ΜΕΛΕΤΕΣ - ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

Σύμφωνα με τους διαπρύσιους κήρυκες της ισχύουσας κατάστασης πραγμάτων, πρέπει, πάση θυσία, να αποτρέψουμε τον κίνδυνο μιας «νέας Βαϊμάρης». Πέρα από την πραγματικά απωθούμενη, κοινή, δομική αναφορά μεταξύ του τότε και του σήμερα, δηλαδή τον αυταρχικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, την αγριότητα μιας άνευ όρων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την απροκάλυπτη και ανεξέλεγκτη ενίσχυση των κατασταλτικών μορφών άσκησης εξουσίας, τα ίδια τα γεγονότα δεν «ταιριάζουν». Εκεί που τα «μαντρόσκυλα» της ισχύουσας ιδεολογίας μιλούν για μια σύγκρουση μεταξύ δύο άκρων, στην περίπτωση της βραχύβιας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρίσκουμε κάτι άλλο. Ας παραθέσουμε, λοιπόν κάποιες «λεπτομέρειες», εν είδη υπενθύμισης…

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε αδύναμη. Σημαδεμένη εξαρχής από τον ανταγωνισμό μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού και του κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή, με άλλα λόγια, από τη διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Σημαδεμένη από την ιδιότυπη διεθνή συγκυρία, από τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλαδή από τις επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία για την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εύθραυστη στο πεδίο των θεσμών, αφού δημιουργήθηκε από την συγκυριακή συμφωνία μεταξύ των πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων που συνάφθηκε αμέσως μετά την ήττα. Αποτέλεσμα, η ίδια, της ήττας της εξέγερσης των σπαρτακιστών, την οποία ακολούθησε η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς.

Ο Όργουελ στον Ισπανικό Εμφύλιο

Ήταν τέλη Δεκέμβρη του 1936, λιγότερο από 7 μήνες από τότε που άρχισα γράφω, και είναι ακόμα για μένα, μια περίοδος, που μου αντιστάθηκε, πριν αρχίσει να ξεμακραίνει. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, αυτή την αίσθηση, κατάφεραν να την κάνουν να σβήσει πολύ πιο δυνατά, απ’ ότι, ας πούμε, τα γεγονότα του 1935, ή (με αλλιώτικο βέβαια τρόπο), ακόμα και αυτά του 1905!

Έφτασα στην Ισπανία με μια κάποια θέληση να γράψω άρθρα για εφημερίδες, αλλά σχεδόν αμέσως, κατατάχτηκα στην Πολιτοφυλακή! Γιατί εκείνες τις μέρες, και σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, φάνταζε σαν, το απολύτως αυτονόητο, το πιο λογικό πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς!

Οι Αναρχικοί, εξακολουθούσαν να διατηρούν έναν μάλλον φανταστικό έλεγχο στην Καταλονία, και η Επανάσταση εξακολουθούσε να προχωράει μέσα από μια ιδιότυπη γενική έξαψη. Σε κάποιον πάντως που θα ήταν παρών από την αρχή των γεγονότων, φαινόταν, από τον Δεκέμβρη κιόλας ή τον Γενάρη, πως η Επαναστατική περίοδος, είχε ήδη τελειώσει. Αλλά για κάποιον που ερχόταν κατ’ ευθείαν  από την Αγγλία, το θέαμα της Βαρκελώνης, ήταν σίγουρα κάτι το τρομακτικό και κατακλυσμιαίο!

Για μένα άλλωστε, ήταν και η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια πόλη, όπου τα χαλινάρια τα κρατούσε η εργατική τάξη. Πρακτικά μιλώντας, όλα τα κτίρια, οποιουδήποτε μεγέθους, είχαν καταληφθεί από τους εργάτες, που είχαν βέβαια «φορέσει» τις κόκκινες σημαίες, ή και τις μαυρο-κόκκινες, των Αναρχικών. Σε όλους, μα όλους τους τοίχους της πόλης, υπήρχαν ζωγραφισμένα σφυροδρέπανα και εμβλήματα των επαναστατικών κομμάτων. Σχεδόν κάθε εκκλησία είχε συληθεί, και οι εικόνες καίγονταν. Άλλες εκκλησίες, εδώ κι’ εκεί, είχαν κατεδαφιστεί συστηματικά από ομάδες εργατών.

Στις 18 Ιουνίου 1940, μετά την κατοχή της Γαλλίας από τον γερμανικό στρατό, τη συνθηκολόγησή της και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την κυβέρνηση Βισύ του στρατάρχη Πεταίν, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, από τον ραδιοφωνικό σταθμό του BBC του Λονδίνου όπου είχε καταφύγει, απηύθυνε στους Γάλλους ένα σύντομο αλλά και πολυσήμαντο διάγγελμα:

οι ελεύθεροι Γάλλοι, εκείνοι των αποικιών κι όσοι κατέφυγαν στην Αγγλία, δεν αναγνώριζαν τη συνθηκολόγηση και συνέχιζαν τον πόλεμο κατά των Γερμανών στο όνομα της Γαλλίας. Εν κατακλείδι ο στρατηγός Ντε Γκωλ καλούσε τους Γάλλους σε αντίσταση (resistance) στον κατακτητή και το εγχώριο όργανό του, την πεταινική κυβέρνηση Βισύ.
Ο όρος «αντίσταση» συμπύκνωνε την πρακτική βούληση να συνεχισθεί ο αγώνας κατά του ναζισμού μέσα στις συνθήκες πλέον της Κατοχής. Αυτή η διακηρυγμένη βούληση αντάμωνε ιδεολογικά με τις νωπές, σχετικά, παραδόσεις του αντιφασισμού του Μεσοπολέμου, αλλά και με το παλαιότερο, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, επαναστατικό εθνικολαϊκό πνεύμα: «Οι πολίτες έχουν υποχρέωση να εξεγείρονται εναντίον της τυραννίας», θέσπιζε ένα άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Ποια άλλη τυραννία θα μπορούσε να είναι πιο απόλυτη κι απάνθρωπη από τη ναζιστική;

Τα χαΐρια μας εδώ. Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης (εκδ. Επτάλοφος-Ταμείον Θράκης, 2003) είναι μια καταγραφή της προφορικής μαρτυρίας της Αγγέλας Παπάζογλου, από τον γιο της Γεώργιο Παπάζογλου: για τη Σμύρνη, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τη μετέπειτα ζωή της στην Κοκκινιά. Δημοσιεύουμε σήμερα ορισμένα αποσπάσματα, στα οποία η Παπάζογλου μιλάει για τους ταγματασφαλίτες (μας τα υπέδειξε η φίλη Ελένη Καρασαββίδου), καθώς ο γνήσιος λαϊκός της λόγος είναι, αρκετές φορές, πιο εύγλωττος από πολλές σελίδες αρθογραφίας.

Οι απόγονοι του φασισμού – ναζισμού, της 4ηςΑυγούστου και της δικτατορίας του 1967, η «Χρυσή Αυγή» (ΧΑ), ο ΛΑ.Ο.Σ. κ.ά. πολλές φορές, με ιστορικές αναδρομές σε περιόδους των προγόνων τους, επιδιώκουν να δώσουν στις πολιτικές τους προτάσεις για την «εθνική ανάπτυξη» της χώρας ιστορικό προηγούμενο εφαρμογής και αποτελεσματικότητας.

Μια τέτοια αναφορά αναρτήθηκε πρόσφατα στο σάιτ της ΧΑ, με τίτλο: «Η καθιέρωση του κοινωνικού κράτους τότε και η ολοκληρωτική αποδόμησή του σήμερα». Εκτός από το θαυμασμό των φασιστοειδών στον Βίσμαρκ («θεμελιωτής του μοντέρνου κοινωνικού κράτους θεωρείται ο Γερμανός καγκελάριος Οττο φον Βίσμαρκ (1815-1898)»), μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Στην πατρίδα μας, πρωτεργάτης του κοινωνικού κράτους υπήρξε ο Ιωάννης Μεταξάς».

Το «κοινωνικό κράτος» και η «κοινωνική μεταρρύθμιση» για τα οποία υπερηφανευόταν ο δικτάτορας, με τα ίδια επιχειρήματα και μέτρα που αράδιασαν στο σάιτ τους οι απόγονοί του είναι: το 8ωρο, οι συλλογικές συμβάσεις, η λειτουργία του ΙΚΑ, η καταπολέμηση της ανεργίας, η ρύθμιση των αγροτικών χρεών κ.ά.

Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) ονομάστηκε η πορεία που έκαναν οι μελανοχίτωνες του Μπενίτο Μουσολίνι προς την πρωτεύουσα της Ιταλίας, Ρώμη προκειμένου να καταλάβουν την εξουσία. Η “πορεία” διήρκεσε από τις 22 ως τις 28 Οκτωβρίου 1922 και κατάληξε στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, στην οποία παρέμεινε επί 21 έτη.

Ο Μουσολίνι είχε ιδρύσει το Φασιστικό Κόμμα στην Ιταλία τον Μάρτιο του 1919. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1919 το Κόμμα υπέστη ήττα και δεν κατάφερε να εκλέξει αντιπρόσωπο στο Κοινοβούλιο. Δεν συνέβη όμως το ίδιο στις εκλογές του 1921, οπότε ο Μουσολίνι εκλέχτηκε μέλος του ιταλικού κοινοβουλίου.

Στην Ιταλία υπήρχε κοινωνική δυσαρέσκεια, που προερχόταν από τον φόβο της μεσαίας τάξης για τη “σοσιαλιστική επανάσταση” αλλά και από τα πενιχρά οφέλη που αποκόμισε η χώρα ύστερα από την Συνθήκη των Βερσαλλιών που τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η όλη ατμόσφαιρα ήταν ευνοϊκή για την άνοδο του Μουσολίνι και των φασιστών του στην εξουσία. Ήδη οι ομάδες της παραστρατιωτικής οργάνωσης των Μελανοχιτώνων που είχε δημιουργήσει ο Μουσολίνι δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα. Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922 εισέβαλαν στη Γένοβα, το Λιβόρνο και την Ανκόνα και εγκαθίδρυσαν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζει εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τζοβάννι Τζιολίτι (Giovanni Giolitti), Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi) και Λουίτζι Φάκτα (Luigi Facta) δεν ανακόπτουν την πορεία προς την εκτροπή. Στις 22 Οκτωβρίου 1922 οι ηγέτες του φασιστικού κόμματος προετοιμάζουν εξέγερση για τις 28 του μήνα, στην οποία θα λάβουν μέρος ένοπλοι μελανοχίτωνες που θα συγκεντρωθούν στα περίχωρα της Ρώμης και στην συνέχεια θα βαδίσουν κατά της πόλης και θα καταλάβουν στρατηγικά σημεία. Το σχέδιο προέβλεπε ειδικότερα:

Ποιος ήταν ο Λεβ Νταβίντοβιτς Τρότσκι;

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γράψει κανείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Η προσωπικότητά του είναι πολύπλοκη, πολύπλευρη, αντιφατική. Η δημιουργική του κληρονομιά είναι τεράστια. Μόνο για τα χρόνια 1924-1927, το δημοσιευμένο έργο του απλωνόταν ήδη σε δώδεκα τόμους (δεκατέσσερα βιβλία), και ήταν κάθε άλλο παρά πλήρες.

Αυτή τη στιγμή γίνονται προετοιμασίες στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την έκδοση μιας συλλογής των έργων του που θα καταλαμβάνει από 80 έως 100 τόμους. Η βιβλιογραφία που είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν αποτελείται επίσης από δεκάδες βιβλία και άρθρα. Αλλά αυτή δεν είναι παρά η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη είναι το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που επιμένουν να πιστεύουν ότι έχουν μάθει τα πάντα γι’ αυτόν τον άνθρωπο εδώ και πολλά χρόνια, παρόλο που δεν έχουν καθόλου υπόψη τους αυτό το άφθονο υλικό. Το λάθος, φυσικά, δεν βαραίνει τον αναγνώστη αλλά εκείνους που, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του1920, τον έθρεψαν με ψευτοθεωρητικά υποκατάστατα, προτιμώντας να θεμελιώσουν την κοινωνία όχι στη βάση της συναίνεσης, την οποία πετυχαίνει κανείς στην πορεία μιας ελεύθερης διαμάχης ανάμεσα σε συνεργάτες, αλλά ουσιαστικά, στη βάση των ιδεών των μπακουνικών εκδόσεων της Ένωσης Λαϊκών Αντιποίνων («Ναρόντναγια Ρασπράβα»), όπου, κατά την έκφραση των Κ. Μαρξ και Φ. Έγκελς, η σκέψη και η επιστήμη απαγορευόταν κατηγορηματικά για τη νεολαία ως «εγκόσμιες δραστηριότητες ικανές να σπείρουν αμφιβολίες απέναντι στην παν-καταστροφική ορθοδοξία».

Προϊόν πολύχρονης δημοσιογραφικής έρευνας, από την εποχή του «Ιού της Ελευθεροτυπίας» αλλά και πιο πρόσφατα, το ιδιαίτερα χρήσιμο αυτό βιβλίο περιγράφει την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που την επέτρεψαν.
Σε μια εξαιρετικού πολιτικού ενδιαφέροντος εκπομπή, ο Δημήτρης Ψαρράς απαντάει στις ερωτήσεις του «Βαθύ Κόκκινο»:

Εξηγεί γιατί είναι λάθος να χαρακτηρίζεται απλώς φασιστική η ναζιστική αυτή συμμορία, αναλύει τη φιλοεργοδοτική της στάση καθώς και τη σχέση της με τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου.

Αναφέρεται στις σχέσεις της Χρυσής Αυγής με το κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, στη σύνδεση που έχει η πολιτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των πογκρόμ του «Ξένιου Δία» αλλά και του Μνημονίου με την ενίσχυση των ναζιστών.

Περιγράφει το ρόλο των ΜΜΕ στην ενίσχυση του ναζιστικού ρεύματος και φωτίζει τη διαπλοκή της Χρυσής Αυγής με επιχειρηματικούς ομίλους (Θεοδωρακόπουλος, Ωνάσης, Λάτσης).

Σχολιάζει τέλος την τετριμμένη «καραμέλα» της θεωρίας των ‘δύο άκρων’ που κατά κόρον αναπαράγεται καθημερινά στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.

Ο φωτογράφος της φρίκης του ναζισμού στο κολαστήριο του Άουσβιτς Βίλχελμ Μπράσε έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 95 ετων. Οι φωτογραφίες του Μπράσε, πρώην κρατούμενου στο Άουσβιτς, αποτέλεσαν ένα πολύτιμο και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό ιστορικό χρονικό για τις φρικαλεότητες που διαπράττονταν στο κολαστήριο.