (όταν πα­ρα­δό­θη­κε στους Γερ­μα­νούς και τους Βούλ­γα­ρους το Γ΄ Σώμα Στρα­τού στην Κα­βά­λα, μαζί με τη γύρω πε­ριο­χή) και μετά από τους Βε­νι­ζε­λι­κούς (ως αντάλ­λαγ­μα προς τη Βουλ­γα­ρία και την «έξοδο στο Αι­γαίο» για την εξά­πλω­ση της Ελ­λά­δας στην Μι­κρα­σία). Αυτά, μπας και το βου­λώ­σουν κά­ποια στιγ­μή…

Έγρα­ψα όμως για τη Βουλ­γα­ρία και επει­δή κάπως πρέ­πει να κλεί­σει αυτό το μάλ­λον μα­κρο­σκε­λές και κου­ρα­στι­κό για τον ανα­γνώ­στη κεί­με­νο, νο­μί­ζω ότι αξί­ζει μια τε­λευ­ταία απά­ντη­ση ει­δι­κά στους ιστο­ρι­κούς πα­ρα­χα­ρά­κτες της σχο­λής κα­ψο­κα­λύ­βα και ομοϊ­δε­α­τών απο­λο­γη­τών ου­σια­στι­κά του ένο­πλου ή κου­στου­μα­ρι­σμέ­νου δω­σι­λο­γι­σμού πα­ντός και­ρού και πάσης επο­χής.

Λένε, ότι η νίκη των αστών στον Εμ­φύ­λιο απέ­τρε­ψε την Ελ­λά­δα από το να γίνει Βουλ­γα­ρία.

Εν­δια­φέ­ρον…

Προ­φα­νώς οι πλα­στο­γρά­φοι και οι λα­θο­λό­γοι της πε­ριό­δου δεν έχουν προ­σέ­ξει ότι είναι η κα­πι­τα­λι­στι­κή Ελ­λά­δα της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, των νι­κη­τών του Εμ­φυ­λί­ου εκεί­νη που έχει ρίξει το βιο­τι­κό επί­πε­δο, τους μι­σθούς και τις συ­ντά­ξεις και έχει δια­λύ­σει το κοι­νω­νι­κό κρά­τος και τη δια­βρω­μέ­νη δη­μό­σια διοί­κη­ση σε επί­πε­δα… Βουλ­γα­ρί­ας και ακόμη πιο κάτω στο πλαί­σιο της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης, αστι­κής αντε­πα­νά­στα­σης κατά την οποία οι κατά τα άλλα νι­κη­τές αστοί της «ανή­κο­μεν εις την Δύσιν», σπεύ­δουν να αντι­γρά­ψουν τους ανα­το­λι­κο­ευ­ρω­παί­ους, με­τα­κρα­τι­κο­κα­πι­τα­λι­στές ητ­τη­μέ­νους…

Εβδο­μή­ντα χρό­νια μετά το Κά­με­νικ, οι αστοί νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι και νο­σταλ­γοί της χού­ντας πα­νη­γυ­ρί­ζουν επει­δή η εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ (για να μην ξε­χνιό­μα­στε) Ελλάς έχει ξε­πέ­σει σε πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κά επί­πε­δα Βουλ­γα­ρί­ας! Τέ­τοια ξε­φτί­λα για τον ελ­λη­νι­κό αστι­κό κόσμο.

Με τα «αν» δεν γρά­φε­ται ιστο­ρία και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν ξε­πλέ­νο­νται τα τα­ξι­κά εγκλή­μα­τα του αστι­σμού και του ελ­λα­δι­κού (παρα)κρά­τους πριν, κατά τη διάρ­κεια και σί­γου­ρα και πάντα μετά τη στρα­τιω­τι­κή επι­κρά­τη­ση της Δε­ξιάς και του Κέ­ντρου στο Κά­με­νικ και τον Γράμ­μο.

Ο Εμ­φύ­λιος έχει αφή­σει ακόμη εκ­κρε­μό­τη­τες, ιστο­ριο­γρα­φι­κές και ερευ­νη­τι­κές – όχι πλα­στο­γρα­φι­κές και λα­θο­λο­γι­κές.

Πολύ αρι­στε­ροί ίσως και με κά­ποια ανα­κού­φι­ση μπρο­στά στο επί­πε­δο ηγε­σί­ας που έλαχε στο Κόμμα τη δε­κα­ε­τία του 1940 και με όσα κρα­τι­κο­κα­πι­τα­λι­στι­κά συ­ντε­λού­νταν πέρα από το Τεί­χος του Βε­ρο­λί­νου και ου­σια­στι­κά ευ­τέ­λι­σαν το κομ­μου­νι­στι­κό, επα­να­στα­τι­κό όραμα της δι­καιό­τε­ρης κοι­νω­νί­ας και της πραγ­μα­τι­κής ισό­τη­τας είπαν κατά και­ρούς το «κα­λύ­τε­ρα που ητ­τη­θή­κα­με» – όλοι τους ξέ­χνα­γαν όμως να θυ­μη­θούν τι κό­στος κοι­νω­νι­κό, πο­λι­τι­κό, οι­κο­νο­μι­κό και κυ­ρί­ως ηθικό είχε αυτή η ήττα για τη με­τεμ­φυ­λια­κή Ελ­λά­δα του πε­λα­τεια­κού κρά­τους, των ΤΕΑ, των φα­κέ­λων κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των, του κι­τσα­ριού του εθνι­κι­σμού, της με­τα­να­στευ­τι­κής πλη­θυ­σμια­κής αι­μορ­ρα­γί­ας, του ακρω­τη­ρια­σμού της Κύ­πρου και των κο­λα­στη­ρί­ων της Γυά­ρου.

Κά­ποιοι άλλοι ακόμη και σή­με­ρα συ­νή­θως συ­μπλη­ρώ­νουν το «Αν ακού­γα­με τον Άρη…» – τον Βε­λου­χιώ­τη εν­νο­ούν, ότι την ομάδα με έδρα το «Κλε­άν­θης Βι­κε­λί­δης».

Για να δούμε, αν στο άμεσο ή όχι και τόσο μα­κρι­νό μέλ­λον, η πολλή πι­θα­νή υπο­τρο­πή της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης σε πα­γκό­σμιο επί­πε­δο σε συν­δυα­σμό με τον κλι­μα­τι­κό κυ­κλώ­να της υπερ­θέρ­μαν­σης του πλα­νή­τη ανοί­ξουν νέους, πρω­το­φα­νέ­ρω­τους δρό­μους στην τα­ξι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση, την εξα­θλί­ω­ση και τη φτώ­χεια και επο­μέ­νως στο αί­τη­μα της χει­ρα­φέ­τη­σης και της ανα­διορ­γά­νω­σης της ζωής μας, για την επα­νά­στα­ση και την κομ­μου­νι­στι­κή ου­το­πία, θα ει­σα­κου­στεί η επι­και­ρό­τη­τα του «Άρη» και όλων των επα­να­στα­τών «Άρεων» ή θα τρα­βιό­μα­στε πάλι με Νι­Ζή­τες, Βλα­ντά­δες, και Βο­ντί­τσιους;

Τροφή για σκέψη, εβδο­μή­ντα χρό­νια μετά την υπο­τι­θέ­με­νη λήξη του Εμ­φυ­λί­ου.

Πηγή: https://rproject.gr

 

509

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση