Το Μακεδονικό ζήτημα και η αριστερά

Το Μακεδονικό ζήτημα και η αριστερά

1To άρθρο αυτό είναι γραμμένο στην περίοδο που η διαμάχη για το όνομα είχε κεντρική σημασία τόσο για τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ελληνικά άρχουσα τάξη όσο και για τις απαντήσεις που όφειλε να δώσει η Αριστερά.

Σήμερα η παρακάτω ανάλυση διατηρεί την αξία της βάζοντας στοιχειώδη κριτήρια από τη διεθνιστική σκοπιά, πολύτιμα για τις απαντήσεις που χρειάζεται να δώσουμε στον εθνικισμό στην Ελλάδα.

Του Παναγιώτη Λίλη

από την Διεθνιστική Εργατική Αριστερά – Internationalist Workers’ Left

Σ’ αυτό το κείμενο κάνουμε μια πρώτη προσπάθεια να περιγράψουμε και να σχολιάσουμε την πολιτική των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς, σήμερα, στο Μακεδονικό. Ταυτόχρονα θα προτείνουμε μια εναλλακτική προσέγγιση: Το διεθνισμό.

Έχει νόημα σήμερα, μέσα σε οικονομική και πολιτική κρίση, να ανοίγουμε το Μακεδονικό ζήτημα; Ισχυριζόμαστε πως ναι. Είναι η εποχή όπου τα ζητήματα που μας διαχωρίζουν από τους «πάνω» έχουν ιδιαίτερη σημασία. Σ’ αυτή τη συγκυρία, ο εθνικισμός παρουσιάζει διαφορετικές όψεις των ίδιων προβλημάτων.

Ένα ζήτημα με ιστορία

Το Μακεδονικό ζήτημα, στην ιστορική του διαδρομή, άλλαξε πολλές φορές περιεχόμενο και πρωταγωνιστές. Έτσι θα τολμήσουμε να το χωρίσουμε σε διαφορετικές περιόδους.

Η πρώτη περίοδος ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα και λήγει το 1923, όταν τελειώνει και ο τελευταίος πόλεμος στα Βαλκάνια (εκστρατεία στη Μικρά Ασία) και «τακτοποιούνται» χοντρικά τα σύνορα, οι μετακινήσεις και οι εκκαθαρίσεις των πληθυσμών.

Το εθνικό και αγροτικό κίνημα των Μακεδόνων είναι κομμάτι της πάλης των λαών της περιοχής ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η εξέγερση του Ιλιντεν, το 1903, με κεντρικό σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες», σηματοδοτεί την κορύφωση αυτού του αγώνα. Από κει και ύστερα αρχίζει η συνδυασμένη δράση διάφορων «μακεδονομάχων» ενάντια στο μακεδονικό εθνικό κίνημα (και όχι ενάντια στη Οθωμανική αυτοκρατορία), που προέρχεται από τον ανταγωνισμό Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας για το διαμελισμό της Μακεδονίας. Η συντριπτική ήττα του εθνικού κινήματος των Μακεδόνων έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του μακεδονικού λαού σε μειονότητα σε τρεις διαφορετικούς αφέντες: Βούλγαρους, Σέρβους και Έλληνες.

Η δεύτερη περίοδος φτάνει μέχρι την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο (1946-49). Ο μακεδονικός λαός στην Ελλάδα δοκιμάζει όλη τη βαναυσότητα του ελληνικού κράτους. Η προσπάθεια που κάνει η ελληνική άρχουσα τάξη για εθνική ομογενοποίηση υλοποιείται στην αρχή με διωγμούς και ανταλλαγές πληθυσμών και στη συνέχεια (ιδιαίτερα την περίοδο του Μεταξά 1936-41) με άμεση και ωμή βία. Η ναζιστική κατοχή της Ελλάδας (1941-44) λειτουργεί σαν καταλύτης και στρέφει μαζικά στα αριστερά τη μακεδονική μειονότητα. Η συμμετοχή της στο πρώτο και το δεύτερο αντάρτικο είναι καθοριστική.

Η περίοδος από το 1949 μέχρι το 1991 είναι η περίοδος του «ανύπαρκτου ζητήματος». Στα βόρεια σύνορα της χώρας έχει συγκροτηθεί η γιουγκοσλαβική δημοκρατία με το όνομα Μακεδονία, που είναι ενταγμένη στο ευρύτερο κρατικό σύνολο, την ενιαία γιουγκοσλάβικη σοσιαλιστική ομοσπονδία. Μέσα στην Ελλάδα ζει μια μακεδονική μειονότητα σε καθεστώς συνεχών διώξεων και απαγορεύσεων (στη μακεδονική γλώσσα και το λαϊκό πολιτισμό). Οι περιοχές κοντά στα σύνορα, ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία, που κατοικούνται κυρίως από Μακεδόνες, χαρακτηρίζονται από τον ελληνικό στρατό «επιτηρούμενες ζώνες», δηλαδή ειδικό καθεστώς περιορισμένων ελευθεριών. Το 1953, με νόμο, δημεύονται οι περιουσίες των πολιτικών προσφύγων και δίνονται σε «εθνικά» σκεπτόμενους και «καθαρόαιμους» Έλληνες πολίτες. Το 1982, με νόμο, επιτρέπεται η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, ελληνικής μόνο καταγωγής. Όλη αυτή την περίοδο, η διαρκής καταπίεση και η μετανάστευση φθίνουν τη μειονότητα. Αλλά και για την Αριστερά το Μακεδονικό ζήτημα έχει περάσει στο περιθώριο της πολιτικής των κομμάτων της.

Το Μακεδονικό ως «Σκοπιανό»

Το Μακεδονικό επιστρέφει δριμύτερο το 1991. Αυτή τη φορά ο καταλύτης είναι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το τεράστιο κενό που αφήνει στο κέντρο των Βαλκανίων.

Η Ελλάδα προσπαθεί να αξιοποιήσει την υπεροχή της και τις ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά της. Είναι έτσι κι αλλιώς η τοπική υπερδύναμη στην περιοχή των νότιων Βαλκανίων. Πρώτος στόχος αυτής της πολιτικής είναι το μικρό και ασταθές κράτος της Μακεδονίας, που ανακήρυξε το 1991 την ανεξαρτησία του. Αιχμή της ελληνικής πολιτικής είναι το ζήτημα του ονόματος του νέου κράτους. Είναι η περίοδος του λεγόμενου «Σκοπιανού». Με αυτή την έννοια το λεγόμενο «Σκοπιανό» είναι ξεκάθαρα ένα πολιτικό ζήτημα που έχει να κάνει άμεσα με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ενάντια σε ένα γειτονικό της κράτος.

Από το 1991 μέχρι το 1995, η ελληνική άρχουσα τάξη προωθούσε την επεκτατική πολιτική της με διπλωματικές πιέσεις και στρατιωτικές απειλές για το διαμελισμό του κράτους της Μακεδονίας σε συνεργασία με τη Σερβία. Εθνικιστικά συλλαλητήρια με συνθήματα «Η λύση είναι μία: σύνορα με τη Σερβία», «Εμπρός με τανκς να σκάψουμε τα Σκόπια» κλπ προετοίμαζαν την ελληνική κοινή γνώμη για κάθε αναγκαία ενέργεια. Τότε αναδείχτηκε μια πλειάδα από μητροπολίτες, πολιτικούς και δημοσιογράφους, οι οποίοι ανέλαβαν το ρόλο του ιδεολογικού κέρβερου για να επιβάλλουν μια εθνικιστική μονολιθικότητα του ζητήματος σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Μιλόσεβιτς και Μητσοτάκης προσπάθησαν να υλοποιήσουν αυτή την επιλογή, αλλά δεν πρόλαβαν.[1] Τη σκυτάλη ανέλαβε η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, που επέβαλε οικονομικό εμπάργκο στη Μακεδονία (1994-95), βυθίζοντας τα πιο φτωχά κομμάτια του μακεδονικού λαού σε εξαθλίωση.

Παρόλα αυτά οι εξελίξεις καθορίζονταν από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Από τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας το 1991, στο έδαφος της παλιάς ομοσπονδίας είχαν διεξαχθεί ήδη τρεις πόλεμοι πρωτοφανούς αγριότητας. Σλοβενία 1991-2, Κροατία 1991-5, Βοσνία 1992-5. Ο απολογισμός ήταν πάνω από 150.000 νεκροί, 2.5 εκατομμύρια πρόσφυγες, εθνικές εκκαθαρίσεις με μαζικές σφαγές και βιασμούς, καταστροφές ιστορικών πόλεων, θρησκευτικών και πολιτιστικών μνημείων. Κάτω από την άμεση αμερικάνικη επέμβαση, ο Μιλόσεβιτς αναγκάστηκε να υπογράψει, το 1995, τη συνθήκη του Ντέιτον για το μοίρασμα της Βοσνίας. Έτσι το εθνικιστικό χάος άνοιξε το δρόμο στην ιμπεριαλιστική σταθεροποίηση με τη μετατροπή της Δημοκρατίας της Βοσνίας σε ένα αμερικάνικο προτεκτοράτο.

Η συνθήκη του Ντέιτον καθόρισε και τα περιθώρια για τον ελληνικό επεκτατισμό. Οι επιλογές των μεγάλων δυνάμεων δεν επέτρεπαν τυχοδιωκτισμούς οποιουδήποτε είδους. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν η ελληνική εξωτερική πολιτική να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Το εμπάργκο καταργήθηκε και στη θέση του υπογράφηκε η λεγόμενη «Ενδιάμεση Συμφωνία» του1995, η οποία ισχύει μέχρι σήμερα με όρους. Το ζήτημα του ονόματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα και η Δημοκρατία της Μακεδονίας για το υπουργείο εξωτερικών ονομάστηκε ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τη θέση του χυδαίου εθνικισμού πήρε η οικονομική διπλωματία. Το σχέδιο του διαμελισμού της Μακεδονίας το αντικατέστησε το σχέδιο για την εξάρτηση της χώρας από τα ελληνικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.

Γρήγορά οι σχέσεις των δύο κρατών βελτιώθηκαν και οι Έλληνες καπιταλιστές σε λίγα χρόνια έγιναν η πρώτη δύναμη σε επενδύσεις. Είναι τέτοια η διείσδυση και ο έλεγχος του ελληνικού κεφαλαίου πάνω στην οικονομία της Μακεδονίας που την μετέτρεψε σε οικονομικό δορυφόρο του. Στη βάση αυτών των σχέσεων και των συσχετισμών, η Ελλάδα διαπραγματεύεται και το ζήτημα του ονόματος, υποδυόμενη τη μετριοπαθή και διαλλακτική δύναμη.

Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να καταλήξουμε σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα. Το «Σκοπιανό», δηλαδή το Μακεδονικό ζήτημα στη σύγχρονη εκδοχή του, είναι ουσιαστικά η ιμπεριαλιστική-επεκτατική πολιτική της ελληνικής άρχουσας τάξης απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Το ΚΚΕ και το Μακεδονικό

Το ΚΚΕ[2] το 1992 και το 1994 δεν συμμετέχει στα εθνικιστικά συλλαλητήρια και δεν βάζει σαν προτεραιότητα την ονομασία του γειτονικού κράτους. Αντίθετα προκρίνει το υπόλοιπο πακέτο των ελληνικών απαιτήσεων, που εμφανίζονται δήθεν σαν υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και της ιστορικής της κληρονομιάς (όχι αλυτρωτισμός, όχι εχθρική προπαγάνδα, όχι αλλαγή συνόρων, όχι μειονοτικές διεκδικήσεις), απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας που μετά βίας «στέκεται στα πόδια της». Το ΚΚΕ τότε επικρίθηκε σκληρά από τους εθνικιστές πολιτικούς και τα ΜΜΕ, αλλά άδικα. Η θέση του ήταν εθνικιστική, αλλά στο κλίμα υστερίας και εθνικού μεγαλείου δεν υπήρχαν περιθώρια πέρα απ’ τη μία και μοναδική άποψη: «Το όνομα της Μακεδονίας μας είναι αδιαπραγμάτευτο… ούτε σύνθετη ονομασία που περιέχει τη λέξη Μακεδονία, ούτε και παράγωγά της».

Μετά την «Ενδιάμεση συμφωνία» το 1995, σχεδόν όλοι οι κρατικοί παράγοντες αναγνωρίζουν ότι μια σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, δεν βλάπτει καθόλου τα εθνικά συμφέροντα. Έτσι το ΚΚΕ κινείται σ’ ένα περιβάλλον πολύ πιο άνετο, αλλά δεν εκφράζει κάποια διαφορετική άποψη από την κυρίαρχη για το όνομα των «Σκοπιανών». Σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, εντάσσεται στον εθνικό κορμό.

Το 1999 ξεσπάει η κρίση στο Κόσοβο. Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στη Σερβία προκαλούν ένα κίνημα αλληλεγγύης για το σερβικό λαό και ο αντιαμερικανισμός σαρώνει την ελληνική κοινή γνώμη. Δεν είναι όμως μόνο ένας αντιαμερικανισμός αντιιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, αλλά ανακατεμένος με έναν αντιαμερικανισμό εθνικιστικής διαμαρτυρίας (δεν μας αναγνωρίζουν οι Αμερικάνοι τα δίκαιά μας κλπ) και θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Αυτά τα τελευταία στοιχεία δίνουν πολλές φορές τον τόνο και καθορίζουν το γενικότερο πολιτικό κλίμα.

Σε ένα τέτοιο κλίμα η ηγεσία του ΚΚΕ αναδεικνύεται σε έναν ξεχωριστό ρόλο, παίζοντας τη γέφυρα μεταξύ αριστερού και «δεξιού» αντιαμερικανισμού. Έτσι έρχεται πολύ κοντά με διάφορους ελληνικούς σοβινιστικούς κύκλους. Μέσα απ’ αυτό τον συγχρωτισμό μετακομίζει στο ΚΚΕ και η κυρία Λιάνα Κανέλλη, που περισσότερο από καθετί άλλο συμβολίζει αυτή τη μεταβολή στην πολιτική του ΚΚΕ.

Όμως το 2008 ήταν τομή για τη δεξιά στροφή του ΚΚΕ στο Μακεδονικό. Πρώτα ήταν ο αποχωρισμός του Κοσόβου από τη Σερβία και η μετατροπή του σε προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ. Το ΚΚΕ ήταν ένα από τα κόμματα που πρωτοστάτησαν στην εκστρατεία φόβου και φημών για συνομωσίες και αποσχιστικές κινήσεις στη Θράκη και τη Μακεδονία με αφορμή το προηγούμενο του Κοσόβου. Δεύτερο ήταν το βέτο του Καραμανλή στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ που έγινε στο Βουκουρέστι (αρχές Απριλίου 2008) για ένταξη της Μακεδονίας με το περίεργο όνομα ΠΓΔΜ. Το ΚΚΕ αντέδρασε πολύ άτονα σ’ όσα έγιναν στη ΝΑΤΟική σύνοδο συγκριτικά με το παρελθόν. Αντίθετα εξεγέρθηκε για μια εκδήλωση, που έγινε στα πλαίσια το ευρωκοινοβουλίου μετά λίγες μέρες, για τις μειονοτικές γλώσσες.

Φαίνεται ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έψαχνε μια αφορμή για να διατυπώσει μια τελική και ξεκάθαρη θέση για το Μακεδονικό. Και έτσι έγινε.

Στις 11 του Απρίλη (λίγες μέρες μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ) η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στέλνει ανοιχτή επιστολή-καταγγελία προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισημαίνει τα εξής: «1)…ακρωτηριασμοί κρατών… και γενικότερη πολεμική ανάφλεξη… αναζωπυρώνεται χάρη στην ανακίνηση υπαρκτών ή και ανύπαρκτων μειονοτικών ζητημάτων… πίσω από τα οποία βρίσκονται διάφορα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα… 2) …το ΚΚΕ από θέση αρχών σέβεται και αγωνίζεται για τα δικαιώματα των μειονοτήτων… που προστατεύονται από συγκεκριμένες διεθνείς ή διμερείς συμφωνίες… 3)…σε συνθήκες ιμπεριαλισμού, οι μειονότητες πρέπει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέσα στα σύνορα των κρατών που ζουν… τα κοινά ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση των διαιρετικών προσπαθειών… 4)…στη βάση αυτών των αρχών, το ΚΚΕ διεκδικεί λύσεις για τη μουσουλμανική μειονότητα… η συνθήκη της Λοζάννης είναι αποδεκτή και σεβαστή απ’όλους… 5)…στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν σλαβόφωνοι… την ίδια ώρα απορρίπτουμε τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης «μακεδονικής εθνικής μειονότητας»… δεν υπάρχει γενικά μακεδονικό έθνος… το κυρίαρχο έθνος, που υπάρχει σήμερα στην ΠΓΔΜ, δημιουργήθηκε σαν τέτοιο μόνο μετά το Β΄Π.Π… στο όνομα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των σλαβόφωνων να δημιουργηθεί θέμα μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα προς όφελος των σχεδιασμών που έχουν οι ΗΠΑ…». [3]

Όπως και να έχει, είναι ένα εξαιρετικά σαφές κείμενο θέσεων που δεν επιτρέπει κανενός είδους αυταπάτες. Η ηγεσία του ΚΚΕ «πέρασε τον Ρουβίκωνα», αλλά προς την πλευρά του πιο επιθετικού εθνικισμού.

Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 85 χρόνια από το περιβόητο «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και τις δίκες των κομμουνιστών σαν «αυτονομιστές». Χρειάστηκε να μαρτυρήσουν χιλιάδες απλά μέλη του κόμματος, για να σώσουν τη διεθνιστική τιμή του ΚΚΕ, στις φυλακές, τα βασανιστήρια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα, ενώ η ηγεσία του πάντα λιποτακτούσε την τελευταία στιγμή.

Και στο τέλος, το 2008, η ηγεσία του ΚΚΕ, χωρίς ούτε μια λέξη αυτοκριτικής ή συγνώμης προς τον κόσμο της Αριστεράς, αποφάσισε ότι δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και γι’ αυτό ούτε μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα και ότι όλα είναι σχεδιασμοί των διαφόρων ιμπεριαλιστικών κέντρων.

Αν αυτό δεν λέγεται λοβοτομή, τότε τι είναι; Ποιος όμως θα σεβαστεί ένα κόμμα που δεν σέβεται την ιστορία του και τον ίδιο τον εαυτό του;

Εθνικισμός με μαρξιστική φρασεολογία

Το ΚΚΕ, για να υπερασπίσει τον εθνικιστικό κατήφορο που πήρε, άρχισε να δημοσιεύει μια σειρά από άρθρα στο Ριζοσπάστη, προσπαθώντας να δώσει θεωρητική βάση στις επιλογές του. «Το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας… βασικό στοιχείο της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, το σύνθημα της αυτοδιάθεσης των εθνών… έτσι στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, οι μειονότητες πρέπει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους μέσα στα σύνορα των κρατών που ζουν».[4] Αυτού του είδους η κριτική στο σύνθημα της αυτοδιάθεσης έχει πολύ μεγάλη ιστορία και έχει προκαλέσει ατέλειωτες διαμάχες στην Αριστερά.

Θα μείνουμε σε μερικά παραδείγματα μόνο. Οι Μπολσεβίκοι, και η Τρίτη Διεθνής στη συνέχεια, έριχναν το σύνθημα για την αυτοδιάθεση των εθνών σε σύνδεση πάντα με τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στρατηγική ιδέα της επιχειρηματολογίας τους ήταν η συμμαχία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων με το εργατικό κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Το πρώτο διάταγμα της Οκτωβριανής επανάστασης το 1917 ήταν το διάταγμα για την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις.

Λίγους μήνες μετά, το Φλεβάρη του 1918, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ουίλσον, με διάγγελμά του ανακοίνωσε τα «14 σημεία», που είχαν σαν κεντρική θέση την αυτοδιάθεση και απελευθέρωση των εθνών… αλλά για τη σταθεροποίηση της παγκόσμιας κατάστασης. Με αυτό τον τρόπο πίστευε πως θα έμπαινε φραγμός στον κομμουνιστικό κίνδυνο που αντιπροσώπευε η εξάπλωση του μπολσεβικισμού σε Δύση και Ανατολή. Ο Λένιν και ο Ουίλσον μοιράζονταν την ίδια λογική, αλλά μιλούσαν από αντίθετη ταξική σκοπιά. Η ιστορία, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον του 20ού αιώνα, φαίνεται να δικαίωσε πολύ περισσότερο τον Λένιν. Τέσσερις αυτοκρατορίες διαλύθηκαν και στη θέση τους συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Αυτές οι γιγαντιαίες πολιτικές ανακατατάξεις εμπόδισαν τη συνέχεια και την κλιμάκωση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Ρωσία.

Ας ξαναγυρίσουμε στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης δεν ήταν το όπλο των ιμπεριαλιστών. Ο εθνικισμός, η τρομοκρατία και οι εθνικές εκκαθαρίσεις σε βάρος των μειονοτήτων έδωσαν το πρόσχημα και την ευκαιρία στους ιμπεριαλιστές για να επέμβουν.

Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα αυτό είναι ότι η αυτοδιάθεση προϋποθέτει συγκεκριμένη ανάλυση και υποτάσσεται σαν διεκδίκηση στους συνολικότερους στόχους του εργατικού και αριστερού κινήματος. Και για να γίνουμε πιο σαφείς. Το «δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού» του γειτονικού μας λαού είναι ενάντια στο εργατικό κίνημα της χώρα μας και των Βαλκανίων; Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει να απαντήσει το ΚΚΕ.

Απέναντι στα σχέδια των ιμπεριαλιστών, η απάντησή μας είναι: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».[5] Αυτή η θέση ακούγεται πολύ ριζοσπαστική, αλλά αν την απευθύνεις μόνο στις μειονότητες, όπως κάνει το ΚΚΕ, τότε γίνεται επικίνδυνα αντιδραστική, γιατί ξεχνάει τα καθήκοντα της κυρίαρχης εθνότητας, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη ευθύνη.

Και για να μην έχουμε αμφιβολίες, το ΚΚΕ δεν διστάζει να δηλώσει ότι θα υποστηρίξει όλες τις διεθνείς και διμερείς συμβάσεις μεταξύ των κρατών για την προστασία των μειονοτήτων. Έτσι για την ηγεσία του ΚΚΕ η μειονότητα στη Θράκη είναι μουσουλμανική, όπως ορίζει η συνθήκη της Λοζάνης το 1923. Για το ΚΚΕ φαίνεται ότι αυτή η συνθήκη έπαψε να είναι ιμπεριαλιστική το 2008. Και η μειονότητα, που δεν τη ρώτησε ποτέ κανένας, έχει δικαίωμα να μιλήσει για τον εαυτό της; Το ίδιο συμβαίνει και με τη μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα, όπου εδώ το ΚΚΕ έχει δείξει απίστευτη αδιαντροπιά ακόμη και στο λεξιλόγιό του. Στην αρχή ήταν Μακεδόνες, ύστερα έγιναν Σλαβομακεδόνες, στη συνέχεια Σλαβόφωνοι, αργότερα δίγλωσσοι, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο Σκοπιανοί και τέλος αμερικανόδουλοι πράκτορες. «Ο Γκρούεφσκι είναι πράκτορας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και προωθεί την πολιτική τους», «στα Σκόπια έχουν βάσεις οι ΗΠΑ» κλπ.

Ας αντιπαρέλθουμε το επιχείρημα για τις αμερικανονατοϊκές βάσεις που στην Ελλάδα υπάρχουν από τη δεκαετία του ’50. Το κύριο που υπονοούν αυτές οι απόψεις είναι ότι πίσω από τον Γκρούεφσκι βρίσκεται ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός που τιμωρεί την Ελλάδα και τον Καραμανλή (όπως διαδίδει η προπαγάνδα της Δεξιάς για την ανεξάρτητη στάση του κλπ). Αυτή η «θεωρία» διασύρθηκε όμως από τα γεγονότα: στις δύο αλλεπάλληλες συνόδους του ΝΑΤΟ (Απρίλης και Νοέμβρης του 2008). Η γραμμή Καραμανλή «μη λύση στο όνομα, μη ένταξη» έτυχε πολύ γρήγορα της γενικής αποδοχής και της κατανόησης (από τις ΗΠΑ, αλλά και την Τουρκία ακόμη!). Και σ’ αυτό το σημείο υπάρχει επίσης ένα ερώτημα. Τελικά τι έγινε στις συνόδους του ΝΑΤΟ; Η Ελλάδα, συγκρούστηκε και επέβαλε τη γνώμη της σε βάρος των συμφερόντων και της πολιτικής των ΗΠΑ, που είναι ως γνωστό η πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη, ή μήπως υπάρχει σύγκλιση συμφερόντών πολύ ισχυρότερη από την ανάλογη που έχουν οι ΗΠΑ με τον Γκρούεφσκι;

Κατά τη γνώμη μας, όσο και αν προσπαθεί η ηγεσία του ΚΚΕ να παρουσιάσει σαν γνήσιο μαρξισμό την προσαρμογή και υποταγή της στον ελληνικό εθνικισμό, δεν έχει πολλές ελπίδες να το πετύχει.

Οι ταλαντεύσεις του ΣΥΝ (Συνασπισμού)

Το 1992 ο ΣΥΝ συμμετείχε στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Ο Λεωνίδας Κύρκος, ένας από τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς, ξεπέρασε κάθε όριο, πρωταγωνιστώντας στην εθνικιστική έξαρση και κάνοντας επιθέσεις στο ΚΚΕ, που απείχε από τις εθνοσυνάξεις. Είναι χαρακτηριστικές οι τότε δηλώσεις του: «…η συγκέντρωση ήταν λαϊκή και έδειξε την αποφασιστικότητα να προασπίσουν την ακεραιότητα, την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του ελληνισμού», «ήταν όλοι εκεί πλην Λακεδαιμονίων»,[6] «…για μια ονομασία που να αφοπλίζει την απαράδεκτη προπαγάνδα των Σκοπίων σε βάρος της χώρας μας, …Σλαβοαλβανική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ώστε να υπάρχει έντονος ο φυλετικός χαρακτηρισμός του νέου κράτους».[7] Κατά τη γνώμη μας, ήταν οι πιο σκοτεινές στιγμές για τον ΣΥΝ όλα αυτά τα χρόνια.

Ο κόσμος της Αριστεράς τιμώρησε τον ΣΥΝ στις εκλογές του 1993 για το σύνολο της πολιτικής του, αλλά βεβαίως και για τη στάση του στο Μακεδονικό. Τον άφησε εκτός Βουλής.

Η Δαμανάκη κατέπεσε από την ηγεσία του ΣΥΝ και στη θέση της εκλέχτηκε ο Κωνσταντόπουλος που κράτησε μια στάση πολύ πιο ευέλικτη και χαμηλών τόνων, χωρίς βέβαια να αμφισβητεί την εθνική γραμμή στο ζήτημα. Η «Ενδιάμεση συμφωνία» μεταξύ Ελλάδας και Μακεδονίας διεύρυνε το ζωτικό χώρο για τον ΣΥΝ. Έτσι το 1996 διατυπώθηκαν από το κόμμα απόψεις που έκαναν κριτική στον ακραίο εθνικισμό, που όμως ακόμη και για την άρχουσα τάξη είχε πάψει να είναι η κεντρική επιλογή της, και πήραν θέση για ένα μέτωπο λογικής και ρεαλισμού.[8] Σ’ αυτό το φόντο κάποιες διπλωματικές πρωτοβουλίες του ΣΥΝ, με επισκέψεις του Κωνσταντόπουλου, αλλά και αργότερα του Αλαβάνου στη Μακεδονία, έδωσαν ένα διαφορετικό στίγμα από το παρελθόν.

Το 2004 εκλέγεται ο Αλαβάνος πρόεδρος του κόμματος, σηματοδοτώντας μια αριστερή στροφή που είχε ξεκινήσει ήδη από τη νεολαία του κόμματος. Βάση αυτής της αριστερής στροφής ήταν η προσπάθεια του ΣΥΝ να συνδεθεί με τη ριζοσπαστικοποίηση και τις κινηματικές αντιπολιτεύσεις που διέτρεχαν και διατρέχουν την ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτό το περιβάλλον του ριζοσπαστισμού ο εθνικισμός δεν ήταν και δεν είναι ανεκτός. Κάτω από τις πιέσεις της ριζοσπαστικοποίησης ο ΣΥΝ μετακινήθηκε αριστερότερα στις περισσότερες πολιτικές μάχες των τελευταίων χρόνων.

Πόσο όμως αυτή η πίεση θα βοηθήσει τον ΣΥΝ να διατυπώσει μια ανεξάρτητη πολιτική στάση και στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα και ιδιαίτερα στο Μακεδονικό; Αυτό το στοίχημα δεν έχει ακόμα κριθεί. Απ’ τη μια το 5ο συνέδριο της νεολαίας του ΣΥΝ παίρνει μια πολιτική απόφαση για το Μακεδονικό με κεντρικό αίτημα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, ενώ όλες οι προτάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, για την εξωτερική πολιτική, ξεκινούν από την ειρήνη και τη φιλία των λαών και όχι από τις εθνικές απαιτήσεις. Από την άλλη όμως, για τη σύνοδο του ΝΑΤΟ και το βέτο του Καραμανλή, συντάχθηκαν πολύ εύκολα με την κυβέρνηση, ενισχύοντας το κλίμα εθνικής ενότητας και νίκης, ενάντια στους γείτονες.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ έχουν ταυτόσημες απόψεις για τις διαπραγματεύσεις για το όνομα της γειτονικής μας χώρας. Σύνθετη ονομασία, γεωγραφικός προσδιορισμός (Βόρεια Μακεδονία; Άνω Μακεδονία; Γκόρναματσεντόνια;), έντιμος συμβιβασμός, διάλογος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.[9]

Δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τα περί έντιμου συμβιβασμού. Τα δελτία τύπου του ΣΥΝ δεν είναι καθόλου διαφωτιστικά. Ούτε επίσης οι δηλώσεις διαφόρων στελεχών του. Αν όμως με τον όρο εντιμότητα εννοούν την ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης για το «όνομα», τότε αυτό λέγεται υποχώρηση στις εθνικιστικές προκαταλήψεις, τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να πολεμήσουμε. Με τίποτα όμως δεν λέγεται έντιμος συμβιβασμός.

Παρόλα αυτά, αν κρίνει κανείς την πολιτική του ΣΥΝ στο Μακεδονικό θα τη χαρακτηρίσει περισσότερο πολιτική ταλαντεύσεων και αμηχανίας και όχι ευθυγράμμιση με τη γραμμή εθνικής πλεύσης. Και ακριβώς αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με το ΚΚΕ, το οποίο σταδιακά, αλλά ουσιαστικά, μετακινήθηκε πολύ δεξιά, ενώ ο ΣΥΝ, κάτω από την πίεση της ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος, ακολούθησε την αντίθετη πορεία.

Το πώς θα λυθεί αυτή η αντίφαση στην πολιτική του ΣΥΝ είναι ένα από τα ζητούμενα της επόμενης περιόδου.[10]

Ο μακεδονικός εθνικισμός

Το 5ο συνέδριο της νεολαίας του ΣΥΝ, στην πολιτική απόφαση για το Μακεδονικό, παρά το τεράστιο προχώρημα που έκανε με την υποστήριξη του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού, αφήνει στο τέλος μια πικρή γεύση.[11] Δηλώνει: «…δεν υιοθετούμε τον σλαβομακεδονικό εθνικισμό και την επιχειρηματολογία του …πάλη ενάντια σε κάθε εθνικισμό εντός και εκτός συνόρων». Ανάλογες διατυπώσεις έχουν κείμενα και άλλων Αριστερών ριζοσπαστικών οργανώσεων.

Αυτό μας υποχρεώνει να καταθέσουμε κάποιες παρατηρήσεις.

1. Σχετικά με τον λεγόμενο μακεδονικό εθνικισμό. Το Μακεδονικό ζήτημα δεν είναι διαμάχη δύο εθνικισμών. Όπως και το Παλαιστινιακό δεν είναι η αντιπαράθεση παλαιστινιακού και εβραϊκού εθνικισμού έτσι απλά. Πίσω από τους εθνικισμούς βρίσκονται ταξικά συμφέροντα και πολιτικοί μηχανισμοί. Έτσι το Παλαιστινιακό είναι ζήτημα κατοχής και εθνικής καταπίεσης των Αράβων της Παλαιστίνης από το κράτος του Ισραήλ, που είναι ο χωροφύλακας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.

2. Το τι γίνεται με τον μακεδονικό εθνικισμό θα το ξεκαθαρίσουμε αν τον συσχετίσουμε με τον ομόλογό του ελληνικό. Από την άποψη του πληθυσμού, η Ελλάδα έχει πενταπλάσιο πληθυσμό, πολύ πιο ομοιογενή εθνικά. Ο ελληνικός στρατός είναι δεκαπλάσιος σε αριθμό μάχιμων ανδρών. Οι αμυντικές δαπάνες της χώρας είναι 30 φορές μεγαλύτερες και τέλος η οικονομία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας αντιστοιχεί στο 5% της ελληνικής. Μπορούμε όμως να συνεχίσουμε. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε επενδύσεις στη Μακεδονία με 900 εκατ. δολάρια σε σύνολο 1,1 δισ. ξένων επενδύσεων και ελέγχει τομείς κλειδιά, όπως τράπεζες, τηλεπικοινωνίες και ορυχεία.

Να γιατί λέμε ότι ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι άδειος από ταξικό περιεχόμενο, αλλά «εκφράζει» τις επεκτατικές επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου και κράτους. Να γιατί λέμε ότι ο επεκτατισμός του ελληνικού κεφαλαίου είναι «δικαίωμα με υλική υπόσταση» που προέρχεται από τη συντριπτική υπεροχή δύναμης που έχει απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Γι’ αυτό λέμε ότι, πίσω από τη διαμάχη για το όνομα, το ελληνικό κεφάλαιο θέλει να μετατρέψει την οικονομικά εξαρτημένη δημοκρατία της Μακεδονίας σε πολιτικά υποτελή της χώρα.

3. Γι’ αυτό η θέση μας δεν πρέπει να αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη χώρα μας και είναι η ελληνική άρχουσα τάξη και ο δικός της εθνικισμός και όχι ο λεγόμενος μακεδονικός εθνικισμός που έτσι και αλλιώς είναι δουλειά των συντρόφων της γειτονικής χώρας να τον ξεπαστρέψουν. Στην αντίθετη περίπτωση θα βρεθούμε να πολεμάμε τον λεγόμενο μακεδονικό εθνικισμό με τον Άνθιμο και τις άλλες πατριωτικές (γιατί όχι και φασιστικές) δυνάμεις.

Το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και ο διεθνισμός

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τρία μεγάλα πολιτικά ρεύματα για το Μακεδονικό, με τη σύγχρονη μορφή του, στην ελληνική κοινωνία.

Το πρώτο είναι: «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική». Οι πιο αντιδραστικοί και εθνικιστικοί κύκλοι του κεφαλαίου, του κράτους, των ΜΜΕ, του ιερατείου και η άκρα Δεξιά συντάσσονται με αυτή τη γραμμή.

Το δεύτερο είναι: «Σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό». Αυτή η γραμμή είναι η κυρίαρχη σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων. Η κυβέρνηση της ΝΔ, η αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ έως και τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς συγκροτούν το μέτωπο του διαλόγου και του ρεαλισμού.

Το τρίτο είναι: «Ο γειτονικός μας λαός έχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού». Για πρώτη φορά αυτή η γραμμή βρίσκει μαζικό ακροατήριο στο ριζοσπαστισμό της νεολαίας των τελευταίων χρόνων, ξεπερνώντας τα στενά όρια κάποιων διεθνιστικών οργανώσεων.

Το σύνθημα «Ο γειτονικός μας λαός έχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού» έχει προέλευση την επαναστατική παράδοση των Μπολσεβίκων και της Τρίτης Διεθνούς. Να μια κωδικοποίηση που κάνει ο Λένιν: «Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης γίνεται ζωτικής σημασίας την εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά πρέπει να εξετάζουμε πάντα το ταξικό περιεχόμενο των δημοκρατικών διεκδικήσεων και τα διαφορετικά καθήκοντα των επαναστατών στις κυρίαρχες εθνότητες και στα καταπιεζόμενα έθνη… Η αδυσώπητη πάλη ενάντια στον εθνικισμό μέσα στην εργατική τάξη και η εθνική αυτοδιάθεση είναι άρρηκτα δεμένα με την επαναστατική πάλη για το σοσιαλισμό».[12]

Η γραμμή για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στηρίζεται στην τραγική εμπειρία του κόσμου από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Θέλουμε να ξανατονίσουμε αυτό το κρίσιμο για μας σημείο. Οι εθνικές διακρίσεις, η βία και οι εθνικές εκκαθαρίσεις προετοίμασαν και άνοιξαν το δρόμο για την επέμβαση του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.

Το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού είναι προϋπόθεση για την εθνική ισότητα όλων των εργαζομένων και για την αντίσταση σε κάθε είδους εθνική διάκριση και καταπίεση. Αυτός είναι απαράβατος όρος για την ενότητα όλων των εργαζόμενων στα Βαλκάνια και για την επαναστατική συμμαχία εργατών, φτωχών λαϊκών στρωμάτων και καταπιεσμένων ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις βαλκανικές μπουρζουαζίες. Μόνο πάνω σ’ αυτή τη βάση, οι βαλκανικοί λαοί μπορούν να χτίσουν το κοινό τους μέλλον.

Σήμερα πρέπει να επιμείνουμε σ’αυτό τον προσανατολισμό, ανοίγοντας το δρόμο μας μέσα από τις άμεσες μάχες. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε για τη μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα τα στοιχειώδη δικαιώματά της που είναι η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας, η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων και η αποζημίωσή τους για τις περιουσίες τους που δημεύτηκαν. Μαζί μ’ αυτά υποστηρίζουμε επίσης το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και λέμε όχι στον ελληνικό επεκτατισμό. Το «Σκοπιανό» ζήτημα είναι ουσιαστικά ο ελληνικός επεκτατισμός σε βάρος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς ακολουθούν την κυρίαρχη «εθνική» γραμμή και δεν έχουν πολιτικά ανεξάρτητη στάση. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, απ’ το 1991, ο διεθνισμός έχει κερδίσει μεγάλο ακροατήριο εξαιτίας του μαζικού ριζοσπαστισμού της εποχής μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σταύρος Λυγερός, «Εν ονόματι της Μακεδονίας», εκδόσεις Λιβάνη, 2008. 2. Το ΚΚΕ έχει πολλά ζιγκ-ζαγκ στην πολιτική του για το Μακεδονικό, γιατί δεν ακολούθησε ποτέ μια πολιτική αρχών, αλλά κρατούσε πάντα μια καιροσκοπική στάση. Από το 1924 μέχρι το 1935 το κεντρικό σύνθημα τουκ όμματος ήταν: «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία». Από το 6ο συνέδριο του 1935 μέχρι την 5η ολομέλεια το Φλεβάρη του 1949 το κόμμα έκανε μια θεαματική στροφή, υιοθετώντας το σύνθημα: «Ισονομία, ισοπολιτεία για τη μακεδονική μειονότητα». Στην 5η ολομέλεια το ΚΚΕ υποστήριξε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού. Στην 6η ολομέλεια όμως, τον Οκτώβρη του 1949, μετά οκτώ μήνες, ξαναγυρίζει στη γραμμή του 1935! Αυτή η θέση παραμένει απαράλλαχτη μέχρι και το 1991. 3. Ριζοσπάστης, 12 Απρίλη 2008. 4. Αρθρογραφία στο Ριζοσπάστη σε όλη τη διάρκεια του Απρίλη 2008 – «Στην υποδαύλιση των ιμπεριαλιστών απαντάμε: προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!» Σ.Κ. 5. Ό.π. 6. Ημερήσιος τύπος, Φλεβάρης 1992. 7. Κυριακάτικη Αυγή, 11 Νοεμβρίου 2007. 8. Ειδική συνδιάσκεψη του ΣΥΝ για την εξωτερική πολιτική, 1996. 9. Δήλωση Γιάννη Μπαλάφα, υπεύθυνου εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΝ, για το Μακεδονικό και τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου. 10. Πολύ προβληματικές οι δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα, μετά τη συνάντησή του με την υπουργό των Εξωτερικών, στις 10-10-2008. 11. Παράρτημα 1: Θέση για το Μακεδονικό (5ο συνέδριο νεολαίας ΣΥΝ). 12. Υπάρχει μια πληθώρα έργων του Λένιν για το εθνικό ζήτημα και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών. Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα εξής κείμενα: «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση. Θέσεις» (1916) και «Θέσεις για το εθνικό και αποικιακό ζήτημα» (1920, 2ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς).

1.243

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση