Η ήττα της γερμανικής επανάστασης υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την πορεία του εργατικού κινήματος τον 20ό αιώνα. Σηματοδότησε το τέρμα της επαναστατικής πλημμυρίδας που σάρωσε την Ευρώπη και τον κόσμο μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Έδωσε μια προσωρινή ανάσα στους καπιταλιστές και το αστικό πολιτικό σύστημα που είχαν βρεθεί στο χείλος της αβύσσου τα χρόνια που προηγήθηκαν. Κι έφερε τη Σοβιετική Ρωσία στα δυσάρεστα διλήμματα της απομόνωσης, παράγοντας σημαντικός για να εξηγήσει κανείς την ανάδυση της σταλινικής γραφειοκρατίας τη δεκαετία του ’20.
Η ήττα ήταν άμεσα συνυφασμένη με το ζήτημα της ηγεσίας. Γιατί, αν και το SPD είχε ιδρυθεί με την επαγγελία της ανατροπής του καπιταλισμού και του χτισίματος μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, η ηγεσία του έπαιξε τους μήνες της επανάστασης τον κεντρικό πυροσβεστικό ρόλο. Χωρίς την ηγεσία του SPD, ο γερμανικός καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να επιβιώσει τα πολλαπλά χτυπήματα ενός συνεχιζόμενου πολέμου στο εξωτερικό, ενός στρατεύματος εξεγερμένου που δεν επιθυμούσε πια να πολεμήσει και μιας εργατικής εξέγερσης στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα.
Το SPD ήταν ένα τεράστιο κόμμα: συγκέντρωνε στις γραμμές του εκατομμύρια συνδικαλισμένους εργάτες, είχε δεκάδες εφημερίδες κι έναν μηχανισμό που οργάνωνε τη ζωή των εργατών κυριολεκτικά από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο τους. Ήταν όμως ένα κόμμα που στην πορεία του χτισίματός του έχασε τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά, ανέπτυξε μια γραφειοκρατική ηγεσία που συμβιβάστηκε με τον καπιταλισμό, τη μισθωτή εργασία – έστω με καλύτερους όρους για την εργατική τάξη – και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.