Τούρκικες λέξεις στο κρητικό ιδίωμα

Τούρκικες λέξεις στο κρητικό ιδίωμα

Screen Shot 2016-08-07 at 10.22.55 AMΤου Μανώλη Σπανάκη

 

Μικρό παιδί, επιστρέφοντας από τα χωράφια με την μητέρα μου και, λίγο πριν φτάσουμε στην Άνω Βιάννο, τη γενέτειρά μου, την ρώτησα: «Τίνος είναι αυτά τα σπίτια;». Μου απάντησε με τρόπο… συνωμοτικό ότι «είναι τούρκικα περιβόλια»! Με κυρίευσε ένας ανεξήγητος φόβος, γιατί, μεγάλωνα ακούγοντας πλήθος ιστοριών με τα όσα εβίωσε η χώρα μου και η Κρήτη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βέβαια, ως άνω θρώσκων, διάβασα κι έμαθα πολλά. Έτσι, απέφυγα των στρατηγών τις ντρίπλες και αφουγκράστηκα με σεβασμό τον στοχαστικό λόγο των ποιητών κι ανάμεσά τους τον Ναζίμ Χιχμέτ, που στο ποίημά του «Η χώρα αυτή είναι δική μας», μας παροτρύνει:

«νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα, ἀγκαλιαστά»

 

Μεγάλος ο λόγος του ποιητή! Επανέρχομαι στα τούρκικα περβόλια, που δεν ήταν βέβαια τούρκικα, αλλά ελληνικά. Αναφέρομαι για την περιοχή  «στων Καούκηδων» (έτσι λένε ακόμη την τοποθεσία), αυτά, που κάθε φορά που περνούσα το δρόμο με ανάγκαζαν να βιάζω το βήμα μου. Εκεί, σ’ αυτό το χώρο, πριν 3 χρόνια, έμελλε να βιώσω ένα γεγονός, που τολμώ να ισχυριστώ, ότι με συγκλόνισε. Μια συμπαθέστατη Τουρκάλα, Κρητικής καταγωγής, η Νεγίρ Μπερκταγί, ήρθε στην Κρήτη προκειμένου να αναζητήσει τις ρίζες των προγόνων της. Στα πλαίσια της έρευνάς της, έφτασε ως την Μαρτυρική Άνω Βιάννο. Την οδήγησα στα περιβόλια των προπαππούδων της. Στο παιδικό μου φόβητρο! Αυτά ήταν τα περιβόλια των προπαππούδων της, των Καουκάκηδων! Την είδα να κλαίει. Να χαϊδεύει τον μαντρότοιχο του περιβολιού και τον κορμό μιας ροδιάς, που προφανέστατα είχε φυτευτεί από τους δικούς της. Αισθάνθηκε την τρυφερότητα και τη ζεστασιά της πατρογονικής γης και ένα κύμα συναισθημάτων πλημμύρισε την καρδιά και την ψυχή της. Έκοψε ένα ρόδι και το φιλούσε, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι φιλούσε τα χέρια του παππού της! Έκτοτε, ο τόπος αυτός, ημέρεψε, γλύκανε και μου είναι τόσο συμπαθής! Αν βρίσκομαι σήμερα εδώ, ανάμεσά σας, αυτό το οφείλω στην αγαπημένη μου, στην και δική μου συγχωριανή, την Νεγίρ Μπερκταγί. Με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πόσο κοντά είμαστε τελικά οι δύο λαοί, όπως και πόσο κακό είναι ο πόλεμος, που εκτός τον όλεθρο και το θανατικό, σπέρνει μίσος και κακία.

Όμως, παρασύρθηκα από τα συναισθήματα, αν και, εδώ όλα αποπνέουν συναίσθημα. Το αισθάνομαι, μου τρυπά την καρδιά και την ψυχή μου. Κι αυτό το τόσο διεισδυτικό συναίσθημα δεν είναι τίποτε άλλο, ει μη μόνον η αδήριτη και βαθειά ανθρώπινη ανάγκη να αισθάνεσαι φίλους σου όλους τους ανθρώπους της γης. Μεγάλωσα αρκετά, για να ζω μ’ ένα ηλίθιο και επικίνδυνο μίσος, που καλλιεργείται έντεχνα από τους εμπόρους όπλων.  Οι  τούρκικες λέξεις λοιπόν στο κρητικό ιδίωμα, στην ντοπιολαλιά μας. Ασφαλώς, θα προτιμούσα να είμαι χρήστης όλου αυτού του λεκτικού πλούτου, χωρίς να χρειαζόταν η υποδούλωση του λαού μου, χωρίς πολέμους και σκοτωμούς. Να ζήσω ειρηνικά με τους γείτονές μου, αφού εμείς, ο απλός λαός δεν έχουμε απολύτως τίποτε να μας χωρίζει. Αντίθετα, μας ενώνουν τόσα πολλά! Η γλώσσα, η πρώτη μουσική των ανθρώπων, είναι ένα από αυτά. Και όπως ο αέρας παίρνει τους σπόρους και τους μεταφέρει σ’ όλη τη γη, έτσι και οι λέξεις όταν βρουν γόνιμο έδαφος ριζώνουν και αναπαράγονται εις τους αιώνες. Γνωρίζετε, προφανώς, ότι η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη στον πλανήτη και η αρτιότερη δομικά και έχει δώσει τα νάματά της σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ωστόσο, θα ήταν κακή γλώσσα, αν έδινε μόνο και δεν δεχόταν λέξεις από άλλες γλώσσες. Για τέσσερις αιώνες, Έλληνες και Τούρκοι έπρεπε να βρουν κοινούς λεκτικούς κώδικες επικοινωνίας. Κι αυτό, δεν ήταν μόνον ζήτημα επιβολής των πασάδων, αλλά αδήριτη ανάγκη συνεννόησης, άρα και επιβίωσης. Όσες λέξεις είχαν δύναμη, αυτές επιβίωσαν. Δηλαδή, η λέξη «φουτμπόλ» ήρθε στην Ελλάδα αλλά ουδέποτε ρίζωσε, γιατί η αντίστοιχη ελληνική «ποδόσφαιρο» είχε περισσότερη δύναμη και κυριάρχησε. Δεν συνέβη το ίδιο με το μπάσκετ, που δεν έγινε ποτέ «καλαθοσφαίριση». Με την ίδια λογική η τούρκικη λέξη «γλεντζές», ήρθε, έζησε και μακροημερεύει όπως βέβαια και το γλέντι και ο γλεντοκόπος και τα πάμπολλα παράγωγά τους. Ο βοσκός είναι και τσομπάνης, ο φιλάργυρος είναι και τσιφούτης, το πτύον ή φτυάρι, ακούγεται περισσότερο ως φαράσι και η ανταλλαγή γίνεται τράμπα. «Ζαμάνια τόχα να σε δω καιρούς να σ’ ανταμώσω» τραγουδεί στα πρώτα του βήματα ο παμμέγιστος Νίκος Ξυλούρης, ενώ ο χωριανός μου, ο μεγάλος λογοτέχνης Ι. Κονδυλάκης αναφέρει την μαντινάδα:

Όντε μιλείς πέφτουν ανθοί

κι όταν γελάσεις ρόδα

φως μου το ζαριφλίκι σου

Σ’ άλλη καμιά δεν το ’δα

 

Αναφέρει επίσης μια μαντινάδα:

Μπραήμ αγά Σοφταζαδέ,

δε θέλω τη βουλή σου

το σελαμέτι (δηλαδή, την ασφάλεια) ξάνοιξε

κι εσύ τση κεφαλής σου

Αλλά μήπως αυτό που κάνουμε σήμερα εδώ, δεν είναι ένα γόνιμο «αλίσι-βερίσι» ή αλισβερίσι επί το νέο-ελληνικότερο;  Όλοι οι ερωτευμένοι δεν αισθανθήκαμε την κάψα του «σεβντά» να μας κατακαίει και να μην την «νταγιαντούμε» δηλαδή να μην την αντέχουμε;

Η μάνα μου, έλεγε ότι «αυτό συνέβη «ομπανέ», δηλαδή χθες το βράδυ, ενώ συχνά με παρότρυνε να κάνω «καερέτι», δηλαδή να βοηθήσω, να συνδράμω. Όταν βλέπουμε κάποιον να τεμπελιάζει τον λέμε «γρουσούζη». Αυτό είναι σχετικά λάθος, αφού κυριολεκτικά σημαίνει ο άτυχος, αλλά μεταφορικά ο τεμπέλης και κακομοίρης, αντίθετα με τον «γουρλή» λέξη που προέρχεται από το «γούρι» και φυσικά σημαίνει ο τυχερός. Ο πατέρας μου έβαζε το φαγητό του στον ντρουβά, για να πάει στα χωράφια και οι εργάτες του ελαιουργείου έβαζαν την ζύμη στον μποξά. Όσοι μας εχθρεύονται τους λέμε και ντουχιουμάνηδες.  Όλοι έχουμε καθίσει στα παλιά ντουκιάνια, με το τεζιάκι, ήπιαμε καφέ από το τζιζβέ σερβιρισμένο στο φλιτζάνι. Στα καφενεία έπαιζαν κουμάρι και για να μην βλέπουν τους κουμαρτζήδες έκλειναν τους μπερντέδες. Ο γεωργός έβαζε το σπορικό στο αξάϊ και στο μουζούρι. Μ’ αυτά εμβαδομετρούσαμε και τα χωράφια στις αγοραπωλησίες! «Είναι 100 αξαγιών ή 50 μουζουριών χωράφι». Οι τίτλοι ιδιοκτησίας λεγόταν ντεμεσούκια κι ο απατεώνας ντελμπίσης.

«Κουζουλαμένος και ντελής γυρίζω εγώ για σένα» λέει η μαντινάδα…, ενώ ο Κ. Μουντάκης μας παροτρύνει να απολαύσουμε τα κρητικά του «νάκλια» δηλαδή τις μουσικές του διηγήσεις. Είσαι «μπίτι» βλάκας, ολντού μπιτί σωστότερα, δηλαδή είσαι οριστικά βλάκας. «Είναι «μπελί», έλεγε η γιαγιά μου, δηλαδή φανερό, ενώ σε άλλη έκφραση άκουγα: Αυτό είναι μπεσπελί, δηλαδή σίγουρο. Μικρός ανέβαινα το μπεντένι της αγίας Αικατερίνης, ενώ κορόιδευα τους μπεκρήδες του χωριού που συχνά μπλέκονταν σε μπελάδες

Όπως βέβαια και τους μπανταξήδες, τους μπιρμανέδες, τους κακοπληρωτάδες που όμως είχαν και την σημασία του μοιχού, του γυναικά. Αντιπαθούσα και αντιπαθώ τους μπαμπέσηδες, τους κουμαρτζήδες, τους μαγλατατζήδες, τους καβγατζήδες, τους μαχαλόμαγκες, τους μεσκίνηδες, δηλαδή τους λουβιάρηδες, ενώ συμπαθώ τα αλάνια. Θυμάμαι τους παππούδες μου με το μειτανογέλεκο και τα χιαλουβάρια, το σαρίκι και τα στιβάνια ενώ, κάποιες φορές, θα πω στο φίλο μου «μερχαμπά», δηλαδή καλημέρα. Όταν έχω μεράκια, αναζητώ τους μερακλήδες για να κάμουμε παρέα για να φάμε ένα καλό μεζέ, ενώ, συχνά ζητώ τον σοβατζή για ένα μερεμέτι! Κρέας θα αγοράσω από τον «Κασάπη», που θα το τεμαχίσει έχοντάς το κρεμασμένο στο τσιγκέλι! Η γιαγιά μου ήταν συνεχώς πάνω από το μαγκάλι, για να ζεστάνει τα χέρια της, ενώ καβούρντιζε τα ρεβύθια και τα έκανε στραγάλια!

Δεν υπάρχει Κρητικός να μην έχει πάει στο Βαλιδέ Τζαμί και στο Μειντάνι, στο Ηράκλειο.   Ασφαλώς και «τσατίζομαι» και κισιντίζω, δηλαδή να εξοργίζομαι, όταν βλέπω κοτζάμ άντρες να γρουσουζεύουνε κάνοντας «κολάι» με άλλα ρεμάλια, επειδή τους κουγιούρντισε. Εκεί, στο Μεϊντάνι, τα παλιότερα χρόνια περνούσαν οι Κιρατζήδες με τα κάρα, μεταφέροντας κερεστέδες, δηλαδή ξυλεία, μαναβικά πάνω στα καφάσια, όπως κεντανέ, δηλαδή τα πράσα και άλλα προϊόντα, για τους ξυλουργούς, τους Ντερμιτζήδες, τους  μανάβηδες και τους ψιλικατζήδες κι άλλους που έκαναν κατσιρμά, δηλαδή λαθρεμπόριο, ενώ τα καρακόλια, δηλαδή οι αστυνομικοί τους κοιτούσαν αμέριμνοι! Συγγενικό μου πρόσωπο έδωσε στο καταπληκτικό του «μαγαζί» το πανέμορφο όνομα «Ραβαΐσι». Πολλά σπίτια είχαν οντάδες ή ονταδάκια. Πάνω στο σοφρά, οι νοικοκυρές άνοιγαν το φύλλο της ζύμης για να κάμουν ρακικόπιτες και σκιουφιχτά μακαρούνια. Αχτάρης ήταν ο μικρός ψιλικατζής, ενώ στο Ηράκλειο υπάρχει το κτήριο «Αχτάρικα», στο κέντρο της πόλης, όπου σήμερα στεγάζεται η Βικελαία Βιβλιοθήκη! Μια άλλη λέξη που ήρθε συνειρμικά στη σκέψη μου, από τον πρώην υπουργό, βουλευτή και δήμαρχο Ηρακλείου τον αγαπητό μου Κώστα Ασλάνη, είναι το ασλάνι, στα τούρκικα aslan, που σημαίνει το λιοντάρι και κατ’ επέκταση το παλικάρι, ενώ μέχρι πρότινος, η μεγαλύτερη επαρχία του Ν. Ηρακλείου ονομάζονταν επαρχία Τεμένους! Στην Άνω Βιάννο λ.χ. υπάρχει σε αφθονία το επώνυμο Μπιτσακάκης, το οποίο, προφανέστατα προέρχεται από το τούρκικο «Μπιτσάκ», που σημαίνει μαχαίρι.

Θυμάμαι την μητέρα μου να μου λέει στην εφηβεία μου ότι «έχω αρσίζικο μπόι»!  Αρσίζης λοιπόν (τούρκικα arsiz) είναι ο αναίσχυντος, ο ξετσίπωτος, ο ερωτικά λαίμαργος. Στην περίπτωση της μητέρας μου, είχε προφανέστατα μεταφορική σημασία και αφορούσε στην λαιμαργία του ύψους μου! Συχνά ο πατέρας μου με τρομοκρατούσε απειλώντας να μου κάμει ένα καγιάρι ή ένα μπερντάχι, ενώ το περιβόλι μας ήταν στου Καγιαρού και στου Καραμέτη (προφανέστατα  Καρά Αχμέτ!).

Ο κατάλογος των τούρκικων λέξεων στην κρητική και γενικότερα στην ελληνική γλώσσα, εν τέλει, είναι ατελεύτητος! Το σημαντικότερο είναι ότι τα ελληνικά και μάλιστα αρχαίες λέξεις, συγχρωτίζονται και συνυπάρχουν καθιστώντας τον προφορικό αλλά και τον γραπτό λόγο λειτουργικότερο. Στο λόγιο λόγο, λογοτεχνικό και ποιητικό, οι τούρκικες λέξεις συνυπάρχουν αρμονικά με τον ελληνικό λεκτικό πλούτο, έτσι όπως ο καλός κτίστης τοποθετεί τις πέτρες και τα χαλίκια, ώστε να υπάρξει το καλύτερο δομικά και αρχιτεκτονικά αποτέλεσμα. Εκφράζω ξανά τις ευχαριστίες μου στην Νεγίρ, που με κάντισε, δηλαδή με έπεισε να ασχοληθώ μ’ ένα τόσο σοβαρό και ενδιαφέρον θέμα. Αναδιφώντας το καταπληκτικό κρητικό λεξικό του μεγάλου Βιαννίτη Χρονογράφου Ι. Κονδυλάκη, ανακάλυψα ένα πραγματικό λεκτικό θησαυροφυλάκιο: Ενδεικτικά σας αναφέρω τις λέξεις: Καπανταής (ο παλικαράς), με παράγωγό το καμπανταϊλίκι. Καζίκι και καζικιά, είναι το παλούκι και η παλουκιά.

Στων πονεμένων τις καρδιές

κάνω κι εγώ ραέτι

στην εδική μου  δεν μπορώ

να κάμω καερέτι,

λέει μια Βιαννίτικη μαντινάδα! Μια άλλη λέει:

Ετσά ’στε σεις οι όψιμοι

σαν κάμετε αγάπη,

για ένα μήνα και για δυο

την κάνετε αζάτι (δηλαδή την αχρηστεύετε!)…

 

Ο συγχωριανός μου, ανώτατος δικαστικός λειτουργός και λόγιος, ο κ. Γιώργος Κοκολάκης, περιγράφει ποιητικά τους οργανοπαίκτες του χωριού λέγοντας:

Όλοι οι γλεντζέδες του χωριού και οι ντελικανήδες

θέλουνε για παρέα τους αυτούς τους μερακλήδες.

Με δυο ρακές το κάνανε το κέφι τους αφέντη

και δίχως καθυστέρηση το ρίχνανε στο γλέντι.

Από το ίδιο ποίημα σταχυολογώ κάποιες λέξεις: κέφι, μπουζούκι, κουτούκι, στραγάλια, τζίρος, νταλγκάς, σεβντάς κ.α.

 

Αισθάνομαι αλλάϊσε (μα το Θεό) καρντάσης μαζί σας και χαίρομαι ιδιαίτερα για τ’ αντέτι, δηλαδή το έθιμό σας, να διοργανώσετε αυτό το γιορτάσι. Αν και δεν είμαι ατζαμής, εν τούτοις δυσκολεύομαι να μην απωλέσω την ψυχραιμία μου, στο να σας μιλώ γιατί ασκαλντί να δακρύσω.  Τρελαινόμουν όταν μου έφερναν από τη Χώρα καβρουμά, ενώ από την εφηβεία μου κιόλας δούλεψα στα γιαπιά. Σουλού-μπαμιέ λέμε τον έχοντα ασουλούπωτο σώμα. Ανέφερα το επίθετο ασουλούπωτος και θυμήθηκα τα ουσιαστικά «σουλούπι» και «καλούπι». Καζάντι και καζαντίζω, είναι το κέρδος και αποκομίζω πολλά! Ίντα καζάντισες από αυτή τη δουλειά; λέμε συχνά στην Κρήτη.  Ιλάμι, λέμε την απόφαση.  «Ίβγαλά του το ιλάμι του», λέμε συχνά στο χωριό μου, όπως και την έκφραση: «ίντα ξελαμίζει κιοσές», δηλαδή τι απόφαση κατεργάζεται. Το  ινάτι (και ινατζής) είναι το πείσμα, το ζόρλε, και το ζόρισμα, είναι η δυσκολία, αμπλά είναι η αδελφή,  ασκαλντί, ασκαρντί, ασκαντί, σημαίνει παραλίγο, ο αχιουρές, προέρχεται από τον ασουρέ, το γνωστό πολίτικο γλυκό, αλλά και, μεταφορικά, πράγμα ή πρόσωπο που δεν έχει αξία. Και φράση: εγενήκανε αχιουρέ: καβγαδίσανε άγρια, ή ιντάνε ετούτοσές ο αχιουρές, γίνανε μαλλιά κουβάρια (επειδή ο αχιουρές είναι μίγμα πολλών υλικών). Λέχι και  λέσι, είναι το ψοφίμι, μιλέτι είναι το έθνος, η ράτσα, η φυλή, το νεφέσι ρουφηξιά καπνού. Ορτάκης και ορταγιά ο συνεταίρος, η επαγγελματική παρέα και μουτουπάκι, το μικρό δωμάτιο. Φυσικά επισημειώνεται ότι όσο περνούν τα χρόνια, κάποιες λέξεις χάνονται, μαζί με τους ανθρώπους που τις χρησιμοποιούσαν. Τι αναδεικνύεται όμως μέσα απ’ αυτό. Μα το έχω ήδη αναφέρει. Η ανάγκη κοινών κωδίκων συνεννόησης και επικοινωνίας. Η ανάγκη της κοινωνικής συνύπαρξης, που κάποιοι την αντιμάχονται και την υποδαυλίζουν. Όταν ακούω στην Ελλάδα ότι παραβιάστηκε ο εθνικός εναέριος χώρος, ξέρω, ότι κάποιοι πλασιέ οπλικών συστημάτων τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση, έτσι όπως τρίβουν τα χέρια τους οι φαρμακευτικές εταιρείες όταν εμφανίζεται ο ιός της γρίπης, των χοίρων ή των πουλερικών, αφού ξέρουν ότι θα πουλήσουν τα σκευάσματα και τα εμβόλιά τους.

Δεν σας κρύβω ότι διακατέχομαι από θλίψη ενθυμούμενος τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας που και τότε οι έμποροι όπλων τον εκπάτρισαν και τον ξερίζωσαν. Το έργο το βλέπουμε ξανά και δεν ξέρω μετά τη Συρία ποιοι έχουν σειρά…

Όμως, θαυμάζω τον πολιτισμό τους, τον πολιτισμό κάθε κοινωνίας. Σεκλετίζομαι με τα σεφαραδίτικα εβραιο-ισπανιόλικα τραγούδια, τα φάντος της Πορτογαλίας, την μουσική των Άνδεων και γενικότερα την μουσική του κόσμου! Όμως, όταν ακούω την Νίνου να τραγουδεί «και αρπάζει τη Σεράχ, κι όλες λέν’ Αλλάχ, Αλλάχ, Εϊ γκιουλέ ολσούν», ή όταν ακούω τον «Καϊξή γιαβάς-γιαβάς», μερακλώνομαι και σεκλετίζομαι στο έπακρον…. Όπως το ίδιο παθαίνω όταν ακούω τον Ανέστο Δελιά να τραγουδεί

«Μες στης πόλης το χαμάμ
ένα χαρέμι κολυμπά».

Συνέρχομαι όταν συνειδητοποιώ τις αλήθειες του στίχου του Πυθαγόρα που λέει:
Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
κι εγώ λαός κι εσύ λαός
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ

 

Θεωρώ ότι, αξίζει τον κόπο να δούμε σε άλλη συνάντηση, τις άπειρες τούρκικες λέξεις στο ελληνικό τραγούδι, λαϊκό, έντεχνο και δημοτικό.

Μια άλλη θεματική ενότητα είναι οι τούρκικες και μικρασιάτικες λέξεις στην μαγειρική και στην ζαχαροπλαστική και γενικότερα στον διατροφικό μας πολιτισμό, ενώ ενδιαφέρον θα παρουσίαζε και η έρευνα των τούρκικων λέξεων στα λογοτεχνικά κείμενα. Οδεύω προς το τέλος της ομιλίας μου. Έχω πλήρη συνείδηση της κοινής μας καταγωγής. Της κοινής μας μοίρας, εν τέλει. Η Κρήτη, ο κοινός τόπος καταγωγής μας, είναι πολυποίκιλα προικισμένος από την φύση. Γόνιμα εδάφη, εξαιρετικό κλίμα, άπλετο φως. Οι άνθρωποι γλεντζέδες, μερακλήδες, ασίκηδες και χουβαρντάδες, φημίζονται για τα φιλόξενα αισθήματά τους. Μιλώ για την Κρήτη του Θεοτοκόπουλου, του Καζαντζάκη, του Κορνάρου, του Κονδυλάκη, του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Λεοντή και του Μαμαγκάκη, του Ροδινού, του Ξυλούρη και του Μουντάκη. Γιατί, δυστυχώς, υπάρχει και μια άλλη Κρήτη, σκοτεινή, εκείνη της οπλοφορίας και της ζωοκλοπής. Όλοι εμείς, που έχουμε κοινή καταγωγή οφείλουμε να αναδεικνύουμε το φωτεινό πρόσωπο της Μεγαλονήσου, ώστε να φωτίσουμε και τα σκοτεινά της σημεία, αυτά που μας θλίβουν και μας στεναχωρούν.
Φίλες και φίλοι, ζούμε σε διαφορετικές χώρες, αλλά τόσο μα τόσο κοντά σ’ αυτό τον κόσμο, τον μικρό, το μέγα. Δυο διαφορετικές χώρες, αλλά, δυστυχώς, η Ιθάκη είναι μόνον μία. Όταν αναφέρομαι στην Ιθάκη, εννοώ εκείνο το νησί των αξιών, των πραγματικών αξιών. Το νησί του πολιτισμού, των τεχνών, των γραμμάτων, των ηθών και των εθίμων, του αλληλοσεβασμού και της αυτοδιάθεσης. Αυτή η Ιθάκη πρέπει να γίνει το κοινό μας σπίτι, η κοινή μας πατρίδα, που δεν θα έχει εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, αλλά αγάπη στον άνθρωπο και την φύση. Ζω με ουτοπίες; Ίσως. Κάπου διάβασα ότι όταν πλησιάζεις ένα βήμα την ουτοπία, αυτή απομακρύνεται δύο. Κι όταν την φτάσεις δύο αυτή απομακρύνεται τέσσερα. Τότε καταλαβαίνεις ότι το κέρδος (και είναι σημαντικό) είναι ότι η ουτοπία σε μαθαίνει να προχωράς…

* Από την ομιλία του Μανώλη Σπανάκη στο Φεστιβάλ Τουρκοκρητικών, που έγινε στο Κουσάντασι    

Πηγή:http://www.candianews.gr

2.348

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση