Σύμφωνα με τους διαπρύσιους κήρυκες της ισχύουσας κατάστασης πραγμάτων, πρέπει, πάση θυσία, να αποτρέψουμε τον κίνδυνο μιας «νέας Βαϊμάρης». Πέρα από την πραγματικά απωθούμενη, κοινή, δομική αναφορά μεταξύ του τότε και του σήμερα, δηλαδή τον αυταρχικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, την αγριότητα μιας άνευ όρων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την απροκάλυπτη και ανεξέλεγκτη ενίσχυση των κατασταλτικών μορφών άσκησης εξουσίας, τα ίδια τα γεγονότα δεν «ταιριάζουν». Εκεί που τα «μαντρόσκυλα» της ισχύουσας ιδεολογίας μιλούν για μια σύγκρουση μεταξύ δύο άκρων, στην περίπτωση της βραχύβιας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρίσκουμε κάτι άλλο. Ας παραθέσουμε, λοιπόν κάποιες «λεπτομέρειες», εν είδη υπενθύμισης…
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε αδύναμη. Σημαδεμένη εξαρχής από τον ανταγωνισμό μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού και του κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή, με άλλα λόγια, από τη διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Σημαδεμένη από την ιδιότυπη διεθνή συγκυρία, από τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλαδή από τις επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία για την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Εύθραυστη στο πεδίο των θεσμών, αφού δημιουργήθηκε από την συγκυριακή συμφωνία μεταξύ των πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων που συνάφθηκε αμέσως μετά την ήττα. Αποτέλεσμα, η ίδια, της ήττας της εξέγερσης των σπαρτακιστών, την οποία ακολούθησε η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς.