“Ρε παιδιά, κάτι αισθάνθηκα ν’ ανεβαίνει απ’ τα πόδια μου και να βγαίνει απ’ το κεφάλι μου”, είπε ο Στέλιος.
του Νίκου Μπογιόπουλου
Tο φιρμάνι των Γερμανών δημοσιεύτηκε στις 30 του Απρίλη:
«…Την 27.4.44 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν στρατηγόν και τρεις συνοδούς του (…) Ως αντίποινα θα εκτελεστούν: 1) Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944. 2) Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην…».
Στη γλώσσα των κατακτητών (και των συνεργατών τους) «ανανδρία» ήταν ο ηρωικός αγώνας ενάντια στην Κατοχή.
Στη γλώσσα των ναζί (και των ντόπιων ομοϊδεατών και επιγόνων τους) «δολοφονία» ήταν η ένοπλη αναμέτρηση του λαού με τις ορδές του Χίτλερ.
Η είδηση όπως παρουσιάστηκε στην Καθημερινή του 1976: Στην οδό Πειραιώς παρασύρεται από ιδιωτικό αυτοκίνητο και σκοτώνεται ο 18χρονος μαθητής Ισίδωρος Ισιδωρόπουλος στην προσπάθεια του να ξεφύγει από αστυφύλακα που τον καταδιώκει για παράνομη αφισοκόλληση εν όψει της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Η Καθημερινή του 1976 παρουσιάζει το πρώτο θύμα της κρατικής καταστολής και της αστυνομικής βίας της μεταπολίτευσης σε μια μικρή είδηση που υιοθετεί αμάσητα την επίσημα εκδοχή της αστυνομίας σε μια χοντροκομμένη εκστρατεία συγκάλυψης. Η ηλικία του νεαρού Σιδέρη μεγαλώνει ώστε να μη σοκάρει, ενώ ο θάνατος του αποδίδεται σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας. Επιπλέον όπως τονίζεται ήταν και…λαθρο-αφισοκολλητής (με τη σημερινή ορολογία).
Παρασκευή 30 Απριλίου 1976. την ώρα που σε ένα ανάλογο περίεργο δυστύχημα σκοτώνεται ο Αλέκος Παναγούλης- ο αγωνιστής μαθητής Σιδέρης (Ισίδωρος) Ισιδωρόπουλος, μέλος της «Μαθητικής Πρωτοπορίας», κολλούσε αφίσες της οργάνωσης «Κ.Ο. Μαχητής» (Κομμουνιστική Οργάνωση Μαχητής), για την συγκέντρωση της επόμενης μέρας που καλούσε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην πλατεία Κοτζιά.
Λίγες εβδομάδες μετά την εγκατάσταση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, σημειώθηκαν και οι πρώτες εργατικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις. Στάσεις εργασίας, μικροαπεργίες, αποχή από τα μαθήματα παρατηρήθηκαν στα πανεπιστήμια, στα σχολεία. Η πρώτη όμως μετά την εγκατάσταση των κατοχικών αρχών στην Ελλάδα μεγάλη απεργία, η μεγαλύτερη ίσως στην Ελλάδα και η πρώτη στη σκλαβωμένη τότε Ευρώπη πραγματοποιήθηκε από τις 22 του Απρίλη του 1942 μέχρι τις 28-4-1942.
Δηλαδή λίγο μετά το τέλος του τρομερού εκείνου χειμώνα του 1941. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου, κατ’ εντολή των κατοχικών δυνάμεων, εξέδωσε έξι μέρες πριν την έναρξη της απεργίας, στις 16 Απριλίου με την διαδικασία του κατεπειγόντως «νέο» νόμο, που απειλούσε τους δημοσίους υπαλλήλους με εκτέλεση-όχι απόλυση ή επιστράτευση-αν πραγματοποιήσουν την απεργία: «»Αρθρον μόνον: Εις τον Νόμον 3.453 τής 14 Μαΐου 1928 περί απεργούντων δημοσίων υπαλλήλων κλπ., προστίθεται άρθρον 4 έχον ώς έξης: «Οταν η απεργία δημοσίων λειτουργών διενεργείται του κράτους διατελούντος υπό εξαιρετικός συνθήκας και περιστάσεις, αποτελεί ίδιώνυμον έγκλημα τιμωρούμενον και διά της ποινής του θανάτου. Οί απεργούντες εισάγονται δι’άπ’ ευθείας κλήσεως εντός 24 ωρών ενώπιον εκτάκτου πενταμελούς στρατοδικείου, καταρτιζομένου δι’ αποφάσεως του Υπουργού τής Εθνικής Αμύνης. Κατά της εκδιδομένης αποφάσεως, ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται, εκτελείται δέ αύτη, εντός 24 ωρών άπό τής εκδόσεως της».
Μια «διαδρομή» στο κοινωνικό – εργατικό τραγούδι, μέσα από τις σελίδες της σημαντικής έκδοσης του Αρχείου Ιστορίας Συνδικάτων της ΓΣΕΕ.
«Σφυρίζ’ η φάμπρικα μόλις χαράξει, οι εργάτες τρέχουν για τη δουλιά/ Για να δουλέψουνε όλη τη μέρα, γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά». Οι «Φάμπρικες» του Βασίλη Τσιτσάνη, τραγούδι με ιδιαίτερη κοινωνική βαρύτητα, γεννήθηκε μέσα στο σκληρό πολιτικό κλίμα της μετεμφυλιακής περιόδου (1950). Λίγο πριν, το Φεβρουάριο του 1949, είχε δολοφονηθεί στην Ασφάλεια Αθηνών, ο Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ, Μήτσος Παπαρήγας. Είναι ένα από τα εκατοντάδες τραγούδια, που περιλαμβάνονται, μαζί με πληθώρα πληροφοριών, στην έκδοση του Αρχείου Ιστορίας Συνδικάτων (ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ) της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά». Μια διαδρομή στο κοινωνικό εργατικό τραγούδι, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1832, μέχρι και τις μέρες μας, με τη συμβολή του ερευνητή του ελληνικού τραγουδιού Παναγιώτη Κουνάδη, που συγκέντρωσε και σχολίασε τα τραγούδια. Τραγούδια, που συνδέονται με ιστορικούς και αγωνιστικούς σταθμούς της νεότερης Ελλάδας και εκφράζουν τους πόθους και τις ελπίδες του λαού μας, τους καημούς, τις αγωνίες, το μεράκι, την αξιοπρέπειά του. Μουσικές δημιουργίες, που στην έκδοση ταξινομούνται και ανάλογα με το περιεχόμενό τους: Τα επαγγέλματα, η μετανάστευση, συνθήκες ζωής και κοινωνική αδικία, δρόμοι παράλληλοι με την ελληνική ιστορία, συνθήκες εργασίας και διεκδικητικοί αγώνες. Η έκδοση, που θα διανεμηθεί δωρεάν στα συνδικάτα, χωρίζεται σε δυο βασικές περιόδους. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή και από εκεί μέχρι τις μέρες μας.
Δημοσιεύθηκε στις 26 Ιούλ 2012
Το ντοκιμαντέρ του BBC έτος παραγωγής (2008) εξετάζει κατά πόσο οι εξελίξεις στα μαθηματικά στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα έχουν αλλάξει τις αντιλήψεις μας γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές του κόσμου στον οποίο ζούμε.
Καθώς είμαστε στα πρόθυρα τόσο οικονομικών όσο και κλιματικών ανατροπών, το ντοκιμαντέρ εξετάζει μέσω της μαθηματικής επιστήμης την απροθυμία μας να αντιμετωπίσουμε τις ανατροπές αυτές μέχρι τώρα και θέτει το ερώτημα εάν ακόμα και τώρα, προτιμούμε να εθελοτυφλούμε παρά να αντιμετωπίσουμε σκληρές αλήθειες.
του Νίκου Μπογιόπουλου
Η ιστορική άγνοια αποτελεί λίπασμα για την πολιτική αφασία. Ο φασισμός γίνεται «ελκυστικός» πάντα και μόνο πάνω στο έδαφος της αφασίας και της άγνοιας. Το κράτος των αστών έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί την αφασία και την άγνοια, ώστε έτσι να κρατά πάντα ζεστό τον κόρφο που επωάζει τα «φίδια» του.
Δεν υπάρχει χούντα (στην Ελλάδα και οπουδήποτε στον κόσμο) που να μην είναι κυλισμένη στο αίμα της τρομοκρατίας, στην αγριότητα, στην ταξική βαρβαρότητα και στο βούρκο της διαφθοράς
(σ.σ.: Με τους «ημέτερους» συνταγματάρχες είχαμε εκείνη ακριβώς τη διαφθορά και εκείνη την «τιμιότητα» που άρμοζε στη γελοιότητά τους: από τα «κρέατα του Μπαλόπουλου» μέχρι την «νέα φαυλοκρατία» με τις «τακτοποιήσεις» των γαμπρών του Παττακού, των αδερφών του Παπαδόπουλου και των ίδιων των πραξικοπηματιών που «νομοθέτησαν» τον… διπλασιασμό των μισθών τους, και από τις συμβάσεις με «Litton», «Μακντόναλντ», «Τομ Πάππας» και «Ζήμενς» – πάντα η… «Ζήμενς» – μέχρι την ανέγερση του «θαυματουργού» (καθότι… αόρατος) Ναού του Σωτήρως. Μόνο από εκεί, από έναν προϋπολογισμό ύψους 450 εκατομμυρίων, φαγώθηκαν τα 400…).
Εντούτοις, εδώ θα περιοριστούμε να αναφερθούμε σε ένα μόνο από τα «καλά» της δικτατορίας: Σ’ αυτό τ
Τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1971 ο Νικόλαος Μακαρέζος και ο Ιωάννης Λαδάς συνάντησαν έναν ενθουσιώδη ιταλό φίλο του ελληνικού δρόμου προς την αντιδημοκρατική εκτροπή. Δεν επρόκειτο για εθιμοτυπική ή διπλωματική επίσκεψη: ο ιταλός επισκέπτης έφτασε στην Αθήνα εκπροσωπώντας τη φασιστική οργάνωση Movimento Sociale Italiano (MSI), προκειμένου να ζητήσει τη συνδρομή του δικτατορικού καθεστώτος σε ένα σχέδιο γενικευμένης αποσταθεροποίησης στην Ιταλία. Του Κωστή Καρπόζηλου.
Η παρασκηνιακή συνάντηση εγγράφεται στις πυκνές επαφές μεταξύ τμημάτων της στρατιωτικής δικτατορίας και του δυναμικού ιταλικού νεοφασιστικού κινήματος, που βασιζόταν σε ιδεολογικές ταυτίσεις και, κυρίως, στη διάθεση συντονισμού του αντικομμουνιστικού αγώνα. Το τελευταίο διάστημα το ζήτημα των διεθνών διασυνδέσεων του δικτατορικού καθεστώτος και ο ρόλος των ελληνικών φασιστικών κύκλων στην Ιταλία έχει αναδειχθεί μέσα από δημοσιεύματα που αναζητούν εκεί, μεταξύ άλλων, τις καταβολές των μεταπολιτευτικών μεταπλάσεων της ελληνικής άκρας Δεξιάς.1
Το ενδιαφέρον αυτό, που συνδέεται προφανώς με τις πολιτικές προκλήσεις του σήμερα, συμβάλλει ταυτόχρονα στη χαρτογράφηση ενός πεδίου που αντιμετωπιζόταν από την ελληνική ιστοριογραφία μάλλον με περισσή περιφρόνηση και αφελή καχυποψία: τη σημασία των μυστικών υπηρεσιών, τις γεωγραφικές εξακτινώσεις του αντικομμουνιστικού αγώνα, τα πολλαπλά νήματα που συνέδεαν τους εσωτερικούς μηχανισμούς της δικτατορίας με τις οργανώσεις του «ελεύθερου κόσμου».