Ο «Άξονας» της θεωρίας και οι «Δυνάμεις του»…
«’Oσοι πιστεύουμε στην δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως. […].»[1]
Καμία έκπληξη… Η «δεξαμενή σκέψης» (think tank) του φιλελευθερισμού, όπως έχει πράξει πολλές φορές στο παρελθόν, οργανώνεται σε «όχημα μάχης» (battle tank) κατά της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος κ.α. Χρησιμοποιώντας ανιστόρητες σοφιστείες (εξισώνοντας το ναζισμό με το μαρξισμό), επιχειρεί την απαξίωση και ποινικοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά και των επαναστατικών κομμάτων της Αριστεράς, που -αναμφισβήτητα- αποτελούν την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αιχμή του εργατικού κινήματος, τα «εργαλεία» της κοινωνίας για τους νικηφόρους ταξικούς αγώνες που δίνονται σήμερα, αλλά και εκείνους που επίκεινται στο μέλλον.
«Στρατηγέ, αν ίσως βρίσκεται ένα παλιό κανόνι πάνω στα γκρεμισμένα τείχη σου, βομβάρδισέ μας με βόλους ξερής λάσπης»[2]
Το «παλιό κανόνι»… Η «θεωρία των άκρων» δεν είναι μια νέα και ρηξικέλευθη επιλογή χειραγώγησης της κοινωνίας αλλά και ερμηνείας (στοχευμένης) της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας από τη σκοπιά των καπιταλιστών. Πρόκειται για ένα χονδροκομμένο σόφισμα, κατά το οποίο ο ναζισμός και ο μαρξισμός (τα δύο υποτιθέμενα άκρα) αποτελούν ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα που αντιμάχεται τον κοινοβουλευτισμό και επιβουλεύεται τη δημοκρατία (οι δύο όψεις του ολοκληρωτισμού, κόκκινος και μαύρος φασισμός). Αν και για το ναζισμό δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί τη βαρβαρότερη μορφή ολοκληρωτισμού, εντούτοις, η θεωρία χρησιμοποιήθηκε ως μια βίαιη και χυδαία προπαγάνδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ώστε αφενός για να αποτραπεί η εκάστοτε «κομμουνιστική εκτροπή» της κοινωνίας και αφετέρου να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη για τις ευθύνες της ανόδου του φασισμού κατά τις περιόδους ποικίλων κρίσεων του συστήματος. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας, η άνοδος του φασισμού στον ιστορικό χρόνο, δεν αποτελεί επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά έρχεται ως απάντηση στην άνοδο της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Ταυτόχρονα, η θεωρία στοχεύει στην προσπάθεια «κοινωνικοποίησης» του ναζισμού/φασισμού, μέσω της ταύτισής του με το μαρξισμό ο οποίος -ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων- εμφανίζει ευρεία πολιτική εμβέλεια και κοινωνική αποδοχή (ιδιοποίηση της ταυτότητας της μαρξιστικής ιδεολογίας) έτσι ώστε όταν παραστεί ανάγκη, η επιλογή του φασισμού από την πλευρά των καπιταλιστών να φαίνεται νομιμοποιημένη (και δικαιολογημένη) στα «μάτια της κοινωνίας». Εν κατακλείδι, η επιχειρηματολογία των φορέων της θεωρίας (μετέπειτα απολογητές της..) εξαντλείται στη λαθροχειρία της εξίσωσης του εργατικού αγώνα και της επαναστατικής δυναμικής του εργατικού κινήματος, με τη φασιστική και ρατσιστική βία.