Ανθρωπος του κόσμου και αναχωρητής, Ευρωπαίος και αυτοσχέδιος πρωτόγονος, ο Πολ Γκογκέν είναι δύσκολη περίπτωση. Πολλοί από τους συγχρόνους του δεν τον άντεχαν καθόλου (εννέα εβδομάδες συγκατοίκησης μαζί του έκαναν τον Βαν Γκογκ να φύγει τρέχοντας από το σπίτι) και παραμένει ένας προβληματικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, αυτά τα προβλήματα είναι που κάνουν τον Γκογκέν μεγάλο. Ο μύθος του Γκογκέν, βέβαια, είναι ένα από τα αίτια της μεγάλης δημοτικότητάς του. Οι Ταϊτινές καλλονές, η σκοτεινή σάρκα, η ζούγκλα, η λαχτάρα για τον χαμένο παράδεισο και την αθωότητα, ο ανιμισμός και η επιστροφή στη φύση, όλα αυτά είναι που έφεραν πόστερ έργων του σε εκατομμύρια κρεβατοκάμαρες. Για να μην αναφέρουμε τη σύφιλη, την εγκατάλειψη της οικογένειάς του, την ενοχλητική μεγαλαυχία, τις ερωτικές σχέσεις του μεσήλικου ζωγράφου με έφηβες Πολυνήσιες. Η αίσθηση του Γκογκέν για τον εαυτό του ως καλλιτέχνη ήταν περίπλοκη και αντιφατική. Η τέχνη του είναι ένα συνονθύλευμα φαινομενικά ασύμβατων στυλ, μισοχωνεμένων και επινοημένων μύθων, συμβόλων, ιστοριών και αλληγοριών. Προσωποποιεί την ιδέα ότι ο καλλιτέχνης είναι μια επινόηση όσο και η ίδια η τέχνη. Ξεκινώντας με τα πορτρέτα, φαίνεταιι ότι η αυτο-επινόηση ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωγραφικής και της γλυπτικής του. Τον βλέπουμε να μας αντικρίζει απειλητικός, δύσπιστος, καλοσυνάτος, σκεφτικός, ετοιμοθάνατος. Απεικονίζει τον εαυτό του σαν ήρωα των «Αθλίων» του Βικτόρ Ουγκό, σαν Χριστό στον σταυρό, σαν κομμένη κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή.