ΕΝΤΥΠΑ

Από σήμερα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής. Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας».

Η πιο οδυνηρή συνέπεια της πολύπλευρης ελληνικής κρίσης είναι, αναμφίβολα, η θριαμβευτική είσοδος στη Βουλή ενός ανοιχτά ναζιστικού κόμματος. Στην καταχνιά που έχει σκεπάσει όλη τη χώρα προστίθεται τώρα το μαύρο σύννεφο μιας πολιτικής οργάνωσης που επικαλείται τον Χίτλερ ως πρότυπο και που εφαρμόζει τη βία του πεζοδρομίου ως μέθοδο εθνικής ανάτασης.

Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Και πώς η Ελλάδα, που περηφανευόταν για την ανεκτικότητά της και την παραδοσιακή της φιλοξενία, κατέληξε στην κατώτερη βαθμίδα των πιο ξενόφοβων ευρωπαϊκών κοινωνιών; Πώς άνοιξε ξαφνικά ο ασκός του Αιόλου και η μέχρι πριν από λίγα χρόνια ανυπόληπτη και περιθωριακή ελληνική Ακροδεξιά έφτασε σήμερα να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα, επιβάλλοντας με το έτσι θέλω τις ακραίες της επιλογές στο κομματικό σύστημα; Πώς ξεχάσαμε τη δικτατορία; Πώς είναι δυνατόν να ψηφίζουν ένα ναζιστικό κόμμα στο Δίστομο και τα Καλάβρυτα; Και πώς ανεχόμαστε τη χλεύη κατά του Ολοκαυτώματος σε μια χώρα που έχασε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τη συντριπτική πλειονότητα των Εβραίων πολιτών της; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά απαιτεί τη μελέτη της ιστορίας και των ντοκουμέντων της οργάνωσης, από την ίδρυσή της, το μακρινό 1980, μέχρι σήμερα, που διεκδικεί με αξιώσεις να βάλει το δικό της μαύρο αποτύπωμα στις πολιτικές εξελίξεις. Στα κείμενα, τα σύμβολα και, κυρίως, τη δράση της Χρυσής Αυγής ανιχνεύονται οι λόγοι που επέτρεψαν την επανεμφάνιση Ταγμάτων Εφόδου σε μια ευρωπαϊκή χώρα, αλλά και οι τρόποι να σταματήσουμε τον κατήφορο στη βαρβαρότητα.

❖❖❖
Ο Δημήτρης Ψαρράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Είναι δημοσιογράφος, μέλος της ερευνητικής ομάδας Ιός.
Εργάστηκε στην Ελευθεροτυπία, από το 1990 μέχρι τον Ιούνιο του 2012.
Έχει δημοσιεύσει τη μελέτη Το κρυφό χέρι του Καρατζαφέρη. Η τηλεοπτική αναγέννηση της ελληνικής Ακροδεξιάς, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.

Η Κίνηση “Απελάστε το Ρατσισμό” σε μία προσπάθεια ανάλυσης των αιτιών ανόδου του φασισμού και του τρόπου αντιμετώπισης του, προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου του Colin Sparks “Ποτέ Ξανά”. Όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας:

Στη Σουηδία στα ράφια των ενηλίκων μεταφέρθηκε ο Τεν Τεν – από αυτά της παιδικής λογοτεχνίας, λόγω «ρατσιστικού περιεχομένου». Συγκεκριμένα, ο διευθυντής του «Οίκου Πολιτισμού της Στοκχόλμης» πήρε αυτήν την απόφαση επειδή, όπως είπε, η περιπέτεια «Ο Τεν Τεν στο Κονγκό» «βρίθει ρατσιστικών στερεοτύπων και είναι υπόδειγμα αποικιοκρατικής νοοτροπίας».

Το έργο του ποιητή και δοκιμιογράφου Ρόμπερτ Χέιντεν (Robert Hayden) συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Γεννημένος το 1913 σε γκέτο του Ντιτρόιτ, και μεγαλωμένος από θετή οικογένεια, υπέστη κατά τα παιδικά του χρόνια τη ρατσιστική βία και τη σκληρότητα του περιθωρίου. Επιπλέον, η ασθενική του φύση και τα σοβαρά προβλήματα όρασης, από τα οποία υπέφερε από μικρή ηλικία, συνετέλεσαν ακόμη περισσότερο στην απομόνωσή του. Ο Χέιντεν σπούδασε φιλολογία στο Κολλέγιο του Ντιτρόιτ και στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές υπό τον Γ.Χ. Οντεν. Εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Φισκ και το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Η ποίησή του έχει έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, εστιάζοντας στην κληρονομιά και τη θέση της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ. Η γλώσσα, η ιστορία και η κουλτούρα των νέγρων των ΗΠΑ είναι βασική συνιστώσα του έργου του. Αλλα ποιήματά του διαφέρουν, διαγράφοντας μια πιο λυρική τροχιά, και διαβάζονται έξω από τα κοινωνικοπολιτικά και φυλετικά συμφραζόμενα της πρώτης κατηγορίας. Η επιρροή του Οντεν, ο οποίος του δίδαξε τη φροντίδα για τη φόρμα, πρωτίστως όμως την αξία της ποίησης ως μέσο διερεύνησης της ανθρώπινης εμπειρίας πέρα από τη μερικευτική χρήση της ως όχημα κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού, είναι σημαίνουσα. Συν τω χρόνω η ποίησή του γίνεται περισσότερο υπαινικτική και συμβολική. Ταυτόχρονα ανοίγεται, χωρίς να χάσει το κοινωνικό της στίγμα, σε ζητήματα υπαρξιακής φύσης. Πέρα από την εμπειρία της ωριμότητας, η μετατόπιση αυτή οφείλεται και στη θρησκευτική πίστη του Χέιντεν, ο οποίος ασπάστηκε την Μπαχάι, μια θρησκεία που ξεκίνησε από την Περσία τον 19ο αιώνα θέτοντας στο επίκεντρο την πνευματική ενότητας της ανθρωπότητας.

Η αποδοχή της ποίησής του όσο και η θέση του στην αμερικανική γραμματολογία συνδέονται με τη θέση της αφροαμερικανικής κοινότητας στην αμερικανική κοινωνία και την αντιπαράταξή της με την κυρίαρχη λευκή ταυτότητα. Το έργο του υπήρξε συχνά αντικείμενο διχογνωμίας ως προς την καταγωγική της περιοχή και συνακόλουθα την αξία της: ορισμένοι αφροαμερικανοί ποιητές και θεωρητικοί δεν τη εκλάμβαναν ως αρκετά «νέγρικη», ενώ κριτικοί τού κανόνα επί δεκαετίες την περιθωριοποίησαν, κατηγοριοποιώντας τη απλώς ως ήσσονος σημασίας έργο της νέγρικης υποκουλτούρας. Ωστόσο, το 1976 ο Χέιντεν έγινε ο πρώτος αφροαμερικανός ποιητής που ορίστηκε Σύμβουλος για την Ποίηση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου – ό,τι αργότερα θα αποκαλούνταν «Δαφνοστεφής ποιητής» των ΗΠΑ. Η σταδιακή εκτόνωση των φυλετικών εντάσεων από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν και η, έως έναν βαθμό, ενσωμάτωση των αφροαμερικανών συνέβαλαν στην αποκατάσταση του έργου του. Σημειώνεται πάντως ότι ο ίδιος δήλωνε Αμερικανός, όχι νέγρος ποιητής, και μάλιστα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο θεωρούνταν προδοσία από την αφροαμερικανική κοινότητα.

Ο Χέιντε εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές, σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών (1940-1978). Το σύνολο του έργου του επανεκδόθηκε το 1985, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Τα έξι ποιήματα της προκείμενης παρουσίασης  συγκαταλέγονται ανάμεσα στα δημοφιλέστερα και πλέον ανθολογημένα ποιήματά του.

Εκείνες οι χειμωνιάτικες Κυριακές

Και τις Κυριακές ακόμη ο πατέρας μου ξυπνούσε νωρίς
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.

Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
Οταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

και του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;

Νύχτα, θάνατος, Μισσισίπι

Ι
Μια τρεμάμενη κραυγή. Κουκουβάγια;
Ή ένας απ’ αυτούς;
Ο ηλικιωμένος άνδρας μέσα στη δυσωδία
και την καχεξία του γελάει –

Ένας απ’ αυτούς, οπωσδήποτε –
και βγάζει το φανάρι της κουζίνας,
σέρνεται στον εξώστη ν’ αφουγκραστεί
μέσα στην αδιαπέραστη νύχτα.

Θα ‘μουν εκεί με τον Μικρό και τους υπόλοιπους
αν ήμουν καλά τώρα.
Αυτές ήταν εποχές. Αυτές ήταν.
Λευκές στολές σαν σεληνόφως

Στο σκοτάδι με τις ζητιές.
αβοήθητος εκείνος τότε
και να στριγκλίζει γαμώ το Χριστό μου
καθώς του το κόβαμε.

Αυτές ήταν εποχές. Κραυγή;
Μάλιστα, κραυγή.
Ξεροβήχει και φτύνει,
ξαναμμένος, βουβώνας φλογισμένος.

Πιάσε ένα μπουκάλι,
για τον Μικρό και για μένα –
το κέρδισε το μπουκάλι –
όταν γυρίσει.

ΙΙ
Τότε τους ξυλοκοπούσαμε, είπε,
τους ξυλοκοπούσαμε ώσπου τα χέρια μας κουράζονταν
κι οι παλιές και μακριές αλυσίδες
κουβαριάζονταν και κοκκίνιζαν.

Ω, Χριστέ, φλεγόμενε στον σταυρό με τα κρίνα

Χριστούλη μου, ήταν καλύτερα
κι απ’ το να κυνηγάς αρκούδες
αυτές δεν ξέρουν
γιατί τις σκοτώνεις.

Ω, νύχτα, νύχτα του Μπαμπούλα

Εσείς παιδιά, φέρτε στον Μπαμπάκα
λίγο νερό τώρα, για να
ξεβγάλει το αίμα
από πάνω του, είπε η γυναίκα.

Ω νύχτα, προδομένη από σκοτάδι αλλότριο.

Τα νούφαρα του Μονέ

Σήμερα, καθώς τα νέα από τη Σέλμα και τη Σαϊγκόν
δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα σαν ραδιενεργή τέφρα,
επιστρέφω για να δω
τη γαλήνια, σπουδαία εικόνα που αγαπώ.

Εδώ τόπος και χρόνος λούζονται στο φως
ο οφθαλμός σαν τον οφθαλμό της πίστεως πιστεύει.
Το ορατό και το οικείο
διαλύονται στους ιριδισμούς, γίνονται
απατηλή ύλη φωτός
που δεν υπήρξε, υπήρξε, αενάως υπάρχει.

Ω, φως, ιδωμένο σαν διάθλαση μέσ’ από δάκρυα.
Ιδού  η αύρα του κόσμου
που ο καθένας μας έχει απολέσει.
Ιδού η σκιά της χαράς του.

Soledad

(Κι εγώ, εγώ δεν είμαι πια αυτού του κόσμου)

Γυμνός, ξαπλώνει στο άφωτο δωμάτιο
τσιγάρο κι άλλο τσιγάρο, ναρκωτικά και τζαζ τον νανουρίζουν
όπως ποτέ δεν τον νανούρισε σάρκα ερωμένης.

Ο Μάιλς Ντέιβις παραμυθητικά τού παίζει:
Ω, pena negra, αισθησιακά φλαμένκο μπλουζ∙
η φωνή, από φωσφορούχο κοκκινόχωμα, της Λέιντι Ντέι

(δέσποινας της κατάμαυρης μανόλιας)
θρηνεί τη λύπη της και την απώλεια και τους αποχαιρετισμούς,
σφουγγίζει τον πόνο απ’ τον οποίο οι πανούργοι δεσμώτες του

για λίγο τον ελευθέρωσαν.
Οι φόβοι του κι ο ημιτελής εαυτός του
καραδοκούν όπου κι αν βγει στους δρόμους.

Κρύβεται στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης,
καταφεύγει σ’ ένα κελί από βιτρό,
αποδρά σε μια κρυστάλλινη χώρα χωρίς ρολόγια.

Μονάχα το φάντασμα της Λέιντι Ντέι γνωρίζει
πού βρίσκεται. Μονάχα η μουσική. Και λικνίζεται
ω, λικνίζεται: πέρα πια κι απ’ την απόλυτη αθανασία.

 

Φρέντερικ Ντάγκλας* 

Οταν επιτέλους γίνει κτήμα μας η ελευθερία, η λευτεριά, αυτό το όμορφο
και τρομερό πράγμα, απαραίτητο στον άνθρωπο όπως ο αέρας,
χρηστικό όπως το χώμα˙ όταν θ’ ανήκει τελικά σε όλους,
όταν θα γίνει ένστικτο εγγενές, εγκεφαλική ύλη, διαστολή, συστολή,
κίνηση αντανακλαστική˙ όταν επιτέλους θα κερδηθεί˙ όταν θα ‘ναι κάτι παραπάνω
απ’ τις στομφώδεις ασυναρτησίες των πολιτικών:
ο άνθρωπος αυτός, ο Ντάγκλας, ο πρώην σκλάβος, ο Νέγρος
ο καταδαρμένος, ο εξόριστος, ο οραματιστής ενός κόσμου
όπου κανείς δεν είναι μόνος, κανείς κυνηγημένος, ξένος,
ο άνθρωπος αυτός, υπέρτερος σε αγάπη και λογική, ο άνθρωπος αυτός
θα βρίσκεται στη μνήμη όλων. Ω, όχι με τις ρητορείες των αγαλμάτων,
όχι με τους θρύλους και τα ποιήματα και τους χάλκινους κότινους μονάχα,
αλλά μέσα απ’ τις ζωές τις γεννημένες απ’ δική του ζωή, τις ζωές
που πραγματώνουν τ’ όνειρό του γι’ αυτό το όμορφο, τρομερό πράγμα.

 

Περσέας

Το κοιμώμενο κεφάλι της με την πελώρια παγωμένη μάζα
των ερπετών με τις ληθαργικές κινήσεις
έκαιγε στην επιφάνεια της απαστράπτουσας ασπίδας –
εικόνα οδυνηρή προάγγελος δεινών
σαν μισητή αλήθεια που το μυαλό αποδέχεται τελικά
και πυορροεί.
Χτύπησα. Η ασπίδα έλαμψε κενή.

Κι ωστόσο σηκώνοντας το κεφάλι
να φύγω από κείνον τον τόπο
των σιωπών που με κοιτούσαν και της τρομοκρατημένης πέτρας
διψούσα για καταστροφή.
Κανείς δεν θα με προσπερνούσε τότε –
ούτε ανθοστόλιστο κορίτσι, ούτε ιερέας
ούτε φιλοπερίεργο αγόρι – και θα ζούσε.

 

*(«ΗΠΑ 1857. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας ήταν Αφρικανός σκλάβος που τον έστειλαν στην Βαλτιμόρη να δουλέψει ως υπηρέτης και ως εργάτης ναυπηγείου. Κατόρθωσε να μάθει μόνος του γραφή και ανάγνωση το 1838 σε ηλικία 21 ετών. Απέδρασε στον αμερικανικό βορρά και έγινες διάσημος ρήτορας, συγγραφέας και εκδότης εφημερίδας. Αναφέρει πολλά για το καθεστώς της δουλείας στις ΗΠΑ και την προσπάθεια κατάργησή της στην αυτοβιογραφία του “Narrative of the life of Frederick Douglass”)

πηγή: poema.gr

Ο Φίλιππος ο Μακεδόνας είχε ονομάσει τη θυγατέρα του Θεσσαλονίκη για να γιορτάσει τη νίκη του εναντίον των Θεσσαλών. Ο Αλέξανδρος είχε ένα στρατηγό που τον έλεγαν Κάσσανδρο. Αυτός παντρεύτηκε τη Θεσσαλονίκη κι ανέβηκε στο θρόνο της Μακεδονίας αφού σκότωσε τη μητέρα του Αλέξανδρου – μετά το θάνατο του τελευταίου. Για να αποκατασταστήσει το κύρος του ως πολιτικού ηγέτη ίδρυσε μια σειρά από πόλεις μεταξύ των οποίων κι η πόλη στην οποία έδωσε το όνομα της γυναίκας του.
Τη Θεσσαλονίκη τη γέννησε μια ελληνιστική δυναστεία, αλλά η πόλη ευδοκίμησε με τους Ρωμαίους, οι οποίοι συνειδητοποιώντας τη στρατηγική της θέση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, κατασκεύασαν την Εγνατία οδό, μια αρτηρία 700 χιλιομέτρων που συνέδεε την Ιταλία με τη Μ.Ασία. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι οι Έλληνες ακόμη και σήμερα αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί. Όμως, κρυμμένη μέσα στη λέξη αυτή βρίσκεται η χριστιανική πίστη. Κι οι Οθωμανοι όταν μιλούσαν για την κοινότητα των Ρωμιών δεν εννοούσαν αναγκαστικά τους Έλληνες, αλλά τους Ορθόδοξους Χριστιανους. Εξάλλου, το πρόσωπο που κατέληξε να συμβολίζει το θρίαμβο του Χριστού στη Θεσσαλονίκη ήταν ένας Ρωμαίος αξιωματικός ονόματι Δημήτριος.

Κυκλοφόρησε το 6ο περιοδικό της Κίνησης «Απελάστε το Ρατσισμό»

Θεματολογία:
– Αντιφασιστικό μέτωπο: Με ποιους και γιατί
– Συνέντευξη Tina Törrönen
– Οκτώβριος 1922, H άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία
– Ιστορικό: Θεσσαλονίκη : Μια σύντομη αναδρομή
– Πολιτισμός
– Κώδικας ελληνικής ιθαγένειας
– Αντιφασιστική βία και αυτοάμυνα
– 6η Αντιρατσιστική Γιορτή
– Το Χρονικό Των Διαδηλώσεων
– Εκδηλώσεις ΚΑΡ
– ΑΝέα από Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Κρήτη
– Είμαστε αυτοί κι αυτές που φοβόσαστε μην αντικρύσετε στον καθρέφτη (homophonia)
– Αντιρατσισμός/αντιφασισμός και internet
– Αντιρατσιστικά/Αντιφασιστικά Νέα
– Διεθνή

Για να το προμηθευτείτε τηλεφωνείστε μας στο  6974486368 ή ελάτε σε επαφή με τις τοπικές Κ.Α.Ρ

Το βιβλίο της Αμερικανίδας ιστορικού Nell Painter, The History of White People, ταρράσει τα νερά και δίνει μία νέα ιστορική διάσταση στο ζήτημα του «φυλετικού διαχωρισμού». Η Painter ανέτρεξε στην Ιστορία, 2.500 χρόνια πίσω, σε μία προσπάθεια να βρει τις ρίζες της ιδέας της «λευκότητας». Αποτέλεσμα της έρευνάς ήταν η απομυθοποίηση της φυλετικής καθαρότητας, σημειώνοντας ότι η έννοια «λευκός» υπήρξε πάντα ένας ευέλικτος όρος, ο οποίος ουσιαστικά είχε περισσότερο κοινωνική προέλευση παρά φυλετική.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατέληξαν στην ίδια φιλοσοφική μέθοδο -στο διαλεκτικό υλισμό- αν και χρησιμοποίησαν διαφορετικούς δρόμους. Η αντίληψή τους ήταν υλιστική, με την έννοια πως θεωρούσαν πως όλα τα φυσικά φαινόμενα και η κοινωνική εξέλιξη βασίζονταν, σε τελική ανάλυση, στις υλιστικές εξελικτικές διαδικασίες και όχι σε πνευματικές ή μεταφυσικές (ιδεαλιστικές) αιτίες. Την ίδια στιγμή, θεώρησαν πως η κοινωνία και η φύση βρίσκονται σε μια σταθερή διαδικασία διαλεκτικής αλλαγής, που σημαίνει, αλλαγές μέσα από αντιθέσεις. Τα πάντα βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, γεννιούνται και εξαφανίζονται.

Και οι δύο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εφάρμοσαν τη φιλοσοφική τους μέθοδο ειδικά στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, στον Ιστορικό Υλισμό. Το βασικότερο έργο του Μαρξ, το Κεφάλαιο, αποκάλυψε τους γενικούς νόμους της κίνησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά οι δύο μεγάλοι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού προσπαθούσαν να εξηγήσουν πως ο καπιταλισμός είναι μόνο ένα απλό στάδιο στην κοινωνική εξέλιξη. Όπως ακριβώς το καπιταλιστικό σύστημα γεννήθηκε σαν το αποτέλεσμα των κοινωνικών δυνάμεων και των αντιθέσεων της φεουδαρχικής κοινωνίας, έτσι θα ανατραπεί από τις αντιθέσεις που μεταφέρει μέσα του, για να αντικατασταθεί από μια σοσιαλιστική κοινωνία.


Η Άντζελα Ντέιβις αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές φιγούρες του κινήματος στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 60 μέχρι σήμερα. Μαχητική ακτιβίστρια κομμουνίστρια, με καθοριστική συμβολή στους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος και της Μαύρης Υπερηφάνειας, στέλεχος των Μαύρων Πανθήρων, μαθήτρια του Μαρκούζε με σημαντικό έργο σύγχρονης μαρξιστικής σκέψης, βρέθηκε στην κορυφή της λίστας των καταζητούμενων του FBΙ και φυλακίστηκε ξεσηκώνοντας ένας κύμα παγκόσμιας αλληλεγγύης.

Στο βίντεο που ακολουθεί, ολόκληρο σκαναρισμένο το βιβλίο του Κουσουμβρή -κάποτε νο2 στην ιεραρχεία της χ.α.- «Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής»
Επιλέξτε πλήρη οθόνη καθώς και «παύση» ή το πλήκτρο «space» του πληκτρολογίου σας για τη διευκόλυνση σας, στην ανάγνωση των σελίδων….αν έχετε κανάλι στο youtube, αξίζει να το κρατήσετε στο αρχείο σας…

Στο βιβλίο γίνεται μία αυτοβιογραφική αναφορά του Κουσουμβρή για τις σχέσεις του με την ΧΑ, η οποία ξεκινά το 1990, διανύει μία περίοδο 12 περίπου ετών που ταγμένος με στρατιωτική πειθαρχεία στη νεοναζιστική οργάνωση συμμετείχε σε όλες τις «μεγάλες» στιγμές της (μακεδονικό, βορειοηπειρώτικο, σερβοβοσνιακός πόλεμος, Ίμια κλπ.) και φτάνει στην υπόθεση του Περίανδρου (Αν. Ανδρουτσόπουλος) και φυσικά στις δικές του περιπέτειες με την δικαιοσύνη που τον αναγκάζουν να αναθεωρήσει τις απόψεις του για το ποιόν του Αρχηγού και εν γένει της οργάνωσης. Πισώπλατα καρφώματα, ρουφιανιλίκια και εσωτερικές εκκαθαρίσεις. Μέσα από ένα πλήθος στοιχείων από το εσωτερικό της οργάνωσης αποκαλύπτει τη σχέση του Μιχαλολιάκου – του αδιαμφισβήτητου Αρχηγού – με την αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες και μεγάλα κόμματα της εποχής από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (μετά την πρώτη σύλληψή του για βομβιστικές επιθέσεις), καθώς και για το ρόλο της ΧΑ ως παρακρατική χείρα βοηθείας.

Το βιβλίο είναι γραμμένο από έναν απογοητευμένο πρώην χρυσαυγίτη και ως τέτοιο πρέπει να διαβαστεί. Με έντονο κριτικό βλέμμα και με σφιγμένο το στομάχι για την αηδία που δημιουργεί η διείσδηση στα έσω της νεοναζιστικής φιδοφωλιάς.