ΕΝΤΥΠΑ

Από σήμερα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία»

Το πρώτο από τα κείμενα του μικρού αυτού βιβλίου γράφτηκε τον Μάιο του 2012, την επαύριο της πρώτης μεγάλης εκλογικής επιτυχίας της Χρυσής Αυγής. Το δεύτερο σχετίζεται με τη βίαιη δημόσια εμφάνισή της προς υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, με αφορμή τη θεατρική παράσταση του Corpus Christi στην Αθήνα. Η οπτική του κειμένου αυτού, που έχει ως θέμα του τη βλασφημία, ορίζει την οπτική και των άλλων τεσσάρων κειμένων που ακολουθούν: η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, η παγανιστική, αντισημιτική, αντιισλαμική και ό,τι άλλο κακό βάλει ο νους του ανθρώπου, είναι ταυτόχρονα και μια αντιχριστιανική οργάνωση. Την οργάνωση αυτή έχει ως εκ τούτου υποχρέωση, αρχικώς και κυρίως, να την καταγγείλει ρητά και να την αποδοκιμάσει η ίδια η Εκκλησία. Παράλληλα εξηγούνται και οι λόγοι για τους οποίους δυσκολεύεται να το κάνει.
Στα έξι αυτά κείμενα πρόσθεσα δύο παλαιότερα για τον Ορθόδοξο αντισημιτισμό και φονταμενταλισμό, γιατί έκρινα ότι το πνευματικό κλίμα που περιγράφουν φωτίζει τους λόγους οι οποίοι εμποδίζουν την Ορθόδοξη Εκκλησία να αποδοκιμάσει δίχως περιφράσεις τη Χρυσή Αυγή.
Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης και τον κοινωνικό πόνο της ανεργίας, πολλοί είναι εκείνοι που υποτιμούν σήμερα τον κίνδυνο της Χρυσής Αυγής. Κάνουν λάθος. Όταν η νεοναζιστική μπόρα περάσει, ας μη θεωρήσουν πάντως ότι είχαν δίκιο που δεν ανησυχούσαν. Η μπόρα τούτη θα περάσει, επειδή ορισμένοι άλλοι, μέσα στην ίδια αυτή δίνη, δεν την υποτίμησαν μα την αντιπάλεψαν.
Στ.Ζ.

Το βιβλίο των δημοσιογράφων Μ. Ιγνατίου και Αθ. Ελις για την κρίση στα Ιμια το 1996 αποτελείται από τηλεγραφήματα που προέρχονται από την αμερικάνικη πλευρά σχετικά με την κρίση. Όμως, υπάρχουν και μαγνητοφωνημένες συνομιλίες με τους πρωταγωνιστές της κρίσης από την ελληνική πλευρά, τον Πάγκαλο (τότε υπουργός Εξωτερικών) τον Αρσένη (Άμυνας), απόψεις του ναύαρχου Λυμπέρη που τότε ήταν Α/ΓΕΕΘΑ.

«Πώς σταμάτησε ο πόλεμος» αναφέρει ο υπότιτλος του εξώφυλλου. Πραγματικά, ο πόλεμος αποφεύχθηκε στο «παρά πέντε».

Η Τουρκία, για μια ακόμα φορά, προσπάθησε να αμφισβητήσει τα ελληνικά δίκαια τα οποία είναι βασισμένα σε διεθνείς συνθήκες. Η Τουρκία, λοιπόν, θέλοντας να βάλει το Αιγαίο σε διαπραγμάτευση, άρχισε τις προκλήσεις στις Ίμια. Για παράδειγμα, αρνήθηκε τη συνδρομή ελληνικών σκαφών για την αποκόλληση ενός τουρκικού φορτηγού πλοίου που είχε προσαράξει εκεί στα τέλη του ∆εκέμβρη 1995, ισχυριζόμενη ότι οι νήσοι «Καρντάκ» ήταν δικό της έδαφος.

Η κρίση κλιμακώθηκε τις επόμενες μέρες. Ο δήμαρχος Καλύμνου, συνοδεία του Αργύρη Ντινόπουλου τότε δημοσιογράφου και σήμερα βουλευτή της ΝΔ, έβαλε την ελληνική σημαία στην ανατολική Ίμια. Τούρκοι δημοσιογράφοι την κατέβασαν και έβαλαν την τουρκική. Πολεμικά πλοία περικύκλωσαν τα νησιά –ξανάβαλαν τη σημαία με μια φρουρά βατραχανθρώπων να τη φυλάει. Τα κανάλια έδειξαν τον απόπλου του στόλου από το ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Μονάδες μπήκαν σε πολεμική ετοιμότητα.

Βαθιά

στη ρωγμή του Χρόνου

μέσα

στη παγοκερήθρα

περιμένει, ένα κρύσταλλο Ανάσας,

η δικιά σου αδιάψευστη

Μαρτυρία

PAUL CELAN, Atemwende

1. Iδού η μαρτυρία του δικαίου Primo Levi: “…η θλίψη του να θυμάμαι, η παλιά άγρια θλίψη του να είμαι άνθρωπος, που ορμά πάνω μου σαν σκύλος όταν αφυπνίζεται η συνείδηση. Τότε παίρνω το μολύβι και το τετράδιο και γράφω αυτό που δεν θα μπορούσα να πώ σε κανέναν”(1).

Ο Πρίμο Λέβι γράφει αυτό που δεν μπορεί να πει ότι τον αφήνει άφωνο. Πώς θα μπορούσε ποτέ να ανοίξει το στόμα ενός που επέζησε από το Αουσβιτς, να μιλήσει για τη φρίκη που αφήνει άφωνο τον άνθρωπο, για το ανείπωτο Κακό που ο άνθρωπος έκανε στον άνθρωπο, “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος” – se questo e un nomo; Ο Πρίμο Λέβι έγραψε αυτό που δεν μπορούσε να πεί. Αφησε το γραπτό αποτύπωμα του Ανεκλάλητου. Η γραφή μπορεί να αποκόβεται από το υποκείμενό της, να μένει αντικείμενο πάνω στη λευκότητα του χαρτιού. Η φωνή, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: “Οταν μιλώ”, γράφει ο Ντερριντά, “αφουγκράζομαι τον εαυτό μου την ώρα που μιλάω. Το σημαίνον που εμψυχώνεται από την πνοή μου {…} είναι απολύτως κοντά σε μένα {…} η ψυχή της γλώσσας φαίνεται να μην αποχωρίζεται τον εαυτό της, την αυτο-παρουσία της”(2).

Πρόκειται για μεταφορά της γαλλικής λέξης «Imperialisme», της οποίας η ακριβής μετάφραση είναι «Επεκτατισμός». Η ρίζα της λέξης βρίσκεται στη λατινική λέξη «Imperium», που μεταφράζεται ως «Αυτοκρατορία», ενώ το «Imperare» σημαίνει «Διατάσσω, Επιτάσσω». Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πολιτική επέκτασης και ελέγχου της εξουσίας κατά τρίτων, διαμέσου εδαφικής κατάκτησης ή/και έμμεσου ή άμεσου ελέγχου της πολιτικής η/και οικονομικής εξουσίας.
Η καλύτερη περιγραφή του όρου πραγματοποιείται στο έργο του Β.Ι. Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», όπου υποστηρίζεται πως ο καπιταλισμός στις αρχές του 20ου αι. μετέβη σε ένα νέο στάδιο, μέσω του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) τον οποίο χαρακτηρίζει ως «κατακτητικό, αρπακτικό και ληστρικό», ήτοι ιμπεριαλιστικό. Εξηγεί πως ο ιμπεριαλισμός «γεννήθηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά», αλλά ο τελευταίος, «έγινε κεφαλαιοκρατικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη, πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής του», κατά την οποία ο ελεύθερος συναγωνισμός (βασική ιδιότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής) εκτοπίστηκε από τα μονοπώλια. Επομένως, ο ιμπεριαλισμός είναι «το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού» καθώς, όπως συνέβη επί παραδείγματι στις αρχές του 20ου αι., ο καπιταλισμός μετέβη «από την κατάκτηση των εδαφών στο μοίρασμα του κόσμου, στο μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αποικιών, των «σφαιρών επιρροής» του χρηματιστικού κεφαλαίου κτλ.».

(εβραϊκά: פלשתינה δηλ. Παλεστίνα και αραβικά: فلسطين‎ δηλ. Φιλαστίν ή Φαλαστίν) είναι ένα από τα ιστορικά ονόματα της γεωγραφικής περιοχής που βρίσκεται μεταξύ της Μεσογείου και των οχθών του Ιορδάνη ποταμού στη Μέση Ανατολή.
Μια πλήρης ανάλυση της πολιτικοκοινωνικής κατάστασης στην Παλαιστίνη δίνεται στο έργο «Παλαιστίνη Σιωνισμός Αντίσταση», Εκδόσεις Δ.Ε.Α., (2004). Η ανακοίνωση του Κράτους του Ισραήλ, τον Μάιο του 1948 σηματοδότησε την απαρχή του πολέμου μεταξύ Παλαιστινίων και των Ισραηλινών, που αρχικά ονομάστηκε «πόλεμος ανεξαρτησίας», αλλά σύντομα μετετράπη σε έναν καθαρά ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με στόχο τον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας (από οικονομικής και πολιτικής άποψης) παλαιστινιακών εδαφών. Ο πόλεμος μαίνεται ακόμα και σήμερα, έχοντας αφήσει χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, ενώ έχει -επιπροσθέτως- δημιουργήσει τεράστιο διάλογο ανάμεσα στην αριστερά ως προς την τοποθέτησή της απέναντι στο «ζήτημα της μέσης ανατολής». Τα τρία βασικά ερωτήματα στα οποία δίνει απαντήσεις το προαναφερθέν σύγγραμμα, συνοψίζονται στα εξής σημεία: α) Ποια η σχέση αντισημιτισμού και αντισιωνισμού; (Απ: ο αντισημιτισμός είναι μια πολιτικά αντιδραστική και ρατσιστική θεωρία, ενώ η αντιπαράθεση με την σιωνιστική ιδεολογία είναι δημοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό μας καθήκον), β) Η απελευθέρωση του παλαιστινιακού λαού προϋποθέτει τη διάλυση του σημερινού σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ; (Απ: Ασφαλώς, καθώς τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης στην εποχή του ιμπεριαλισμού πρέπει να ισχύουν μόνο για τους καταπιεσμένους, όχι και για τους καταπιεστές), γ) Ποια η τοποθέτηση της αριστεράς στην τακτική της τρομοκρατίας της ισλαμικής αντίστασης ενάντια στους σιωνιστές; (Απ: η απομόνωση του αντιδραστικού ισλαμισμού έχει προϋπόθεση το χτίσιμο αριστερής εναλλακτικής λύσης).

Κώστας Θεριανός
Η προσήλωση της αριστεράς στην διεκδίκηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των μεταναστών – ερήμην τους και με τις επιμέρους μεταναστευτικές ομάδες να συγκρούονται για την επιβίωση τους στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης – την οδηγεί στην αποπολιτικοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος αλλά και των μεταναστών, πολιτικοποιώντας ταυτόχρονα την πολιτισμική διαφορά, την ταυτότητα, το φύλο, τα δικαιώματα. Στοιχεία, δηλαδή, που αποτελούν κατεξοχήν πεδία στα οποία μπορεί να κινηθεί ηγεμονικά η κυρίαρχη ιδεολογία
 
Την χρονιά που μόλις πέρασε εκδόθηκε στις Η.Π.Α. το βιβλίο των David Roediger και Elizabeth Eschμε τίτλο Whiteness as a Managerial SystemRace and the Control of U.S. Labor (New York: Oxford University Press, 2012)Οι συγγραφείς ερευνούν το πρόβλημα της σχέσης του θεσμικού ρατσισμού (νομικοί περιορισμοί για τους ανθρώπους άλλων φυλών πέραν της λευκής) με την διαχείριση της εργατικής δύναμης. Δείχνουν ταυτόχρονα το πώς το επιστημονικό management της εργασίας του Taylor συγκροτήθηκε ιστορικά με την ρατσιστική διαχείριση της εργατικής δύναμης στις Η.Π.Α., όπου οι μαύροι θεωρήθηκαν στην πλειονότητα τους ανεπίδεκτοι, για «φυλετικούς» λόγους, για να μάθουν τις απαραίτητες δεξιότητες και να ενταχθούν σε νόρμες προκειμένου να ενταχθούν στις νέες μεθόδους εργασίας. Πίσω από αυτό τον ρατσισμό κρυβόταν η πρόθεση του μεγάλου κεφαλαίου στις Η.Π.Α. να εκμεταλλευτεί πολλαπλά τους άρτι αφιχθέντες Ευρωπαίους λευκούς μετανάστες στην βιομηχανία, οι οποίοι δεν είχαν κοινή γλώσσα συνεννόησης και εντάσσονταν σε ένα ήδη κατακερματισμένο και εν μέρει ανταγωνιστικό σύστημα οργάνωσης της εργασίας και ταυτόχρονα να κρατήσει τους μαύρους εργάτες – οι οποίοι γνώριζαν την αγγλική γλώσσα και είχαν ήδη αναπτύξει μαζί με λευκούς εργάτες κινήματα σε χώρους εργασίας – στις δουλειές των φυτειών.

Ο «Άξονας» της θεωρίας και οι «Δυνάμεις του»…
«’Oσοι πιστεύουμε στην δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως. […].»[1]
Καμία έκπληξη… Η «δεξαμενή σκέψης» (think tank) του φιλελευθερισμού, όπως έχει πράξει πολλές φορές στο παρελθόν, οργανώνεται σε «όχημα μάχης» (battle tank) κατά της Αριστεράς, του εργατικού κινήματος κ.α. Χρησιμοποιώντας ανιστόρητες σοφιστείες (εξισώνοντας το ναζισμό με το μαρξισμό), επιχειρεί την απαξίωση και ποινικοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, αλλά και των επαναστατικών κομμάτων της Αριστεράς, που -αναμφισβήτητα- αποτελούν την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική αιχμή του εργατικού κινήματος, τα «εργαλεία» της κοινωνίας για τους νικηφόρους ταξικούς αγώνες που δίνονται σήμερα, αλλά και εκείνους που επίκεινται στο μέλλον.

«Στρατηγέ, αν ίσως βρίσκεται ένα παλιό κανόνι πάνω στα γκρεμισμένα τείχη σου, βομβάρδισέ μας με βόλους ξερής λάσπης»[2]

Το «παλιό κανόνι»… Η «θεωρία των άκρων» δεν είναι μια νέα και ρηξικέλευθη επιλογή χειραγώγησης της κοινωνίας αλλά και ερμηνείας (στοχευμένης) της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας από τη σκοπιά των καπιταλιστών. Πρόκειται για ένα χονδροκομμένο σόφισμα, κατά το οποίο ο ναζισμός και ο μαρξισμός (τα δύο υποτιθέμενα άκρα) αποτελούν ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα που αντιμάχεται τον κοινοβουλευτισμό και επιβουλεύεται τη δημοκρατία (οι δύο όψεις του ολοκληρωτισμού, κόκκινος και μαύρος φασισμός). Αν και για το ναζισμό δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί τη βαρβαρότερη μορφή ολοκληρωτισμού, εντούτοις, η θεωρία χρησιμοποιήθηκε ως μια βίαιη και χυδαία προπαγάνδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ώστε αφενός για να αποτραπεί η εκάστοτε «κομμουνιστική εκτροπή» της κοινωνίας και αφετέρου να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη για τις ευθύνες της ανόδου του φασισμού κατά τις περιόδους ποικίλων κρίσεων του συστήματος. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας, η άνοδος του φασισμού στον ιστορικό χρόνο, δεν αποτελεί επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά έρχεται ως απάντηση στην άνοδο της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Ταυτόχρονα, η θεωρία στοχεύει στην προσπάθεια «κοινωνικοποίησης» του ναζισμού/φασισμού, μέσω της ταύτισής του με το μαρξισμό ο οποίος -ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων- εμφανίζει ευρεία πολιτική εμβέλεια και κοινωνική αποδοχή (ιδιοποίηση της ταυτότητας της μαρξιστικής ιδεολογίας) έτσι ώστε όταν παραστεί ανάγκη, η επιλογή του φασισμού από την πλευρά των καπιταλιστών να φαίνεται νομιμοποιημένη (και δικαιολογημένη) στα «μάτια της κοινωνίας». Εν κατακλείδι, η επιχειρηματολογία των φορέων της θεωρίας (μετέπειτα απολογητές της..) εξαντλείται στη λαθροχειρία της εξίσωσης του εργατικού αγώνα και της επαναστατικής δυναμικής του εργατικού κινήματος, με τη φασιστική και ρατσιστική βία.

Στο μικροσκόπιο η νεοναζιστική συμμορία

Στις εκλογές της 6ης Μάη, η Ελλάδα στο φόντο της οικονομικής κρίσης με τα καταστροφικά αποτελέσματα του Μνημονίου, γίνεται  η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ένα ανοιχτά νεοναζιστικό κόμμα καταφέρνει να εκπροσωπηθεί στη Βουλή. Πριν λίγο καιρό αυτό που μέσα από τις δημοσκοπήσεις σε πολλούς ακούγονταν σαν φάρσα της ιστορίας και για άλλους εφιάλτης, επιβεβαιώθηκε με το αποτέλεσμα της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης, στις 17 Ιουνίου  όπου η Χρυσή Αυγή κατάφερε να συγκεντρώσει περίπου το 7% των ψήφων.
Από την επόμενη των εκλογών, πολλοί έσπευσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός, ενώ η Αλέκα Παπαρήγα είχε δηλώσει πως «Η Χρυσή Αυγή θα βάλει γραβάτα και θα γίνει κοινοβουλευτική…» . Όμως από την αρχή του κοινοβουλευτικού της βίου, η Χρυσή Αυγή έσπευσε με τις πράξεις τις να τους διαψεύσει. Πρώτη επίθεση της ήταν εκείνη στους δημοσιογράφους μετά τις εκλογές με το περίφημο «εγέρθητω» μπροστά στον Φίρερ της Χρυσής Αυγής.  Από τότε και μετά οργανωμένες ομάδες από μέλη της Χρυσής Αυγής με την κάλυψη της αστυνομίας επιτίθεται και τρομοκρατεί μερίδες της κοινωνίας χωρίς τις περισσότερες φορές να μην συλληφθεί κανένας. Και άμα κάποιοι συλληφθούν γίνεται συστηματική προσπάθεια για να καλυφθεί το γεγονός. Πως όμως φτάσαμε ως εδώ; Πως μία οργάνωση που μέλη της βαρύνονται με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις για αιματηρές επιθέσεις,  γίνεται δεκτή από το πολιτικό σύστημα? Πως μια οργάνωση που δηλώνει ‘’Εθνικοσοσιαλιστική’’ και επικαλείται τον Χίτλερ βρίσκει χώρο δράσης σε ένα λαό που στο παρελθόν πρωτοστάτησε ενάντια στο ναζισμό;

Γιατί δεν εμφανίζονται οι νεοναζί με σημαίες στις εργατικές διαδηλώσεις στο Σύνταγμα όπως εξαγγέλλουν επανειλημμένα; Τι συνέβη και εξαφανίστηκαν από τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου; Γιατί δεν έκαναν τις επιδρομές που διαλαλούσαν στις «ανιστόρητες» σχολικές γιορτές του Πολυτεχνείου; Πού οφείλεται η δημοσκοπική καθήλωση της Χρυσής Αυγής τον Νοέμβριο σε σχέση με τα προηγούμενα ανοδικά ποσοστά; Οι απαντήσεις δεν μπορούν να αναζητηθούν στην  αντιφασιστική δράση του υπερασπιστή των βασανιστών της ΕΛ.ΑΣ. κ. Δένδια, ή στις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης των αρχηγών της τρικομματικής κυβέρνησης περί νομιμότητας της Χρυσής Αυγής που προκαλεί ο κ. Βενιζέλος. Άλλωστε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι ρατσιστικές «σκούπες» της αστυνομίας εξακολουθούν να αποτελούν επίσημο άλλοθι των φασιστικών πογκρόμ για την ανακατάληψη των πόλεων, στη γραμμή που εξήγγειλε και ο πρωθυπουργός Σαμαράς. Επιπλέον κανένας φασίστας δεν νομίζουμε να φοβήθηκε την σύλληψή του από τα όργανα της τάξης. Παρά την πληθώρα επώνυμων καταγγελιών, ούτε ένας Χρυσαυγίτης δεν έχει πάει φυλακή, ενώ τις βραδυνές ώρες τα τάγματα εφόδου δρουν με την κάλυψη της αστυνομίας, όπως π.χ. στην οδό Αγίου Μελετίου. Ακόμα κι’ όταν ομολογούν στυγνοί ρατσιστές, αφήνονται ελεύθεροι, όπως στην περίπτωση του φούρναρη της Σαλαμίνας. Όμως σε κάτι έχει σκαλώσει η Χρυσή Αυγή και δεν είναι άλλο από το οργανωμένο αντιφασιστικό κίνημα. Που τον τελευταίο καιρό μεγαλώνει και στερεί πολύτιμο ζωτικό χώρο από τους φασίστες…

Ο ρατσισμός κατά αυτών που έτυχε να γεννηθούν σε “λάθος” χώρα ή να έχουν τη… “λάθος” απόχρωση δέρματος ή σεξουαλικές προτιμήσεις· η δικαιολόγηση της αστυνομικής τρομοκρατίας και της στέρησης στοιχειωδών δικαιωμάτων (Υγεία, Παιδεία, Εργασία κλπ) μέσω του ρατσισμού· στρώνουν το δρόμο για όσα θα εφαρμόσει σε όλους μας ανεξαίρετα το ίδιο αυταρχικό Κράτος. Ό,τι δοκιμάζεται πρώτα για “κάποιους”, επεκτείνεται με δικαιολογίες το ίδιο ανόητες και επιφανειακές, σε όλους. Μέρα με τη μέρα αυξάνεται μάλιστα η ταχύτητα με την οποία η επίθεση περνά από τους μετανάστες σε όλη την κοινωνία.

Κράτος-φυλακή
Ουσιαστικά είναι πολύ δύσκολο να είσαι μετανάστης και να μην είσαι υπό κρατικό διωγμό -“παράνομος”. Έστω κι αν καταφέρεις να περάσεις τις σφαίρες της Frontex και της συνοριοφυλακής[1], δεν έχεις ευκαιρία να αιτηθείς “νομιμοποίηση”. Μέχρι και για τους αιτούντες άσυλο, π.χ. τα θύματα της τουρκικής στρατοκρατίας ή των πολέμων της Δύσης -και της Ελλάδας- στο Αφγανιστάν, αυτό που επιφυλάσσεται είναι η “κράτηση” (δηλ. φυλάκιση) ως και για δώδεκα μήνες στα γνωστά  στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι εκθέσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και πλείστων άλλων οργανώσεων για τα ανθρώπινα  δικαιώματα χαρακτηρίζουν τη μεταχείριση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως “απάνθρωπη και ταπεινωτική”[2], αναφερόμενες στην συγκατοίκηση ανδρών, γυναικών και παιδιών, την έλλειψη γιατρών, φωτισμού, αερισμού, ακόμη και τουαλετών. Ακόμη και στους φυλακισμένους πρόσφυγες δεν δίνεται δυνατότητα αίτησης: μέχρι και γνωστές ανθρωπιστικές οργανώσεις το μόνο που καταφέρνουν είναι να υπογραφούν κάνα-δυο αιτήσεις μετά από μήνες[3]. Το 2009 το ποσοστό χορήγησης ασύλου ήταν περίπου 0,4%[4].