Eκδρομή στο Βιρζελέν

Eκδρομή στο Βιρζελέν

Screen Shot 2018-05-06 at 9.25.27 AMτου Πέτρου Τσάγκαρη

Ο Τάκης και η Ζέττα ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι –τραπεζικός ο ένας, υπάλληλος της ΔΕΗ η άλλη– που είχε αποκτήσει τρία αγόρια. Περνούσαν πολύ καλά. Είχαν τα ταξίδια τους στο εξωτερικό, σχεδόν καθημερινές εξόδους για σινεμά ή για θέατρο, το εξοχικό τους, τα δύο τους αυτοκίνητα (όλα αυτά στους γονείς τους φαίνονταν τεράστιες πολυτέλειες: η δεκαετία του ’70 έμοιαζε διαστημόπλοιο για αυτούς που είχαν μεγαλώσει στις δεκαετίες του 1920 και του 1930). Βλέπετε μετά τον πόλεμο, τα μεροκάματα άρχισαν να ανεβαίνουν γρήγορα –και μετά τη χούντα ακόμη πιο γρήγορα.
Το ζευγάρι είχε περάσει βέβαια μικρές αγωνίες όπως τα πεσίματα και τα χτυπήματα των παιδιών, η αναγκαστική απαλλοτρίωση μιας πολυκατοικίας που έκτιζαν. Όμως στα τέλη του 1981 ήρθε ένα πραγματικά μεγάλο χτύπημα για την οικογένεια. Ο μεγάλος γιος τους, που μόλις είχε πατήσει τα 18, παραπονέθηκε για ενοχλήσεις όταν έπαιζε ποδόσφαιρο. Ενοχλήσεις στον όρχι. Ευτυχώς στην οικογένεια ήταν όλοι εξοικειωμένοι με το γυμνό σώμα και το αγόρι δεν είχε καμία συστολή να αναφέρει το πρόβλημα. Οι πρώτοι γιατροί που τον εξέτασαν ήταν καθησυχαστικοί κάνοντας λόγο για κάποια λοίμωξη. Όμως οι θεραπείες με… χαμομήλι δεν απέδωσαν: ο όρχις μεγάλωνε και σκλήραινε. Τελικά έγινε επίσκεψη σε πιο εξειδικευμένο ουρολόγο, ο οποίος τους ανέφερε ότι συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις ο όρχις «καθαρίζεται» με επέμβαση. Το αγόρι το έκοψε κρύος ιδρώτας στο άκουσμα της πιθανότητας επέμβασης στον –αχρησιμοποίητο ακόμη σε ερωτική συνεύρεση– όρχι του. Ο Τάκης και η Ζέττα ήθελαν πιο έγκυρη γνώμη και τελικά συνόδευσαν το αγόρι σε ραντεβού με γνωστό πανεπιστημιακό γιατρό στο Κολωνάκι. Μετά την εξέταση οι τρεις τους έφυγαν. Στο πεζοδρόμιο ο Τάκης είπε κάπως άκομψα: «Ωχ, ξέχασα να πάρω την απόδειξη», και ανέβηκε επάνω. Κατέβηκε έπειτα από δέκα λεπτά. Αλλά δεν ήταν ο Τάκης. Ήταν ένα ερείπιο. Η Ζέττα γύρισε από την άλλη μεριά και γέμισε δάκρυα. Το αγόρι δεν κατάλαβε τίποτε: την προσοχή του την είχε στραμμένη στο αυτοκίνητο που θα οδηγούσε σε λίγο, καθώς μόλις είχε πάρει το σχετικό δίπλωμα.
Η διαδρομή ήταν ήσυχη και ο Τάκης σκέπασε καλά τον πόνο του. Όμως στο σπίτι, μακριά από τα αφτιά του αγοριού, είπε στην αγαπημένη του τη διάγνωση και την πρόγνωση του γιατρού: Καρκίνος, το πολύ τρεις μήνες ζωή!
Το αγόρι δεν βίωσε το δράμα που έζησαν οι δυο τους. Έκοβε μόνο του βόλτες διασκεδάζοντας, μέσα στην άγνοιά του, με το βολάν στα χέρια. Ωστόσο ο Τάκης και η Ζέτα, από το άλλο πρωί βάλθηκαν να αντιστρέψουν τη μοίρα. Έμαθαν γρήγορα ότι υπάρχουν ελπίδες θεραπείες στις ΗΠΑ. Την ίδια ημέρα ο Τάκης ξεκινούσε διαδικασίες για βίζα. Αλλά εκεί ήρθε και πάλι απογοήτευση: Η διαδικασία θα ήταν χρονοβόρα, καθώς έπρεπε πρώτα να γίνουν ενδελεχείς εξετάσεις στην Ελλάδα, μετά να σταλούν οι εξετάσεις στο σχετικό νοσοκομείο στην Αμερική, αυτό μετά να απαντήσει εφόσον υπάρχουν καλές προοπτικές ίασης, μετά μια σειρά επιτροπών του ασφαλιστικού ταμείου του Τάκη να εγκρίνουν τα νοσήλια και τη μετάβαση στην Αμερική, και μετά να θεωρήσει η πρεσβεία τη βίζα για τους τρεις.
Απόγνωση και κατάρρευση. Για μερικές ώρες, γιατί μέχρι το απόγευμα είχαν μάθει ότι πιθανόν υπήρχαν αντίστοιχες δυνατότητες και στη Γερμανία. Το ίδιο βράδυ βρίσκονταν όλοι μαζί στο ιατρείο ενός νέου γιατρού, του Αλέξανδρου, που είχε επιστρέψει πρόσφατα από τη Γερμανία. Ο γιατρός αυτός έκανε εξέταση με κάποια πιο μοντέρνα μηχανήματα. Μετά την εξέταση ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο γραφείο του και πριν μιλήσει με τους γονείς, περίμενε και το αγόρι να ντυθεί και να κάτσει. Τότε γύρισε προς το μέρος του και του είπε: «Αγόρι μου, αυτό είναι καλό να χειρουργηθεί, να δούμε τι είναι και εκεί θα αποφασίσουμε». Το αγόρι ξεροκατάπιε. Οι γονείς έμειναν ανέκφραστοι. «Όμως βέβαια, δεν μπορεί να γίνει εδώ στην Ελλάδα αυτό που χρειάζεται».
Μπορούσε να γίνει σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο κοντά στην Κολονία της (τότε Δυτικής) Γερμανίας όπου είχε σπουδάσει ο Αλέξανδρος. Τα εισιτήρια είχαν βγει το άλλο πρωί. Ο Τάκης δεν περίμενε καμία έγκριση από το Ταμείο του, ούτε καν πήρε συνάλλαγμα, παρά δανείστηκε μερικά δολάρια (τότε δεν υπήρχε ευρώ). Ξεκίνησαν τρεις, η Ζέττα, ο Τάκης και το αγόρι. Λίγο μετά θα έφτανε στη Γερμανία και η νονά του αγοριού, η Ηρώ, που ήταν γιατρός.
Αποδείχθηκε ένα ατέλειωτο ταξίδι. Το νοσοκομείο ήταν πραγματικά χαμένο στο λαβύρινθο της χώρας. Πτήση στη Φρανκφούρτη, άλλη πτήση στον Ντίσελντορφ, μετά τρένο στην Κολονία. Μετά τρένο στον Άαχεν. Μετά ταξί στην κωπόπολη Βίρζελεν έξω από το Άαχεν. Και από εκεί άλλο ταξί για το χωριό Μπάρντενμπεργκ όπου βρισκόταν στην πραγματικότητα το νοσοκομείο. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει ξημερώματα και κόντευαν μεσάνυχτα. Οι τρεις τους έπρεπε να περιμένουν τρένα και ταξί σε συνθήκες πολικού ψύχους Έξω είχε -25 βαθμούς Κελσίου.
Υπήρχε βέβαια λόγος που είχε φτιαχτεί ένα τόσο εξειδικευμένο νοσοκομείο σε ένα απομακρυσμένο τόπο: οι γύρω περιοχές ήταν γεμάτες από ανθρακωρύχους ή πρώην ανθρακωρύχους. Και συνεπώς οι πολλές και βαριές ασθένειες που σχετίζονταν με το επάγγελμα έχρηζαν εξειδικευμένης αντιμετώπισης. Αλλά φυσικά και για λόγους αποκέντρωσης. Διευθυντής του νοσοκομείου και επικεφαλής της ουρολογικής κλινικής ήταν ο «doktor Limbo». Το πλήρες επώνυμό του ήταν Λυμπερόπουλος. Ο Έλληνας γιατρός εξέτασε το αγόρι και αμέσως αποφάνθηκε ότι, ως προς τον όγκο στον όρχι, βρισκόμασταν σε αρχικό στάδιο. «Μου έρχονται εδώ Έλληνες με όρχι 2 κιλών. Τότε είναι μάλλον αργά», είπε καθησυχαστικά στους γονείς. Αλλά όταν έστειλε το αγόρι για περαιτέρω εξετάσεις, τους εξήγησε ότι εκείνο που τον προβλημάτιζε είναι οι πιθανές μεταστάσεις.
Το αγόρι λοιπόν πέρασε από σειρά αίθουσες με περίεργα μηχανήματα και ακόμη πιο περίεργους γιατρούς και νοσηλεύτριες. Ήταν σε κάποια τέτοια πολύωρη εξέταση σε μια αίθουσα με ακτίνες, όταν μία νοσηλεύτρια άρχισε να τρέχει ανήσυχη προς την αίθουσα των γιατρών, κοιτώντας προς το μέρος του ζεύγους που περίμενε σε σαλονάκι. Ο Τάκης και η Ζέττα πετάχθηκαν όρθιοι, αλλά δεν καταλάβαιναν τα γερμανικά που ανταλλάσσονταν με ταχύτητα πολυβόλου. Στην πραγματικότητα δεν καταλάβαιναν καθόλου γερμανικά. Είδαν δύο γιατρούς να μπαίνουν στην αίθουσα σχεδόν τρέχοντας. Φυσικά έτρεξαν από πίσω, όμως η στιβαρή προϊσταμένη τούς σταμάτησε και τους δύο με τη φυσική της δύναμη αλλά και την κραυγή της: Μπίτε, ντας ιστ φερμπότεν, μπίτε…
Τελικά, έπειτα από λίγα λεπτά, ο ένας γιατρός βγήκε και απευθυνόμενος στα αγγλικά στους τρομοκρατημένους γονείς, είπε: «Κανένα πρόβλημα. Κρίση πανικού, από την ουσία που του χορηγήσαμε. Είναι συνηθισμένο. Του κάναμε μια ένεση και ηρέμησε. Καθήστε, θα πάρει λίγη ώρα ακόμη…».
Οι εξετάσεις τέλειωσαν αργά το βράδυ, αλλά τα αποτελέσματα θα έβγαιναν την άλλη μέρα. Με εντολές του doktor Limbo, το αγόρι εγκαταστάθηκε σε ένα μονόκλινο ευρύχωρο δωμάτιο. Ο Τάκης και η Ζέττα πήγαν σε κοντινό ξενοδοχείο που επίσης τους είχε κλείσει ο doktor Limbo. Η Ζέττα ξέσπασε μόλις μπήκαν. «Δεν αντέχω να τον χάσω. Δεν θα ζήσω αν δεν ζήσει αυτός». Ο Τάκης ένιωθε ακριβώς το ίδιο, αλλά έπρεπε να δείξει ακριβώς το αντίθετο. «Τι λες αγάπη μου; Εδώ ξεκινήσαμε από την καταστροφή και τώρα έχουμε ελπίδες. Δεν άκουσες τον Λυμπερόπουλο; Εδώ είναι Γερμανία. Δεν σου λένε μπούρδες. Αν δεν υπήρχαν ελπίδες, θα μας το ‘λεγε κατάμουτρα. Ο γιος μας θα τα καταφέρει, μην κλαις», είπε και την πήρε μια πολύ σφιχτή αγκαλιά, μια αγκαλιά θεραπείας. Φυσικά δεν έφαγαν τίποτε. Έξω χιόνιζε. Η θερμοκρασία ήταν ακόμη -25 βαθμοί.
Το πρωί, στο νοσοκομείο ο Λυμπερόπουλος τους ενημέρωσε ότι οι πρώτες εξετάσεις ήταν καλές. Τα νεφρά δεν έδειχναν τίποτε ανησυχητικό, αυτό τον ενδιέφερε κυρίως. «Αύριο μπαίνουμε χειρουργείο», τους είπε. Μαζί τους πήγε στο δωμάτιο όπου ήταν το αγόρι και του είπε ότι ο όρχις θα έβγαινε, θα εξεταζόταν και ανάλογα θα έπρατταν. Για ψυχολογικούς λόγους βέβαια – η Ζέττα και ο Τάκης ήξεραν ήδη ότι ο όρχις θα αφαιρεθεί οπωσδήποτε και ότι αυτό θα ήταν το λιγότερο. Το μετά θα ήταν το δύσκολο…
Μετά το χειρουργείο, η Ζέττα ανέλαβε να υποστηρίξει ψυχολογικά το γιο της. Και ο Τάκης άρχισε τον γολγοθά της γραφειοκρατίας που απαιτούνταν ώστε σε επικοινωνία με την Αθήνα να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα έγγραφα, οι εγκρίσεις και φυσικά το συνάλλαγμα. Ο doktor Limbo, με το που συνήλθε από τη νάρκωση ο νεαρός ασθενής του, ήρθε αμέσως στο δωμάτιο για να του μιλήσει. «Έπρεπε να αφαιρεθεί το αρχίδι» του είπε στο λυπημένο αγόρι που είχε στο μεταξύ ψηλαφίσει την απώλεια. «Τι κοιτάς εσύ;», γύρισε και είπε στη Ζέττα, ο γιατρός που κατέβηκε από το ύψος της καθηγητή. «Εμείς ο λαός έτσι το λέμε, αρχίδι». Μετά γύρισε προς το αγόρι και του είπε: «Παιδί μου, μην ανησυχείς, θα μπορείς να κάνεις έρωτα κανονικά και να κάνεις και παιδιά. Το ζήτημα είναι να διαλέξεις τι θα κάνουμε μετά: Ο όγκος που είχες μπορεί να κάνει μετάσταση μέσω των άνω λεμφαδένων. Μπορούμε να κάνουμε δύο πράγματα: προληπτική χημειοθεραπεία ή μια μεγάλη εγχείριση όπου θα σου αφαιρώ έναν έναν τους δεξιούς λεμφαδένες, θα τους στέλνω για βιοψία, αν είναι θετικό το αποτέλεσμα θα κόβω και αριστερά, μέχρι τον τελευταίο. Τι θες;». Το αγόρι γύρισε προς τη νονά-θεία του που στο μεταξύ είχε καταφθάσει. Του είπε κοφτά: «Μαχαίρι!». «Εσείς τι θα κάνατε;», ρώτησε το αγόρι τον doktor Limbo. «Ό,τι σου λέει και η θεία σου».
Το χειρουργείο πήρε παράταση μιας εβδομάδας καθώς είχαμε φτάσει πια στις 24 Δεκεμβρίου. Στο διάστημα αυτό, ο Τάκης συνέχιζε τον μαραθώνιο των επικοινωνιών, των τηλεγραφημάτων, των απειλών πολλές φορές, για να προχωρήσουν οι γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αλλά σε αυτό το μαρτύριο οι τρεις τους ανακάλυψαν έναν απρόσμενο σύμμαχο. Τους Έλληνες μετανάστες. Σε μερικά δωμάτια οι ασθενείς ήταν Έλληνες πρώην ανθρακωρύχοι, με τους συγγενείς των οποίων γνωρίστηκαν ο Τάκης και η Ζέττα. Οι άνθρωποι αυτοί προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν όχι μόνο στον μεταφραστικό τομέα, αλλά κυρίως στα τρεξίματα του Τάκη, ακόμη και στις μετακινήσεις του ζευγαριού. Το αγόρι περνούσε το χρόνο του, τρώγοντας τα υπέροχα βουρστ (ακόμη και το νοσοκομειακό φαγητό ήταν πλούσιο σε αυτά), αλλά και τα γλυκά που έφερναν φιλανθρωπικές οργανώσεις του χωριού στους ασθενείς και το προσωπικό. Ταυτόχρονα μαζί με τη μητέρα του συνομιλούσαν με τον Χρήστο, έναν μεσήλικα ασθενή ανθρακωρύχο. Τόσο αυτός όσο και ο αδελφός του που τον επισκεπτόταν συχνά έδιναν… παραγγελίες στην τριάδα από την Αθήνα να τις μεταφέρει στην Ελλάδα, τώρα που μόλις είχε ανέβει το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση: «Να στείλουν δασκάλους, δεν έχουμε, πρέπει τα παιδιά να κάνουν χιλιόμετρα για να μαθαίνουν ελληνικά. Στείλτε δασκάλους. Πείτε του Ανδρέα να στείλει δασκάλους…». Ζητούσαν απεγνωσμένα μα το πρόσωπό τους φωτιζόταν κιόλας, λες και στην Ελλάδα είχε αλλάξει οριστικά η ιστορία.
Το χειρουργείο βάστηξε τρεις μήνες. Στο μυαλό του Τάκη και της Ζέττας. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν βάστηξε περισσότερο από εφτά ώρες. Όμως η περιφορά των πακέτων με τα σωθικά του παιδιού τους ήταν αφόρητα βασανιστικό θέαμα.
Μετά τον τρίτο μήνα, ο doktor Limbo βγήκε χαμογελαστός από το χειρουργείο. Γελούσε και το τεράστιο γκρίζο μουστάκι του. Γελούσαν και τα γκρίζα γοητευτικά μαλλιά του. Τώρα μπορούσε να τα δει όλα αυτά η Ζέττα. «Όλα καλά. Καμία μετάσταση. Θα περιμένω βέβαια και την πλήρη βιοψία, αλλά η εμπειρία μου μου λέει ότι καθαρίσαμε. Όμως θα μείνει στην εντατική για δύο μέρες. Ήταν πολύ βαριά εγχείριση, βαριά και η νάρκωση. Του έβγαλα και τη σκωληκοειδίτιδα μιας και πετάχτηκε μπροστά μου την ώρα που δούλευα, χα, χα».
Τη «δουλειά» την είχαν κάνει τρεις γιατροί: ο doktor Limbo, ένας Τούρκος χειρούργος και ένας Γερμανός αναισθησιολόγος. Και φαίνεται ότι είχαν κάνει καλή δουλειά και οι τρεις τους μαζί, γιατί το αγόρι δεν έμεινε ούτε μία ώρα στην εντατική. Βέβαια η ανάνηψη ήταν δύσκολη. Το ίδιο και η διαχείριση των πόνων. Ο αναισθησιολόγος τον ρώτησε: Θέλεις να συνέρθεις γρήγορα; Αν ναι, τότε σταματώ αμέσως τις ενέσεις με τα παυσίπονα. Το αγόρι συναίνεσε. Επί τρεις ημέρες η Ζέττα έμεινε δίπλα του στο νοσοκομείο να τον χάιδευε και τον παρηγορούσε στο παραμιλητό του από τους πόνους από τα δεκάδες ράμματα και τα σκισμένα σωθικά με τους αποκολλημένους λεμφαδένες. Με παραγγελιά του γιατρού, το παράθυρο έμενε πάντα μισάνοιχτο. Κι ας είχε έξω -25 βαθμούς.
Όταν οι πόνοι αυτοί πέρασαν, άρχισαν οι πόνοι από τη λοίμωξη εξαιτίας του καθετήρα. «Σαν ξυράφι», μπαμπά, έλεγε το αγόρι. Όταν τους αποχαιρέτησε πια το τέταρτο βράδυ, τους είπε περιπαικτικά: «Πάω στην τουαλέτα να το τσούξω μόνος μου…». Όμως τα πράγματα βελτιώθηκαν και πάλι γρήγορα και σε αυτόν τον τομέα. Το αγόρι πια στη διάρκεια των επόμενων ημερών κυκλοφορούσε με τον ορό του στους διαδρόμους, αντάλλασσε κλεφτές ματιές με την νοσοκόμα «του», τη Μόνικα, και άκουγε ανέκδοτα από τους ασθενείς ανθρακωρύχους: οι Έλληνες έλεγαν τα δικά τους, γελούσαν, τα μετέφραζαν μετά στα γερμανικά, γελούσαν και οι Τούρκοι και οι λίγοι Γερμανοί. Μετά οι Τούρκοι έλεγαν τα δικά τους, γελούσαν, τα μετέφραζαν στα γερμανικά, γελούσαν οι Έλληνες και λίγο οι Γερμανοί, μετά τα μετέφραζαν στα ελληνικά και γελούσε και το αγόρι. Ήταν τόσο ξεκαρδιστικό που συχνά το αγόρι δεν άντεχε τους πόνους από τα ράμματα και κρυβόταν στο εκκλησάκι του νοσοκομείου για να μην ακούει τα ανέκδοτα.
Ο Τούρκος γιατρός έκοψε τελικά τα ράμματα, έπειτα από λίγες μέρες. Ο doktor Limbo έστειλε το αγόρι σε αξονικό τομογράφο στο Άαχεν και το ίδιο βράδυ κάλεσε και τους τρεις στο γραφείο του στο νοσοκομείο: «Φεύγετε αύριο ή μεθαύριο, όποτε θέλετε. Το παιδί είναι καλά, αλλά θα κάνει κάποιες αξονικές ακόμη για κάποιους μήνες και μετά για κάποια χρόνια θα κάνει κάποιες εξετάσεις αίματος που θα σας τις γράψει ο Αλέξανδρος στην Αθήνα».
Τη νύχτα, στο ξενοδοχείο, ο Τάκης και η Ζέττα έκαναν έρωτα έπειτα από πολύ καιρό. Έναν έρωτα απολαυστικό, σαν χείμαρρο και σαν μυσταγωγία μαζί. Και κοιμήθηκαν. Και οι δύο. Βαριά, για πρώτη φορά, έπειτα από μήνες. Έξω είχε -25 βαθμούς.
Οι τρεις τους γύρισαν στην Ελλάδα δέκα ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά και τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας τους έπνιξαν στις αγκαλιές. Το αγόρι έκανε τις εξετάσεις του τακτικά και όλα αποδείχθηκαν εντάξει. Τέλειωσε τη σχολή του. Και γνώρισε πολλές φορές τον έρωτα, όπως ονειρευόταν πριν από την ασθένειά του. Συνάντησε υπέροχες γυναίκες και ταξίδεψε τα «ταξίδια» που ήθελε μαζί τους. Και απέκτησε και παιδί, όπως του είχε πει ο doktor Limbo. Ο doktor Limbo όμως δεν τα κατάφερε. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από καρδιά. Ζούσε, βλέπετε, μια ζωή στα όρια, γεμάτη αδρεναλίνη και απολαύσεις. Μάλλον δεν ήθελε να φύγει όπως έβλεπε να φεύγουν πολλοί ασθενείς του. Πέθανε την ίδια ημέρα που είχε κάνει ατέλειωτο σέρφινγκ και είχε παίξει ατέλειωτο τένις…
Ο Αλέξανδρος έχει ακόμη ιατρείο στην Αθήνα και έχει κυριολεκτικά σώσει πάμπολλους ανθρώπους.
Το αγόρι ήταν τυχερό, όμως γύρω μας πολλοί άνθρωποι δεν είναι τόσο τυχεροί. Και δεν πρέπει να μιλάμε μόνον για τύχη. Τότε το ταμείο του Τάκη πλήρωσε όλα τα έξοδα της νοσηλείας του αγοριού. Όμως από τότε οι νεοφιλελεύθερες περικοπές και τα μνημόνια έχουν οδηγήσει σε ραγδαία κατάρρευση των δαπανών.
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΑΣΑ (Health at a Glance 2017), το 2016 οι κρατικές δαπάνες στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν στο 4,8% του ΑΕΠ. Έτσι η Ελλάδα βρισκόταν, ακόμη και με αριστερή, υποτίθεται, κυβέρνηση, πιο κάτω από χώρες όπως η Κόστα Ρίκα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ν. Αφρική, η Σλοβενία και η Χιλή. Στις ΗΠΑ, την καρδιά του ανάλγητου καπιταλισμού, το ποσοστό αυτό είναι 8,5% (!) ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 6,5%. Τις υψηλότερες κρατικές δαπάνες είχαν η Γερμανία (9,5%) και η Σουηδία (9,2%), ενώ τις χαμηλότερες το Μεξικό (3%), η Λετονία (3,2%) και η Τουρκία (3,4%).
Αν οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες και κυρίως στις παροχές των ταμείων, είχαν εφαρμοστεί από το 1981, πιθανά το αγόρι δεν θα είχε πάει στη Γερμανία και ασφαλώς δεν θα ζούσε σήμερα. Και τα παραδείγματα γύρω μας σήμερα είναι πολλά, καθώς οι άνθρωποι καταφεύγουν στο να ζητούν ελεημοσύνη, ώστε να μεταφέρουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για την απαραίτητη θεραπεία. Δυστυχώς…

Υ.Γ. Η ιστορία αυτή είναι κατά 99% αληθινή, καθώς την ξέρω από πρώτο χέρι. Βλέπετε ο Τάκης και η Ζέττα είναι οι γονείς μου. Δεν έχουν facebook αλλά τους ευχαριστώ που μου χάρισαν δύο φορές ζωή. Κι έξω συνεχίζει να έχει -25 βαθμούς. Κοινωνικά μιλώντας…

117

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση