Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα

Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα

indexτου Γρηγόρη Λάζου

Η διαπίστωση ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται στη σύγχρονη Ελλάδα δεν αποτελεί ερμηνεία στη βάση επιστημονικών ή ό,τι άλλο ευρημάτων. Είναι μια έκκληση για ενίσχυση του ποινικού συστήματος με τρόπο επιλεκτικό και στοχευμένο.

1. Η εγκληματικότητα1

Ο επιστημονικός λόγος για την εγκληματικότητα είναι συνήθως περιορισμένος σε νομικά και εγκληματολογικά περιοδικά. Όμως, η εγκληματικότητα είναι ένα βαθύτατα πολιτικο-οικονομικό και πολιτισμικό ζήτημα. Το ποινικό σύστημα ορισμού και διαχείρισής της δεν είναι «κάτι εκεί πάνω», ένα «εποικοδόμημα» με ρόλους ιδεολογικής συνδρομής στο κοινωνιακό καθεστώς. Διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις, αυτονοητοποιεί την κανονικότητα, ορίζει και επιβάλλει το τι πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική κοινωνικότητα, και επιβάλλει ποινές και τιμωρίες σε όσους έμπρακτα αποκλίνουν. Είναι ενεργό από την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις ως τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και την επιβολή των νόμων, ως τη ζωή στο σπίτι. Το ποινικό σύστημα είναι ένας τεράστιος μηχανισμός πειθάρχησης και καταστολής, με την προσοχή του κυρίως στραμμένη προς τις εργαζόμενες τάξεις, τους ανέργους και ανενεργούς, τους νέους, τους ταραχοποιούς, το λούμπεν προλεταριάτο (Taylor, 1999: 15-16, 66-75, 187-190).

Η εγκληματικότητα είναι ένα σύνολο παραβάσεων και παραβατών – εγκλημάτων και εγκληματιών – καταρχήν όπως ορίζονται και σημαίνονται-στιγματίζονται από το Ποινικό Δίκαιο. Όμως, πέρα από τα ποινικο-δικαιικά προβλεπόμενα, η εγκληματικότητα είναι και πολλά άλλα, που κάποιες πτυχές τους αγγίζονται στη συνέχεια. Μάλλον, χωρίς αυτά τα «πολλά άλλα», η κοινωνική σημασία και η χρησιμότητα της εγκληματικότητας για την εξουσία θα ήταν σημαντικά υποβαθμισμένες. Όχι μόνο από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού αλλά και από ειδικούς επιστήμονες, η εγκληματικότητα προσλαμβάνεται φετιχιστικά σαν ένα Κακό. Περισσότερο ή λιγότερο Κακό από κάποια άλλα, αλλά πάντως Κακό, ένα Μείζον Κακό αν δεχτούμε ότι η κοινωνία (ως έχει) δεν είναι δυνατό να απαλλαγεί από αυτό αλλά μόνο να το περιορίσει (ως έχει). Σ` αυτό το πλαίσιο, η εγκληματικότητα δεν κατανοείται ως άθροισμα δράσεων που επιλέγονται από τους διάφορους νομοθέτες για να ορισθούν ως εγκληματικές και να ποινικοποιηθούν, αλλά σαν μια κακή οντότητα που οι εγκληματικές δράσεις των φορέων της αποτελούν εκδηλώσεις, εκδοχές, παραδείγματα και αποδείξεις της ευρύτερης δράσης της.

Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα η εγκληματικότητα εμφανίζεται ως εάν να αυξάνεται. Ακριβέστερα, αφού η εγκληματικότητα δεν αυτοπαρουσιάζεται, αυτό υποστηρίζεται από πολυάριθμους διαμορφωτές της κοινής γνώμης και υποστηρίζεται ή δεν διαψεύδεται από σχετικούς επιστήμονες. Πρόθεση του άρθρου δεν είναι να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει αύξηση ή ότι υπάρχει μείωση (των ή κάποιων) μεγεθών της εγκληματικότητας. Είναι, αρχικά, να διατυπωθούν κάποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις για τους όρους της προσέγγισης της εγκληματικότητας, αφού κατά κανόνα οι όροι προσέγγισης ορίζουν και το σχετικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, να κατατεθεί μια απάντηση σχετικά με το ποια εγκληματικότητα αυξάνεται και τις κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούν τους κύριους φορείς της (για τα «κύματα αύξησης της εγκληματικότητας» βλ. Fishman, 1978∙ Λαμπροπούλου, 1997: 39-42).

2. Φάσεις και κριτήρια αύξησης της εγκληματικότητας

Σχετικά με την αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να κατατεθεί αμέσως μια ένσταση. Μια ένσταση που ισχύει και για τις απόψεις που θα υποστήριζαν ότι η εγκληματικότητα μειώνεται. Για να ξέρουμε για τι μιλάμε, όταν κάνουμε λόγο για μια αύξηση (ή μείωση) της εγκληματικότητας πρέπει να διευκρινιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: Ποιες φάσεις της εγκληματικότητας αυξάνονται (ή μειώνονται) και με ποια κριτήρια ορίζεται η αύξηση (ή μείωση) αυτή.2

Το πρώτο ζήτημα σχετικά με τους όρους προσέγγισης της εγκληματικότητας, το ποιες φάσεις της εγκληματικότητας αυξάνονται, αφορά σε κάτι που έχει αποφασιστική σημασία αλλά πολύ συχνά ξεχνιέται ή παρακάμπτεται.

(α) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις αντικοινωνικές δράσεις σε όρους κοινωνικής δικαιοσύνης παρά ποινικής δικαιοσύνης; Είτε αυξάνονται είτε όχι, οι αντικοινωνικές δράσεις σε όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, εφόσον δεν ορίζονται από την ποινική δικαιοσύνη ως εγκλήματα, δεν αποτελούν εγκλήματα.

(β1) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις αντικοινωνικές δράσεις που ο ποινικός νόμος επιλέγει να ορίζει ως εγκληματικές;

(β2) Ή και άλλες δράσεις που πολλοί (και) εγκληματολόγοι ή νομικοί θα αρνούταν να θεωρήσουν ως αντικοινωνικές ή εγκληματικές αλλά ο ποινικός νομοθέτης τις συμπεριλαμβάνει στη διπλή αυτή κατηγοριοποίηση (όπως για παράδειγμα, μια παράνομη απεργία ή μια εξέγερση);

(γ) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις προσαγωγές ή συλλήψεις από την αστυνομία; (Και τις «προληπτικές» μεταξύ αυτών;)

(δ) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις καταδίκες από το δικαστήριο;

(ε) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις φυλακίσεις;

Συνήθως, οι συμβατικές θεωρήσεις περί εγκληματικότητας αναφέρονται σε έναν σκοτεινό αριθμό του εγκλήματος ως διαφορά ανάμεσα στις ποινικά οριζόμενες αντικοινωνικές δράσεις (β1) και τις καταδίκες δράσεων από το δικαστήριο (δ). Πέρα από αυτό, τι απ’ όλα αυτά αυξάνεται όταν μιλάμε για αύξηση της εγκληματικότητας; Ή σε ποιους ρυθμούς και ποια μεγέθη αυξάνονται; Για παράδειγμα, μια αύξηση των δράσεων που ο νομοθέτης ορίζει ως ποινικά κολάσιμες, παράνομες ή εγκληματικές, δηλαδή μια αύξηση της καταστολής στο επίπεδο της παραγωγής των νόμων στο Κοινοβούλιο, μπορεί από μόνη της να αυξήσει την εγκληματικότητα έστω και αν οι ήδη ποινικά κολάσιμες δράσεις δεν αυξηθούν (ή ακόμα και μειωθούν).

Οπότε, συνήθως, όταν γίνεται λόγος για ειδικές αυξομειώσεις παρά συγκεκριμένες αλλαγές, όταν αναφέρεται ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται, εννοείται ότι αυξάνεται σε σύγκριση με την καταγραμμένη εγκληματικότητα στο παρελθόν ως εάν η ποινική νομοθεσία να παραμένει η ίδια. Όμως, σε ό,τι αφορά τη συγκρισιμότητα της εγκληματικότητας διαφορετικών συγκυριών ή περιόδων, πρέπει να υπάρχουν επιφυλάξεις (όχι σαν σχήμα λόγου αλλά ως ενεργό συστατικό της μεθόδου) αφού συχνά υπάρχουν διαφορετικές εμφάσεις, διαφορετικά κριτήρια και διαφορετικές δυνατότητες καταγραφής. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ λάβαινε χώρα μια συνεχής αύξηση των μεγεθών της διεθνικής σωματεμπορίας και της προώθησης αλλοδαπών γυναικών ως εκδιδόμενων στην Ελλάδα, τα πρώτα στοιχεία καταγραφής εμφανίστηκαν μόλις το 1996 ενώ τα επίσημα στοιχεία, π.χ., της ΕΛΑΣ, καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο (Λάζος, 2001).

Οι αυξομειώσεις του λεγόμενου «πραγματικού αριθμού της εγκληματικότητας» – το τι θα κατέγραφε ένας πανοπτικός και πανίσχυρος ποινικός νομοθέτης εάν ήταν σε θέση να ελέγχει πλήρως το σύνολο των δράσεων και σκέψεων για δράσεις του πληθυσμού στην επικράτειά του σε σχέση με το σύνολο του Ποινικού Δικαίου – δεν συμπίπτουν και δεν αναλογούν με τις αυξομειώσεις των συλλήψεων από την αστυνομία ή των καταδικών από το ποινικό δικαστήριο (βλ. και Barak, 1995: 144). Ούτε οι καμπύλες της στατιστικά εκφρασμένης συνολικής εγκληματικότητας, ούτε οι επιμέρους εγκληματικότητες που το άθροισμά τους δίνει τη συνολική. Ακόμα και αν με ένα στατιστικό θαύμα όλα αυτά συνέπιπταν ή και αναλογούσαν, οι σχετικές στατιστικές δεν είναι σε θέση, ούτε φιλοδοξούν να αποδώσουν κρίσιμα συστατικά της ποινικοποιούμενης κοινωνικής δράσης, όπως το ύφος, η ένταση, το πλέγμα των κινήτρων, οι συνθήκες στις οποίες λαβαίνει χώρα. Δηλαδή δεν είναι σε θέση να περιλάβουν ερμηνευτικά τις ποιότητες των σχετικών δράσεων. Απουσιάζουν η χειροπιαστή κοινωνική δράση, οι κοινωνικές σχέσεις και οι συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται και των οποίων αποτελεί μέρος.

Το δεύτερο ζήτημα είναι με ποια στοιχεία εκτιμάται ότι αυξάνεται η εγκληματικότητα. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΑΣ; Τα σχετικά στοιχεία, πρώτο, εκφράζουν τις εμφάσεις της, το πού έχει στραμμένη την προσοχή της σε κάποια συγκυρία ή περίοδο∙ δεύτερο, προσδιορίζονται από τις δυνατότητες και την κατανομή των δυνάμεών της∙ και, τρίτο, επηρεάζονται από τις σχέσεις της με την πρακτικά απονεμόμενη δικαιοσύνη. Οπότε, σαφώς τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατό να αποδίδουν μια «αντικειμενική απεικόνιση», ούτε καν μια «αντικειμενική απεικόνιση» στους όρους νομοθέτη, δικαστή και αστυνομικού (βλ. και Καρύδη, 1998: 356-359).

Ή με βάση τα στοιχεία δημοσιογραφικών ρεπορτάζ περί εγκληματικότητας; Καταρχήν, τα σχετικά ρεπορτάζ παρουσιάζουν ευρύτατες αποκλίσεις ως προς την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Οι επιλογές των εστιάσεων αλλά και η σύνθεση των ρεπορτάζ καθιστούν τα περισσότερα από αυτά διαβλητά ή έστω απαιτούν την προσεκτική τους αξιολόγηση. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ρεπορτάζ γίνονται κυρίως με κριτήρια την τηλεθέαση ή και τη συμβατότητα με παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την ενημέρωση αλλά τη χρήση της ως μέσου για άλλους σκοπούς. Επιπλέον, ειδικά τα ρεπορτάζ της καθημερινής δημοσιογραφίας, είναι συνήθως πρόχειρα, σχηματισμένα βιαστικά, με παρεμφερή ή και άσχετα ενισχυτικά υλικά και επενδυμένα με κοινοτοπίες της «κοινής λογικής» και του «κοινού αισθήματος». Είναι υποστηρίξιμο με τους Ferrell και Sanders (1995: 12) ότι «τα εγκληματικά γεγονότα και οι αντιλήψεις για την εγκληματικότητα λιγότερο παρουσιάζονται απ’ ό,τι κατασκευάζονται από τα Μέσα».

Ή μήπως (στ) αυξάνεται η «μεσο-ενημερωτική» ή «μηντιακή» εγκληματικότητα, ο κυρίαρχος άξονας οργάνωσης της κοινογνωμικής εγκληματικότητας, που εδράζεται στην ποινική θεώρηση αλλά δεν περιορίζεται σε αυτή, τόσο αυτοσχεδιάζοντας σε δραματοποίηση όσο και προτείνοντας νέες εμφάσεις και θεματικές (βλ. και Wacquant, 2003:198-199), κάποιες από τις οποίες θίγονται στη συνέχεια;

Η κοινή γνώμη σχηματίζεται, νοηματοδοτείται και σημασιοδοτείται με βάση την κοινή λογική (Birks, 2010). Ως μια καθεστωτικά ορθή λογική αναπαραγωγής νομιμοποιητικών αυτονόητων, η κοινή λογική είναι συμβατή με το Ποινικό Δίκαιο και το ποινικό σύστημα εφαρμογής του, είναι δε παραγωγός μιας ομόλογα τιμωρητικής (και αναλογικά τιμωρητικότερης) κοινής γνώμης (Green, 2009). Συγχρόνως, είναι διαχειρίσιμη κυρίως από τα καθεστωτικά ΜΜΕ που τη διαμορφώνουν, διαμορφώνουν την επικρατούσα γλώσσα και ορολογία της, τα νοήματα και τα συναισθηματικά τους αντικρίσματα, το τι και πώς πρέπει κάποιος να καταλαβαίνει, να λέει και να νιώθει σχετικά, τους κανόνες της επικρατούσας σωφροσύνης και υπευθυνότητας. Όποιος – και στο βαθμό που – είναι σε θέση να επιβάλλει τη λογική του σαν κοινή λογική ελέγχει και την παραγόμενη κοινή γνώμη, προσδιορίζοντας ακόμα και τους όρους διαφωνίας στο πλαίσιό της.

Τα καθεστωτικά ΜΜΕ αποτελούν αναντικατάστατο μέρος του κοινωνικού ελέγχου (Λαμπροπούλου, 2001: 67-73 και 87-93), παραγωγούς «συστημάτων συμβόλων» (Λαμπροπούλου, 1997: 31) συμβατών με το κοινωνιακό καθεστώς, «φρουρούς» του ηθικού κατεστημένου και «μέσα δημόσιων σχέσεων για φορείς του κοινωνικού ελέγχου» (Ferrell και Sanders, 1995: 6 και 39), πανίσχυρους, πανταχού παρόντες μηχανισμούς κατασκευής πραγματικότητας. Παρουσιάζουν τα συμφέροντα της πολιτικο-οικονομικής και πολιτισμικής ισχύος σε όρους πραγματικότητας – με τις μορφές του «έτσι έχουν τα πράγματα» ή «έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα» (Sanders και Lyon, 1995). Με την κυρίαρχη ιδεολογία να παρουσιάζεται με τη μορφή ενός συναινετικού μοντέλου (Young, 1974 και Λαμπροπούλου, 2001: 76-80), παρέχουν στο όνομα της κοινής λογικής πορτραίτα κατεστημένων αξιών, συμφερόντων και κανονιστικών απαιτήσεων και εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας που είναι εξωπραγματικά διαυγείς και κατανοήσιμες.

Η παρουσίαση της εγκληματικότητας από τα καθεστωτικά ΜΜΕ συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα άσκησης της κοινής λογικής στη διαμόρφωση μιας ποικιλόμορφης αλλά ομονοούσας κοινής γνώμης. Η εγκληματικότητα είναι ένα ζήτημα που ενοποιεί (μάλλον παρά ενώνει ή συνθέτει) την κοινωνία σε αταξικούς όρους, που φαντάζει σαν εύλογο ότι όλοι πρέπει να ομονοούν απέναντί της. «Τα Μέσα και οι θεσμοί του Ποινικού Δικαίου κατασκευάζουν πολιτικά χρήσιμες εικόνες του εγκλήματος και του ελέγχου του εγκλήματος». Ουσιαστικά, έγκλημα και εγκληματικότητα έχουν αποφασιστική συμμετοχή στη νομιμοποίηση της υπακοής και τον στιγματισμό της ανυπακοής (Ferrell και Sanders, 1995: 15). Ή, όπως το θέτει ο Barak (1995: 147), «το ποινικό σύστημα (…) είναι το πρωτεύον σύστημα νομιμοποίησης αξιών και επιβολής κανόνων» και η ιδιότητά του αυτή «ενισχύεται με τη συνεργασία με το πρωτεύον σύστημα πληροφόρησης – τα μέσα ενημέρωσης».

Από μια μερικά διαφορετική οπτική, η κοινή γνώμη – μια ποσοτικά και ποιοτικά τεχνητή κατασκευή ισχύος – κανονικά συμπλέει με τους καθεστωτικούς ορισμούς της εγκληματικότητας (Birks, 2010). Στο λεγόμενο μέσο όρο της, όχι απλώς συμφωνεί αλλά ομολογεί μαζί τους. Επιπλέον, ενεργοποιεί στις έννοιες του εγκλήματος και της εγκληματικότητας μια σειρά από κρίσιμα, ίσως αναντικατάστατα, συστατικά εν-κοινωνισμού τους. Ενεργοποιεί, το ηθικοθρησκευτικό συστατικό, συναρτώντας τες με την αμαρτία και την ανηθικότητα. Το έγκλημα είναι και αμαρτία και ανηθικότητα, η εγκληματικότητα δείχνει την κατάσταση της αμαρτίας και της ηθικής στην κοινωνία, ο δε εγκληματίας, ο φορέας της εγκληματικότητας, είναι και αμαρτωλός και ανήθικος. Εγκληματολόγοι, κοινή γνώμη και «αισθητικές» παραγωγές έχουν σαν δεδομένες, πρώτο, μιαν αντιπάθεια για τον εγκληματία (και, ευρύτερα, τον αποκλίνοντα), και δεύτερο, την άποψη ότι ο εγκληματίας, είτε το θέλει είτε όχι, είναι παραγωγός κακού (Melossi, 2000: 155).

Επίσης, στη σύγχρονη Ελλάδα, στην κατανόηση της εγκληματικότητας ενεργοποιείται το φυλετικο/εθνοτικό στοιχείο: ο εγκληματίας προσλαμβάνει και φυλετικο-εθνοτικά χαρακτηριστικά, και η εγκληματικότητα αποδίδεται κυρίως σε φτωχούς αλλοδαπούς μετανάστες, κατά προτίμηση τους εύκολα διακριτούς, πολιτικο-κοινωνικά αδύναμους και άλαλους Αφρικανούς, Άραβες και προερχόμενους από χώρες μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ινδίας μετανάστες, νόμιμους και παράνομους. Με αυτές τις ενεργοποιήσεις, το ποινικό σύστημα – ένα από την αρχή του σχηματισμού του στη Δυτική Ευρώπη (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνα) κυρίως ταξικό σύστημα ορισμού και απόδοσης δικαιοσύνης ή, κατά τον Melossi (2000: 153), ένας κατεξοχήν μηχανισμός απαξίωσης της εργασίας, μέσω της διαχείρισης των ανέργων και ημι-ανέργων σε όρους κοινωνικού αποκλεισμού – συμπληρώνεται από διαστάσεις που του προσδίδουν ευελιξία και εμμεσοποιούν την ταξικότητά του. Και αντίστροφα: η εγκληματοποίηση των φτωχών μεταναστών ενισχύει αποφασιστικά μια μετατροπή του φόβου για τους ξένους ή ανόμοιους ή μη προτυπικούς σε έχθρα, ενώ, συγχρόνως, προσανατολίζει τη μετατροπή της φοβικότητας σε εχθρότητα προς τη βάση της ταξικής ιεραρχίας.

Δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι και οι φορείς παραγωγής και εφαρμογής του ποινικού συστήματος (από τον βουλευτή ως τον δικαστή, τον αστυνομικό και τον σωφρονιστικό υπάλληλο) στο σχηματισμό της συνείδησής τους δεν φέρουν μόνο τις αρχές του Ποινικού Δικαίου και τους κανόνες εφαρμογής του αλλά και την κοινή γνώμη, κάτι που συχνά εκδηλώνεται στις πρακτικές τους επιλογές. Για παράδειγμα, μπροστά στον παράνομο ή νόμιμο μετανάστη, ο αστυνομικός διαθέτει μιαν ευρύτερη – ίσως ενισχυτική της ολικής ταυτότητάς του – δυνατότητα άσκησης των εξουσιών του, μια δυνατότητα να είναι περισσότερο δικαστής, απ’ ό,τι είναι μπροστά στον εργαζόμενο, τον φοιτητή ή τον διαδηλωτή.

3. Η γκρίζα ζώνη της εγκληματικότητας

Οι φάσεις της εγκληματικότητας με βάση το ποινικό σύστημα, τα μέτρα και στοιχεία ορισμού των αυξομειώσεών της και η σχέση του ποινικού συστήματος με την (ομόλογη αλλά όχι και ανάλογη σ’ αυτό) κοινή γνώμη πλαισιώνουν μιαν ευρεία γκρίζα ζώνη προσέγγισης της εγκληματικότητας, που επιτρέπει διάφορες συνθέσεις τους, από τις ποικίλες ανθρωπινο-δικαιωματικές ή πολιτικά φιλελεύθερες ως τις συντηρητικές ή ακόμα και αντιδραστικές.3 Στη συνέχεια, η προσοχή στρέφεται στο τρίτο σημαντικό ζήτημα, το ποια εγκληματικότητα υπάρχει και αυξάνεται κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα μέσω των διάφορων συνθέσεων του (μακροπρόθεσμου) ποινικού συστήματος με την (μεσο-βραχυπρόθεσμη) κοινή γνώμη.

Καταρχήν, υπάρχουν ζητήματα περί την εγκληματικότητα στα οποία το ποινικό σύστημα είναι ευρύτερο της κοινής γνώμης. Υπάρχουν για παράδειγμα δράσεις περί τη χρήση και διακίνηση των (παράνομων) εξαρτησιακών ουσιών που η κοινή γνώμη κλίνει προς έναν περιορισμό της εμπλοκής που ποινικού συστήματος, προς μια παράδοση μέρους των εξουσιών του στην ιατρική και ψυχιατρική, τους θεσμούς της και ίσως κάποιες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Όμως, η καθεστωτική πολιτική στο πλαίσιο της συγκυρίας στη σύγχρονη Ελλάδα θέτει στο περιθώριο ζητήματα μεταφοράς μέρους της εξουσίας του ποινικού συστήματος στην κοινωνική πρόνοια – έστω και την ιατρική και ψυχιατρική που, παρά το σημαντικό κεφάλαιο επιστημονικού κύρους τους, μπορεί να αποδειχτούν ομόλογα κατασταλτικές (και επιχειρηματικά πιο κερδοφόρες).

Κατά δεύτερο και συγκυριακά το σημαντικότερο, το ποινικό σύστημα είναι στενότερο της κοινής γνώμης σε μια σειρά άλλων ζητημάτων. Η όλη διαδικασία στη σύγχρονη Ελλάδα φαίνεται να αναλογεί σε σχετικές εξελίξεις στην Ιταλία που οι della Porta και Caiani (2006) αποδίδουν σαν έναν συντηρητικό «εξευρωπαϊσμό από τα πάνω».

Ένα τέτοιο ζήτημα είναι στη σύγχρονη Ελλάδα η επιχειρηματική εγκληματικότητα σε βάρος του περιβάλλοντος, του Δημοσίου, των εργαζομένων και των καταναλωτών, ακόμα και άλλων επιχειρήσεων. Ένα αυξανόμενο πλήθος εντοπισμών από δημοσιογράφους και επιστήμονες ανάλογων εγκλημάτων παραμένουν στο περιθώριο του ποινικού συστήματος, ακόμα και όταν τιμωρούνται από το Ποινικό Δίκαιο, ακόμα και όταν η κοινή γνώμη κλίνει προς μια διεύρυνση της ποινικοποίησης και πληρέστερη εφαρμογή των ήδη υπαρχόντων κανόνων Δικαίου.

Ένα άλλο σχετικό ζήτημα είναι η πολιτική εγκληματικότητα σε βάρος των πολιτών, του Δημοσίου, των (έστω αστικο-κοινοβουλευτικών) δημοκρατικών θεσμών και του Συντάγματος.ενο επιειρνικοαναλωτατικτικ 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 14 Η συστηματική πολιτική εξαπάτηση δεν είναι απλώς συχνή αλλά μάλλον αποτελεί κανονικότητα, ο δε πελατειασμός συνιστά άτυπο αλλά κρίσιμης σημασίας θεσμό αναπαραγωγής της πολιτικής εξάρτησης των κατώτερων τάξεων (Λάζος, 2005, 2012). Ανάλογη είναι και η αύξηση της πολιτικο-επιχειρηματικής εγκληματικότητας, για παράδειγμα των λεγόμενων «σκανδάλων» που προκάλεσαν και προκαλούν βαρύτατες βλάβες στην κοινωνία στην Ελλάδα, της εμπλοκής επιχειρηματικών συμφερόντων σε μια σειρά τομέων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ή τους ελέγχους όπως στο χώρο της υγείας και της προστασίας του περιβάλλοντος, της εθνικής άμυνας κ.λπ. (για τη διαπλοκή βλ. Λάζος, 2005).

Αυτές οι εκδοχές της εγκληματικότητας, ακόμα και όταν προβλέπονται ελλειπτικά και ελλειμματικά από τον ποινικό νόμο, σπάνια τυχαίνουν δίωξης. Οι όποιες περιπτώσεις εντοπίζονται, συνήθως παραπέμπονται στα αστικά δικαστήρια που δεν οδηγούν σε στιγματιστικές ποινικές τιμωρίες. Οι περιπτώσεις ολοκληρωμένης ποινικής δίωξης εμφανίζονται ως εξαιρετικές. Ένα στενό, χλωμό και αναποτελεσματικό Ποινικό Δίκαιο ακολουθείται από ένα ακόμα πιο στενό ποινικό σύστημα εφαρμογής των ποινικών νόμων. Άλλωστε, εξ ορισμού, πέρα από τις ποικίλες ιδεολογικές εξαγγελίες, το Ποινικό Δίκαιο και το τεράστιο ποινικό σύστημα που το επιβάλλει στην κοινωνία δεν είναι στραμμένο, δεν έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι στραμμένο ισόνομα προς κάθε κοινωνική τάξη.4 Είναι σχεδιασμένο από τις αρχές του 19ου αιώνα ώστε να καταστέλλει τις «κατώτερες» τάξεις, κυρίως τις συγκεντρωμένες στα μεγάλα αστικά κέντρα. Να καταστέλλει είτε σε επίπεδο ατόμων (ή οργανωμένων ομάδων, μέσω του «κοινού Ποινικού Δικαίου») είτε σε επίπεδο κοινωνικών ή πολιτικών συλλογικοτήτων (μέσω νομοθετημάτων για προσβολές της κοινωνικής ειρήνης και της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας). Όπως αναφέρει ο Mathiesen (1990: 70), «σήμερα, το ποινικό σύστημα χτυπάει το “βυθό” μάλλον παρά την “κορυφή” της κοινωνίας».

Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι στην τρίτη, τέταρτη και πέμπτη προσέγγιση των φάσεων της εγκληματικότητας που παρουσιάστηκε παραπάνω, η εγκληματικότητα των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών περίπου απουσιάζει. Συνεπώς απουσιάζουν και τα ερωτήματα του κατά πόσον έχει γνωρίσει αύξηση, μείωση ή παραμένει σταθερή. Η ευρύτατη στη σύγχρονη Ελλάδα επιχειρηματική εγκληματικότητα αποποινικοποιείται5 και απεγκληματοποιείται. Η δε ευρύτατη πολιτική και πολιτικο-επιχειρηματική εγκληματικότητα, αν και τείνει να αποτελεί μια μακρο-ληστρικών διαστάσεων κανονικότητα, χωρίς να αποποινικοποιείται εξ ολοκλήρου, επίσης απεγκληματοποιείται. Σε αυτούς τους τύπους εγκληματικότητας, η έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά, ως εάν να μην αναφέρεται σε ποινικά αδικήματα αλλά σε βαρύτατα ηθικά και κοινωνικά ατοπήματα, ή οικονομικά και πολιτικά λάθη. Η δε διαφορά μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης γεφυρώνεται με εννοιολογήματα περί ελεύθερου ανταγωνισμού και αγοράς στο επιχειρηματικό έγκλημα, και πολιτικής ή ηθικής ευθύνης στο πολιτικό έγκλημα. Τα δε εννοιολογήματα περί πολιτικής ή ηθικής ευθύνης εμφανίζονται ως ισοδύναμα της ποινικής ευθύνης και, συνεπώς, ως εάν να απαλλάσσουν από αυτήν. Ο μεν επιχειρηματίας, αν τιμωρηθεί, τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο ή διοικητικά μέτρα, ο δε πολιτικός τιμωρείται με μιαν (συχνά μερικά ή ολικά εξαγοράσιμη μέσω πελατειασμού) αύξηση του πολιτικού κόστους (Χρυσόγονος, 2010). Το ποινικό στίγμα και η διαβίωση στη σύγχρονη φυλακή περίπου αποκλείονται. Οι πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχοι απολαμβάνουν τον αποκλεισμό τους από το πρακτικό ποινικό σύστημα (βλ. Muncie και McMaughlin, 1996: 251-257).6

Στην Ελλάδα της σύγχρονης συγκυρίας, η γκρίζα ζώνη προσέγγισης της εγκληματικότητας περιλαμβάνει και μια τρίτη κατηγορία ζητημάτων: τα ζητήματα που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση στο επίπεδο του πολιτικού συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων και της κοινής γνώμης ως προς το κατά πόσον πρέπει να λάβει χώρα, πρώτο, μια διεύρυνση του Ποινικού Δικαίου ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τις σχετικές πολιτικές και οικονομικές δράσεις, και αν πρέπει να υπάρξει, δεύτερο, μια αυστηροποίηση των μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης και μια διεύρυνση της ανοχής της κοινής γνώμης απέναντι στη δράση των κρατικών μηχανισμών άμεσης πρακτικής καταστολής.

Μια υποκατηγορία υπό διαπραγμάτευση ζητημάτων αφορά στα λεγόμενα «εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου», τη μικρο-εγκληματικότητα ή εγκληματικότητα της επιβίωσης. Μια δεύτερη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα ζητήματα επιβολής της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς – δηλαδή για τα ζητήματα της αντιμετώπισης των μαχητικών ή έκνομων διαδηλώσεων και απεργιών – με τα καθεστωτικά ΜΜΕ να τάσσονται υπέρ της διαπλάτυνσης και της εντατικοποίησης της καταστολής (βλ. και Green, 2009).

Στα ζητήματα υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης αναδεικνύεται πληρέστερα μια τάση της εγκληματολογίας (όχι με τη στενή ακαδημαϊκή έννοια του όρου αλλά την ευρεία έννοια του λόγου περί εγκλήματος): η εστίαση στο άτομο ή την ομάδα ατόμων ή την ομάδωση. Τη στατιστικά κατασκευασμένη ομάδα χωρίς αναφορές στη συγκεκριμένη θέση στην πολιτική οικονομία και τον πολιτισμό και στη σχέση με την κρατική εξουσία. Κατ` αυτό τον τρόπο, η εγκληματολογία μεταπίπτει σε εγκληματιολογία, ο λόγος περί εγκλήματος σε λόγο περί εγκληματία (Λάζος, 2007 και 2011).

Στα εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως σε κλοπές, ληστείες, παράνομο μικρεμπόριο νόμιμων ή παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών, περιπτώσεις συμπτωματικής βίας και στο διαχρονικά αγαπημένο θέμα κάθε συντηρητικού ή αντιδραστικού λόγου, την πορνεία. Μια σχετική ευρεία «εκστρατεία εγκληματοποίησης», μια σύνθεση της δυναμικής των ΜΜΕ και αντιδραστικών πολιτικών πολιτισμικού ελέγχου του πληθυσμού (Ferrell και Sanders, 1995: 10) έλαβε χώρα στα τέλη Μαρτίου 2012, σε μια σύνθεση ταξισμού, ρατσισμού και σεξισμού, όταν εκδηλώθηκε ένα πλήθος αναφορών σε εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, σε όρους συναγερμού, για μια πορνεία που αυξήθηκε κατά 1500%.7 Η εν λόγω εκστρατεία εγκληματοποίησης συνεχίστηκε, εντάθηκε και διευρύνθηκε στις επόμενες μέρες. Οι τηλεοπτικο-αστυνομικές επιχειρήσεις «σκούπας λαθρομεταναστών» που ακολούθησαν αμέσως μετά τον συναγερμό γύρω από την δραματική και επικίνδυνη για τη δημόσια ηθική και υγεία «αύξηση της πορνείας» είναι ενδιαφέρουσες σχετικά με το πώς ανάλογες – από συντηρητικές ως φασίζουσες, ταξιστικές, ρατσιστικές και σεξιστικές – δράσεις μπορούν να αξιοποιηθούν κατασταλτικά, τόσο τηλεοπτικά όσο και πολιτικά.

Όποιος-α μελετήσει την εγκληματικότητα στην Ελλάδα με βάση το σύνολο των ποινικο-δικαιικών προσεγγίσεων και των σχετικών διαθέσιμων στοιχείων θα οδηγηθεί στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η εγκληματικότητα προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τις «κατώτερες» τάξεις και μάλιστα σε βαθμό που να είναι υποστηρίξιμο ότι αποτελεί ένα από τα (κοινωνικά, πολιτισμικά, ψυχικά ή και βιογενετικά) χαρακτηριστικά, τουλάχιστον κάποιων αξιόλογων μερίδων τους. Μια πιο προσεκτική ματιά στην εγκληματικότητα και την αύξησή της δείχνει κάποιες συγκεκριμένες μερίδες των «κατώτερων» τάξεων. Η αύξηση κυρίως των εγκλημάτων επιβίωσης δείχνει το διευρυνόμενο λούμπεν προλεταριάτο, τους χρόνια άνεργους και τους ημι-άνεργους (ή, επί το νομιμοποιητικότερον, ημι-εργαζόμενους). Όλα αυτά τα εγκλήματα συναρτώνται πρωταρχικά με τους (παράνομους ή λαθρο)μετανάστες που υποδεικνύονται με τα συνηθισμένα «αδιάσειστα στοιχεία» σαν επικίνδυνοι, παράσιτα, αντικοινωνικοί και επιβλαβείς για την κοινωνία (Wacquant, 2001: 41-42), ακόμα και φορείς μιας «υγειονομικής βόμβας» που ανά πάσα στιγμή μπορεί να «εκραγεί» (βλ. και Moore, 1985).

Αυτές είναι παλιές και δοκιμασμένες ταξιστικές και ρατσιστικές στρατηγικές εστίασης στο λούμπεν προλεταριάτο και τους χρόνια άνεργους και ανενεργούς, και στόχευσης της καταστολής πάνω τους (Λάζος, 2011). Με τη δαιμονοποίηση επιλεγμένων ανίσχυρων κοινωνικών κατηγοριών, ο γενικός φόβος της πλειονότητας στη σύγχρονη Ελλάδα μπροστά στη φτώχεια διαστρέφεται και εξειδικεύεται – προσωποποιείται (Fishman, 1978).8 Με τον σχετικό κοινωνικό διάλογο να επιβάλλεται και να λαβαίνει χώρα σε γλώσσες ηθικού πανικού (Åkeström, 1998: 333-335), η φτώχεια μεταπίπτει από πρόβλημα που πρέπει να λυθεί σε μια πολιτισμένη κοινωνία σε κίνδυνο που οι φορείς του πρέπει να πεταχτούν έξω, να σκουπιστούν ως εάν να είναι σκουπίδια, εκτός κοινωνίας. Το κοινωνιακό καθεστώς επιτρέπει την, ή πρωτοστατεί στην, τιμωρία της φτώχειας στο πρόσωπο επιλεγμένων φτωχών. Οι (νόμιμοι, παράνομοι, λαθραίοι ή ό,τι άλλο) μετανάστες αποτελούν τον κατάλληλο μη Ευρωπαίο ξένο «βολικό εχθρό» (όπως το απέδωσε ο Christie ήδη από το 1986) ή μια κατασκευασμένη κατηγορία «υπο-λευκών» (κατά τον Wacquant, 2000: 146) που πάνω του οι πολιτικές και ποινικές αρχές μπορούν να επιδεικνύουν απαράμιλλο ζήλο (Christie, 1994) και να δικαιολογούν την κατασταλτική διολίσθηση σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων που, ανεξαρτήτως εθνικότητας, κατατρώγονται από τη μαζική ανεργία και την ευέλικτη απασχόληση (Wacquant, 2001).

Αντίθετα, η «ανώτερη» ή κυρίαρχη τάξη (τουλάχιστον, το τοπικό πολιτικό και οικονομικό σκέλος της) εμφανίζεται ως εάν να αποτελεί υπόδειγμα τήρησης των νόμων. Η εγκληματικότητά της είναι τόσο περιορισμένη ώστε να είναι περίπου ονομαστική και στατιστικά από περιθωριακή ως αμελητέα.

Ομόλογη της νομιμοποιητικής μυθολογίας περί των εγκλημάτων του «κοινού Ποινικού Δικαίου» αλλά προσαρμοσμένη στις διαφορετικές απαιτήσεις της κατάστασης, είναι και η μυθολογία σχετικά με τα εγκλήματα ενάντια στην κοινωνική ειρήνη και ευταξία, και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, που διαπράττονται από κοινωνικές συλλογικότητες (πολίτες, εργαζόμενους, φοιτητές) κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και απεργιών (Giorgi, 2010). Στις περιπτώσεις αυτές, η καταστολή μπορεί να είναι κυρίως συλλογική, με την τυχαία ή στοχευμένη συνοδευτική επιλογή ατόμων μέσα στο πλήθος ή συγκεκριμένων προσώπων για σύλληψη ή προσαγωγή. Τόσο η εστιασμένη και επιλεκτική δράση των μονάδων καταστολής όσο και η ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος από τα ΜΜΕ, προωθούν μια διαφοροποίηση των συλλογικοτήτων που αντιπαρατάσσονται στην πολιτική και οικονομική ισχύ, με σκοπό να εμφανίσουν ως σκόπιμη ή και αναγκαία την ενεργοποίηση της οργανωμένης κρατικής καταστολής με τη χρήση της φυσικής βίας.

Με βάση τη συγκεκριμένη μυθολογία στους όρους της οποίας, πρώτο, σχηματίζεται η κοινή γνώμη ώστε να κατανοεί καθεστωτικά την κοινωνική πραγματικότητα και, δεύτερο, επικοινωνεί η κρατική κατασταλτική εξουσία,9 καταρχήν υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας εγκληματιών, οι λεγόμενοι κουκουλοφόροι (Βαθιώτης, 2010, Παπαθεοδώρου, 2010).10 Κατά δεύτερο, γύρω από τον σκληρό πυρήνα, υπάρχει ένας ευρύτερος πληθυσμός σε ετοιμότητα για τη δημιουργία ή συμμετοχή σε ταραχές και τη διάπραξη σχετικών εγκλημάτων, οι ταραχοποιοί. Τρίτο, γύρω από αυτούς υπάρχει η ειρηνική πλειονότητα των πολιτών που επιθυμούν να μετέχουν σε διαδηλώσεις ή απεργίες εντός των ορίων της νομιμότητας που ορίζει το ποιες δράσεις είναι οι κανονικές και ποιες είναι οι αποκλίνουσες (για μιαν ομόλογη διάκριση βλ. Selke, 1988).

Με τη δαιμονοποίηση των κουκουλοφόρων και ταραχοποιών, διαστρέφεται και εξειδικεύεται-προσωποποιείται ο φόβος μπροστά στην αταξία, το χάος, την «αναρχία» και κάθε είδους αβεβαιότητα και ανασφάλεια, ακόμα και αυτήν που δημιουργείται από τις καθεστωτικές πολιτικές. Το καθεστώς ανακλά στους κουκουλοφόρους και ταραχοποιούς μέρος της κατάστασης και της απαξίωσης της ζωής και εργασίας που επέβαλε (πρβλ. McLeod και Hertog, 1992) με βάση και θεωρήματα περί ενός παράλογου και επικίνδυνου όχλου που απειλεί να καταστρέψει την κοινωνία του πολιτισμού και της προόδου, θεωρήματα που σχηματίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στην κορύφωση του φιλελεύθερου καπιταλισμού (Barrows, 1981, Brighenti, 2010).

Πάντως, στο ειδικό ζήτημα, παρά την εντατική προσπάθεια χειραγώγησης από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, η κοινή γνώμη δεν φαίνεται να έχει πεισθεί αποτελεσματικά ότι οι κουκουλοφόροι και οι ταραχοποιοί πρέπει να γίνονται κατανοητοί ως εάν να είναι (αντικοινωνικοί, «κοινωνιοπαθείς», επικίνδυνοι και κυρίως) εγκληματίες ανάλογοι των εγκληματιών του «κοινού Ποινικού Δικαίου». Ίσως οι πληροφορίες από τα άμεσα κοινωνικά περιβάλλοντα στην οικογένεια, το χώρο εργασίας ή σπουδής και τη γειτονιά, αποδεικνύονται ικανές να αμβλύνουν ή και να αμφισβητούν αυτούς τους ορισμούς και τις προτάσεις καταστολής που τους συνοδεύουν.11

Όπως προαναφέραμε, ο σύγχρονος καθεστωτικός ή ευρύτερος συντηρητικός λόγος περί εγκληματικότητας (και της όποιας αύξησης ή έντασής της) τείνει να ταυτίζει την εγκληματικότητα γενικά με δύο ειδικές κατηγορίες της: την εγκληματικότητα του «κοινού Ποινικού Δικαίου» και, συγκυριακά, με τις αντικαθεστωτικές συλλογικές δράσεις.12 Είναι ενδιαφέρουσα και πρέπει να προβληματίσει η σύγκλιση των λόγων της ΕΛΑΣ (και των πολιτικών προϊσταμένων της), των ΜΜΕ και ποικίλων διανοουμένων και κοινωνικών επιστημόνων με τον λόγο της διανόησης, και ειδικότερα της επιστημονικής, που προσδίδει «επιστημονική εγκυρότητα» στις σχετικές καθεστωτικές πολιτικές. Οι λόγοι τους είναι ομόλογοι, γλωσσικά και σημασιολογικά συμβατοί, αλληλοσυμπληρούμενοι και αλληλοενισχυόμενοι. Έχουν κοινούς ορισμούς του εγκλήματος, γλώσσες περιγραφής, μοντέλα προσώπων, τεχνολογίες διακυβέρνησης (Rose, 2000: 184-185).

Σ’ αυτούς τους λόγους και στον ενιαίο καθεστωτικό λόγο που συγκροτούν, οι λοιπές εκτεταμένες και βαρύτατα επιβλαβείς μορφές εγκληματικότητας πολιτικών προσώπων και επιχειρηματιών που αναφέραμε παραπάνω περίπου δεν υπάρχουν ως εγκληματικότητα. Ακόμα και όταν προβλέπονται από το Ποινικό Δίκαιο, δεν προσεγγίζονται ως εγκληματικότητα αλλά ως ηθικά, πολιτικά ή επιχειρηματικά ατοπήματα – ή ακόμα, δεν περιλαμβάνονται καθόλου στον κατάλογο των εγκλημάτων.13 Τα αυτά ισχύουν για τη δράση των κρατικών δυνάμεων φυσικής καταστολής. Παρά το ότι πολύ συχνά δράσεις τους παραβιάζουν τα προβλεπόμενα από τον νόμο, δεν ορίζονται ή κατανοούνται ως εγκληματικές. Θεωρείται και προωθείται ως εάν να είναι αυτονόητη η αντίληψη ότι, όπως η πολιτική και η οικονομική αστική τάξη, το κράτος δεν εγκληματεί. Αμέσως και εμμέσως, μόνιμα και εντατικά, καλλιεργείται η αντίληψη ότι η εγκληματικότητα προέρχεται μόνον από τις εργαζόμενες ή «κατώτερες τάξεις» (και, συγκυριακά, τις αντικαθεστωτικές συλλογικότητες). «Όλα τα στοιχεία δείχνουν» ότι η ντόπια και ξένη αστική τάξη και οι ποικίλες εύπορες μικροαστικές ελίτ που συγκροτούν το ηγεμονικό μπλοκ εξουσίας δεν εγκληματούν, παρά μόνο κατ` εξαίρεση. Και στη σύγχρονη Ελλάδα, ή η αστική τάξη και οι μικροαστικές ελίτ δεν εγκληματούν ή ο τρόπος συλλογής των στοιχείων πρέπει να αλλάξει.

Ουσιαστικά, ακόμα και όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα των πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχων, η εγκληματικότητα εξειδικεύεται και εμφανίζεται ως εξαιρετική – ίσως ούτε καν σαν εγκληματικότητα αλλά σαν ποινική παράβαση. Εγκλημάτησε ένα άτομο ή μια μικρή ομάδα – μια εξαίρεση στον κανόνα. Όταν όμως γίνεται λόγος για τα εγκλήματα επιβίωσης ή απόγνωσης των φτωχών ή εξαθλιωμένων, η εγκληματικότητα γενικεύεται. Εγκληματούν οι μετανάστες, οι πόρνες, οι χρόνια άνεργοι, οι άστεγοι, τα πρεζάκια – και γενικά ό,τι περισσεύει από την αγορά εργασίας. Όλοι αυτοί και αυτές είναι δυνάμει ή μη-εντοπισμένοι εγκληματίες.14 Ανάλογα, στα εγκλήματα κατά της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και κατά της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, η εγκληματικότητα επίσης τείνει προς το να εξειδικεύεται, με το να αποδίδεται σε άτομα ή ομάδες «ταραχοποιών» και, ειδικότερα, «κουκουλοφόρων» (Greer και McLaughlin, 2010). Το σημαντικό τους πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κεφάλαιο, χάρη στις ευρύτατες διασυνδέσεις τους με την ευρύτερη κοινωνία ή και την αποδοχή ή ανοχή των δράσεών τους από μεγάλη μερίδα πολιτών παρά την νομιμοποιητική δράση των καθεστωτικών ΜΜΕ, καθιστά δύσκολη μια στρατηγική επικινδυνοποίησης και αντικοινωνικοποίησής τους, αναγκαία προϋπόθεση για μιαν επόμενη γενίκευση στη βάση του σχήματος ότι είναι όλοι εγκληματίες ή, ευρύτερα, ότι όλοι οι αναρχικοί, αντιεξουσιαστές και απεργοί είναι εντάξιμοι στην κατηγορία των εγκληματιών. Τουλάχιστον, σε ένα καθεστώς που ενδιαφέρεται να αυτοπροσδιορίζεται με όρους δημοκρατικής νομιμότητας και όχι εξαιρετικών περιστάσεων.

Έτσι, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, οι πρώτοι δικαιούνται την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους, οι δεύτεροι αντιμετωπίζουν μαζικές επιχειρήσεις σκούπας και διαχείριση ως εάν να είναι ένα υπόλειμμα, κοινωνικά σκουπίδια (Λάζος, 2011). Οι τρίτοι διαπραγματεύονται την αξιοπρέπειά τους στις αντιπαραθέσεις με τις δυνάμεις αστυνομικής καταστολής και την προσαγωγή τους στις ανακριτικές αρχές.

4. Τα νέα καθήκοντα. Αόρατο χέρι της αγοράς, διακριτικό χέρι

της χειραγώγησης, και σιδερένιο χέρι της καταστολής

Το ποινικό σύστημα φιλοδοξεί ή υποχρεώνεται να αναλάβει πρόσθετα καθήκοντα στη διαχείριση των πληθυσμών. Οφείλει να πειθαρχήσει τους πληθυσμούς που πετιούνται έξω από την πειθαρχία της αγοράς εργασίας και όσους αντιπαρατίθενται συλλογικά στο νέο πολιτικο-οικονομικό και πολιτισμικό καθεστώς. Με βασικό όργανο την καταστολή, την εφαρμογή της νόμιμης βίας με νόμιμους και παράνομους τρόπους, το ποινικό σύστημα δεν είναι κρατικός θεσμός ικανός να προωθήσει τον πολιτικό ή και οικονομικό πολιτισμό. Είναι όμως θεσμός ικανός να επιβάλλει σαν πολιτικό ή οικονομικό πολιτισμό τις καθεστωτικές αποφάσεις για την εκποίηση του δημόσιου πλούτου, την αποκοινωνικοποιήση της εργασίας και της ζωής, και την αποπολιτικοποίηση και τεχνοκρατικοποίηση των κοινωνιακών ζητημάτων. Με τη συνδρομή του συντηρητικού λόγου περί εγκλήματος, της ομόλογης κοινής γνώμης «και» των ΜΜΕ – και τη σιώπηση κάθε άλλου λόγου και γνώμης, η αναβάθμιση του ποινικού συστήματος με πρόσθετα καθεστωτικά καθήκοντα λαβαίνει χώρα ως εάν να ανταποκρίνεται στην έκκληση της «κοινωνίας». Τα μονότονα επαναλαμβανόμενα λογικοφανή και ηθικοφανή περί αύξησης της εγκληματικότητας ανταποκρίνονται σε αυτούς τους σκοπούς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Åkeström, M. (1998), “The moral crusade on violence in Sweden: moral panic, or material for small-talk indignation?”, The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, V. Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London: Routledge, 350-367.

Βαθιώτης, Κ. Ι. (2010), «Πολίτες- Εχθροί – Κουκουλοφόροι», Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 111-136.

Barak, G. (1995), “Media, crime, and Justice: A case for constitutive criminology”, Ferrell, J. και C. R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press.

Barrows, S. (1981), Distorting Mirrors. Visions of the Crowd in late 19th Century France, New Haven: Yale University Press.

Birks, J. (2010), “Press protest and publics: The agency of publics in newspaper campaigns”, Discourse and Communication, 4(1): 51-67.

Brighenti, A. M. (2010), “Tarde, Canetti, and Deleuze on crowds and pacts”, Journal on Classical Sociology, 10: 291-314.

Christie, N. (1986), “Suitable enemy”, in Abolitionism: Toward a Non-Repressive Approach to Crime, H. Bianchi και R. van Swaningen (επιμ.), Amsterdam: Free University Press.

Christie, N. (1994), Crime Control as Industry: Towards Gulags Western Style, London: Routledge.

Della Porta και M. Caiani (2006), “The europeanization of public discourse in Italy. A top-down process”, European Union Politics, 7(1): 77-112.

Ferrell, J. και C. R. Sanders (1995), Introduction, in Ferrell, J. και C. R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press, 1-24.

Fishman, M. (1978), “Crime waves as ideology”, Social Problems, 25: 530-543.

Giorgi, A. de (2010), “Rebellious politics and the social control of civil disobedience”, Theoretical Criminology, 14: 523-527.

Green, D. A. (2009), “Feeding wolves. Punitiveness and Culture”, European Journal of Criminology, 6(6): 517-536.

Greer, C. και E. McLaughlin (2010), “Public order policing, new media environment and the rise of the citizen journalist”, British Journal of Criminology, 50: 1041-1059.

Haan, W. de (1991), “Abolitionism and crime control: A contradiction in terms”, The Politics of Crime Control, K Stenson και D. Coweel (επιμ.), London: Sage, 213-217.

Karydis, V. (1998), “Criminality or criminalization of migrants in Greece? An attempt at synthesis”, The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, V. Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London: Routledge, 350-367.

Κουράκης, Ν. (1998), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Μέρος Πρώτο, Αθήνα: Σάκκουλας.

Λάζος, Γρ. (2001), Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα, (τ. 1 – η Εκδιδόμενη, τ. 2. – ο Πελάτης), Αθήνα: Καστανιώτης.

Λάζος, Γρ. (2005), Διαφθορά και Αντιδιαφθορά, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Λάζος, Γρ. (2007), Κριτική Εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Λάζος, Γρ. (2011), Ταξιστικές Θεωρήσεις των Εργατικών Τάξεων κατά τον 19o αιώνα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Λαμπροπούλου, Έ. (1997), Η Κατασκευή της Κοινωνικής Πραγματικότητας και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Η Περίπτωση της Βίας και της Εγκληματικότητας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Λαμπροπούλου, Έ. (2001), Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, Αθήνα: Κριτική.

Lynch, M. J., R. J. Michalowski και W. Byron Groves (2000), The New Primer in Radical Criminology: Critical Perspectives on Crime, Power and Identity, Monsey, New York: Criminal Justice Press.

Μαγγανάς, Α., Γρ. Λάζος, Δ. Σβουρδάκου (2008), Η Εγκληματολογία από τα Κάτω, Αθήνα: Νομική Bιβλιοθήκη.

Mathiesen, Th. (1990), Prison on Trial: A Critical Assessment, London: Sage.

McLeod, D. M. και J. K. Hertog (1992), “The manufacture of public opinion by reporters: Informal cues for public perceptions of protest groups”, Discourse and Society, 3: 259-275.

Melossi, D. (2000), “Changing representations of the criminal”, Criminology and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford University Press, 149-182.

Michalowski, R. J. (2009), “Power, crime and criminology in the new imperial age”, Crime, Law, and Social Change, 51: 303-325.

Moore, J. W. (1985), “Isolation and stigmatization in the development of an underclass: The case of Chicano gangs in East Los Angeles”, Social Problems, 23: 6-16.

Muncie, J. και E. McLaughlin (1996), The Problem of Crime, London: Sage.

Παπαθεοδώρου, Θ. Π. (2010), «Συμβολισμοί και ρητορική των πολιτικών ασφαλείας. Το παράδειγμα της ποινικοποίησης της “κουκούλας”», Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 731-743.

Sanders, C. R. και E. Lyon (1995), “Repetitive retribution: Media images and the cultural construction of Criminal Justice”, Ferrell, J. και C. R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press, 25-44.

Schinkel, W. (2011), Prepression: “The actuarial archive and new technologies of security”, Theoretical Criminology, 15(4): 365-380.

Selke, D. F. (1988), “Civil disobedience: A study in semantics”, The Liverpool Law Review, X(2): 149-165.

Πανούσης, Γ. (2002), Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης), Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Rose, N. (2000), “Government and control”, Criminology and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford University Press, 183-208.

Χρυσόγονος, Κ. Χ. (2010), «Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης», σε Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 1129-1143.

Young, J. (1974), “Mass media, drugs, and deviance”, Deviance and Social Control, P. Rock και M. McIntosh (επιμ.), London: Tavistock, 229-259.

Young, J. (1999), The Exclusive Society, London: Sage.

Wacquant. L. (2000), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης.

Wacquant, L. (2003), “Toward a dictatorship over the poor? Notes on the penalization of poverty in Brazil”, Punishment and Society, 5: 197-205.

1 Όταν αναφέρεται η λέξη «έγκλημα» στο μυαλό έρχεται κάποια ή κάποια άλλη, συνήθως αποτρόπαια, αντικοινωνική δράση. Κι όμως. Υπάρχουν αντικοινωνικές δράσεις, συχνά αποτρόπαιες, που δεν ορίζονται ως εγκλήματα. Όπως υπάρχουν και δράσεις που πολλοί δεν θεωρούν ως αντικοινωνικές αλλά ορίζονται ως εγκλήματα. Συνεπώς, το έγκλημα δεν είναι ένας τρόπος αντικοινωνικής δράσης. Είναι μάλλον ένας τρόπος επιλογής των κοινωνικών δράσεων που τιμωρούνται όπως ορίζει το Ποινικό Δίκαιο με τη χρήση ποινικού συστήματος. Παρά το ότι κυριαρχεί περίπου σαν αυτονόητη μια αντίληψη ομόλογη αυτής του Ντοστογιέφσκι περί «εγκλήματος και τιμωρίας», ουσιαστικά, αν δεν υπάρχει ποινικά ορισμένη τιμωρία δεν υπάρχει και έγκλημα. Το έγκλημα είναι μια ιστορική εφεύρεση ή κοινωνική κατασκευή ή μυθολογία της καθημερινής ζωής (Haan, 1991) με αναντικατάστατη θέση στο Ποινικό Δίκαιο∙ χωρίς έγκλημα δεν υπάρχει Ποινικό Δίκαιο – και αντίστροφα (Λάζος, 2007: 195-230, Muncie και McLaughlin, 1996: 8-20). Το έγκλημα είναι ένα πρόσθετο αντίτιμο, ένα αντίτιμο που προστίθεται ώστε να αποτρέπει κάποια δράση, ένας τρόπος τιμωρίας σε μονάδες χρόνου, με την ποινή να ορίζει πόσος χρόνος θα αφαιρεθεί από την κοινωνικότητα ενός ανθρώπου για κάποια δράση του. Όποιες δράσεις προβλέπονται και ορίζονται από το Ποινικό Δίκαιο ως εγκληματικές, προβάλλονται από τον δικαστή σε έναν κατάλογο αντιστοίχισης δράσεων και ποινών (Christie, 1994). Ο δράστης τους παίρνει την ακριβοδίκαιη τιμωρία του, δηλαδή την τιμωρία που του αξίζει με βάση το Ποινικό Δίκαιο, σε μονάδες στέρησης χρόνου από τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο κοινωνικός χώρος στέρησης χρόνου με τη μετάπτωση του δράστη σε μια ημι-κοινωνική κατάσταση για τον προβλεπόμενο χρόνο είναι η φυλακή (Μαγγανάς, Λάζος, Σβουρδάκου, 2008). Ουσιαστικά, το Ποινικό Δίκαιο φαίνεται να εμπνέεται από, να είναι ομόλογο με, τις αγοραίες αντιλήψεις που επικρατούν στον καπιταλισμό. Όταν πρότεινε τη θεσμοθέτηση μιας ποινικής οικονομίας στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Τσέζαρε Μπεκαρία εμπνεύστηκε από έναν ομόλογό του στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας, τον Άνταμ Σμίθ, που μετέτρεψε την ηθική φιλοσοφία του σε πολιτική οικονομία, σε όρους προσφοράς και ζήτησης.

2 Μια διπλή διευκρίνιση είναι αναγκαία στο συγκεκριμένο σημείο. Όταν αναφερόμαστε στην αύξηση των μεγεθών της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, την αύξηση του αριθμού σχετικών πράξεων ή του μεγέθους της έντασης των πράξεων αυτών, δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η όποια στατιστική απεικόνιση, είτε είναι ακριβής είτε όχι, δεν παύει να είναι μια προβολή σε έναν τεχνητό στατιστικό άξονα απόδοσης του συγκεκριμένου σε ειδικούς όρους, να είναι ένας τρόπος απόδοσης του αφηρημένου-συγκεκριμένου σε όρους γενικού-ειδικού. Οι όποιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις στην κοινωνική ζωή στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται και φαινόμενα εγκληματικότητας είναι μη ορατές στους σχετικούς στατιστικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εμφανιστούν σαν πιθανές υποθέσεις συνάρτησης του τύπου «η αύξηση της φτώχειας ή του πλούτου έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της εγκληματικότητας». Επιπλέον δε, πρέπει να τονιστεί κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: η όποια κατανόηση των αλλαγών στη ζωή σε όρους εγκληματικότητας αποτελεί μια ερμηνεία της κοινωνικής ζωής στους όρους του Ποινικού Δικαίου και του ποινικού συστήματος, δηλαδή του νομοθέτη, του δικαστή, του αστυνομικού και του σωφρονιστικού υπαλλήλου.

3 Προ-απαιτούμενο για να υπάρξουν ριζοσπαστικές ή σοσιαλιστικές συνθέσεις είναι μια αλλαγή του Ποινικού Δικαίου και του ευρύτερου ποινικού συστήματος με τρόπους ώστε να αμβλυνθεί η ταξικότητά του. Μεταξύ άλλων, Lynch, Michalowski και Groves, 2000.

4

 Ο Christie (1994) κάνει λόγο για μια «τυφλή δικαιοσύνη», σχεδιασμένη ώστε να μην βλέπει τις ταξικές διαφορές των ανθρώπων απέναντί της.

5 Η Snider (2000: 169, 170) έχει καταθέσει την άποψη ότι «η επιχειρηματική αντεπανάσταση (…) έχει, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, νομιμοποιήσει ουσιαστικά κάθε πλεονεκτική (και) παράγωγη κέρδους πράξη του επιχειρηματικού τομέα. (…) Όταν το ζήτημα έρχεται στα εγκλήματα των ισχυρών (…) ο ποινικός νόμος δεν λειτουργεί». Κατά την Snider, αυτή η τροπή θα στερήσει την κοινωνικο-επιστημονικά προσανατολισμένη εγκληματολογία του επιχειρηματικού εγκλήματος από τα αντικείμενά της – κάτι το οποίο είναι συζητήσιμο.

7 Μια σχετική αύξηση είναι μάλλον αδύνατη και βέβαια αναπόδεικτη. Άλλωστε, δεν παρουσιάστηκαν τα συγκριτικά στοιχεία που αποδεικνύουν (ή, έστω, υποστηρίζουν) μιαν αύξηση σαν κι αυτήν. Έγινε λόγος σε κάποιες έγκυρες πηγές που αναφέρονται σε άλλες έγκυρες πηγές ή σε άσχετες με το θέμα έρευνες, όπως έρευνες γνώμης καταστηματαρχών σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας. Έγινε λόγος για εκδιδόμενες και συνοδεύτηκε με εικόνες εξαθλιωμένων εκδιδόμενων γυναικών σε πεζοδρόμια υποβαθμισμένων περιοχών της Αθήνας. Και βέβαια, οι βασικοί ενεργοί υπεύθυνοι της πορνείας, ο σωματέμπορος και ο πορνοπελάτης, απουσίασαν τόσο από την εικόνα όσο από τον λόγο. [Το πιο πιθανό είναι ότι κατά την τελευταία διετία έλαβε χώρα μια εσωτερική διαφοροποίηση της πορνείας. Διαφοποιήθηκαν τιμές και μισθώσεις (μάλλον πτωτικά), πελατείες (μερική διαφοροποίηση πληθυσμών με περιορισμό του μικροαστικού στοιχείου και των μεγαλύτερων ηλικιών), κατηγορίες και πληθυσμοί εκδιδομένων, ρόλοι της σωματεμπορίας και σωματεμπορικές ομάδες και τύποι πορνείας. Έτσι, αυξήθηκε η φτηνή πεζοδρομιακή πορνεία, η πλέον ορατή πορνεία, κάτι που επέτρεψε τη διεξαγωγή άλλης μιας ηθικής σταυροφορίας η οποία δεν διανοήθηκε να στραφεί κατά της πορνείας – η πορνεία δεν αμφισβητήθηκε ως δικαίωμα (του ανδροπελάτη). Στράφηκε κατά των εκδιδόμενων, μιας σιωπηλής κατηγορίας γυναικών – ξεχασμένης και από τα φεμινιστικά κινήματα – που δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν τον εαυτό τους απέναντι στις κάθε είδους προσβολές. Για τα κριτήρια προσέγγισης της πορνείας βλ. Λάζο, 2001].

8 Για την απόδοσή τους ως τεράτων, βλ. Young, 1999: 96-120.

9 Και σε συνδυασμό με μιαν απλοϊκή μεν, χρήσιμη δε οπτική μεταφορά περί ομόκεντρων κύκλων έντασης.

10 Πρόκειται για μιαν ευέλικτη στερεοτυπική κατηγορία που περιλαμβάνει κάποιους που καλύπτουν το πρόσωπό τους με κάποιους τρόπους και όχι κάποιους άλλους (μακιγιάζ, γυαλιά ηλίου κ.ο.κ.) και άσχετα από τους λόγους της κάλυψης (εκφραστικοί, συμβολικοί, προστασία από δακρυγόνα αστυνομίας κ.ο.κ.).

11 Τέλος, μια τρίτη υποκατηγορία του πληθυσμού που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης ως προς το κατά πόσον είναι εγκληματίες έχει να κάνει με τους δημόσιους υπάλληλους, τους ποικίλους παραβάτες με σκοπό μικρο-ωφελήματα, όπως επιδόματα κλπ. και τους ποικίλους μικρομεσαίους φοροφυγάδες. Παρά το ότι τα ΜΜΕ, σε συνδυασμό την προβαλλόμενη ως αναγκαία υποβάθμιση και επανυποβάθμιση του κράτους πρόνοιας, έχουν εντείνει εδώ και χρόνια έναν πολυστιγματισμό των συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, η κοινή γνώμη, σημαντικό μέρος της οποίας είναι και οι εξεταζόμενοι προς εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση, δεν φαίνεται να πείθεται για την αναγκαιότητα μιας ευρείας και εντατικής εφαρμογής του ποινικού νόμου σε βάρος τους.

12 Ο Michalowski (2008) τονίζει ότι ο «ορθόδοξος λόγος» περί εγκλήματος κυριαρχείται από την έμφαση στο μικροέγκλημα «του δρόμου», παρακάμπτοντας τις ποικίλες μορφές επιχειρηματικής και πολιτικής εγκληματικότητας ή κάθε είδους «εγκλήματα της ισχύος».

13 Κατά τον Γ. Πλειό, η εγκληματικότητα των πολιτικοοικονομικά ισχυρών δεν περιλαμβάνεται στη ζώνη ενασχόλησης με την εγκληματικότητα των δελτίων ειδήσεων στα καθεστωτικά ΜΜΕ (προσωπική πληροφόρηση, Φεβρουάριος 2012). Μονότονα, επίμονα και συντριπτικά για κάθε λογική εκτός από την καθεστωτική κοινή λογική, η εγκληματικότητα ταυτίζεται με την εγκληματικότητα της επιβίωσης. Κάθε άλλη εγκληματικότητα απεγκληματοποιείται και αποστιγματίζεται με το να εντάσσεται στην κατηγορία των πολιτικών ή οικονομικών ειδήσεων.

14 Τροποποιώντας τη θέση του Γ. Πανούση (2002), δεν είναι η φτώχεια που ποινικοποιείται. Η φτώχεια εξορκίζεται μέσω της ποινικοποίησης των φορέων της, των φτωχών. Μάλιστα, πριν από την ποινικοποίηση του φτωχού προηγείται η εγκληματοποίησή του από τα ΜΜΕ (και τον ευρύτερο πολιτικό ή ακαδημαϊκό κοινο-λογικό λόγο) στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, φάση που ο Schinkel κατανοεί ως προκαταστολή (prepression) (2011). Ιδίως αν οι διάφορες κοινωνικές τάξεις ή κοινωνικές κατηγορίες υπό εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση φέρουν κάποια εμφανή φυσικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά που να επιτρέπουν την ταξιστική, ρατσιστική ή σεξιστική ενεργοποίηση διάφορων στιγματισμών σε βάρος τους.

Πηγη:http://www.theseis.com

359

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση