Η Χρυσή Αυγή έναντι του νόμου: Η σημασία και οι συνέπειες της δίκης στα«Ενθέματα» της Κυριακάτικης Αυγής της 19 Απρίλη. Ενόψει της δίκης της Χρυσής Αυγής θέσαμε σε όλους τους «προσκεκλημένους» μας δύο ερωτήματα: Πρώτον, με βάση τη δική σας οπτική/χώρο/αντικείμενο τι θέλετε να τονίσετε για τη δίκη, τι είναι το πιο σημαντικό; Δεύτερον, τι εξασφαλίζει η ποινική δίωξη και μια ενδεχόμενη καταδίκη όσον αφορά την αντιμετώπιση του νεοναζισμού; Αντίστοιχα, ποια πεδία αφήνει απέξω, και επομένως τι πρέπει να γίνει σε αυτά από πλευράς της κοινωνίας/του κράτους/του αντιφασιστικού κινήματος/των πολιτών; Τους ευχαριστούμε όλους και όλες για την ανταπόκρισή τους.
του Δημήτρη Ψαρρά
Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία για τη σημασία της αυριανής δίκης αρκεί να ρίξει μια ματιά στη στατιστική εξέλιξη των ρατσιστικών εγκληματικών επιθέσεων στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Μετά την άσκηση των διώξεων εις βάρος της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής, τον Σεπτέμβριο του 2013, οι επιθέσεις αυτές των Ταγμάτων Εφόδου παρουσιάζουν κάθετη πτώση. Και ανακάμπτουν μόνο την τελευταία περίοδο, από τη στιγμή που άρχισαν να εκπέμπονται αντιφατικά μηνύματα από την πολιτεία (στην ευρύτερη έννοιά της, δηλαδή την πολιτική τάξη και τη δικαιοσύνη) αλλά και τα μέσα ενημέρωσης, με προσχηματικές δηλώσεις περί «μη δεμένου κατηγορητηρίου», περί «νομικών προβλημάτων» του βουλεύματος, ακόμα και περί «πολιτικής δίωξης».
Αστεία πράγματα. Ακόμα και με την τελική μορφή που πήρε η κατηγορία με το βούλευμα 215/2015 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τα στοιχεία όχι μόνο για τους φυσικούς αυτουργούς αλλά και για την ηγεσία της οργάνωσης είναι συντριπτικά. Παρά το γεγονός ότι οι συντάκτες του βουλεύματος ακολούθησαν την πρόταση του εισαγγελέα Ντογιάκου και περιόρισαν το εύρος της εγκληματικής δράσης από το 2008 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013, έχουν τεκμηριώσει πέρα από κάθε αμφιβολία τις κατηγορίες που απαγγέλλουν.
Γι’ αυτό εξάλλου οι χρυσαυγίτες έχουν λουφάξει την τελευταία περίοδο και επιχειρούν να κρυφτούν πίσω από ένα όψιμο «αντιμνημονιακό» προσωπείο, ικετεύοντας τη νέα κυβέρνηση να επέμβει για τη σωτηρία τους. Οι ίδιοι είναι οι πρώτοι που αναγνωρίζουν την ακρίβεια των στοιχείων και έχουν παύσει να αναφέρονται καν στην υπόθεση, ενώ επιδίδονται σε απελπισμένη αναζήτηση τυπικών ακυροτήτων του κατηγορητηρίου.
Η δικαστική οδός είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην εξάρθρωση της οργάνωσης. Κάποιοι υποτιμούν τη δίκη, και κρύβουν τη δική τους απουσία, αναμασώντας το γνωστό επιχείρημα περί εξαρτημένης και συστημικής δικαιοσύνης και αναθέτοντας σε κάποιο μελλοντικό «αντιφασιστικό κύμα» να σαρώσει τον σημερινό «φασιστικό κίνδυνο», ανατρέποντας μαζί μ’ αυτό και τον καπιταλισμό. Η άποψη αυτή, όμως, οδηγεί κατευθείαν στην ανασυγκρότηση των Ταγμάτων Εφόδου και την αναζωογόνηση της Χρυσής Αυγής.
Φυσικά, το αντιφασιστικό δημοκρατικό κίνημα είναι παρόν και έπαιξε κρίσιμο ρόλο τον Σεπτέμβριο του 2013 μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Σήμερα καλείται να παίξει τον ρόλο του ενεργού παρατηρητή στις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από αύριο. Αλλά οι εγκληματικές οργανώσεις, είτε τύπου μαφίας είτε ναζιστικές, δεν αντιμετωπίζονται με τα δικά τους μέσα, αλλά (και) στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Άλλωστε, έχουμε σχετική πικρή ιστορική εμπειρία. Μετά την Κατοχή ήταν το παλλαϊκό δημοκρατικό κίνημα που οδήγησε τους ελάχιστους δωσιλόγους στο εδώλιο. Και αν οι δίκες που ξεκίνησαν τότε κατέληξαν σε φιάσκο, αυτό οφείλεται και πάλι στην άγρια καταστολή που ξεκίνησε από το Δεκέμβρη του 1944 και κατέληξε στον Εμφύλιο. Αλλά και μετά τη δικτατορία δεν υπήρχε καμιά πρόθεση της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης να οδηγήσει στο δικαστήριο τους υπεύθυνους του πραξικοπήματος. Και όταν υποχρεώθηκαν να το κάνουν, πάλι κάτω από το μυριόστομο «Δώστε τη χούντα στο λαό» του δημοκρατικού κινήματος, βρέθηκε ένα νομικό τέχνασμα, ο «στιγμιαίος» χαρακτήρας του πραξικοπήματος, προκειμένου να περιοριστεί το αξιόποινο στους «πρωταιτίους».
Συνεχιστές, ομοϊδεάτες και θαυμαστές αυτών των δωσιλόγων και των χουντικών είναι οι πρωτεργάτες της Χρυσής Αυγής. Και ελπίζουν ότι θα έχουν την τύχη εκείνων. Ότι θα ευνοηθούν, δηλαδή, από μια πολιτική εξέλιξη που θα τους φέρει και πάλι στον αφρό και θα τους απαλλάξει από τα εγκλήματά τους. Το να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη δεν είναι καθόλου υπόθεση του δικαστηρίου. Αυτό είναι πράγματι πολιτικό ζήτημα, το οποίο οφείλει να αντιμετωπίσει το αντιφασιστικό κίνημα αλλά, πρώτα απ’ όλα, και η κυβέρνηση της Αριστεράς.
Ο Δημήτρης Ψαρράς είναι δημοσιογράφος, μέλος της δημοσιογραφικής ερευνητικής ομάδας «Ο Ιός» και συγγραφέας του βιβλίου «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής» (εκδ. Πόλις).
πηγή:stokokkino.gr