Υπάρχουν κομβικά σημεία στην ιστορία της ανθρωπότητας, καμπές που αλλάζουν άρδην τον ρου της ιστορίας, όρια πέρα από τα οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Το Άουσβιτς, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης εν γένει, η Τελική Λύση, όπως βαφτίστηκε ο αποτρόπαιος εφιάλτης στη φρικαλέα σύναξη στη Βανζέε, είναι ένας τέτοιος κόμβος. Μετά το Άουσβιτς, τίποτα δεν είναι όπως πριν. Μετά το Άουσβιτς δεν μπορούμε καν να γράφουμε ποίηση, διατεινόταν ο Τέοντορ Αντόρνο. Μετά το Άουσβιτς, ο ήδη ηττημένος παραδοσιακός ουμανισμός κονιορτοποιήθηκε διά παντός. Μετά το Άουσβιτς, θαρρείς για να αντιστραφεί η οραματική προοπτική του Λέοντα Τρότσκι, η απειλή είναι διαρκής, ο εφιάλτης είναι διαρκής, καθετί ολέθριο είναι διαρκές.
Ο Στέφανος Ροζάνης στον παρόντα, εξαιρετικά κομψό τόμο, εξετάζει τις πολιτισμικές, κυρίως, επιπτώσεις του Άουσβιτς, οι οποίες, βεβαίως, είναι ύψιστα πολιτικές. Όταν δεν μπορεί πλέον να υπάρξει καν Ποίηση, όταν όλες οι αξίες μέσω των οποίων συγκροτείται η κοινότητα και η συνύπαρξη καταρρέουν και θρυμματίζονται, όταν ο ίδιος ο θάνατος γίνεται αδιανόητος, τότε ο άνθρωπος μένει ανερμάτιστος, γίνεται (τείνει να γίνει, τέλος πάντων) κάτι κατώτερο και από το ζώο, γίνεται ένα απλό πράγμα, ένα ευτελές άθυρμα στα χέρια των «ειδικών χωρίς πνεύμα και των ηδονοθήρων χωρίς καρδιά», καθώς έλεγε ο Μαξ Βέμπερ. Και τότε, το ζήτημα είναι κατεξοχήν πολιτικό. Μονάχα που, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ακόμη και η έννοια του πολιτικού έχει καταστεί προβληματική.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν ένα τρομερά και τρομακτικά οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης του ανθρώπου που γεννήθηκε, με πολλές ωδίνες και οδύνες, με πολλά ξεσπάσματα και πολλούς ξεσηκωμούς, με πολλούς μόχθους και πολλούς κινδύνους, στην Ελλάδα της πόλεως και της Αγοράς, στις ιταλικές δημοκρατίες, και στη Δυτική Ευρώπη του Ρομαντισμού, του Χέγκελ, του Φόιερμπαχ, του Μαρξ, των εξπρεσιονιστών, των υπερρεαλιστών, και όσων θέλησαν και μπόρεσαν να είναι οι επίγονοί τους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σκοπούσαν, και εν πολλοίς κατόρθωσαν, να συντρίψουν τα (πάντα ατελή, μα υπέροχα!) προγράμματα και προτάγματα της διαρκούς, αλλά πάντα υπεύθυνης, ελευθερίας, της αυτονομίας, της πραγμάτωσης του ενός μέσα από την πραγμάτωση του άλλου, της αναγνώρισης μιας αυτοσυνείδησης από μιαν άλλη αυτοσυνείδηση, της διαλεκτικής που οδηγεί από το ονειροφόρο εγώ στο εξίσου ονειροφόρο εμείς, της διαδικασίας που, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, κάνει την Πράξη να είναι Αδελφή του Ονείρου.