«Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βία και βαρβαρότητα από αστυνομικούς»

«Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βία και βαρβαρότητα από αστυνομικούς»

Το μεσημέρι της 24ης Ιουλίου, λίγες ώρες πριν από τη δεξίωση για την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στο Προεδρικό Μέγαρο, στην οδό Μενάνδρου, πίσω από την πλατεία Ομονοίας, ένα περιπολικό σταμάτησε μπροστά σε δύο νεαρούς πρόσφυγες από τη Γουινέα που περίμεναν στη στάση του λεωφορείου. Τέσσερις ένοπλοι μαυροντυμένοι αστυνομικοί βγήκαν από το περιπολικό κι έτρεξαν προς το μέρος τους.

Αυτά που ακολούθησαν, όπως τα περιγράφουν οι δύο πρόσφυγες στην «Εφ.Συν.», ξεσπώντας κατά τη διάρκεια της αφήγησης σε αναφιλητά, γεννούν ερωτήματα σε κάθε δημοκρατικό πολίτη σχετικά με τις πρακτικές που φαίνεται ότι εφαρμόζει η ΕΛ.ΑΣ., πρακτικές που δεν έχουν θέση σε δημοκρατικό κράτος δικαίου αλλά παραπέμπουν σε άλλες, σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

Στο πλευρό των δύο προσφύγων, του 19χρονου Μοχάμεντ Καμπά και του 20χρονου Σουλεϊμάν Μανέ, ιδίως του πρώτου, που ήρθε πρώτη φορά στη ζωή του αντιμέτωπος με τη βία της αστυνομίας και βρέθηκε αίφνης να κατηγορείται για διακίνηση ναρκωτικών, αυτός, ένας έφηβος προσηλωμένος στο ποδόσφαιρο και στην αθλητική ζωή, βρίσκονται όχι μόνον οι φίλοι και οι συμπατριώτες τους στο καμπ του Ελαιώνα, όπου ζουν για περισσότερο από ενάμιση χρόνο, από τότε που ήρθαν στην Ελλάδα, αλλά και άνθρωποι που εργάζονται και δραστηριοποιούνται στο καμπ, που γνωρίζουν τους δύο πρόσφυγες και παρακολουθούν συγκλονισμένοι την υπόθεση.

Το πρωί εκείνης της ημέρας, ο Καμπά και ο Μανέ, όπως τους αποκαλούν για συντομία στον Ελαιώνα, ξεκίνησαν από το καμπ για να πάνε στην πλατεία Βικτωρίας προκειμένου να επικοινωνήσουν μέσω skype με δικηγόρους οργανώσεων για να συζητήσουν το ενδεχόμενο να εξεταστεί εκ νέου το αίτημά τους για άσυλο.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Καμπά είχε μάθει πως απορρίφθηκε σε δεύτερο βαθμό το αίτημά του για άσυλο και είχε ήδη πάρει στα χέρια του το «φεύγα», όπως το αποκαλούν οι πρόσφυγες στο καμπ το χαρτί της αστυνομίας που τους δίνει περιθώριο δύο μηνών για να φύγουν από την Ελλάδα.

Ο Μανέ είχε περάσει πρόσφατα την ίδια διαδικασία και παρακίνησε τον Καμπά να πάνε στο κέντρο της Αθηνάς για να δει πώς έπρεπε να κινηθεί. Το όνειρό του από παιδί είναι άλλωστε μια μέρα να παίξει στην αγαπημένη του ομάδα, τον Ολυμπιακό.

Οπως διηγούνται οι δύο φίλοι, τελείωσαν γρήγορα τη δουλειά τους και πήγαν στην Ομόνοια για να πάρουν το λεωφορείο της επιστροφής στον Ελαιώνα.

Στη 1.15 το μεσημέρι, βρίσκονταν στη στάση του 813 στη Μενάνδρου μαζί με πολύ κόσμο, ο Καμπά ακούγοντας μουσική με τα ακουστικά του και ο Μανέ τσεκάροντας στο κινητό την εφαρμογή που ενημερώνει για τον πραγματικό χρόνο άφιξης των λεωφορείων. «Ερχεται σε δύο λεπτά», είπε στον Καμπά, δείχνοντάς του την οθόνη.

Πριν περάσουν δύο λεπτά, είδαν ένα περιπολικό να σταματά μπροστά στη στάση και τέσσερις μαυροντυμένους ένοπλους αστυνομικούς να τρέχουν προς το μέρος τους.

Πριν συνειδητοποιήσουν οι δυο φίλοι τι συμβαίνει, ο πιο μεγαλόσωμος αστυνομικός είχε πάει πίσω από τον Καμπά και τον είχε αρπάξει από τον λαιμό, σηκώνοντάς τον στον αέρα.

«Δεν μπορούσα να αναπνεύσω»

 

Αριστερά ο Μοχάμεντ Καμπά και δεξιά ο Σουλεϊμάν Μανέ
Αριστερά ο Μοχάμεντ Καμπά και δεξιά ο Σουλεϊμάν Μανέ |

«Με κρατούσε σφιχτά από τον λαιμό, κι έτσι σηκωμένο στον αέρα, με πήγε μερικά μέτρα πιο πέρα κι άρχισε να με χτυπά, ενώ ένας άλλος με έψαχνε σε όλο μου το σώμα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ένιωσα ότι αν μείνω έτσι λίγα δευτερόλεπτα ακόμα θα πέθαινα.

»“Μη με σκοτώσεις” του είπα κι ένιωσα να πέφτω στο έδαφος. Πήγα να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου για να πάρω αέρα κι ένιωσα ένα δυνατό χτύπημα πίσω, δεν ξέρω αν ήταν κλομπ ή κλοτσιά. Πρέπει να έχασα τις αισθήσεις μου.

»Συνήλθα όταν κάποιος μου πέταξε νερό. Βρισκόμουν μέσα στο περιπολικό, στο πίσω κάθισμα, ανάμεσα σε δύο αστυνομικούς, με τα χέρια μου δεμένα με χειροπέδες πίσω από την πλάτη. Τους ρώτησα “γιατί” και άρχισαν να με χτυπούν μια ο ένας από αριστερά, μια ο άλλος από δεξιά, και να βρίζουν. Καταλάβαινα τις λέξεις “μαύρο”, “μαλάκα”», λέει ο Καμπά.

Το περιπολικό σταμάτησε έξω από το τμήμα της Ομονοίας. Ο Καμπά άκουγε τους αστυνομικούς να συζητούν για περίπου δέκα λεπτά, χωρίς να καταλαβαίνει τη γλώσσα, ενώ δυσκολευόταν να ανοίξει τα μάτια του από τον πόνο.

Τον οδήγησαν στο τμήμα, ξυπόλητο, γιατί είχαν βγει τα σανδάλια του όσο τον χτυπούσαν στη Μενάνδρου, τον έβαλαν στο ασανσέρ, όπου συνέχισαν να τον χτυπούν, και τον πήγαν σ’ έναν χώρο, όπου τον έγδυσαν και τον έψαξαν, πριν από το γραφείο.

Πάνω στο γραφείο ήταν τα χαρτιά του και δίπλα κάτι που δεν είχε ξαναδεί, ένα σακουλάκι. «Με ρώτησαν για ποιον προορίζονται τα πράγματα που βρίσκονται στο τραπέζι. Είπα: “υπάρχουν πολλά πράγματα πάνω στο τραπέζι. Τα χαρτιά μου προορίζονται για μένα”. Μου έδειξαν το σακουλάκι. Δεν κατάλαβα. “Αυτό είναι για σας”, τους είπα».

«Αρχισα να κλαίω»

Οπως λέει, τον ρώτησαν αν κατάπιε κάτι, ώστε να φωνάξουν τον γιατρό. Τους είπε ότι είναι μουσουλμάνος και, από τα 18 του, νηστεύει κάθε Δευτέρα, δεν βάζει τίποτα στο στόμα του πριν από τις 8 το βράδυ. Εγραψαν κάτι, του ζήτησαν να υπογράψει, αρνήθηκε, αλλά είδε τον αστυνομικό να κινείται απειλητικά και αναγκάστηκε να υπογράψει.

Τον οδήγησαν στο κρατητήριο. «Δεν καταλάβαινα, δεν ήξερα για τι με κατηγορούσαν. Ζήτησα μόνο παπούτσια, γιατί το πάτωμα ήταν πολύ βρόμικο. Ο αστυνομικός απλά με έσπρωξε στο κρατητήριο. Μέσα υπήρχαν πολλοί, αλλά ήμουν ο μόνος Αφρικανός. Αρχισα να κλαίω.

»Ζήτησα νερό, δεν μου έδωσαν. Φαγητό έβαλα στο στόμα μου το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, όταν με πήγαν για δακτυλικά αποτυπώματα. Υπήρχε ένας Βλαντιμίρ που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ – μου έδωσε τα παπούτσια του για να πάω στην τουαλέτα, με πίεσε να φάω, μου διηγήθηκε την ιστορία του. Με ρώτησε γιατί είμαι μέσα. Του είπα ότι δεν έχω ιδέα», λέει.

Εμαθε για τι κατηγορείται από τον Μανέ, ύστερα από τρεις μέρες. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου στη Μενάνδρου, ο Μανέ είχε μείνει ακίνητος από τον φόβο του και παρακολουθούσε.

Ενας αστυνομικός ήρθε προς το μέρος του και άρχισε να τον βρίζει, αλλά αυτό ήταν όλο. Οταν έφυγε το περιπολικό με τον Καμπά, ο Μανέ μάζεψε τα σανδάλια του φίλου του από τον δρόμο και γύρισε στον Ελαιώνα για να ζητήσει βοήθεια.

Ενας καθηγητής που κάνει μαθήματα γλώσσας και μια άλλη εθελόντρια επικοινώνησαν με την αστυνομία, που επιβεβαίωσε την κράτηση του Καμπά, αλλά δεν είπε τον λόγο, παρά σε μετέπειτα τηλεφωνική επικοινωνία: βρέθηκαν πάνω του, είπαν οι αστυνομικοί, δέκα γραμμάρια κοκαΐνη και ηρωίνη, όπως και ναρκωτικά στο στόμα.

Ο Μανέ χρειάστηκε να θυμίσει στον καθηγητή του ότι ο Καμπά δεν πίνει αλκοόλ ούτε καφέ, δεν καπνίζει, αποφεύγει τα φάρμακα, δεν ξενυχτά και σπάνια βγαίνει από το καμπ, και πως δεν είχαν δημιουργήσει ιστορίες όσο καιρό ζουν στον Ελαιώνα.

«Ισως τον μπέρδεψαν με άλλον. Γιατί δεν ζήτησαν τα χαρτιά του; Γιατί δεν έδειξαν τα ναρκωτικά εκεί, μπροστά σ’ όλο τον κόσμο;» είπε στον καθηγητή του.

Τρεις μέρες μετά, ο Μανέ επισκέφτηκε στο κρατητήριο τον Καμπά και τον ενημέρωσε για τις κατηγορίες. Τον ρώτησα τρεις φορές: «Εγώ; Ποτέ δεν θα έχτιζα τη ζωή μου καταστρέφοντας τη ζωή των άλλων. Κάτι άλλο θα το καταλάβαινα, αλλά αυτό με ξεπερνά. Μέχρι σήμερα, αναρωτιέμαι τι συνέβη», λέει ο Καμπά.

«Τον έβλεπα στον ύπνο μου»

Την ημέρα που οδηγήθηκε από το κρατητήριο στην Εισαγγελία, το πρώτο που τον ρώτησε η ανακρίτρια είναι γιατί κυκλοφορεί ξυπόλυτος. Της είπε ότι πρέπει να ρωτήσει τους αστυνομικούς.

Στο τέλος της ανάκρισης, η ανακρίτρια τον ρώτησε αν επιθυμεί να κάνει μήνυση στους αστυνομικούς, σημείωσε τη θετική του απάντηση και διέταξε να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικά μέτρα. Ο Καμπά πρέπει να δίνει το «παρών» στην αστυνομία δύο φορές τον μήνα, μέχρι να γίνει το δικαστήριο που θα αποφασίσει αν είναι ένοχος ή αθώος.

«Δεν κοιμάμαι τη νύχτα. Σκέφτομαι ότι αυτό που μου συνέβη μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή στους φίλους μου. Είναι και οι σωματικοί πόνοι. Πονάω στην παραμικρή κίνηση που πάω να κάνω στο κρεββάτι. Στο νοσοκομείο δεν βρήκαν τραύματα από τα χτυπήματα, αλλά προφανώς οι αστυνομικοί ξέρουν πώς να χτυπήσουν, έτσι που να πονάς αλλά να μην υπάρχουν ίχνη. Στη χώρα μου έχω συγκρουστεί με την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και απεργιών. Ομως τέτοια βία από αστυνομικούς δεν την έχω ξαναζήσει.

»Ο τρόπος που σε κοιτούσαν και σου μιλούσαν ήταν σαν να μην είχες γεννηθεί. Ενα ζώο είχε γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία. Υπάρχει ένας που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ, αυτός που με χτύπησε περισσότερο. Χθες το βράδυ τον έβλεπα στον ύπνο μου. Το βλέμμα του είχε κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω, κάτι παραπάνω από μίσος. Βρισκόμαστε σε μια χώρα πολιτισμού και δικαιοσύνης, στον 21ο αιώνα. Αλλά αυτό ήταν βαρβαρότητα», λέει ο Καμπά.

Συνεχίζει: «Το θετικό είναι ότι βρήκα ανθρώπους που με στήριξαν, έγιναν για μένα η οικογένειά μου στην Ελλάδα. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Φοβάμαι όμως πολύ. Αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο εμένα. Αφορά τους φίλους μου, όσους με περιστοιχίζουν. Ολοι θέλουν να ξέρουν το τέλος αυτής της ιστορίας.

»Θα ήθελα να γίνω μια μεγάλη προσωπικότητα, ένας άνθρωπος με ευθύνες, χωρίς τέτοιες σκιές στο παρελθόν του. Θα ήθελα, αν φύγω ποτέ από την Ελλάδα, να μπορώ να γυρίσω και να μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερος, χωρίς περιορισμούς. Παρακαλώ τον Θεό να βοηθήσει να τελειώσει αυτή η ιστορία και να μου πουν “συγγνώμη, δεν είσαι ένοχος”».

Πηγή: http://www.efsyn.gr

 

338

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση