«Η Χρυσή Αυγή είναι το τέλος του πολιτισμού»

«Η Χρυσή Αυγή είναι το τέλος του πολιτισμού»

ΤΗΣ ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης μας μιλά για τη νέα ταινία του, λίγες ημέρες προτού ξεκινήσει γυρίσματα, και με τον άμεσο και προκλητικό λόγο του αναφέρεται στην Ελλάδα της κρίσης

Πέρασαν πάνω από δύο χρόνια από την τελευταία μας κουβέντα στην «Ε», με αφορμή την ταινία του «Μαχαιροβγάλτης». Από τότε μεσολάβησαν πολλά. Ουρές στα συσσίτια, ανεργία, αυτοκτονίες, διαδηλώσεις, Τρόικα, Γερμανοί, Χρυσή Αυγή… Αλλά και μια έκρηξη του ελληνικού σινεμά στα ξένα φεστιβάλ, με τον Γιώργο Λάνθιμο να σέρνει το χορό.

Και να που τώρα ο Γιάννης Οικονομίδης («Σπιρτόκουτο», «Ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης») επιστρέφει με την «Γκρίζο φως», κάνοντας εντατικές πρόβες σ’ ένα υπόγειο στα Εξάρχεια ενόψει των γυρισμάτων της ταινίας, που ξεκινούν στις 25 Ιανουαρίου.

Γνωστός και αγαπημένος για το απόλυτα αναγνωρίσιμο, ιδιαίτερο σινεμά του, τη σκληρή, συχνά σοκαριστική γλώσσα του, τον νατουραλισμό του και την άτεγκτη ματιά του στην ελληνική μικροαστική κοινωνία, ο Οικονομίδης επιλέγει σήμερα για ήρωά του τον Βαγγέλη Μουρίκη στο ρόλο ενός πληρωμένου δολοφόνου. Τον καλό ηθοποιό πλαισιώνουν οι Πέτρος Ζερβός (σκιτσογράφος και προσωπικός φίλος του σκηνοθέτη), Βίκυ Παπαδοπούλου, Πόπη Τσαπανίδου, Γιάννης Τσορτέκης, Γιάννης Αναστασάκης και η 8χρονη Πωλίνα Δελατόλα.

Η ταινία, μια παραγωγή της Faliro House Productions, θα γυριστεί σε Αθήνα, Κύπρο, αλλά και στις στοές του Μεταλλευτικού Πάρκου Φωκίδας, με τη συνδρομή της ΕΡΤ, του Eurimages, της Feelgood (που έχει αναλάβει και τη διανομή της ταινίας) και της γερμανικής Match Factory.

Το φιλμ του έχει να κάνει «με τη συντριβή και με την εξιλέωση, σε ένα φόντο γενικότερης καταχνιάς και ζόφου», και μας μιλά γι’ αυτό πλάι σ’ ένα σάκο του μποξ.

– Γιατί «Γκρίζο φως»;

«Ηρωάς μου είναι ένας χίτμαν, ο Στράτος, που εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Μοναχικός, πρώην φυλακισμένος, για κάλυψη εργάζεται βράδια σε μια βιοτεχνία αρτοποιίας και ζει ήσυχα σε μια μικροαστική συνοικία. Σκοπός του είναι να βοηθήσει τον καλύτερό του φίλο, τον ισοβίτη Λεωνίδα, να αποδράσει. Παράλληλα αναπτύσσει μια σχέση με δύο άνεργα αδέρφια που ζουν δίπλα: τον Μάκη και τη Βίκυ, χωρισμένη μητέρα ενός οκτάχρονου κοριτσιού, η οποία εν κρυπτώ δέχεται βίζιτες στο σπίτι. Οι δύο αυτές ιστορίες θα διασταυρωθούν με τραγικά και απρόσμενα αποτελέσματα».

– Ολα αυτά εκτυλίσσονται στην Ελλάδα της κρίσης;

«Ναι, σε μια σύγχρονη Ελλάδα που βυθίζεται στην παρακμή και στη λατινοαμερικανοποίηση. Σε ένα περιβάλλον σήψης και καταχνιάς, όπου όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται. Οι καταστάσεις που περιγράφω, πριν από 15 χρόνα δεν θα συνέβαιναν τόσο εύκολα. Αλλά σήμερα έχουν πέσει οι μάσκες».

– Ενα παράδειγμα;

«Η νεαρή Βίκυ (Βίκυ Παπαδοπούλου) δέχεται βίζιτες, ενώ ο άρρωστος πατέρας της βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Και δεν νιώθει καμιά ντροπή: σου λέει «αυτό έχω, αυτό πουλάω». Υπάρχει ένας διάχυτος κυνισμός, μια απενοχοποίηση, στη λογική τού ο σώζων εαυτόν σωθήτω, όταν όλα καταρρέουν. Σε μια κοινωνία που βυθίζεται στα σκατά, η κάθε είδους εκπόρνευση και η βία βγαίνουν στην επιφάνεια».

– Εχεις δηλώσει πως τελείωσες με τις «κωμωδίες», γιατί τώρα ξεκινά ο αληθινός ζόφος στην Ελλάδα…

«Ναι, γιατί στις προηγούμενες ταινίες μου υπήρχε ένα μαύρο, ανατρεπτικό χιούμορ. Θα μπορούσες να τις πεις ταινίες «χαρμολύπης». Ομως τούτη εδώ δεν έχει καθόλου χιούμορ. Και έχει πιο ξεκάθαρα στοιχεία μιας δραματικής κοινωνικής περιπέτειας. Οι Αγγλοι χαρακτηρίζουν αυτό το είδος ως «crime drama». Χτίστηκε όλη πάνω στον Βαγγέλη Μουρίκη. Είναι σε όλες τις σκηνές».

– Η δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ Πόπη Τσαπανίδου πώς προέκυψε;

«Την παρακολουθώ χρόνια ως παρουσία. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρον πρόσωπο για τον κινηματογράφο. Διακρίνω στο βάθος μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα και μια βαθύτερη ομορφιά. Γι’ αυτό και τη σκέφτηκα όταν προέκυψε στην ταινία η σκηνή μιας φαμ φατάλ, της γυναίκας του ισοβίτη, με τα χαρακτηριστικά της Πόπης. Εξεπλάγη αρχικά, αλλά είπε το ναι αμέσως, με παλικαριά. Κάνουμε πρόβες τρεις μήνες τώρα και μόνο καλά λόγια έχω να πω. Φοβερό τυπάκι. Εχει τσαγανό και τσαμπουκά».

– Μας επιφυλάσσεις και άλλες τέτοιες εκπλήξεις;

«Ναι. Την υψίφωνο Σόνια Θεοδωρίδου. Θα ερμηνεύσει την Τζένη, τη γυναίκα ενός τοπικού μαφιόζου-τοκογλύφου. Ήρθε μόνη της στο κάστινγκ που έκανα, χωρίς να γνωριζόμαστε. Είδα το βιντεάκι της, και όταν μια άλλη, γνωστή ηθοποιός απέρριψε το ρόλο, της τον προσέφερα. Κατασυγκινήθηκα από την απλότητά της. Ξέρεις, άνθρωποι με προσωπικότητα αναζωογονούν το σινεμά. Συχνά αποτελούν πιο καλές λύσεις από καταξιωμένους ηθοποιούς, γιατί κουβαλούν μια πιο πηγαία και λιγότερο ακομπλεξάριστη αυθεντικότητα».

– Τη βάζεις και αυτή να βρίζει;

«Βέβαια. Βρίζει και απειλεί».

– Τύπου τσατσά;

«Χειρότερο. Τύπου αφεντικό. Φοβερή. Ήταν πολύ ανοιχτή να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Οι άνθρωποι που επιλέγουν να δουλέψουν μαζί μου συνήθως έχουν θάρρος».

– Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου βρίσκεται σε αδράνεια, λεφτά δεν υπάρχουν. Εσύ πώς τα κατάφερες;

«Ολα οφείλονται σε έναν άνθρωπο που λέγεται Χρήστος Κωνσταντακόπουλος, ο οποίος μάλιστα είχε και συμμετοχή στο σενάριο. Γύρω από τον Χρήστο και τη Faliro House Productions «κούμπωσε» και ο Πάνος Παπαχατζής με τους «Αργοναύτες», και ύστερα οι υπόλοιποι. Ας ελπίσουμε ότι θα βάλει μπρος και το ΕΚΚ – αμήν και πότε…»

– Πώς σου φαίνεται το αντάρτικο σινεμά στο οποίο καταφεύγουν τόσοι συνάδελφοί σου πια, καθώς δεν βρίσκουν λεφτά;

«Μια χαρά. Αλλά εγώ θα το έκανα με πολλή δυσκολία. Οταν έχεις πίσω σου τρεις ταινίες, δεν μπορείς να πεις στους συνεργάτες σου «έλα τζάμπα». Πριν μπεις, λοιπόν, σε λογική απόγνωσης, πρέπει να εξαντλήσεις όλα τα περιθώρια».

– Και μέσα σε όλ’ αυτά, το ελληνικό σινεμά έγινε της μόδας έξω. Εκανε ένα μπαμ.

«Οχι ακριβώς. Απλώς έχουμε μια ψιλοεπαρχιώτικη λογική και ενθουσιαζόμαστε με το παραμικρό. Η αλήθεια είναι πως υπάρχουν δυο τρεις δημιουργοί, όπως ο Λάνθιμος και η Τσαγγάρη, που πέτυχαν πολλά στον διεθνή στίβο. Και η Ελλάδα αυτό το διάστημα είναι έτσι κι αλλιώς στην επικαιρότητα. Αλλά δεν μπορούμε να λέμε για το σύνολο του ελληνικού σινεμά ότι δημιούργησε ένα τσουνάμι. Προς Θεού. Αυτά είναι μεγαλοστομίες…»

– Παραδόξως, όσο καλά πάνε έξω κάποιες ταινίες, τόσο πατώνουν εδώ. Γιατί;

«Αρτος και θεάματα. Αυτό δεν θέλει πάντα το πόπολο; Το θέμα είναι γιατί οι σινεφίλ δεν στηρίζουν το ελληνικό σινεμά. Αλλά και οι «κουλτουριαρίζοντες» νιώθω πως έχουν μια βαθιά περιφρόνηση για τον ελληνικό κινηματογράφο. Εκτός και αν εμείς δεν καταφέραμε να τους πείσουμε, τι να πω;»

– Με τον «Μαχαιροβγάλτη» σάρωσες τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Αλλά δεν πήρες δεκάρα. Το κίνημα της Ομίχλης πάλεψε, αλλά πέτυχε την ψήφιση ενός νόμου που ακόμα παραμένει ανεφάρμοστος. Και τα χρηματικά βραβεία του ΥΠΠΟ εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας…

«Υπάρχει μια φωτογραφία στον κινηματογράφο «Ελλη» που απεικονίζει τους Ομιχλιστές μέσα στην καλή χαρά να γιορτάζουν κρατώντας κάτι γοριλάκια. Ρώτα τους τώρα για όλα αυτά. Εγώ θα απαντήσω; Δεν μπορεί να μην ξέρανε ότι το ΥΠΠΟ θα τους την κάνει γυριστή και δεν θα ξαναδούν λεφτά στα κρατικά βραβεία. Τόσο αφελείς ήταν και πίστεψαν τις υποσχέσεις του κάθε Γερουλάνου; Και αν οι ιδέες τους πήγαν κατά διαόλου, πού είναι σήμερα αυτά τα μαγκάκια για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους; Και να παλέψουν να περισώσουν ό,τι περισώζεται – αν περισώζεται τίποτα πια…»

– Εχεις σκεφτεί να γυρίσεις μια ταινία για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής;

«Μα είχαμε ήδη θίξει το φαινόμενο του εκκολαπτόμενου φασισμού στην «Ψυχή στο στόμα». Πάρτε τις σκηνές της βιοτεχνίας με τους πιτσιρικάδες, αυτά τα εν δυνάμει φασιστοειδή που όλη μέρα «ξερνάνε» βία μέσα από την αγανάκτηση και την πλήξη. Απλώς τώρα απόκτησαν πρόσωπο και μπήκαν στη Βουλή, ενώ τότε ήταν στο περιθώριο: στο γήπεδο, στη βιοτεχνία, στο σπίτι. Νομίζω πως έβγαινε πολύ καθαρά όλη αυτή η σπαταλημένη ενέργεια της νιότης που μετατρέπεται σε μια σκοτεινή δύναμη: αυτό δηλαδή που βιώνει σήμερα η νεολαία, η οποία μπαίνει στο παιχνίδι της Χρυσής Αυγής, βγαίνει έξω και βαράει τον μαύρο και τον γείτονα, αντί να διοχετεύσει την οργή της στους πραγματικούς υπεύθυνους…»

– Ποιοι είναι αυτοί;

«Πλάκα μας κάνεις; Από τη μεταπολίτευση και μετά ποιοι κυβερνούσαν; Ποιοι εκμαύλισαν και εκφαύλισαν μια ολόκληρη κοινωνία; Εχει ευθύνη και η κοινωνία, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανένας. Από το κεφάλι βρομάει το ψάρι».

– Πάντως ο κόσμος έχει βάλει στο στόχαστρο τους Γερμανούς.

«Οι Γερμανοί τη δουλειά τους κάνουν. Εκεί έξω υπάρχει ένας πόλεμος. Τι είναι η ιστορία των λαών; Χαλάρωσες λίγο; Σ’ έφαγε ο άλλος, σου έκλεψε το σπίτι, σε άφησε με το σώβρακο. Οπου σε βρουν, θα σε δαγκώσουν. Από το ’21 και μετά, φροντίσαμε αυτή την παράγκα να την κάνουμε σπίτι; Και κάνουμε σαν να ανακαλύψαμε ξαφνικά τους κακούς. Ολα μάς τα απαντά μια καλή ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας. Μια ιστορία ξεφτίλας και ντροπής. Το μπαλάκι σήμερα είναι στους νέους…».

– Πολλοί εκ των οποίων αντιμετωπίζουν τη Χρυσή Αυγή σαν Ρομπέν των Δασών. Δεν σε προβληματίζει αυτό;

«Η Χρυσή Αυγή είναι το τέλος του πολιτισμού. Το χειρότερο είναι ότι παίρνουν την κοινωνία μαζί τους και καπηλεύονται το κομμάτι της πατρίδας. Παίζουν έξυπνα το κομμάτι της εθνικοφροσύνης. Για μένα η συζήτηση μένει πολύ στους αγκυλωτούς σταυρούς. Το θέμα είναι ότι οικειοποιούνται την αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο. Η επιθετικότητα προς τους μετανάστες δεν έχει να κάνει με φυλετικά ζητήματα, αλλά με την Ελλάδα, την ανεργία, τον ζωτικό χώρο… Και κάπως έτσι καταρρέουν πράγματα που κατακτήθηκαν εδώ και χρόνια.

Και στις τρεις ταινίες μου, μέσα από όλα αυτά τα ξεσπάσματα των χαρακτήρων, έχω μιλήσει για το φασισμό που κρύβει ο μικροαστός μέσα του. Δώσ’ του γήπεδο, και την άλλη στιγμή μπορεί να γίνει ο μεγαλύτερος μακελάρης. Και να σκεφτεί κανείς πως κάποιοι δεν αναγνώριζαν την Ελλάδα σε όλα αυτά. «Τι μας λέει για τις οικογένειές μας αυτός ο σαδιστής σκηνοθέτης…» Πολύ θα ήθελα να δω τι λένε τώρα, με αυτό το ξέσπασμα της βίας».

Πηγη:enet.gr

138

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση