Τη Μακρόνησο την είδα πρώτη φορά πέντε χρονών πηγαίνοντας προς τη Τζια. Από τότε τη βλέπω κάθε καλοκαίρι πηγαίνοντας προς το νησί. Αφού ξεμυτίσει το καράβι από το λιμάνι του Λαυρίου, ανεβαίνω στο κατάστρωμα και για πέντε λεπτά χαζεύω αυτή τη μακρόστενη λωρίδα γης που φιλοξένησε για χρόνια πόνο, βασανιστήρια, νοσταλγίες, γράμματα χωρίς παραλήπτη.
Τώρα έχουνε μείνει κάτι μισογκρεμισμένα ντουβάρια από αυτά που είχαν χτίσει οι εξόριστοι. Αυτά τα ντουβάρια είναι χαραγματιές πάνω στο σώμα αυτού του ξερονησιού. Αυτά τα ντουβάρια δεν έχουν καταφέρει να τα διαλύσουν κάτι πρόβατα και κάτι κοράκια μισό αιώνα μετά. Στέκουν σα σκιάχτρα και φωνάζουν μέσα από την ποίηση του Λειβαδίτη, την υποκριτική του Κατράκη, τη μουσική του Μίκη.
Ζούμε σε εύκολες εποχές λένε. Ο καθένας είναι ο, τι δηλώσει και τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται.
Αλλά όχι ρε γαμώτο. Αυτά τα γαμημένα ντουβάρια δεν αγοράζονται. Δε γίνεται να πουληθούν. Θα είναι ύβρις ανεβασμένη στο μισογκρεμισμένο θεατράκι που έχτισαν οι εξόριστοι, θα είναι αμαρτία διαπραγμένη στο μισογκρεμισμένο εκκλησάκι που έχτισαν οι εξόριστοι, θα είναι λιποταξία στο μισογκρεμισμένο φυλάκιο που έχτισαν οι εξόριστοι, θα είναι δηλητήριο στο μισογκρεμισμένο κτίριο τροφοδοσίας που έχτισαν οι εξόριστοι.
Το καλοκαίρι του ’15 λίγο μετά τις κωλοτούμπες, τους έρπητες και τα υποτακτικά καραγκιοζιλίκια αυτών που μιλούσαν στο όνομα της Αριστεράς, ορκίστηκα ότι η ανοχή μου στη δολιότητα, στο σφετερισμό και στην υποκρισία θα είναι μηδενική. Όποιος θέλει να οργανώνει φιέστες, επετείους και επικοινωνιακά τσίρκα στο όνομα αυτών που έφτυναν το αίμα τους στη Μακρόνησο, ενώ την ίδια ώρα σφίγγει το χέρι του Τραμπ και δηλώνει ότι μοιράζεται τις ίδιες αξίες, δεν είναι Αριστερός. Είναι ψεύτης, γλείφτης και δειλός.
Ψεύτης απέναντι στην εργατική τάξη, γλείφτης απέναντι στο κεφάλαιο και δειλός μπροστά στο ιστορικό φορτίο που κουβαλά η Αριστερά.
Για τη σημερινή αηδία όμως νιώθω περισσότερο ντροπή απέναντι σε δύο συγκεκριμένους Μακρονησιώτες από τους οποίους διασώζεται η παρακάτω μαρτυρία: «Μια βραδιά μας έβαλαν ολόγυμνους σ’ ένα σακί με μια πελώρια γάτα! Μας πέταξαν σε βαθιά νερά δεμένους με ένα σκοινί. Όσο βουτούσαμε στο νερό η γάτα αφηνιασμένη γαντζωνότανε μ’ όλα της τα νύχια πάνω μου για να σωθεί. Μόλις μας τραβούσαν απάνω προσπαθούσε να χιμήσει στο πρόσωπο γιατί νόμιζε πως εγώ είμαι ο εχθρός της. Αυτό συνεχίστηκε κάμποσες φορές… Όταν μ’ έβγαλαν από το σακί κομματιασμένο και μισότρελο ήμουν έτοιμος να υπογράψω το χαρτί ατίμωσης που μου ‘φεραν.».
Η Μακρόνησος δεν είναι πασαρέλα. Είναι μια μαύρη σκιά που χώρισε τη γη από τον ουρανό.
Ξεφτίλες.