Για ποιο λόγο θεωρείται «ιερή και απαραβίαστη» η συνθήκη της Λωζάνης από την ελληνική άρχουσα τάξη και τα πολιτικά κόμματα της χώρας;

Για ποιο λόγο θεωρείται «ιερή και απαραβίαστη» η συνθήκη της Λωζάνης από την ελληνική άρχουσα τάξη και τα πολιτικά κόμματα της χώρας;

1του Χάρη Παπαδόπουλου

Είναι χαρακτηριστική η εμμονή του ελληνικού κράτους να χαρακτηρίζεται η μειονότητα που κατοικεί στη Θράκη (και τα Δωδεκάνησα) ως «μουσουλμανική». Κανένα ελληνικό πολιτικό κόμμα, ούτε καν της Αριστεράς, δεν το αμφισβητεί αυτό. Φαίνεται πως μια ιμπεριαλιστική συνθήκη που γράφτηκε πριν από εκατό χρόνια περίπου, έχει πολύ περισσότερη αξία από το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό.
Διότι ούτε το κράτος, ούτε κανείς άλλος από τους λάβρους υπερασπιστές της Συνθήκης, δεν κάνει τον κόπο να ρωτήσει την ίδια τη μειονότητα για να μάθει το πώς αισθάνεται. Αντίθετα κάθε προσπάθεια να εκφραστούν δημόσια τα μέλη της κοινότητας επί του πώς αισθάνονται οι ίδιοι θεωρείται «ευαίσθητο εθνικό θέμα» και αντιμετωπίζεται με διώξεις. Η αντιμετώπιση αυτή επικυρώθηκε και με απόφαση του Αρείου Πάγου του 1987, που απαγορεύει τη χρήση των όρων «Τούρκος» και «τουρκικός» σε συλλογικότητες, πολιτιστικούς συλλόγους κλπ.
Όμως αυτή είναι ένα «ταμπού» που ισχύει τα τελευταία 50 χρόνια μόλις. Συγκεκριμένα, ήταν η Χούντα του ‘67 που επέβαλε ως δόγμα τη Συνθήκη της Λοζάνης. Ήταν η εποχή που η ελληνική και η τουρκική άρχουσες τάξεις άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η διαμάχη είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς στην Κύπρο, πρώτα στα πογκρόμ κατά της τουρκοκυπριακής κοινότητας το 63’ – ‘64 και το ’67, και μετά στον πόλεμο του ’74.
Όμως τις δύο πρώτες δεκαετίες του «Ψυχρού Πολέμου», όταν ο κύριος εχθρός των ελλήνων αστών ήταν στο Βορρά και όχι στην Ανατολή, τέτοιο ταμπού δεν υπήρχε. Το Δεκέμβρη του 1952 η βασίλισσα Φρειδερίκη εγκαινίαζε μειονοτικά σχολεία στη Θράκη μαζί με τον τότε Τούρκο πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μάλιστα, σε ένα από αυτά δόθηκε το όνομά του: Celal Bayar! Ήταν τα χρόνια του έξαλλου αντικομμουνισμού, η Τουρκία ήταν βασική σύμμαχος στο ΝΑΤΟ και το ελληνικό κράτος θεωρούσε πως πρέπει να αποκόψει το πομάκικο κομμάτι της μειονότητας από τις βουλγαρικές ρίζες του. Έτσι, στις ταυτότητες που εξέδιδαν οι κρατικές αρχές της Ελλάδας για τους μειονοτικούς αναγραφόταν ως καταγωγή η «τουρκική».
Μάλιστα στις 28/1/1954 ο γενικός διοικητής Θράκης Φεσόπουλος εξέδωσε μια απόφαση – μνημείο: «Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως (σ.σ. του Παπάγου) παρακαλούμεν όπως εφ’ εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσης του όρου «Τούρκος – τουρκικός» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος – μουσουλμανικός…» (!)
Ό,τι κι αν λένε σήμερα ο κ. Παυλόπουλος και ο κ. Τσίπρας, η συνθήκη της Λοζάνης έγινε «αδιαπραγμάτευτη» όταν έτσι συνέφερε την ελληνική άρχουσα τάξη. Οι δικές της ανάγκες και συμφέροντα είναι που καθορίζουν το τι είναι προτεραιότητα για το ελληνικό κράτος. Και τα καθεστωτικά κόμματα είναι λογικό να αλλάζουν τις αρχές τους ανάλογα. Όμως η Αριστερά τι λόγο έχει να υπηρετεί αυτή τη λογική;
Είναι δυνατό να θεωρήσουμε πως θα κινδυνέψει η ειρήνη στη Θράκη και στα Βαλκάνια αν πούμε τα πράγματα με το όνομά τους; Είναι δυνατό να παραδεχόμαστε πως υπάρχει μια μειονότητα και ταυτόχρονα να της αρνούμαστε τα δικαιώματά της; Πραγματικά αξίζει να ρωτήσουμε και εμείς, χρησιμοποιώντας το στίχο του Μπρεχτ: «Γιατί φοβούνται τόσο πολύ την τίμια λέξη;».
Η τουρκική μειονότητα δεν στερείται μόνο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, αλλά βρίσκεται γενικότερα σε πολύ χειρότερη θέση σε σχέση με την πλειονότητα του πληθυσμού.
Οι Τούρκοι πολίτες της Ελλάδας είναι πολύ φτωχότεροι, τα παιδιά τους εγκαταλείπουν νωρίτερα και σε μεγαλύτερο ποσοστό το σχολείο. Μικρό ποσοστό του μειονοτικού πληθυσμού έχει ανώτατη μόρφωση και έως πριν από λίγα χρόνια αυτό επιτυγχανόταν μόνο με φοίτηση σε τουρκικά πανεπιστήμια.
Μέχρι πρόσφατα, χιλιάδες μειονοτικοί έχαναν την ελληνική ιθαγένεια με βάση το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας. Σε κάποιους αφαιρέθηκε μόλις επέστρεψαν από τη θητεία τους στον ελληνικό στρατό, ενώ άλλοι –αγρότες ή χειρώνακτες εργάτες– το μάθαιναν μόλις έρχονταν σε επαφή με κάποια δημόσια υπηρεσία. Στα μειονοτικά χωριά και γειτονιές της Θράκης πάντα ξοδεύονταν ελάχιστα χρήματα για δημόσια έργα, παιδεία και υγεία, ενώ έως λίγα χρόνια πριν ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να εξασφαλιστούν οικοδομικές άδειες ή επισκευών, άδειες τρακτέρ, απλές άδειες οδήγησης κ.λπ.
Και, το χειρότερο απ’ όλα, έως τις αρχές του 1990 τα πομακοχώρια της Θράκης ήταν τα «χωριά της μπάρας», όπου έπρεπε να πάρει κανείς ειδική άδεια από το στρατό για να μπει ή να βγει, ακόμη και για επείγουσα ιατρική ανάγκη.
Η τουρκική μειονότητα λοιπόν ζει μια «ισονομία», περισσότερο πλαστή παρά πραγματική.
Και η Αριστερά που αποφεύγει να την υπερασπίσει από τους «επαγγελματίες πατριώτες» και το ελληνικό κράτος, η Αριστερά που αποφεύγει τα δύσκολα, που δεν αντιμετωπίζει στα ίσα τους μύθους και τις ιδεοληψίες της κυρίαρχης τάξης, στις κρίσιμες στιγμές τσακίζεται. Η Αριστερά που αξίζει το όνομά της δεν αφήνει τους εργάτες και τις εργάτριες της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού εκτεθειμένους/ες στα παραμύθια της «εθνικής ενότητας» και του αντιτουρκικού μίσους. Και μόνο μια τέτοια Αριστερά, που είναι ξεκάθαρη στα αιχμηρά ζητήματα, έχει προοπτική να αλλάξει τον κόσμο…

2.211

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση