Ο Ντάριο Φο το 1974 σκάρωσε και παρουσίασε ένα θεότρελο θεατρικό έργο με τον τίτλο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω». Μέσα σε μια από τις πολλές πετρελαϊκές κρίσεις, που όπως φαίνεται τείνουν στη μονιμότητα, με τον πληθωρισμό να καλπάζει και τους εργάτες να χάνουν τις δουλειές τους ή να υποαπασχολούνται με τα γνωστά εργασιακά τερτίπια της ημιαπασχόλησης που σημαίνουν απλήρωτη εργασία, μια ομάδα γυναικών μπουκάρει σε σούπερ – μάρκετ και αρνείται να πληρώσει τις νέες υπερδιπλάσιες τιμές, λόγω κρίσης, των προϊόντων. Δημιουργούν τρομακτική σύγχυση στο ταμείο, έρχονται σε ανοιχτή ρήξη με το διευθυντή, σχεδόν τον απειλούν με λιντσάρισμα, και τελικά αρπάζουν τα αγαθά πληρώνοντας κατά βούληση. Το πράγμα παίρνει τεράστιες διαστάσεις, αφού κάποιες γυναίκες φτάνουν σε σημείο να αρπάζουν ό,τι βρουν, χωρίς να πληρώσουν τίποτα. Ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο.
Μια κυρία, ενσαρκώνοντας την αποθέωση του θράσους, κατευθύνεται προς την έξοδο φορτωμένη με θεόρατες σακουλάρες, που αδυνατεί να σηκώσει, και απαιτεί πίστωση από το διευθυντή του σούπερ – μάρκετ χωρίς όμως να δώσει κανένα στοιχείο της. Επικαλείται το γνωστό τροπάρι των εμπόρων που λέει ότι πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στους εμπόρους, αντιστρέφοντάς το. Και οι έμποροι πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στους καταναλωτές. Δεν πρέπει να υπάρχει ανησυχία, ούτε καταγραφή στοιχείων, η αμοιβαία εμπιστοσύνη πιστοποιεί την εξόφληση κάθε λογαριασμού. Όπως είναι φυσικό, εντός ολίγου έρχεται η αστυνομία να αποκαταστήσει τη νομιμότητα, αλλά είναι τέτοιο το μπούγιο και τόσο ανεξέλεγκτη η κατάσταση που το έργο της γίνεται αδύνατο. Οι εξαγριωμένες κυρίες μπαίνουν στο τραμ κι εξαφανίζονται και οι αστυνομικοί δεν μπορούν να εξακριβώσουν ποια ψώνια είναι νόμιμα και ποια όχι. Εξάλλου, η οργή των γυναικών, ο πανικός και το πρωτόγνωρο της υπόθεσης τους αιφνιδιάζουν και τους καθηλώνουν. Ένα μικρό χάος, τόσο ξαφνικό, αυτοσχέδιο και ανήκουστο που γελοιοποιεί τις αρχές καθιστώντας τις ανίσχυρες.