Η πορεία προς τη Μικρασιατική Εκστρατεία – Μέρος Α’
Ο ελληνοτουρκικός πόλεµος του 1919-22, στην Τουρκία γνωστός ως İzmir’in Yunanlar tarafından işgali (ελληνική εισβολή της Σµύρνης) ή Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέµου της Ανεξαρτησίας) αποτέλεσε τη µεγαλύτερη ιµπεριαλιστική εκστρατεία του ελληνικού καπιταλισµού στον 20ό αιώνα που ωστόσο κατέληξε σε ήττα. Όσον αφορά τους τακτικούς στρατούς, πολλοί κάνουν λόγο για περίπου 45.000 Έλληνες νεκρούς και αγνοούµενους φαντάρους και 25.000 Τούρκους νεκρούς και αγνοούµενους φαντάρους (ωστόσο οι περισσότερες απώλειες ενόπλων από τουρκικής πλευράς αφορούσε άτακτα σώµατα). Οι νεκροί άµαχοι ανήλθαν σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, χωρίς να υπάρχει µέχρι σήµερα ένας ακριβής υπολογισµός. Οι κακουχίες και οι αναγκαστικές µετακινήσεις πληθυσµών που ακολούθησαν εξολόθρευσαν έναν επιπλέον καθόλου ευκαταφρόνητο αριθµό ανθρώπων. Στο άρθρο αυτό αναφερόµαστε στο ιστορικό υπόβαθρο και στην πορεία προς τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέµους
Αν µετά την έκβασή της η Μικρασιατική Εκστρατεία φαντάζει παράφρων πολεµική περιπέτεια, τότε δεν φάνταζε καθόλου έτσι. Τις παραµονές της εκστρατείας, η Ελλάδα είχε συνέλθει από την ήττα του 1897, είχε αποκτήσει έναν πολύ αξιόλογο στρατό µε βαρύ οπλισµό και, κυρίως, είχε πετύχει συντριπτικές νίκες και στους δύο Βαλκανικούς Πολέµους (1912-13) επεκτείνοντας το έδαφός της κατά 70% και σχεδόν διπλασιάζοντας τον πληθυσµό της (από 2,7 εκατ. σε 4,8 εκατ.).
Όµως το πιο σηµαντικό είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις του Βενιζέλου εντάχθηκαν µε ενθουσιασµό στο ένα από τα δύο µεγάλα ιµπεριαλιστικά στρατόπεδα (όπως εν πολλοίς συµβαίνει και σήµερα όσον αφορά την τακτική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία).
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν συµµετείχε στα πρώτα χρόνια του µεγάλου ιµπεριαλιστικού σφαγείου, του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου. Όπως εξηγούσε εκείνη ακριβώς την εποχή ο Β. Ι. Λένιν, ο καπιταλισµός είχε φτάσει στο ιµπεριαλιστικό του στάδιο, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου, τόνιζε, αποτελούσε η προσπάθεια για ξαναµοίρασµα του κόσµου και των σφαιρών επιρροής µεταξύ των µεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Αυτός ήταν ο σκοπός του πολέµου και µετά το τέλος του οι νικητές ήταν αυτοί που θα έπαιρναν τη µερίδα του λέοντος.
Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν ο πολιτικός που κατανόησε ότι αν οι Έλληνες αστοί ήθελαν και αυτοί µερίδιο από αυτό το ξαναµοίρασµα του κόσµου, θα έπρεπε να συµµετέχουν στο «παιχνίδι». Επίσης ο Βενιζέλος κατανόησε ότι θα έπρεπε να λυθεί και ένα άλλο «πρόβληµα»: οι πόλεµοι του 1912-13 µπορεί να είχαν αυξήσει τον πληθυσµό και την επικράτεια της χώρας, ωστόσο, για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, η Ελλάδα είχε στο έδαφός της µεγάλο αριθµό εθνικών και θρησκευτικών µειονοτήτων (µουσουλµάνων, εβραίων, Τούρκων, Σλάβων). Υπήρχαν δηλ. περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα που έπρεπε µε κάποιο τρόπο να… εξελληνιστούν.
Ωστόσο, η άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της παρέµεναν διχασµένοι ως προς το µε ποια µεριά θα έπρεπε να βγουν στον πόλεµο: η κυβέρνηση των µοναρχικών και ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ ήταν σίγουροι ότι οι Κεντρικές Δυνάµεις (Αυστροουγγαρία, Γερµανία) θα ήταν οι νικήτριες του πολέµου, αλλά επειδή αναγνώριζαν την ανωτερότητα του βρετανικού ναυτικού πρόκριναν ως καλύτερη στάση την ουδετερότητα, καθώς η χώρα περιβαλλόταν από θάλασσα.
Οι βενιζελικοί ήθελαν συνεργασία µε την Αντάντ (τους Αγγλογάλλους), καθώς µάλιστα η Οθωµανική Αυτοκρατορία, τα εδάφη της οποίας εποφθαλµιούσε η ελληνική πλευρά, από ένα σηµείο και µετά µπήκε στον πόλεµο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάµεων. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι νικήτρια του πολέµου θα ήταν η Αγγλία και -σε αντίθεση µε τους µοναρχικούς που εξέφραζαν την παλιά αστική τάξη της νότιας Ελλάδας- πίσω του στοίχιζε την αστική τάξη των υπό κατάκτηση περιοχών, καθώς και τη µεσαία ιεραρχία του στρατού που είχε αναδυθεί µετά το κίνηµα στο Γουδή και τους Βαλκανικούς Πολέµους.
Από την πλευρά της η Μ. Βρετανία, διαβλέποντας τις ελληνικές ορέξεις στη Μ. Ασία, εντελώς κυνικά υποσχόταν, µέσω του υπ. Εξωτερικών Γκρέι, την παραχώρηση του βιλαετίου του Αϊδίνιου στην Ελλάδα, αν αυτή έβγαινε στο πόλεµο. Από τη δική του πλευρά, προκειµένου να πείσει και άλλες βαλκανικές χώρες να µπουν στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, ο Βενιζέλος πρότεινε –εξίσου κυνικά– ως αντάλλαγµα στη Βουλγαρία την παραχώρηση της Δράµας και της Καβάλας, ενώ ανάλογες παραχωρήσεις έκανε και προς τη Σερβία όσον αφορά τη Δ. Μακεδονία.
Σχίσµα
Ήταν τέτοια η σύγκρουση στο εσωτερικό της ελληνικής άρχουσας τάξης σχετικά µε το ζήτηµα του πολέµου, ώστε το 1916 η χώρα διαιρέθηκε πρακτικά σε δύο κράτη: ένα στην Αθήνα υπό τον βασιλιά, το οποίο έλεγχε την παλιά Ελλάδα, και ένα στη Θεσσαλονίκη υπό την βενιζελική Προσωρινή Κυβέρνηση, το οποίο ήλεγχε τα νησιά και την ελληνική Μακεδονία, έχοντας την υποστήριξη της Στρατιάς της Ανατολής (δηλ. το στρατό της Αντάντ που είχε στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλονίκη).
Στη σύγκρουση πήρε µέρος ο Τύπος που αποδύθηκε σε µια ακραία προπαγάνδα κιτρινισµού εκατέρωθεν, καθώς και η Εκκλησία. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος αφόρισε τον Βενιζέλο, ωστόσο αργότερα εκθρονίστηκε και οι βενιζελικοί πήραν τον έλεγχο και στην Εκκλησία.
Είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν «καλοί» σε κάποια πλευρά. Δεν υπήρχε κάποια πλευρά που ήταν υπέρ των λαϊκών συµφερόντων, που να λάµβανε υπόψη τις πραγµατικές ανάγκες του πληθυσµού. Δεν υπήρχε αντι-ιµπεριαλιστική πλευρά έστω και σε εθνικιστική βάση: και οι δύο αστικές µερίδες ήταν βαθύτατα αντιδραστικές, φιλοπόλεµες, έτοιµες να συνεργαστούν µε τη µία ή τη άλλη µεγάλη ιµπεριαλιστική δύναµη για να αυξήσουν την επικράτεια την οποία έλεγχαν. Ο Βενιζέλος, π.χ., δεν είχε πρόβληµα όταν, προκειµένου να πειστεί η κυβέρνηση της Αθήνας να βγει στον πόλεµο µε την Αντάντ, αγγλογαλλικά στρατεύµατα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και ήρθαν σε σύγκρουση µε το στρατό της Αθήνας. Μετά την εκδίωξη αυτού του σώµατος οι µοναρχικοί, από την πλευρά τους, άρχισαν άγριους διωγµούς ενάντια στους βενιζελικούς µε δολοφονίες, συλλήψεις κ.λπ. Συµµετρικά, όταν οι βενιζελικοί επικράτησαν και στην Αθήνα, οι διωγµοί των πολιτικών τους αντιπάλων υπήρξαν εξίσου λυσσαλέοι.
Συµµετοχή στον πόλεµο
Τελικά τον Ιούνη του 1917 τα γαλλικά στρατεύµατα προχωρούν προς το νότο της Ελλάδας καταλαµβάνοντας επιτελικές θέσεις και εξαναγκάζοντας το βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση (ωστόσο άφησε στο… πόδι του τον γιο του –δεν παρατάει κανείς για ψύλλου πήδηµα ένα τέτοιο πόστο). Τον ίδιο µήνα 1917 ο Βενιζέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πρωθυπουργός και οι ηγέτες των µοναρχικών κοµµάτων (ανάµεσά τους και ο πρώην πρωθυπουργός Δ. Γούναρης) στάλθηκαν στην εξορία, είτε στην Κορσική είτε σε ελληνικά νησιά. Απολύθηκαν 9.500 υπάλληλοι και έγιναν εκτεταµένες εκκαθαρίσεις στο στρατό. Στις 28 Ιουνίου του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεµο στις Κεντρικές Δυνάµεις. Παρά τις δυσκολίες στρατολογήθηκαν 300.000 άνδρες και στάλθηκαν να ενισχύσουν τη Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη.
Οι µεγαλοϊδεατικές εξορµήσεις έχουν βέβαια ένα πολύ υλικό κόστος που καλείται να το πληρώσει ο φτωχός λαός. Δεν είναι µόνον ο φόρος αίµατος που πρόκειται να δώσει τα επόµενα χρόνια: Το 1917 η Ελλάδα πήρε δάνειο από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, συνολικού ύψους 100.000.000 φράγκων για την κάλυψη των ελλειµµάτων του προϋπολογισµού υπό δυσµενέστατους όρους και στη συνέχεια συνήφθησαν και άλλα δάνεια ύψους 50.000.000 φράγκων. Παρά το γεγονός ότι τα ποσά αυτά θεωρούνταν ήδη υψηλά για την εποχή, ο δανεισµός της Ελλάδας ξέφυγε κυριολεκτικά αφού το 1918 δανείστηκε άλλα 700.000.000 φράγκα για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών.
Γι’ αυτό οι πολεµικές προετοιµασίες δεν έγιναν δεκτές ούτε µε ενθουσιασµό από την πλευρά πολύ µεγάλου µέρους του λαού ούτε χωρίς αντιστάσεις: Υπάρχουν πολλές µαρτυρίες ότι ήδη, παρά τον εθνικιστικό παροξυσµό, στην τελευταία επιστράτευση που έγινε το 1918 παρουσιάστηκε «αποχή» της τάξης του 48% (βλ. Β. Δάβος: Η Μικρασιατική Εκστρατεία)! Εξάλλου το 1918 ήταν η χρονιά που στην Ελλάδα ιδρύθηκε το ΣΕΚΕ, ο πρόγονος του ΚΚΕ, µε βασική αιχµή του προγράµµατός του την αντίθεση σε κάθε πόλεµο.
Σε κάθε περίπτωση στο εξής ο ελληνικός στρατός µάχεται πλέον µε τις άλλες δυνάµεις της Αντάντ ενάντια στις Κεντρικές Δυνάµεις, κύρια τους Βουλγάρους, ο οποίες αρχίζουν να υποχωρούν. Ήταν στο πλευρό της Αντάντ ο ελληνικός στρατός όταν κινήθηκε και προς τη Θράκη. Ο πόλεµος τελείωσε µε τη συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας το φθινόπωρο του 1918. Η ρωσική επανάσταση είχε φοβίσει τους αστούς ότι µπορεί ένας ατέλειωτος πόλεµος να οδηγήσει και σε άλλες επαναστάσεις (η βουλγαρική συνθηκολόγηση, π.χ., οφειλόταν σε µεγάλο βαθµό σε ανταρσίες των φαντάρων και σε αγροτικές εξεγέρσεις στα µετόπισθεν).
Το τέλος του πολέµου βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών, όπως ακριβώς σχεδίαζε ο Βενιζέλος, και κατάφερε έτσι να µοιραστεί λάφυρα: µε τη συνθήκη του Νεϊγί προσάρτησε τη Δυτική Θράκη αποσπώντας την από τη Βουλγαρία. Όµως για την ελληνική άρχουσα τάξη η όρεξη είχε ανοίξει και η µεγάλη εξόρµηση για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας (της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών) µόλις ξεκινούσε.
Η αντεπαναστατική εκστρατεία στην Κριµαία
Προκειµένου να πάρουν ακόµη µεγαλύτερα ανταλλάγµατα στη µελλούµενη µοιρασιά της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, ο Βενιζέλος και η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισαν (στις αρχές του 1919) την πρώτη ελληνική υπερπόντια εκστρατεία, συµµετέχοντας στην ιµπεριαλιστική επίθεση κατά του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσµο, της επαναστατηµένης Ρωσίας.
Ο «δηµοκράτης» Ε. Βενιζέλος, µόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία στην Κριµαία –µια εκστρατεία που σχεδιάστηκε στην προσπάθεια παλινόρθωσης του τσαρικού καθεστώτος που µόλις είχε καταρρεύσει–, έσπευσε αµέσως να χαιρετίσει την ιδέα, προσφέροντας µάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναµη Σώµατος Στρατού, αποτελούµενη από τρεις µεραρχίες, δηλαδή µεγαλύτερη δύναµη από εκείνη µε την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι. Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφηµα που έστειλε από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν ο Βενιζέλος, στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι: «Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιµοποιηθεί δια κοινό αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».
Τελικά η ελληνική συµµετοχή ήταν δύο µεραρχίες αλλά δεν αποτέλεσε, όπως πολλοί νοµίζουν, απλώς µια βοηθητική δύναµη στην αντεπαναστατική αυτή εκστρατεία. Αντίθετα αποτέλεσε τον κύριο κορµό της! Να από ποιους αποτελείτο το εκστρατευτικό σώµα: Δύο γαλλικές µεραρχίες, µία πολωνική µεραρχία, τµήµατα του στρατού των Λευκών υπό την ηγεσία του Ντενίκιν και το ελληνικό Α’ Σώµα Στρατού (που συγκροτούνταν από δύο µεραρχίες, τη 2η και τη 13η). Αξιοσηµείωτο από στρατιωτική άποψη ήταν ότι όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις οι παραπάνω δύο γαλλικές µεραρχίες ήταν ήδη «αποσκελετωµένες», καθώς από 15 ηµέρες πριν, µε δεδοµένη την ελληνική συµµετοχή, είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισµού τους. Έτσι η δύναµή τους είχε περιοριστεί συνολικά σε 12 τάγµατα µε 30 τυφέκια κατά λόχο.
Η επίσηµη οµογένεια έκανε δεκτό τον ελληνικό στρατό µε πανηγυρικό τρόπο: στις 27 Ιανουαρίου 1919 µετά την πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, η ελληνική κοινότητα της Οδησσού δεξιώθηκε το επιτελείο του αφιχθέντος ελληνικού συντάγµατος στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο που επί τούτου είχε στολιστεί µε ελληνικές σηµαίες και λάβαρα. Στην τελετή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι όλης της καλής κοινωνίας. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ελ. Παυλίδης (µετέπειτα βουλευτής Αθηνών-Πειραιώς). Ωστόσο υπήρχε και η «άλλη» οµογένεια: Οι Έλληνες µπολσεβίκοι της Οδησσού τύπωσαν και κυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα εκτενή προκήρυξη προς τους αφιχθέντες Έλληνες στρατιώτες µε την οποία τους καλούσαν στο τέλος να αυτοµολήσουν περνώντας «στην πλευρά εκείνων που έχουν κυβέρνηση εργατών, αγροτών και στρατιωτών».
Έκβαση
Παράλληλα βέβαια και γαλλόφωνοι κοµµουνιστές διέτρεχαν τους συµµαχικούς στρατώνες διαδίδοντας σε στρατιώτες και ναύτες ότι τους έστειλαν εκεί να θυσιαστούν για τα συµφέροντα Γάλλων τραπεζιτών και βιοµηχάνων, υπενθυµίζοντάς τους τη γαλλική επανάσταση. Ο αντίκτυπος αυτής της προπαγανδιστικής δουλειάς άρχισε να παρατηρείται από τις πρώτες συµµαχικές ήττες και γιγαντώθηκε όταν στασίασαν τα πληρώµατα των γαλλικών θωρηκτών, στη διάρκεια της ανακωχής που ακολούθησε, µε συνέπεια το «Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο», δηλ. τη σύγκρουση των δύο στρατών εξαιτίας των επαναστατηµένων Γάλλων στρατιωτών.
Στο τέλος ο Κόκκινος Στρατός κατανίκησε τους εισβολείς και στις 20 Μαρτίου του 1919 ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να εγκαταλείψει την Οδησσό. Ωστόσο, οι ελληνικές µονάδες υποχώρησαν µε υποδειγµατική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταµού Δνείστερου για να «υπερασπίσουν» την περιοχή της Βεσσαραβίας (σηµερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριµαίας παρέµεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγµα Πεζικού, που αντιµετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, µε τους οποίους είχαν ταχθεί και Γάλλοι ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει. Τελικά ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από την περιοχή τον Ιούνιο του 1919. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος ανήλθαν σε 400 νεκρούς. Φυσικά και οι Έλληνες συνεργάτες των εισβολέων τιµωρήθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό στις περιοχές που ανακατέλαβε.
Ανεξάρτητα όµως από την έκβαση της εκστρατείας στη Νότια Ρωσία, η συµµετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος σε αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρηµα του Βενιζέλου υπέρ της «δικαίωσης» των ελληνικών αιτηµάτων στη συνδιάσκεψη Ειρήνης που ακολούθησε και στη Συνθήκη των Σεβρών.
Η εκστρατεία στην Κριµαία αποτέλεσε την τελική πρόβα τζενεράλε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αµέσως µετά την ήττα και την αποχώρηση από την Κριµαία, το ελληνικό εκστρατευτικό σώµα µεταφέρθηκε κατευθείαν στη Μικρά Ασία για µεταφέρει την «εµπειρία» του ενισχύοντας το µέτωπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας που µόλις είχε ξεκινήσει.
Η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είχε αντλήσει στρατιωτικά µαθήµατα αλλά όχι πολιτικά µαθήµατα: δεν µπορείς να κρατήσεις για πολύ σε κατοχή έναν λαό που σε θεωρεί κατακτητή ούτε µπορείς να πείσεις τους φαντάρους να συνεχίσουν να πολεµούν έναν άδικο πόλεµο, ακόµη κι αν έχεις µε τη µεριά σου όλες τις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις του κόσµου. Ειδικά αν έχεις απέναντί σου έναν επαναστατικό στρατό.
Αφιέρωμα στη Μικρασιατική Εκστρατεία – Μέρος Β’
Όπως είδαμε στο προηγούμενο φύλλο, ο Βενιζέλος έβαλε την Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο λίγο πριν από τη λήξη του κι έτσι κατάφερε να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη μεριά των νικητριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αυτές οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις διοργάνωσαν τη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, ή Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, που ξεκίνησε στις αρχές του 1919 και ολοκληρώθηκε –με διακοπές– το καλοκαίρι του 1920. Συμμετείχαν 32 χώρες προκειμένου αφενός να συσταθεί η λεγόμενη Κοινωνία των Εθνών, και αφετέρου να υπάρξει διαπραγμάτευση γύρω από τις συνθήκες ειρήνης μεταξύ αυτών και των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων.
Πλιάτσικο
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα κυριολεκτικό πλιάτσικο σε βάρος των νικημένων που το διοργάνωσαν οι τέσσερις χώρες που είχαν αποφασιστικό λόγο στη Σύνοδο: η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ (οι ηγέτες των τεσσάρων χωρών, Λόιντ Τζορτζ, Ζορζ Κλεμανσό, Βιτόριο Ορλάντο και Γούντροου Ουίλσον, αναφέρονταν συχνά ως το Συμβούλιο των Τεσσάρων). Η σύνοδος αυτή επιβεβαίωσε με τον πιο πανηγυρικό αλλά και συνάμα δραματικό τρόπο τη θεωρία του Λένιν για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του παγκόσμιου καπιταλισμού: βασικό χαρακτηριστικό του, έλεγε, είναι η πάλη για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και των σφαιρών επιρροής μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και η πάλη για το μοίρασμα των αγορών μεταξύ των μονοπωλιακών επιχειρήσεων.
Οι συνθήκες που επιβλήθηκαν από τους νικητές δεν ήταν συνθήκες συμφιλίωσης μεταξύ των λαών μετά το τέλος ενός πρωτοφανώς αιματηρού πολέμου, αλλά συνθήκες τιμωρίας των ηττημένων, δηλαδή άνοιγαν το δρόμο ώστε στο άμεσο μέλλον να επικρατήσουν στις ηττημένες χώρες εκείνες οι δυνάμεις που θα οδηγούσαν στον επόμενο μεγάλο πόλεμο, όπως και έγινε.
Μεταξύ άλλων στη Σύνοδο αποφασίστηκε ο διαμελισμός των τριών Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι γερμανικές αποικίες μοιράστηκαν μεταξύ της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ν. Αφρικής, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ενώ η Εγγύς Ανατολή διαμοιράστηκε σε περιφέρειες που «αποδόθηκαν» από την Κοινωνία των Εθνών στη Γαλλία και την Αγγλία.
Ήταν με απόφαση αυτού του απροκάλυπτου ιμπεριαλιστικού εσμού, της Συνόδου των Παρισίων και του Συμβουλίου των Τεσσάρων, που δόθηκε το «πράσινο φως» και για την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη.
Η Αντάντ ήθελε να αποστείλει στρατό στη Μικρά Ασία πρώτον για να εξασφαλίσει και στην πράξη αυτό που είχε ήδη συνομολογηθεί στα χαρτιά, δηλαδή η διάλυση της (ηττημένης στον πόλεμο) Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πραγματικό ενδιαφέρον για την περιοχή εστιαζόταν στα πετρέλαια της Μοσούλης που τότε βρίσκονταν ακόμη εντός του οθωμανικού κράτους, αλλά και στην αντιμετώπιση νέων πολιτικών φαινομένων που άνθισαν κυρίως μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, δηλαδή το ξέσπασμα εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που αμφισβητούσαν τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και ζυγούς.
Όμως οι στρατοί των νικητών του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν κουρασμένοι και κυρίως επιρρεπείς σε μπολσεβίκικου τύπου ανταρσίες, όπως περίτρανα φάνηκε στο μέτωπο της Κριμαίας (βλ. προηγούμενο φύλλο). Ταυτόχρονα οι νικητές δεν αποτελούσαν μια φιλική παρέα, αλλά μια λυκοσυμμαχία: σε κάθε στροφή των διαπραγματεύσεων για το μοίρασμα των λαφύρων, ο καθένας παραμόνευε για να «ρίξει» τους υπόλοιπους (π.χ. η Ιταλία πολλάκις επιχείρησε αποβάσεις σε περιοχές της Μ. Ασίας τόσο πριν όσο και μετά την ελληνική Μικρασιατική Εκστρατεία). Έτσι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη σχετικά με το ποιος στρατός θα επέβλεπε και θα επέβαλλε «αμερόληπτα» τα συμφωνηθέντα στο έδαφος της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Απόβαση και αντίσταση
Σε αυτές τις συνθήκες, σχεδόν «φυσιολογικά» προκρίθηκε η λύση του αξιόπιστου ελληνικού στρατού. Εξάλλου η σύμπτωση συμφερόντων, κυρίως με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, ήταν τέλεια. Τον Απρίλιο του 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο των Τεσσάρων ικανοποίησε αίτημα του Βενιζέλου για την κατάληψη της Σμύρνης. Η απόβαση έγινε στις 2 Μαΐου (15 με το νέο ημερολόγιο) του 1919. Τα αποβατικά σκάφη τα συνόδευαν ως προστασία τέσσερα ελληνικά και τρία αγγλικά πολεμικά πλοία. Η εγκατάσταση του ελληνικού στρατού έγινε με πρόσχημα την τήρηση της τάξεως στην περιοχή (πρόσχημα κλασικό σε πλειάδα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις εποχές). Βέβαια στην ελληνική κοινή γνώμη προπαγανδιζόταν η υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, η απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών κ.λπ. (επίσης κλασικά πράγματα: και ο Χίτλερ απελευθέρωνε αλύτρωτους γερμανικούς πληθυσμούς από γειτονικές χώρες στην πρώτη φάση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου).
Όπως ήταν φυσιολογικό, ο τουρκικός πληθυσμός κατανόησε την παρουσία του ελληνικού στρατού ως δύναμη κατοχής. Αμέσως άρχισαν οι πράξεις αντίστασης –δηλαδή διαδηλώσεις αλλά και ένοπλη αντίσταση κατά των Ελλήνων στρατιωτών– που φυσιολογικά παρουσιάζονταν από την ελληνική πλευρά ως… εγκληματικές ενέργειες. Όντας εξάλλου στρατός κατοχής, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα δεν άργησε να συμπεριφερθεί ως τέτοιο: άρχισαν οι συλλήψεις τόσο πρώην στρατιωτικών όσο και πολιτικών υπαλλήλων, αλλά και δημοσιογράφων (π.χ. συνελήφθησαν ο αρχιγραμματέας Δημόσιου Χρέους Ζική μπέης και ο διευθυντής της «Ισχαλάτ» δικηγόρος Εμίν Σουρεγιά, ο διευθυντής της «Σαρκ» Χ. Σεκί, ο υπεύθυνος της εφημερίδας Κ. Τεφίκ και ο αρθρογράφος Γκινάλ Φεχμί –οι τρεις τους μάλιστα εστάλησαν να φυλακιστούν στην Αθήνα–, καθώς και πολλοί άλλοι επίσημοι Τούρκοι της Σμύρνης). Οι συλληφθέντες ήταν οι τυχεροί βέβαια, γιατί άλλοι αντιστασιακοί είχαν αιματηρό τέλος.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την κατάληψη της Σμύρνης, αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα, που είχαν ήδη καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (όπου έδρευε η παραδομένη κυβέρνηση του σουλτάνου σε αντίθεση με το κίνημα που καθοδηγούσε ανατολικότερα ο Μουσταφά Κεμάλ), επιχειρούν καταλαμβάνοντας πόλεις βόρεια της Σμύρνης. Ειδικά ο αγγλικός στρατός ενεπλάκη σε σκληρές μάχες με τον στρατό του Κεμάλ και άλλες ανταρτικές τουρκικές δυνάμεις (όπως στο Εγερδίρ), κυρίως για τον έλεγχο των σιδηροδρομικών γραμμών, ενώ προχώρησε και σε μια σειρά αποβάσεις όπως στην Τραπεζούντα. Στο Κιρκούκ συγκρούστηκε σφοδρά με κουρδικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Κεμάλ.
Καταστροφή
Η ελληνική κατοχή και οι συνακόλουθες ενέργειες στις οποίες προβαίνουν πάντα όλες οι κατοχικές δυνάμεις οδήγησαν σε αντίποινα: σε περιοχές έξω από τον έλεγχο του ελληνικού στρατού άρχισαν οι λεηλασίες και οι σφαγές χριστιανικών πληθυσμών, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές του Αϊδινίου και της Νίκαιας. Κοινότητες όπου επί αιώνες ζούσαν μαζί αρμονικά μουσουλμάνοι, χριστιανοί και εβραίοι, Αρμένιοι, Ρωμιοί και Τούρκοι, ξαφνικά έγιναν θέατρα άγριων αιματηρών επεισοδίων, καθώς πλέον οι Τούρκοι εθνικιστές, κυρίως άτακτα σώματα, είχαν επιχειρήματα δείχνοντας την ελληνική κατοχή στη Σμύρνη, σπέρνοντας το μίσος για τους κατακτητές και μεταφέροντας αυτό το μίσος και σε βάρος των γηγενών που είχαν την ατυχία να είναι χριστιανοί.
Η καταστροφή που επέφερε η ελληνική κατοχή δεν ήταν μόνον ανθρώπινη. Ήταν και βαθιά ιδεολογική, σπρώχνοντας στον εθνικισμό την τουρκική διανόηση, που μέχρι τότε κύριο μέλημά της είχε την ανατροπή του χαλιφάτου, δηλαδή του σουλτάνου. Η μαρτυρία του Μιχ. Ροδά στο βιβλίο του «Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία» είναι πολύ χαρακτηριστική: «Εν μέσω όλου αυτού του κινουμένου τουρκικού κόσμου (σ.σ. των Τούρκων που διαδήλωναν ενάντια στην απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη) συνάντησα τον νεαρόν Κιρκάσιον δημοσιογράφον της “Χαφκού Μπασέρ”, Χασάν Ταξίν, ο οποίος διεκήρρυτεν ολίγους μήνας πριν, τας ανθρωπιστικάς αρχάς του και κατεδίκαζε το σύστημα της διοικήσεως των λαών εν Τουρκία. Εις την εφημερίδα του είχε δημοσιεύσει πλείστα άρθρα σοσιαλιστικά, σχεδόν μπολσεβικής μορφής και ωνειρεύετο να συμβιώσουν μια ημέραν οι λαοί αδελφωμένοι. Δεν εδίστασε μάλιστα να δημοσιεύση σειράν άρθρων περί της ταχυτέρας συνεννοήσεως των Ελλήνων και των Τούρκων όπως ηγηθούν εν Μ. Ασία μιας νέας εκπολιτιστικής δράσεως.
Μόλις τον είδα εν τω μέσω του ερεθισμένου πλήθους τον ηρώτησα περί της καταστάσεως. Χωρίς δισταγμόν μού απήντησεν ότι εάν οι περιστάσεις το επιβάλλουν την επομένην θα ευρεθή εις την πρώτην γραμμήν της αμύνης του τουρκικού λαού. Πράγματι το πτώμα του νεαρού Κιρκάσιου δημοσιογράφου ευρέθη το απόγευμα της 2ας Μαΐου προ των [ελληνικών] στρατώνων της Σμύρνης».
Η αντεπαναστατική προέλαση
Μέχρι το καλοκαίρι του 1920, το επαναστατικό κίνημα του Κεμάλ είχε κυριαρχήσει στον εσωτερικό εμφύλιο κόντρα στις δυνάμεις του σουλτάνου και τις άλλες αντεπαναστατικές δυνάμεις στα ανατολικά της χώρας και είχε σχηματίσει επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση. Στρατιωτικά είχε επιφέρει συντριπτικά χτυπήματα στους Γάλλους στην Κιλικία, αλλά είχε στριμώξει και στους Άγγλους στη ΒΔ Τουρκία.
Ο Ν. Ψυρούκης εξηγεί γιατί πια η τουρκική αστική τάξη συντάσσεται σταδιακά με τον Κεμάλ: «Τα σχέδια για τον περιορισμό του τουρκικού κράτους στο βιλαέτι του Ικονίου και σε μικρό τμήμα της περιοχής της Προύσας άρχισαν να γίνονται πραγματικότητα. Τι όμως σήμαινε αυτό; Τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας για την ύπαρξη ανεξάρτητου τουρκικού κράτους».
Είναι σε αυτό το πλαίσιο (των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι) που τον Ιούνιο του 1920 οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έδωσαν εντολή στον ελληνικό στρατό να επεκτείνει τη ζώνη κατοχής του. Ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος στην ημερήσια διαταγή του έγραφε με τη γλαφυρότητα που γράφουν όλοι οι διοικητές των κατά καιρούς ιμπεριαλιστικών εκστρατειών: «Εις τον ελληνικό στρατόν έλαχεν ο ωραίος κλήρος να επιβάλη εις την Τουρκίαν, τας θελήσεις της δικαιοσύνης και του πολιτισμού και δι’ αυτόν η Μοίρα εφύλλαττε το ευγενές τούτο έργο». Αντίθετα στην προκήρυξή του προς τους κατοίκους της Μικράς Ασίας αποκάλυπτε με τον πιο κυνικό τρόπο τους στόχους της νέας φάσης της εκστρατείας: «Ο ελληνικός στρατός εκλήθη παρά του Ανωτάτου Συμβουλίου της Συνδιασκέψεως να προελάση εις το εσωτερικόν της χώρας ταύτης ίνα διαλύση τας Εθνικάς οργανώσεις του Μουσταφά Κεμάλ […] Οι αποτελούντες τας Εθνικάς οργανώσεις οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ είναι στασιασταί, όχι μόνον αντιτιθέμενοι εις τας αποφάσεις των νικητών Συμμάχων, αλλά και εχθροί της ίδιας αυτών πατρίδος και αντάρται κατά του Σουλτάνου αυτών»! Ευτυχώς γι’ αυτούς, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι ηγέτες της ελληνικής επανάστασης είχαν πεθάνει πολύ πριν αρχίσει τη δράση του ο Παρασκευόπουλος και όλη η αντιδραστική πλέον ελληνική πολιτική και οικονομική ηγεσία υπό τον Βενιζέλο.
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφτηκε η Συνθήκη των Σεβρών. Εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγινε αποδεκτή από τον σουλτάνο Μεχμέτ ΣΤ’ ο οποίος προσπαθούσε να σώσει τον θρόνο του, αλλά απορρίφθηκε από το ανεξάρτητο κίνημα του Κεμάλ πίσω από τον οποίο στοιχιζόταν πλέον οριστικά ο τουρκικός αστισμός εγκαταλείποντας τα ανδρείκελα της Κωνσταντινούπολης.
Οι εκλογές του 1920
Η πιθανότητα ειρήνευσης εμφανίστηκε ωστόσο το Νοέμβριο του 1920, όταν ο Βενιζέλος διεξήγαγε εκλογές (είχε καθυστερήσει 15 μήνες επικαλούμενος τον πόλεμο), τις οποίες έχασε συντριπτικά –δεν εξελέγη βουλευτής ούτε ο ίδιος. Νικητές ήταν οι μοναρχικοί και οι άλλες αντιβενιζελικές δυνάμεις που κατέβηκαν στις εκλογές με σύνθημα να μπει τέλος στον πόλεμο –γι’ αυτό και κέρδισαν συντριπτικά, καθώς ο λαός είχε ήδη κουραστεί από το φόρο αίματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις εκλογές σημείωσε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα το ΣΕΚΕ(Κ), όπως λεγόταν τότε το ΚΚΕ, φτάνοντας στο 13% των ψήφων, με κύριο σύνθημα φυσικά το σταμάτημα του αντιδραστικού πολέμου. Μαζί με το τεράστιο κίνημα λιποταξίας στον ελληνικό στρατό, αποτελούν τους νέους παράγοντες που μπαίνουν ορμητικά στο πολιτικό προσκήνιο (στο θέμα θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο).
Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, έγινε και δημοψήφισμα με το οποίο παλινορθώθηκε ο Κωνσταντίνος στον ελληνικό θρόνο. Αυτή η εξέλιξη διέρρηξε τις σχέσεις με τους Αγγλογάλλους, που θεωρούσαν τον Κωνσταντίνο συμπαθούντα των ηττημένων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι αυτοί πάγωσαν τα δάνεια προς την Ελλάδα και σίγουρα έπαψαν να συνεργάζονται στρατιωτικά με την ίδια θέρμη με την ελληνική πλευρά.
Αυτά δεν θα είχαν τόση σημασία αν πράγματι οι αντιβενιζελικοί σταματούσαν τον πόλεμο. Όπως όμως κάνουν όλες οι αστικές κυβερνήσεις των οποίων οι στρατοί έχουν εμπλακεί σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αυτοί τον συνέχισαν και –το χειρότερο– τον επέκτειναν. Ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης καυχιόταν στην εθνοσυνέλευση τον Οκτώβριο του 1921 πως «κατέχομεν 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα έναντι των 16.000 τα οποία περιελάμβανε η Συνθήκη των Σεβρών», ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Θεοτόκης καλούσε τον Άγγλο στρατιωτικό ακόλουθο «να πάρουν το τσάι τους στην Άγκυρα».
Πράγματι, ενώ το κυβερνητικό όργανο, η «Καθημερινή», «ακούγοντας» και τη λαϊκή δυσφορία, έφτασε στο σημείο να γράψει πολυθρύλητα άρθρα, όπως το «Οίκαδε», με τα οποία ζητούσε επιτακτικά την επιστροφή του ελληνικού στρατού, η κυβέρνηση Γούναρη, σε απόλυτη περιφρόνηση της λαϊκής εντολής, δίνει τη διαταγή της επίθεσης για την κατάληψη της Άγκυρας. Η τραγωδία για όλους τους λαούς της Μ. Ασίας, αλλά και πολλούς άλλους στην Ελλάδα, ήταν πλέον πολύ κοντά.
Υποχείριο;
Η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Α. Μεσόγειο» υπογραμμίζει πως «οι διάφοροι Άγγλοι στρατιωτικοί, οι Μιλνς και οι ανώτεροί τους πολιτικοί όπως ο Κώρζον, που ήταν και μέτοχος σε μεγάλες Εταιρείες Πετρελαίων, έβλεπαν τον ελληνικό στρατό σαν σώμα αποικιακό μισθοφόρων που έπρεπε να δρα ανάλογα με τα δικά τους εθνικά και ατομικά συμφέροντα».
Όμως η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της δεν ήταν ένα απλό υποχείριο. Η ίδια η Δ. Σωτηρίου περιγράφει πώς είχε η κατάσταση το Σεπτέμβρη του 1919, όταν όλοι είχαν αρπάξει το μερίδιό τους: «Η Γαλλία είχε τη Συρία και την Κιλικία. Η Αγγλία τη Μοσούλη. Η Ιταλία την Αττάλεια και την κοιλάδα του Μαίανδρου. Και η Ελλάδα ολόκληρο το σαντζάκιο της Σμύρνης, ένα μέρος από το σαντζάκιο της Μαγνησίας και ένα άλλο του Μπαλουκεσέρ». Όμως δεν παίρνεις τόσο μεγάλο λάφυρο αν είσαι απλό ενεργούμενο.
Εξάλλου, την ελληνική εκστρατεία δεν την ήθελαν μόνον οι «απέξω», οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Υπήρχαν έντονα συμφέροντα από ελληνικής πλευράς για την εκστρατεία. Γράφει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης: «Οι αγγλικές επιδιώξεις ήσαν σε αρμονία με τις αντίστοιχες του ελληνικού κεφαλαίου. Τόσο το εφοπλιστικό όσο και το παροικιακό και το ελλαδικό διαμετακομιστικό κεφάλαιο είχαν μεγάλα συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή και τον Εύξεινο Πόντο. Κυρίως εκεί εκδηλωνόταν η δραστηριότητά τους».
Η ελληνική αστική τάξη ήθελε συνεπώς να διευρύνει την εσωτερική αγορά με νέα εδάφη. «Η επεκτατική πολιτική ενός μικρού αστικού κράτους στην εποχή του ιμπεριαλισμού» συνεχίζει ο Ψυρούκης «προκαλείται από τη νομοτελειακή ροπή της διεύρυνσης της αγοράς του και από το γεγονός της στενής επαφής του κεφαλαίου του με το παγκόσμιο μονοπωλιακό χρηματιστικό κεφάλαιο του εξωτερικού […] Επειδή δε η συνεργασία δεν είναι ισότιμη αλλά βασίζεται στο δίκαιο του ισχυρότερου, το κεφάλαιο της μικρής αστικής χώρας κοιτάει να καλύψει τις απώλειες που έχει στην εσωτερική αγορά με την κατάκτηση θέσεων στις ξένες».
Συνεπώς η Ελλάδα δεν ήταν ένα απλό πιόνι στην εκστρατεία, όπως υποστηρίζουν θεωρίες που αφθονούν και στην Αριστερά. Ο Βενιζέλος δεν ήταν ενεργούμενο της Αντάντ, αλλά υπεράσπιζε κυρίως τα συμφέροντα του ελληνικού αστισμού.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία – Μέρος Γ’
Η εξαπάτηση του λαού από τους μοναρχικούς και τις άλλες αντιβενιζελικές δυνάμεις, που ήρθαν στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1920, σε σχέση με τη συνέχιση του πολέμου, είχαν πολύ γρήγορα συνέπειες.
Κυρίως η παράταση του φόρου αίματος των Ελλήνων φαντάρων -πολλοί από τους οποίους πολεμούσαν συνεχώς από το 1912- σήμαινε ότι το ηθικό του στρατού άρχισε να υποχωρεί και μάλιστα ραγδαία και να δυναμώνει το αντιπολεμικό κίνημα στις τάξεις του. Τόσο στο μέτωπο όσο και στα μετόπισθεν ξέσπασαν αντιπολεμικοί αγώνες είτε αυθόρμητα είτε καθοδηγημένοι κυρίως από το ΣΕΚΕ, όπως ονομαζόταν τότε το ΚΚΕ.
Λιποταξία
Ο πιο εκκωφαντικός τρόπος έκφρασης της ανυπακοής των φαντάρων σε όλους τους πολέμους είναι η λιποταξία. Για να παρουσιάσουμε τα στοιχεία σε σχέση με τους λιποτάκτες και τους ανυπότακτους της Μικρασιατικής Εκστρατείας θα χρησιμοποιήσουμε τα δημοσιεύματα κάποιων που είναι υπεράνω υποψίας για διεθνιστικές απόψεις.
Γράφει, π.χ., ο υποστράτηγος ε. α. και διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης Ιω. Παρίσης: «Μετά από λίγο όλοι οι οπλίτες [άρχισαν] να διακηρύσσουν ότι “δεν πάνε εμπρός”. Άμεση συνέπεια η λιποταξία, συνδυαζόμενη συχνά με τη λεηλασία στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, που εξελίχθηκε σε μόνιμη κατάσταση. Σε 80.000 ανήλθαν οι λιποτάκτες που κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς έφθασαν μέχρι την Αμερική ή την Αίγυπτο και έγραφαν από εκεί, υποκινώντας σε λιποταξία συγγενείς και φίλους. Από τη λογοκρισία των επιστολών διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσαν και πρακτορεία φυγάδευσης λιποτακτών!!! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βρήκαν πρόσφορο έδαφος κάποιοι που προσπάθησαν να οργανώσουν πολιτικο-ιδεολογικά δίκτυα και να προσελκύσουν τους στρατευμένους στις πολιτικές απόψεις τους, επιδεινώνοντας την κατάσταση του ηθικού».
Ο ίδιος εξηγεί αμέσως παρακάτω ποιοι ήταν αυτοί οι «κάποιοι»: «Την εσωτερική πολιτική κρίση και κυρίως τη φθορά στο ηθικό των στρατιωτών και των οικογενειών τους επέτεινε η όξυνση της κριτικής του ΚΚΕ, κυρίως από τον Μάιο του 1922, οι επίσημες ανακοινώσεις του οποίου καλούσαν λαό και στρατό σε εξέγερση και συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων. Τρεις μήνες πριν την κατάρρευση του μετώπου το Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου η διείσδυση στις τάξεις του στρατεύματος τότε ήταν εξαιρετικά μεγάλη, διακήρυσσε μεταξύ των άλλων: “Απευθυνόμεθα προς τον εργαζόμενον λαόν και λέγομεν προς αυτόν. Να η αιωνία πληγή σου: η εκστρατεία της Μικρασίας. Να η ρίζα του κακού: ο μικρασιατικός αγών…”».
Ένας άλλος σύγχρονος στρατιωτικός, ο ταξίαρχος ε.α. Βασίλειος Λουμιώτης προσπαθεί να υπολογίσει με ακρίβεια τους αριθμούς των ανυπότακτων:
«Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ένας αριθμός περίπου 70.000 ανδρών που ανήκαν στις κλάσεις που επιστρατεύθηκαν τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 1921, δεν προσήλθε προς κατάταξη». Παρακάτω επιχειρεί έναν άλλο υπολογισμό: «Για λόγους οικονομίας μπορούμε να αποδεχθούμε ότι και οι 14.000 περίπου τραυματίες των Βαλκανικών Πολέμων και του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εξαιρεθεί νόμιμα από την υποχρέωση στράτευσης. Επομένως από την «ονομαστική» δύναμη των 183.000 περίπου ανδρών που ανήκαν στις κλάσεις που επιστρατεύθηκαν, απέμεναν 169.000 περίπου έφεδροι που θεωρητικά μπορούσαν να στρατευθούν. Η διαφορά από αυτούς που προσήλθαν για κατάταξη ανέρχεται σε 58.000 άνδρες.
[…] Παρά τις όποιες νόμιμες απαλλαγές από την επιστράτευση για λόγους οικογενειακούς, υγείας και τραυμάτων από τους πολέμους που προηγήθηκαν, είναι βέβαιο ότι ένας μεγάλος ο αριθμός ανδρών από τις κλάσεις που επιστρατεύθηκαν απέφυγε την στράτευση, είτε χρησιμοποιώντας πλάγια μέσα είτε αρνούμενος να προσέλθει στα όπλα, με πολλούς εξ αυτών να καταφεύγουν στα βουνά και να συγκροτούν συμμορίες. Οι αναφορές και οι ιστορικές καταγραφές για αυτό το ζήτημα είναι πάρα πολλές, αν και διίστανται μεταξύ τους όσον αφορά τον ακριβή αριθμό των ανυποτάκτων».
Οι Μικρασιάτες
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που παρουσιάζει ο Λουμιώτης είναι το πόσο «πρόθυμοι» ήταν να καταταγούν και να πολεμήσουν οι ίδιοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας, αυτοί δηλ. στο όνομα των οποίων και για την ελευθερία των οποίων έγινε υποτίθεται η εκστρατεία. Γράφει: «Θεωρώ ότι η δύναμη των 13.000 περίπου Ελλήνων της Μικράς Ασίας που προσήλθε υπό τα όπλα ήταν πάρα πολύ μικρή και ότι ο Μικρασιατικός Ελληνισμός μπορούσε να αποδώσει περισσότερους άνδρες στον διεξαγόμενο αγώνα.
[…] Η εκτίμηση ότι στην κατεχόμενη από τον Ελληνικό Στρατό ζώνη θα πρέπει να διαβιούσε ένας ελληνικός πληθυσμός 800.000 περίπου ατόμων, δεν πρέπει να βρίσκεται μακριά από την αλήθεια. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από έκθεση της Στρατιάς Μικράς Ασίας που διασώζεται στο αρχείο της ΔΙΣ. Σε αυτόν τον πληθυσμό αντιστοιχούσαν για κάθε μία εκ των κλάσεων που κλήθηκαν υπό τα όπλα, 4.000 περίπου άνδρες. Επομένως η επιστράτευση 12 κλάσεων θα έπρεπε να αποδώσει τουλάχιστον 40.000 χιλιάδες άνδρες».
Ο Λουμιώτης προσθέτει τα εξής: «Δυστυχώς πολύ αργότερα λίγο πριν την Καταστροφή, θα μάθουμε ότι και πολλοί Έλληνες της Μικράς Ασίας, χρησιμοποιώντας διάφορους ευφάνταστους τρόπους απέφευγαν να προσέλθουν προς κατάταξη όταν καλούνταν υπό τα όπλα».
Ούτε όμως και οι 13.000 που κατατάχθηκαν δεν πολέμησαν μέχρι τέλος. Ο Λουμιώτης είναι και πάλι διαφωτιστικός: «Επίσης πολλοί από αυτούς που είχαν στρατευθεί, μετά τις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα, λιποτάχτησαν μαζικά».
Το ΣΕΚΕ
Ο Παρίσης έχει δίκιο όταν αναφέρεται στο ρόλο του ΚΚΕ (αν και πολλοί ιστορικοί αμφιβάλλουν για την έκταση της επιρροής του κόμματος μέσα στο στράτευμα της Μ. Ασίας).
Πράγματι τα μέλη του ΣΕΚΕ που ήταν φαντάροι στο μέτωπο συγκρότησαν κομματικές οργανώσεις και ομάδες και ανέπτυξαν έντονη αντιπολεμική προπαγανδιστική δράση διακινώντας παράνομα εφημερίδες, προκηρύξεις και κάθε είδους έντυπο υλικό. Στη δράση αυτή ξεχωριστό ρόλο έπαιξε μεταξύ άλλων ο μετέπειτα γραμματέας του ΚΚΕ, Παντελής Πουλιόπουλος. Ο τελευταίος, αν και γόνος αστικής οικογένειας από τη Θήβα, έγινε πολύ γρήγορα αρνητής της τάξης του, καθώς ήδη από το 1919, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής και επιστρατευμένος στο μικρασιατικό μέτωπο, πήρε όλα τα ρίσκα, που θα μπορούσαν να έχουν στοιχίσει και την καταδίκη του σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, συγκροτώντας μαζί με άλλους κομμουνιστές στρατιώτες οργανωμένους πυρήνες. Με άπειρες αντιξοότητες έβγαζαν στο μέτωπο την εφημερίδα «Ερυθρός Φρουρός», η οποία υπήρξε όργανο ισχυρής αντιπολεμικής και αντικαπιταλιστικής προπαγάνδας, ενώ για πρώτη φορά έβαλαν στο στόχαστρο της παρέμβασής τους και τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, πράγματα ανήκουστα έως τότε για την ελληνική κοινωνία.
Μετά την επιστροφή από το μέτωπο, ο Πουλιόπουλος συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών, η οποία τον ανέδειξε πρόεδρό της το 1924, ενώ την ίδια περίοδο έγραψε το βιβλίο «Πόλεμος κατά του πολέμου».
Στον «Εργατικό Αγώνα» (όργανο του ΣΕΚΕ εκείνη την εποχή) στις 20 Σεπτεμβρίου 1920, μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών και λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου με τίτλο «Η φωνή των στρατιωτών του Μετώπου» δημοσιεύθηκε γράμμα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των «Ομάδων των κομμουνιστών στρατιωτών του Μετώπου», όπου μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα εξής: «Αφού τόσο καιρό εστρώσαμε της Βαλκανικής, της Ρωσίας (σ.σ. εννοούν την εκστρατεία στην Κριμαία ενάντια στους μπολσεβίκους) και της Ανατολής τα βουνά και τους κάμπους με τα κουφάρια μας και με το σκοτωμένο αίμα μας εβάψαμε το χώμα και τις πέτρες τους, αφού οι αφέντες που μας κυβερνάνε με τις βαριές αλυσίδες της οργανωμένης βίας σαβανώνοντας τα σπιτικά μας με τη μαυρίλα της δυστυχίας, έρχονται τώρα με την απαίσια ικανοποίηση του θριάμβου των να μας ζητήσουνε ψήφο ευγνωμοσύνης για το μεγάλωμα της “Πατρίδος” και για την απελευθέρωση των “υποδούλων αδελφών”. Αυτό κήρυξε ο Αύγουστος (σ.σ. περιπαικτική αναφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο), ο μεγάλος αφέντης, δείχνοντας στα χάσκοντα παράσιτα της πλουτοκρατίας, που λέγονται Λαϊκή Aντιπροσωπεία, τα καινούργια όρια της “μεγαλυνθείσης Ελλάδος” και τα νευρόσπαστα χειροκροτήσανε και χύσανε θερμά δάκρυα “εθνικής χαράς” (…) Το επαναστατικό εγερτήριο κραταιέ Αύγουστε, εσάλπισε προ πολλού στις καρδιές των πολεμιστών του μετώπου. Οι φρικαλεότητες του μεγάλου σας πολέμου ήταν το προανάκρουσμα. Το μεγαλουργό έργο του Βορρά (σ.σ. η Οκτωβριανή Επανάσταση) ήταν η θριαμβευτική επωδός του. Εκείνος εκορύφωσε τη μεγάλη άρνηση, τούτο επύργωσε τη συνείδηση της θετικής δημιουργικής δύναμης σε όλους μας».
Εκλογές
Λίγες μέρες μετά, στις 11/10/1920 πάλι στον «Εργατικό Αγώνα» δημοσιεύεται προκήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚΕ «προς τους στρατιώτες του μετώπου». Μέσα από αυτήν διαφαίνεται ξεκάθαρα η αντιπολεμική πολιτική του κόμματος, αλλά και η καταστολή του από το βενιζελικό καθεστώς:
«Έλληνες εργάται και χωρικοί του μετώπου! Έλληνες στρατιώται!
Ενώ η κυβέρνησις των εκμεταλλευτών σας διακηρύττει ότι θα γίνουν ελεύθερες εκλογές, τα όργανά τους εκβιάζουν και τρομοκρατούν εδώ πίσω τους αδελφούς σας που τολμούν να διαδηλώσουν το φρόνημά τους. Ενώ διακηρύττει ότι θα γίνουν ελεύθερες στο μέτωπο οι εκλογές, απαγορεύει στις εφημερίδες μας, απαγορεύει στις σοσιαλιστικές εφημερίδες να κυκλοφορήσουν στο μέτωπο.
Απαγορεύει δηλαδή στο Κόμμα μας στο κόμμα των Ελλήνων εργατών και χωρικών, στους αδελφούς σας, που μόνοι μπορούν να σας μιλήσουν τη δική σας γλώσσα των φτωχών και των δυστυχισμένων, να επικοινωνήσουν μαζί σας, να σας πουν τι γίνεται εδώ πίσω στα σπίτια σας και στα χωριά σας, να σας διαφωτίσουν, για να δώσετε την ψήφο σας εκεί που πρέπει.
Εκείνοι που σας έστειλαν στο μέτωπο να σκοτωθείτε, εκείνοι που στην ειρήνη εκμεταλλεύονται τον ιδρώτα σας και το αίμα σας στον πόλεμο για να πλουτίζουν, αποφάσισαν τώρα να εκμεταλλευθούν και την ψήφο σας και τη συνείδησή σας για να διατηρήσουν την εξουσία (…) Θέλουν την ψήφο σας για να μπορέσουν κρατώντας στα χέρια την εξουσία, να εξακολουθήσουν τους πολέμους που σας κρατούν οκτώ τώρα χρόνια διαρκώς επιστρατευμένους και σας σέρνουν από μέτωπο σε μέτωπο, για να εξακολουθήσουν να πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι τον ιδρώτα σας, για να εξακολουθήσουν να σας καταπιέζουν και να σας τυραννούν».
Το αντιπολεμικό κάλεσμα είχα πρακτική ανταπόκριση στις εκλογές όπου το ΣΕΚΕ έκανε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης.
Η αντίσταση στα μετόπισθεν
Αλλά υπήρχε αντίσταση στο καθεστώς και στα μετόπισθεν όσο κι αν αυτό υποτιμάται από την επίσημη ιστορία: Στα 1921-22 υπήρξε ένα κύμα απεργιών όπου, εκτός από τα αιτήματα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων που ήταν τραγικές, κυριαρχούσαν και τα αντιπολεμικά συνθήματα.
Τον Ιανουάριο του 1921 υπήρξε μαχητικό συλλαλητήριο στην Καβάλα με κορμό τους καπνεργάτες, ενώ στο αντίστοιχο συλλαλητήριο στη Δράμα κύριο αίτημα ήταν το «Κάτω ο πόλεμος». Τον Φλεβάρη του 1921 ξεκίνησε μεγάλη απεργία στο Βόλο, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εξεγερμένοι εργάτες με την καθοδήγηση του ΣΕΚΕ και της Πανεργατικής Ένωσης Βόλου κατέλυσαν την τοπική εξουσία και κυριάρχησαν στην πόλη για δυο μέρες. Η κυβέρνηση συνέλαβε τελικά 300 εργάτες, ανάμεσά τους τους ηγέτες της ΓΣΕΕ Αβραάμ Μπεναρόγια και Θωμά Αποστολίδη που έμειναν προφυλακισμένοι για δύο χρόνια.
Τον Μάιο και τον Νοέμβριο του 1921 έγινε απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτρισμού και Ηλεκτροκίνησης. Η απεργία του Νοεμβρίου χαρακτηρίστηκε από την κυβέρνηση ως στάση, οι απεργοί αρνήθηκαν να υποχωρήσουν και τελικά 11 από αυτούς καταδικάστηκαν από στρατοδικείο και φυλακίστηκαν. Συνολικά το 1921 υπήρξαν 50 απεργίες με 40.000 απεργούς.
Τον Μάρτιο του 1922 ξέσπασε απεργία των εργατών ατμόπλοιων, λιμανιού και τελωνείου της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο απεργία φορτοεκφορτωτών, αρτεργατών, ηλεκτροτεχνικών, ξυλουργών, καθώς και των καπνεργατών Καβάλας και Ξάνθης.
Όλα αυτά συντέλεσαν σε μεγάλο βαθμό στο τέλος του πολέμου, με τον τραγικό τρόπο που έγινε, εφόσον η άρχουσα τάξη δεν θέλησε με τίποτε να σταματήσει συντεταγμένα τη σφαγή. Ακόμη και την ύστατη στιγμή, όταν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έβλεπε τη διαγραφόμενη ήττα, αντί για εκεχειρία, προσπάθησε να αρπάξει την Κωνσταντινούπολη -για να τους μείνει κάτι από τη μεγάλη περιπέτεια-, μετακινώντας μεγάλο αριθμό στρατιωτών στη Θράκη και αποδυναμώνοντας περαιτέρω το μέτωπο. Ένα μέτωπο όπου στην απέναντι πλευρά του πολεμούσε ένας επαναστατικός στρατός με στόχο την εθνική ανεξαρτησία. Η κατάρρευση της ελληνικής εκστρατείας ήταν προ των πυλών.
«Είμαστε ηρωικοί στρατιώτες της ανθρωπότητας και όχι της πατρίδας σας»
Τον Σεπτέμβριο του 1920 η Κεντρική Επιτροπή των «Κομμουνιστών Στρατιωτών του Μετώπου» δημοσίευσε προκήρυξη όπου μεταξύ άλλων τόνιζε:
Όταν οι «μεγαλοπράγμονες πολιτικοί» και οι «πατέρες» του έθνους, ασυνείδητα όργανα της τάξης αυτής, ρητορεύουν κομπαστικά για «εθνικές διεκδικήσεις» και «εθνικά συμφέροντα» υπονοούν τα συμφέροντα αυτής της κυβερνώσης ολιγαρχίας των πλουσίων».
Κάτω η επιστράτευσης και κάθε άλλος εκβιασμός του λαού δια νέους πολέμους. Ζήτω η ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου.
Στις 3/1/1921, με αφορμή την Πρωτοχρονιά, η εφημερίδα «Εργατικός Αγώνας» του ΣΕΚΕ, δημοσίευσε το παρακάτω πολύ χαρακτηριστικό άρθρο-προκήρυξη των «Κομμουνιστών Στρατιωτών του Μετώπου»:
Μη μας μιλάτε πια για λευτεριά, γιατί τόσο πιο αβάσταχτα αισθανόμαστε τη σκλαβιά μας. Είδαμε ότι και οι κυβερνήτες, όποιο χρωματισμό κι αν έχουν, δεν είναι παρά γνήσιοι αντιπρόσωποι της εκμεταλλεύτριας αυτών τάξης και ότι η κρατική εξουσία με την στρατοκρατία της δεν είναι παρά μια οργανωμένη βία σε υπηρεσία των συμφερόντων της. Μη μας μιλάτε λοιπόν για πατρίδες και για εθνικές αποκαταστάσεις γιατί τόσο πιο σιχαμεροί μας φαινόσαστε […] κι όταν πια τα είδωλά σας γκρεμίστηκαν μέσα μας και εμείς οι τυφλοί αναβλέψαμε, εκυριεύτηκε η καρδιά μας από μίσος εναντίον σας.
Μα όχι από το καταστρεπτικό και στείρο εκδικητικό μίσος που σεις και οι όμοιοί σας καλλιεργείτε καταχθόνια ανάμεσα στους λαούς και που γεννάει τις ανθρωποσφαγές των γαλλογερμανικών και ελληνοβουλγαρικών πολέμων, αλλά το μεγάλο και ιερό και δημιουργικό αίσθημα της αγανάκτησης, που κατά τις ώριμες επαναστατικές ιστορικές περιόδους εμψυχώνει τους λαούς που συντρίβουν τα δεσμά της σκλαβιάς τους, γκρεμίζουν την παλιά κοινωνία και οικοδομούν μια καινούργια, ελεύθερη και δίκαιη. Το σπέρμα της καινούργιας ανθρωπότητας έπεσε από πολύ καιρό τώρα και βλάστησε μέσα στους καπνούς του πολέμου, εκεί πάνω στο βοριά. Γι’ αυτό, μεγάλοι κυβερνήτες, είμαστε πραγματικά ηρωικοί στρατιώτες της ανθρωπότητας και όχι της πατρίδας σας. Και γι’ αυτό η πρώτη του 1921 δεν ακούει εδώ πάνω στο μέτωπο ούτε τα μοιρολόγια των αδικοσκοτωμένων, ούτε τους στεναγμούς των βασανισμένων, αλλά μια κραυγή μεγάλη στεντόρεια, που βγαίνει κι απ’ των πολεμιστάδων τα παλληκαρίσια στήθεια κι από των κοιτώμενων ταχτικιασμένα πνευμόνια κι από των αποθαμένων τα χωσμένα κόκκαλα: Ζήτω η Επανάστασις!»
Κομμουνιστές στρατιώτες του μετώπου
Πέτρος Τσάγκαρης*
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, μέρος Δ’
Την άνοιξη του 1921, η κυβέρνηση των μοναρχικών και των συμμάχων τους -παρότι είχε εκλεγεί από τον Νοέμβριο του 1920 με σύνθημα τον τερματισμό του πολέμου- αποφάσισε τον προέλαση προς την Άγκυρα, εγκαταλείποντας οριστικά και τα τελευταία προσχήματα ότι επρόκειτο για εκστρατεία «απελευθέρωσης των αλύτρωτων αδελφών»: ήταν πια μια απροσχημάτιστη ιμπεριαλιστική εκστρατεία για την κατάληψη ξένων εδαφών και την υποδούλωση ξένων πληθυσμών και κυρίως για την καταστροφή του επαναστατικού στρατού του Κεμάλ.
Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ και Αφιόν-Καραχισάρ). Ταυτόχρονα Γάλλοι και Ιταλοί εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στη Μ. Ασία και πολλές από τις περιοχές αυτές καταλήφθηκαν από τον ελληνικό στρατό (π.χ. Έφεσος που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί). Ωστόσο η προέλαση του ελληνικού στρατού τερματίστηκε με τη Μάχη στο Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Από εκεί κι έπειτα και επί ένα χρόνο υπήρξε στασιμότητα. Διεξαγόταν ένας μακρόσυρτος πόλεμος χαρακωμάτων, ο οποίος κόστιζε καθημερινά στον ελληνικό λαό 8 εκατ. δραχμές, ένα ποσό ιλιγγιώδες για την εποχή.
Κρίση και κατάρρευση
Υπό το βάρος των εξελίξεων και των αυξανόμενων αντιπολεμικών διαθέσεων του λαού (βλ. μέρος Γ’ της σειράς) τον Μάιο του 1922 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Γούναρη και ανέλαβε ο Ν. Στράτος. Για να αντιμετωπιστεί η οικονομική καταστροφή που διαγραφόταν ο υπουργός Οικονομικών -και μετέπειτα πρωθυπουργός- Π. Πρωτοπαπαδάκης διχοτόμησε το νόμισμα και επέβαλε αναγκαστικό δάνειο στον πληθυσμό (ίσο με τη μισή αξία του κάθε χαρτονομίσματος) διογκώνοντας περαιτέρω τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Μπροστά σε αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια, τις μαζικές λιποταξίες, τις στρατιωτικές δυσκολίες και την ενίσχυση του Κεμάλ (είχε ήδη έρθει σε συνεννόηση με τον γαλλικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό), η νέα κυβέρνηση θέλησε να παρουσιάσει μια επιτυχία: ζητά από τους συμμάχους το «πράσινο φως» για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτοί αρνούνται.
Σε όλη αυτή την περίοδο εκτός από ήττες και παραιτήσεις κυβερνήσεων, σημειώνονται και διαδοχικές αλλαγές της στρατιωτικής ηγεσίας της μικρασιατικής εκστρατείας έπειτα από παραιτήσεις ή αρνήσεις να αναλάβουν την ηγεσία (Παρασκευόπουλος, Παπούλας, Χατζανέστης, Μεταξάς).
Στα μέσα Αυγούστου 1922 επήλθε η κατάρρευση του μετώπου καθώς ο ελληνικός στρατός διασπάστηκε από το στρατό του Κεμάλ. Κυρίως στο νότιο τμήμα οι ήττες ήταν συντριπτικές καθώς ολόκληρες μεραρχίες κυκλώθηκαν και παραδόθηκαν, όπως το σώμα στρατού υπό τον Νικ. Τρικούπη. Στο βορρά η υποχώρηση έγινε πιο συντεταγμένα, ωστόσο ο στόχος του στρατού ήταν πάντα να φθάσει στη θάλασσα, εγκαταλείποντας όπως όπως τους πριν από λίγους μήνες «απελευθερωμένους αδελφούς».
Σφαγές
Στην Ελλάδα είναι γνωστές οι περισσότερες σφαγές που διέπραξε ο στρατός του Κεμάλ καθώς και τα αντάρτικα τουρκικά σώματα σε βάρος των Ελλήνων και άλλων εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων. Όμως είναι σχεδόν άγνωστες οι ελληνικές θηριωδίες. Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι υπήρξαν οργανωμένες σφαγές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των ελληνικών κτηνωδιών -όπως τις περιγράφει- στις περιοχές Γιάλοβας, Κίου (Gemlik) και Νικομήδειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στη μορφή «καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένων επιζώντων», αλλά είδαν επίσης Έλληνες πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς. Σύμφωνα με τον Τόινμπι με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, και εξαναγκάστηκαν χιλιάδες άστεγοι πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές.
Όμως ήταν στην υποχώρηση που ξεκίνησε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1922 που ο ελληνικός στρατός διέπραξε τα μεγαλύτερα εγκλήματα, καίγοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας τους ντόπιους πληθυσμούς. Στο χωριό Καρατεπέ, π.χ., ο ελληνικός στρατός μάζεψε και τους 400 κατοίκους στο τζαμί του χωριού και του έβαλε φωτιά -όσοι διέφυγαν από τη φωτιά τουφεκίστηκαν. Αντίστοιχα εγκλήματα διέπραξε και στο Σαλιχλί. Η πόλη Αλασεχίρ παραδόθηκε στις φλόγες και σκοτώθηκαν 3.000 Τούρκοι κάτοικοί της.
Στις 6-7 Σεπτεμβρίου το έγκλημα συνεχίστηκε στην πόλη Μανισά όπου σκοτώθηκαν σχεδόν 4.500 Τούρκοι και η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Αμερικανός υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Τζέιμς Λόουντερ Παρκ, που επισκέφτηκε την περιοχή μετά την εκκένωσή της από τον ελληνικό στρατό, έγραψε: «Η Μανισά… σχεδόν εξαφανισμένη από τη φωτιά: [καταστράφηκαν] 10.300 σπίτια, 15 τζαμιά, 2 δημόσια λουτρά, 2.278 μαγαζιά, 19 ξενοδοχεία, 26 μέγαρα».
Το πιο τραγικό χωριό ήταν ο Κασαμπάς (σήμερα Τουργκουτλού), όπου ο υποχωρών ελληνικός στρατός κατέστρεψε το 90% των κτιρίων και σκότωσε τουλάχιστον 1.000 κατοίκους (η τουρκική πλευρά μιλά για πολλαπλάσιους νεκρούς). Λίγες ημέρες μετά, κι ενώ στην πόλη είχαν φτάσει Έλληνες πρόσφυγες από άλλες περιοχές, μπήκε ο τουρκικός στρατός και τους εξόντωσε όλους, δηλ. περίπου 4.000 ανθρώπους.
Τα εκατέρωθεν τερατουργήματα ολοκληρώθηκαν στη Σμύρνη, όπου βρήκαν το θάνατο δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, Αρμένιοι και άνθρωποι από άλλες εθνότητες, όταν η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες, προφανώς από Τούρκους εθνικιστές.
Ήττα
Με την ήττα και την καταστροφή της Σμύρνης, ενταφιάστηκε οριστικά και η «Μεγάλη Ιδέα», βασική συνεκτική ουσία της συγκρότησης του ελληνικού εθνισμού –και εθνικισμού– για δεκαετίες και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια. Εφαρμοσμένη αυτή πολιτική –που όσο ήταν απλώς ιδεολογία φάνταζε σαν ρομαντικό όραμα επιστροφής στα υπαρκτά ή ανύπαρκτα μεγαλεία του παρελθόντος– δοκιμάστηκε στην πράξη πάνω στα κορμιά εκατομμυρίων ανθρώπων: άλλοι από αυτούς σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και οι περισσότεροι ξεριζώθηκαν χάνοντας τα πάντα. Και μάλιστα οι μισοί περίπου από αυτούς ήταν τα «σκλαβωμένα αδέλφια» που δήθεν θα απελευθερώνονταν.
Διπλωματικά η Μικρασιατική Εκστρατεία τελείωσε με την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών την 13 Οκτωβρίου 1922 και την Συνθήκη της Λοζάνης στις 24 Ιουλίου 1923.
Η ήττα οδήγησε σε κατακλυσμιαίες εξελίξεις και στην ελληνική κεντρική πολιτική σκηνή: Βενιζελικοί αξιωματικοί έκαναν μίνι πραξικόπημα στις 11/9/1922 και απαίτησαν την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ (των Αγγλογάλλων). Ο βασιλιάς έφυγε για μία ακόμη φορά στο εξωτερικό, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και συστάθηκε έκτακτο στρατοδικείο, όπου παραπέμφθηκαν υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Η δίκη έγινε με συνοπτικές διαδικασίες: Από την εποχή της Παρισινής Κομμούνας ήταν γνωστό στις αστικές τάξεις ότι οι μεγάλες στρατιωτικές ήττες μπορεί να οδηγήσουν σε τέτοιου μεγέθους λαϊκές εκρήξεις που να θέτουν σε κίνδυνο συνολικά το σύστημα. Προκειμένου λοιπόν να σωθεί συνολικά το αστικό καθεστώς οι έξι (Δ. Γούναρης, Ν. Θεοτόκης, Γ. Χατζανέστης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και Ν. Στράτος) καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ώστε να εκτονωθεί η λαϊκή οργή.
Η ηττημένη Ελλάδα υπέγραψε τελικά (διά χειρός Βενιζέλου) τη Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.
Παρά την ήττα η ελληνική αστική τάξη παρέμεινε μέχρι σήμερα προσανατολισμένη στον μιλιταρισμό που σε συνδυασμό με τις συμμαχίες με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες, θεωρούσε ότι της δίνει πλεονεκτήματα για τις οικονομικές και πολιτικές εξορμήσεις της στην περιοχή. Η νίκη επί των δυνάμεων του Άξονα το 1940, μοναδική περίπτωση μέχρι το 1943, ήταν ενδεικτική της ποιότητας του ελληνικού στρατού. Αλλά φυσικά τον ίδιο δρόμο επέλεξε και η άλλη πλευρά σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι εξοπλισμών, κρίσεων και, όπως απέδειξε η Κύπρος, και πολέμων, από το οποίο απολύτως τίποτε δεν κέρδισε ο λαός.
Τα αίτια της ήττας
Η κλασική εξήγηση της ήττας του ελληνικού στρατού επικεντρώνεται στον «εθνικό διχασμό», δηλ. στη σύγκρουση βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Αν υπήρχε «ομόνοια» η έκβαση της εκστρατείας θα ήταν διαφορετική, λένε πολλοί, σε μια βαρετή επανάληψη των ανιστορικών και ανιστόρητων σχημάτων του τύπου «οι Έλληνες μονιασμένοι μπορούν να κάνουν θαύματα».
Η κριτική επικεντρώνεται στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο επειδή μετά τον Νοέμβριο του 1920, όταν πήρε την κυβέρνηση, αντικατέστησε τους παλιούς και έμπειρους αξιωματικούς με άπειρους και ανίκανους. Ασφαλώς η εξέλιξη αυτή έπαιξε κάποιο ρόλο, ωστόσο δεν ήταν καθοριστικός. Εξάλλου οι εκκαθαρίσεις ήταν αμοιβαίες και μάλιστα όταν είχε έρθει στην κυβέρνηση ο Βενιζέλος το 1917 είχε αποπέμψει πολύ περισσότερους στρατιωτικούς ηγέτες που ήταν έμπειροι από τους Βαλκανικούς Πολέμους: απομάκρυνε περίπου 1.500 ανώτατους αξιωματικούς ενώ οι αντιβενιζελικοί (όταν πήραν την κυβέρνηση) μόνο 500.
Οι κάθε λογής επίγονοι του βενιζελισμού υποστηρίζουν ότι η πρώτη φάση της εκστρατείας (δηλ. αυτή του Βενιζέλου) ήταν σωστή και ότι το εγκληματικό λάθος ήταν η προέλαση προς την Άγκυρα που έκαναν οι αντιβενιζελικοί. Όμως η πορεία του πολέμου ήταν προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός πάτησε το πόδι του στη Σμύρνη. Ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να αναλάβει, ως στρατιωτικός που ήταν, την ηγεσία της εκστρατείας καθώς είχε πάντοτε την άποψη ότι ο πειθαναγκασμός του Κεμάλ να υπογράψει ειρήνη με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών ήταν αδύνατος «διότι η τουρκική αντίστασις θα μετετίθετο περαιτέρω εις το εσωτερικόν». Έτσι «θα έπρεπε να καταληφθεί ολόκληρος η Μικρά Ασία δια να πεισθούν οι Νεότουρκοι να συνθηκολογήσουν». Μάλιστα ο ίδιος θεωρούσε «ανεπαρκή την Ελλάδα δια την κατάληψη ολοκλήρου του νέου τουρκικού κράτους» και πάντως δεν έβλεπε το τέρμα του διεξαγομένου πολέμου.
Η άλλη αιτία που προβάλλεται είναι η στάση των συμμάχων. Όμως γιατί θα έπρεπε πάντα οι σύμμαχοι να υποστηρίζουν τις ελληνικές ιμπεριαλιστικές βλέψεις; Το ότι η Αντάντ ήταν μια λυκοσυμμαχία στο εσωτερικό της οποίας η καθεμία ιμπεριαλιστική δύναμη προσπαθούσε να «ρίξει» διαρκώς τις συμμάχους της και να αποσπάσει για την ίδια τη μεγαλύτερη δυνατή λεία, ήταν γνωστό από την αρχή. Το κρυφτούλι με την Ιταλία ήταν παρόν σε όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και ακόμη πριν από αυτή: για να μην καταλάβει περισσότερα εδάφη η Ρώμη αναγκάστηκε το Παρίσι να αποδεχτεί την άποψη του Λονδίνου ότι η Αθήνα έπρεπε να καταλάβει τη Σμύρνη (βλ. μέρος Α’ και Β’).
Όταν και η Γαλλία και η Αγγλία απέκτησαν αυτά που ποθούσαν, όταν δηλ. έγινε η μοιρασιά της Μ. Ανατολής και των πετρελαίων της, και όταν διαπιστώθηκε ότι ο Κεμάλ δεν είχε «μπολσεβίκικες προθέσεις», οι ιμπεριαλιστικές αυτές δυνάμεις δεν είχαν λόγο να συνεχίσουν τον πόλεμο. Ειδικά όταν στον ελληνικό θρόνο είχε παλινορθωθεί ένας σύμμαχος των Γερμανών.
Ο ρόλος του Κεμάλ
Το κίνημα του Κεμάλ ήταν ο δίδυμος αδελφός του κινήματος στο Γουδή στην Ελλάδα, εκπροσωπούσε δηλ. τα συμφέροντα της αστικής τάξης που ήθελε ένα σύγχρονο δικό της κράτος για να προωθεί τα συμφέροντά της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ο Κεμάλ αντιτάχθηκε στον σουλτάνο και διεξάγοντας για μεγάλο χρονικό διάστημα ταυτόχρονα εμφύλιο πόλεμο και αντάρτικο κατά των εισβολέων (Ελλήνων και λοιπών), μπόρεσε να συσπειρώσει πίσω του την ανερχόμενη αστική τάξη. Αλλά κυρίως μπόρεσε να ξεσηκώσει τους τουρκικούς και άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τόσο κατά του σουλτάνου όσο και κατά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης.
Επίσης ο στρατός του Κεμάλ, όπως όλοι οι επαναστατικοί στρατοί σε μια σειρά εξεγέρσεις, μπόρεσε να αποκτήσει και άλλα όπλα, καθώς τα εγκατέλειπαν μετά τις ήττες ή τις υποχωρήσεις τους άλλοι στρατοί, κυρίως ο γαλλικός και ο ιταλικός. Ταυτόχρονα ο Κεμάλ είχε την ευφυΐα να κλείσει τα άλλα μέτωπα συνάπτοντας συνθήκες ειρήνης με Αρμενία, Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν τον Οκτώβριο 1921.
Είναι αλήθεια ότι σε στρατιωτικό επίπεδο ο Κεμάλ πήρε βοήθεια από την επαναστατημένη Ρωσία (οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν όλα τα εθνικοαπαλευθερωτικά κινήματα που υπονόμευαν το ιμπεριαλιστικό στάτους κβο), ενώ το ελληνικό κράτος υπό τον Βενιζέλο είχε προσπαθήσει, σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές, να καταπνίξει τη Ρωσική Επανάσταση με την εκστρατεία στην Κριμαία (βλ. Μέρος Α’). Κι όμως οι μπολσεβίκοι προσπάθησαν να φέρουν τα δύο μέρη σε συνεννόηση για να τερματιστεί ο πόλεμος, ακόμη και με αυτονόμηση της περιοχής της Σμύρνης με ελληνική διοίκηση (φυσικά δεν εισακούστηκαν). Όταν ωστόσο μπόρεσαν να παίξουν κάποιο ρόλο στην πράξη, τα πράγματα είχαν ως εξής: Ο ίδιος ο μητροπολίτης Τραπεζούντας και αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος γράφει ότι το νεοσυσταθέν σοβιέτ των Ρώσων στρατιωτών της Τραπεζούντας βοήθησε και εξόπλισε τις ομάδες αυτοάμυνας της «Εθνικής Ένωσης Νέων» οι οποίες αντιστάθηκαν στους επελαύνοντες τσέτες [σ.σ. αντάρτικά σώματα Τούρκων εθνικιστών] και με αυτό τον τρόπο, όπως λέει πάντα ο Χρύσανθος, διασώθηκε ο μισός ελληνικός πληθυσμός της πόλης.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας ήττας της ελληνικής εκστρατείας που αποσιωπάται συστηματικά από την ελληνική πλευρά ήταν οι μαζικές λιποταξίες και ανυποταξίες των Ελλήνων (τόσο από την Ελλάδα όσο και από τις κατακτημένες περιοχές της Μ. Ασίας), η αντιπολεμική δράση του ΣΕΚΕ και οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης στο εσωτερικό της Ελλάδας (βλ. μέρος Γ’).
Η ανταλλαγή πληθυσμών
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων η Ελλάδα είχε σχεδόν διπλασιάσει την επικράτεια και τον πληθυσμό της. Ωστόσο οι μειονότητες έφταναν πλέον το 13% του πληθυσμού και μετά τον τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 20%! Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού ήταν μουσουλμάνοι.
Αντίστοιχα «προβλήματα» είχε και το νεαρό τουρκικό κράτος, κυρίως με τους Έλληνες. Βενιζέλος και Κεμάλ σκέφτηκαν (και συναποφάσισαν) ότι μπορούσε να συνεχιστεί με άλλα μέσα η εθνοκάθαρση που έγινε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία: να ανταλλαγούν οι «λάθος» πληθυσμοί. Η σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπογράφτηκε στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου του 1923, έξι μήνες πριν υπογραφεί η ομώνυμη Συνθήκη. Επρόκειτο για υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεγάλης κλίμακας, ή αλλιώς, συμφωνημένη αμοιβαία εκτόπιση. Ήταν η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορευόταν από διακρατική σύμβαση.
Σχεδόν 1.500.000 Έλληνες ή χριστιανοί ήρθαν στην Ελλάδα (οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει από την Τουρκία καθώς υποχωρούσε ο ελληνικός στρατός). Από την άλλη 500.000 άνθρωποι απελάθηκαν από την Ελλάδα: Τούρκοι, ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, μουσουλμάνοι Ρομά, Πομάκοι, Τσάμηδες, Βλαχομογλενίτες και Ντονμέ.
Κατά εκατοντάδες χιλιάδες απελάθηκαν μουσουλμάνοι από τη Λάρισα, τον Λαγκαδά, τη Δράμα, την Έδεσσα, τις Σέρρες, τη Φλώρινα, το Κιλκίς, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη. Η πληθυσμιακή σύνθεση της Κρήτης άλλαξε επίσης δραματικά, καθώς ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού εκτοπίστηκαν επίσης.
Πολλοί από αυτούς απελάθηκαν ενώ δεν ήταν και δεν αισθάνονταν Τούρκοι. Π.χ. οι Αλβανοί της Τσαμουριάς απελάθηκαν κατά χιλιάδες παρά τις διαμαρτυρίες των αντιπροσώπων τους στη Λοζάνη. Συνολικά πολλές άλλες εθνικές ομάδες αντιτάχθηκαν κοινωνικά και νομικά εναντίον των όρων της συνθήκης, επί δεκαετίες μετά την υπογραφή της.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα μπόρεσε να «ελληνοποιήσει» τη Μακεδονία, λύνοντας το «πρόβλημα» που της κληροδότησαν οι κατακτήσεις της, ενώ σε μικρότερο βαθμό μπόρεσε να λύσει τα μειονοτικά ζητήματα και η Τουρκία. Κανείς βέβαια δεν ρώτησε τη γνώμη των θυμάτων αυτών των μαζικών ξεριζωμών.
*Αναδημοσίευση από «Εργατική Αριστερά» φ.393 (11/10/17)
Πηγή:https://rproject.gr