Οι τροποποιήσεις στην ποινική νομοθεσία που έχει δρομολογήσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης κινούνται προς την οικεία πλέον κατεύθυνση της κυβέρνησης, αυτής της αυταρχικοποίησης του κράτους και της περιστολής θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Ανάμεσα στις νέες διατάξεις περιλαμβάνεται η αυστηρότερη τιμωρία των αδικημάτων κατά της περιουσίας σε δημόσιους χώρους. Μια αλλαγή μάλλον αφιερωμένη στον Ρουβίκωνα, σε μια προσπάθεια καταστολής της ακτιβιστικής δράσης του τελευταίου (ο χαρακτηρισμός για τη δράση του Ρουβίκωνα ανήκει ως γνωστόν σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ).
Ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προξενεί η προαναγγελθείσα καθιέρωση της ποινικής διαπραγμάτευσης, με βάση την οποία η ομολογία θα εξασφαλίζει ηπιότερη ποινή στον κατηγορούμενο. Όμως, ένας τέτοιος θεσμός συναλλαγής μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου υποβιβάζει την ποινική διαδικασία σε παζάρι για το ύψος της ποινής. Και το χειρότερο, ανοίγει το δρόμο σε καταχρήσεις και παραβιάσεις του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη. Η ομολογία είναι στο χώρο του ποινικού δικαίου ένα όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Ιδίως πολίτες αδύναμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους για λόγους οικονομικούς ή κοινωνικούς θα μπορούσαν να καθοδηγηθούν ή και να εκβιασθούν ακόμα ψυχολογικά σε μια ομολογία που θα τους εξασφαλίσει ηπιότερη ποινή από την εναλλακτική του να υποβληθούν σε μια εξαιρετικά επίπονη, μακροχρόνια και ακριβή δίκη.
Στις νέες διατάξεις περιλαμβάνονται βέβαια και μικρές παραχωρήσεις υπέρ των πιο φτωχών κοινωνικών στρωμάτων, όπως για παράδειγμα η κατάργηση της μετατροπής της ποινής από 3 έως 5 χρόνια σε χρηματική και αντί γι’ αυτήν η μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Όμως στο συνολικότερο αυταρχικό πλαίσιο των νέων διατάξεων, οι παραχωρήσεις αυτές αξιοποιούνται ως παράγοντες αποπροσανατολισμού από την ουσιαστική περιστολή δικαιωμάτων. Και σε καμία περίπτωση δεν προστατεύουν στ’ αλήθεια τα δικαιώματα των αδυνάμων.
Οι πρόσφατες αθωωτικές αποφάσεις για την Ηριάννα και τον
Περικλή και η άδεια στον Κουφοντίνα απέδειξαν πως οι αστικοί θεσμοί απονομής δικαιοσύνης μπορούν να υποκύψουν στο βάρος των κοινωνικών αγώνων. Μόνο έτσι, μέσα από τη διεκδίκηση και την αλληλεγγύη μπορούν πραγματικά να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα των φτωχών, των ανέργων, των καταπιεσμένων και των περιθωριωποιημένων αυτής της κοινωνίας, μόνο έτσι μπορούμε να μιλάμε για δικαιοσύνη.
Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό»