Στις 18 Φεβρουαρίου 1564, σε βαθιά γεράσματα, σχεδόν 90 χρόνων πια, πεθαίνει ο Μιχαήλ Άγγελος. Ο πάπας θέλει η ταφή του να γίνει στη Ρώμη, όπου είχε μετακομίσει οριστικά ο καλλιτέχνης τριάντα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, η Φλωρεντία διεκδικεί τη σορό του για να του αποδώσει τον ύστατο φόρο τιμής, εκπληρώνοντας έτσι και την τελευταία του επιθυμία.
Λίγο αργότερα, ένας ανιψιός του ενορχηστρώνει την κλοπή της σορού και μεταφέρει το λείψανο στην πόλη των Μεδίκων. Πέρα απ’ τα όποια ζητήματα οικογενειακής υπερηφάνειας, απώτερος στόχος του είναι να μετατρέψει τον καλλιτέχνη σε «έμβλημα» της νέας Ακαδημίας Ζωγραφικής, που είχε ιδρύσει ένα χρόνο νωρίτερα ο Βαζάρι, με τη γενναιόδωρη υποστήριξη του δούκα Κόζιμο Α΄.
Ο ίδιος ο Βαζάρι, γράφοντας τους περίφημους Βίους του, το 1550, επρόκειτο να τροφοδοτήσει κατεξοχήν το μύθο του Μιχαήλ Αγγέλου. Στα διαδοχικά κεφάλαια του βιβλίου του, ο Βαζάρι επιχειρεί μια κλιμακωτή παρουσίαση των μεγάλων μορφών της τέχνης, στον κολοφώνα της οποίας τοποθετεί τον Μιχαήλ Άγγελο. Απ’ αυτήν τη θέση υπεροχής, δύο δρόμοι θα μπορούσαν να ανοίγονται: είτε η αργή και μη αναστρέψιμη πτώση, είτε η αναγωγή του καλλιτέχνη σε πρότυπο.