ΤΑΙΝΙΕΣ

Τα «Σταφύλια της οργής», το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ, είναι η ιστορία των ταπεινών και καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αμέσως μετά το μεγάλο κραχ του 1929

Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία και από θυελλώδεις ανέμους που κουβαλούσαν πυκνά σύννεφα από χώμα, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.

Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια ζουν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με πούλιτζερ μυθιστόρημα του Στάινμπεκ (1939) και η πιστή κινηματογραφική του μεταφορά ένα χρόνο μετά.

Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέαςέζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα και η ανάλγητη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εκπροσώπων του κράτους.

 

Ο Τζων Ερνστ Στάινμπεκ γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας το 1902. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, κύριος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και της κοινωνικής πεζογραφίας στη χώρα του. Στο έργο του ασχολήθηκε με την εργατική τάξη της δεκαετίας του 30, την εποχή του μεγάλου κραχ ή της «Μεγάλης Ύφεσης» της αμερικανικής οικονομίας· παρ όλη την απαισιοδοξία που φέρνει η νατουραλιστική προσέγγιση, το έργο του διαπνέεται από ποιητικά και ανθρωπιστικά στοιχεία, διαγράφοντας τους ήρωές του σαν πραγματικούς χαρακτήρες. Ο Στάινμπεκ έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα «Τορτίλα Φλατ» το 1935, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήλθε το 1937 με το «Άνθρωποι και ποντίκια». Δύο χρόνια αργότερα με τα «Σταφύλια της οργής» καθιερώθηκε μαζί με τον Φώκνερ και τον Χέμινγουεϊ ως ένας από τους τρεις μεγάλους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς. Το 1940 το μυθιστόρημά του τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάινμπεκ εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής για λογαριασμό της εφημερίδας «New York Herald Tribune», ενώ το 1948, σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ είχαν καταληφθεί από αντικομμουνιστική υστερία, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση. Υπήρξε προσωπικός φίλος δύο αμερικανών προέδρων: του Τζων Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1962. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1968. Τα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα του μυθιστορήματα είναι: «Η αμφίβολη μάχη», «Άνθρωποι και ποντίκια», «Ο δρόμος με τις φάμπρικες», «Τα σταφύλια της οργής», «Ανατολικά της Εδέμ», «Η πεδιάδα της Τορτίγια», «Ουράνιες βοσκές», κ.ά.

Πολιτικό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, παραγωγής 1969 και διάρκειας 127 λεπτών. Είναι βασισμένο στη ομώνυμη νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 για την Ελλάδα. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία δείγματα του πολιτικού κινηματογράφου.

Το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε το 1966 με τίτλο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (εκδόσεις Λιβάνη). Το «Ζ» του τίτλου παραπέμπει στο σύνθημα «Ζει», που φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που συνόδευσαν τον Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία τον Μάιο του 1963. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, βρέθηκε να διαβάζει το βιβλίο του Βασιλικού στο ταξίδι της επιστροφής του στο Παρίσι από την Αθήνα, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όταν οι δικτάτορες είχαν πλέον αλυσοδέσει τη χώρα, ως ελάχιστη συνεισφορά στη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης.

Η ταινία, κράμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, κριτικού ρεαλισμού και ποιητικής ευαισθησίας, «αναβιώνει» μια πραγματική ιστορία: Στα τέλη του Εμφυλίου, μια ομάδα οκτώ διωκόμενων μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και εξορίστων στην Ικαρία, «ερμηνεύει», σύμφωνα με τις δικές της καταβολές και τις σκληρές συνθήκες του αγώνα της στο νησί, καθώς κυνηγιέται από τα τοπικά όργανα της Χωροφυλακής, συνεχώς και για έξι χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, την κομματική απόφαση «το όπλο παρά πόδα».

Η ομάδα που κρύβεται σε απρόσιτες βουνοκορφές, σε παραθαλάσσιες σπηλιές, σε σπίτια του πατροπαράδοτα αριστερού αυτού νησιού, που βοηθιέται από μεγάλους και παιδιά, που αυτοδιδάσκεται αλλά και διδάσκει τι σημαίνει ακλόνητη πίστη στα σοσιαλιστικά ιδανικά, για τα οποία αγωνίστηκαν όλα τα μέλη της, τι σημαίνει στην πράξη κομμουνιστική αλληλεγγύη, πειθαρχία, καθήκον, αυτοθυσία, τι σημαίνει να μάχεσαι και το σαράκι της καχυποψίας συντρόφου κατά συντρόφου, γίνεται η έγνοια σχεδόν όλων των κατοίκων και ο «θρύλος» του νησιού.

Επιβίωσαν για 6 χρόνια λόγω της στήριξης του τοπικού πληθυσμού. Άλλοι άφηναν τα ζώα τους αμολητά για να τα βρούν και να τα αρμέξουν οι αντάρτες, άλλοι έκρυβαν φαγητά και προμήθειες σε κρυψώνες για να τα βρούν, κλπ.  Στόχος των χωροφυλάκων δεν ήταν μόνο οι αντάρτες, αλλά και ο τοπικός πληθυσμός, γιατί ήξεραν ότι τους βοήθαγαν.
Τελικά μετά από 6 χρόνια οι αντάρτες κατάφεραν να διαφύγουν με καϊκι .

Τη φυγάδευσής τους, τη μεταφορά τους αναλαμβάνει ο καπετάν Κώστας Μεγαλοοικονόμος, με το καϊκι του, την «Ειρήνη», ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από εξορία στη Μακρόνησο. Με πλήρωμα τη 17χρονη κόρη του Φούλα και τον 18χρονο Νίκο Μοσχοβάκη και αφήνοντας πίσω τα άλλα πέντε παιδιά του, φυγάδευσε τους αντάρτες στην Αλβανία. Από εκεί όλοι μαζί πήγαν στη Ρουμανία όπου ύστερα από χρόνια πέθανε εκεί ο καπετάνιος, χωρίς να ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του πατρίδα την Ικαρία.

Ο τίτλος της ταινίας «Ούλοι εμείς εφέντη», έρχεται από την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν δύο χωρικοί σκότωσαν Τούρκο και στις ανακρίσεις που έγιναν μετά, όλος ο πληθυσμός απαντούσε στο ερώτημα ποιός τον σκότωσε, με τη συγκεκριμένη φράση.

Το σενάριο συνυπογράφουν οι Βασίλης Χατζηβασιλείου και Λεωνίδας Βαρδαρός, τη φωτογραφία επιμελήθηκε ο Γιάννης Βαλεράς και τα σκηνικά – κοστούμια ο Τάσος Διακομανώλης. Στην ταινία εκτός από τους κατοίκους του νησιού παίζουν και εξήντα περίπου ηθοποιοί. Μεταξύ αυτών οι Β. Κολοβός, Π. Μουστάκης, Α. Ουδινώτης, Γ. Τσικής, Τ. Χρυσούλης, Ρ. Αξελός, Γ. Καλατζόπουλος, Α. Βαρούχας, Κ. Καραγιάννη, Φ. Μελετέα, Σ. Γούτης, Δ. Γεννηματάς, Θ. Γράμψας, Γ. Ζιόβας κ.ά.

Ο Bασίλι Ζάιτσεφ (Vasily Zaitsev) γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1915 στο Γιελενίσκογιε των Ουραλίων. Το επίθετό του προέρχεται από τη λέξη zayats, που σημαίνει λαγός στα ρωσικά. Από μικρός κυνηγούσε κάστορες με ένα αυτοσχέδιο τόξο, που του είχε φτιάξει ο παππούς του. Σε ηλικία 12 ετών, ο πατέρας του Γκριγκόρι του χάρισε ένα παλιό όπλο. Ο νεαρός Βάσια άρχισε να κυνηγά ελάφια στις απέραντες στέπες της Σιβηρίας. Στο απαιτητικό κυνήγι του ελαφιού έμαθε την τέχνη της απόκρυψης και της σκόπευσης, τα δύο πιο σημαντικά προσόντα για ένα ελεύθερο σκοπευτή.

Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ο Βάσια Ζάιτσεφ «σκούριαζε» σε κάποια υπηρεσία του Σοβιετικού Ναυτικού. Μόνος του ζήτησε να μετατεθεί στην πρώτη γραμμή. Μία μικρή επίδειξη των ικανοτήτων του ήταν αρκετή για να πεισθούν οι ανώτεροί του. Τοποθετήθηκε στην 62η Στρατιά (1047ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων της 284ης Μεραρχίας Πεζικού). Τον Σεπτέμβριο του 1942 η μονάδα του υπεράσπιζε με νύχια και με δόντια το Στάλινγκραντ (σημερινό Βόλγκογκραντ), το οποίο πολιορκούσε η 6η Γερμανική Στρατιά του Φον Πάουλους.

Ο Ζάιτσεφ διέπρεψε κι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών. Καλυπτόμενος στα χαλάσματα της μαρτυρικής πόλης εξολόθρευσε επισήμως 243 Γερμανούς και ανεπίσημα πάνω από 400, στο διάστημα 10 Νοεμβρίου – 17Δεκεμβρίου 1942. Παράλληλα, σε ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο έξω από το Στάλινγκραντ μάθαινε τα μυστικά του ελεύθερου σκοπευτή σε άνδρες και γυναίκες. Τα «Λαγουδάκια» του (zaichata), όπως ονομάσθηκαν οι μαθητές του, ευθύνονται για 3.000 σκοτωμούς στρατιωτών του Άξονα.

Ένα θαμμένο διαμάντι του παγκόσμιου κινηματογράφου ετούτη η ταινία. Το θηλυκό στοιχείο τόσο στις ερμηνεύτριες, όσο και στη δημιουργία (Leontine Sagan) έχει την τιμητική του. Σε μια ταινία προμήνυμα για το ναζιστικό γερμανικό έκτρωμα που επακολούθησε.

Η ιστορία εξελίσσεται σ’ ένα σχολείο θηλαίων της Γερμανίας. Τα πάντα τελούνται σύμφωνα με το αυστηρό πρωτόκολλο πειθαρχίας της διευθύντριας. Η οποία στην εκτελεστική της ομάδα έχει υπόδουλες εργαζόμενες, που υλοποιούν την στρατοκρατική εκπαίδευσή της. Οι μαθήτριες, δεκατετράχρονες κορασίδες, ζουν έγκλειστες υπό καθεστώς καταπίεσης. Όμως οι έφηβες και συναισθηματικές καρδιές τους δραπετεύουν μέσα από μικρές χειρονομίες. Ένα βιβλίο, μια σοκολάτα, μια φωτογραφία, ένα φόρεμα, η επικοινωνία, ή ένα εξομολογητικό γράμμα είναι ικανά στοιχεία να σπάσουν τον ασβέστη της κτηνώδους εκπαίδευσης απ’ το κακοποιημένο πρόσωπό τους, και να εμφορήσουν πάνω του ανοιξιάτικα χαμόγελα. Σε αντίθεση με τις λοιπές καθηγήτριες, υπάρχει μια δασκάλα(Erzieherin Fräulein von Bernburg), κόντρα στις αξίες της διεύθυνσης, που έρχεται κοντά στα παιδιά. Σπάει τον απρόσωπο φλοιό, και επιδεικνύει αληθινή και ουσιαστική τρυφερότητα. Η Manuelle μια συναισθηματική μαθήτρια, κεραυνοβολείται απ’ το υπό εξαφάνιση ενδιαφέρον της δασκάλας. Τα διψασμένα από καταπίεση συναισθήματά της καθηλώνονται, και μια ανθρώπινη ερωτική φλόγα διακρατεί ζεστή την παγωμένη ψυχή της.

Κινηματογραφική βιογραφία του Μισέλ Ρεκανατί, ηγέτη του μαθητικού κινήματος το Μάη του ’68 και στη συνέχεια επικεφαλής των «ομάδων περιφρούρησης» της τροτσκιστικής Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (JCR). Εξαιρετική αποτύπωση του κλίματος της εποχής και της ψυχολογίας του στρατευμένου πυρήνα της νεανικής εξέγερσης.

Eτσι κι αλλιώς είναι άσχημο να πεθαίνεις. Πόσο μάλλον στα 30. Για τον Ρομάν Γκουπίλ, γάλλο σκηνοθέτη και πολιτικό ακτιβιστή, το άσχημο γεγονός, της αυτοκτονίας του φίλου και συναγωνιστή του Μισέλ Ρεκανατί, στις 23 Μαρτίου του 1978, στάθηκε η αφορμή για να υλοποιήσει αυτή του την ταινία το 1982, η οποία και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών, στη συνέχεια με το βραβείο Σεζάρ, ενώ προτάθηκε και για το Όσκαρ.

Την ταινία του αυτή ο Ρομάν Γκουπίλ την κατασκεύασε με πλάνα που είχε τραβήξει ο ίδιος, όντας 16 χρονών εκείνη την εποχή, πριν και μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968. Σκοπός του τότε, ήταν να γυρίσει μια επαναστατική ταινία που θα ονομαζόταν: «Από την Εξέγερση στην Επανάσταση», ταινία που τελικά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Η ταινία του αυτή λοιπόν, «φόρος τιμής» στους αγωνιστές που φύγανε πρόωρα, χωρίζεται σε τρεις χρονικές περιόδους. Την πριν τον Μάη του ’68, εκείνη κατά την διάρκεια των γεγονότων και την περίοδο του «μετά», που για την συγκεκριμένη ομάδα φτάνει μέχρι τα μέσα του 1973.

ΒΡΕΤΑΝΙΑ 1995 : Η ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόμων προκαλεί θυελλώδη ανατροπή εργασιακών σχέσεων. Αβέβαιο μέλλον περιμένει τους ήρωες – εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους – και μέσα από την ανασφάλεια που αρχίζουν να βιώνουν, δοκιμάζεται η φιλία τους και η σχέση με τους γύρω τους.

Ο Κέν Λόουντς μέσα από τη καταγραφή των υπαρκτών κοινωνικών προβλημάτων, συνθέτει πάντα ενδιαφέροντες καθημερινούς ανθρώπινους χαρακτήρες, ενώ η κινηματογραφική γραφή του αποτελείται από μια ποικιλία συναισθηματικών καταστάσεων που άλλοτε έχουν χιουμοριστική και άλλοτε δραματική απόχρωση, πάντα μέσα από τη δική του ιδιαίτερη, ανοιχτά πολιτικοποιημένη κινηματογραφική γλώσσα.

Το «Navigators» είναι ένα ευρηματικό κοινωνικό δράμα με καλές ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης μένει πιστός στο στυλ του κοινωνικού ρεαλισμού που τον καθιέρωσε («Lady bird», «Βροχή από πέτρες») και καταφέρνει να δημιουργήσει μια ταινία – καταγγελία των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων και της επίδρασης που αυτές ασκούν  στη ζωή και την ψυχοσύνθεση των εργαζομένων. Το αιχμηρό σλόγκαν της ταινίας ¨δουλεύεις για να ζεις ή ζεις για να δουλεύεις¨ δημιουργεί πολλά ερωτήματα στο κοινό για το αβέβαιο εργασιακό μέλλον και γενικότερα για την ίδια  τη ζωή στον καπιταλισμό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την ημέρα που βγήκε η ταινία στις αίθουσες έγινε συγκυριακά ένα μεγάλο σιδηροδρομικό ατύχημα στη Βρετανία με 5 νεκρούς, που δεν είναι ασφαλώς το πρώτο. Είναι γεγονός ότι οι Βρετανοί είδαν το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας τους να αλλάζει προς το χειρότερο μετά την ιδιωτικοποίησή του,  ενώ τα «ατυχήματα» έχουν αυξηθεί σε πρωτόγνωρο βαθμό.

Υπόθεση:
Επίκεντρο της ταινίας του Εμίλιο Μαρτίνεθ Λάθαρο αποτελούν και πάλι, όπως και στην ταινία Libertarias, οι γυναίκες στον εμφύλιο. Μετά τη νίκη των φρανκικών στρατευμάτων το 1939, ο Φράνκο υπόσχεται ότι θα τιμωρηθούν μόνο όσοι από τους αντιπάλους έχουν «ματωμένα χέρια». Δεκατρείς γυναίκες που δεν είχαν ωστόσο διαπράξει κανένα έγκλημα, συλλαμβάνονται με την κατηγορία της ανταρσίας και καταδικάζονται σε θάνατο. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα (η ιστορία, τα γράμματα και τα έγγραφα που παρουσιάζονται στην ταινία είναι αυθεντικά, ωστόσο τα γεγονότα έχουν ωραιοποιηθεί, για ευνόητους λόγους, όπως για παράδειγμα στη φυλακή de Ventas) και αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία του ισπανικού εμφυλίου. Υποψήφια για 14 βραβεία Γκόγια, κέρδισε 4 (μουσικής, δεύτερου αντρικού ρόλου, φωτογραφίας και κουστουμιών).