Σαν γλώσσα ενός λαού εννοούμε το σύνολο των φθόγγων και των λέξεων που χρησιμοποιούνται για να επικοινωνούν μεταξύ τους, να συνδιαλέγονται, να εκφράζουν τις σκέψεις τους, τα συναισθήματα τους, τις επιθυμίες τους και γενικά να συνομιλούν οι άνθρωποι. Ο λόγος, η ομιλία είναι προϊόν της ανάπτυξης του εγκεφάλου του ανθρώπου. Το νοήμον ον, ο άνθρωπος ομιλεί, συνδιαλέγεται…
Η γλώσσα είναι εν πρώτοις προφορική, δηλαδή τη μαθαίνει ο άνθρωπος στα πρώτα χρόνια της ζωής του, τη μαθαίνει ακούγοντας την στο σπίτι του, από τους γονείς του, από την γιαγιά και τον παππού του και από τα μεγαλύτερα αδέρφια του. Αργότερα, καθώς βγαίνει στη γειτονιά του για να παίξει, στο χωριό του, στην πόλη του, την εμπλουτίζει και την εμπεδώνει.
Στη χαρά του και στη λύπη του εκφράζεται με την μητρική του γλώσσα. Τα πρώτα του τραγούδια που μαθαίνει, τα πρώτα του παραμύθια που ακούει από την γιαγιά του τις κρύες νύχτες του χειμώνα είναι στη μητρική του γλώσσα εκφρασμένα, ειπωμένα…
Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ονοματίσει τη γλώσσα του στα πρώτα χρόνια της ζωής του, καθώς δεν έχει ακούσει άλλες μητρικές γλώσσες. Μπορεί όμως να τη διακρίνει όταν ακούσει και άλλες μητρικές γλώσσες, μπορεί να την ξεχωρίσει.
Συνηθίζεται μια γλώσσα να ονοματίζεται από τον τόπο στον οποίο μιλιέται, στην Τουρκία η τουρκική γλώσσα, στην Ελλάδα η ελληνική (νεοελληνική γλώσσα, σύνθετη είναι η λέξη), στη Βουλγαρία η βουλγαρική, στη Γερμανία η γερμανική κ.ο.κ.
Εμείς τώρα που ζούμε, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη Μακεδονία, που και οι παππούδες μας και προπαππούδες και προγιαγιάδες μας γεννήθηκαν εδώ και έζησαν, ανατράφηκαν και επολέμησαν για την πατρίδα τους και θυσιάστηκαν για αυτήν, αυτοί που ήσαν εδώ «από Νταμ παππαντάμ» εδώ στη Μακεδονία, σε όλο τον μακεδονικό χώρο, βόρεια ή νότια, ανατολική ή δυτική, ποιά μητρική γλώσσα έχουμε οι μεγαλύτεροι μου; Πως την ονομάτιζαν οι νοτιοέλληνες, οι παλιοελλαδίτες;..!!
Όταν πήγα στο νηπιαγωγείο του χωριού μου, της Σκοπιάς Φλώρινας, εκεί πρωτοάκουσα μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη μητρική μου γλώσσα. Η «ντασκαλίτσα» μας, όπως την έλεγε η γιαγιά μου ή «ντρτσκαλίτσα», όπως την έλεγε ο παππούς μου, μας μάθαινε τα ελληνικά γράμματα και τις ελληνικές λέξεις. Στα μικρά νήπια είχαμε την κυρά-Βαγγελιώ και στα μεγάλα νήπια την κυρία Ιουλία. Ερχόντουσαν από τη Φλώρινα με τα πόδια στο χωριό, καλοντυμένες, καλοχτενισμένες, αρωματισμένες! Τις αγαπήσαμε!!
Εκεί στο νηπιαγωγείο μου, πάνω ψηλά στον τοίχο ήταν πίνακες με εικόνες των οικόσιτων μας ζώων. Έμαθα εκεί ότι κάτω από την εικόνα της «κοκκόσκας» έγραφε κότα ή όρνιθα. Αυτό που ήξερα εγώ ως «κράβα» από κάτω έγραφε «αγελάδα». Έτσι έμαθα ότι τα οικόσιτα μας ζώα είχαν άλλη ονομασία στο σχολείο μου…
Και εν συνεχεία στο δημοτικό έμαθα να γράφω και να διαβάζω τα ελληνικά. Διέκρινα επίσης τότε ότι οι παππούδες μου και γιαγιάδες μου δεν μπορούσαν να προφέρουν κάποιους ελληνικούς φθόγγους , δ, θ, γ… Έλεγαν ο Ντημήτρης, ο Τόντορας, ο Τανάσης, ο Γκιόργκος, όταν προσπαθούσαν με χίλια ζόρια να μιλήσουν ελληνικά.
Στην εκκλησία όμως κανείς δεν καταλάβαινε από αυτά που έψαλλαν οι παππάδες και οι ψαλτάδες… Βαπτίζονταν κάποιος Ευάγγελος, Δημήτριος, Αναστάσιος, Χρήστος και στο χωριό οι κάτοικοι τον «ξαναβάπτιζαν», τον ονόμαζαν Γκελλε, Μήτρε, Τάσε, Ρίστο, ή Ίτσο αντίστοιχα.
Στο σπίτι μου λοιπόν, στο χωριό μου, στη γειτονιά μου άλλη γλώσσα μιλούσαμε, την μητρική μας και στο σχολείο άλλη γλώσσα διδασκόμασταν, την ελληνική, την νεοελληνική (σύνθετη η ονομασία).
Τα γύρω χωριά μας, η γιαγιά Λαζούιτσα, τα έλεγε: Μάαλα, Κραπέσσινα, Νέρετ, Αρμέ- ναρο, Λάζζενι, Πεσόσσνιτσα, Κουτσκόινι, δηλαδή ο Τροπαιούχος, η Ατραπός, ο Πολυ- πόταμος, το Αρμενοχώρι, το Μεσονήσι, το Αμμοχωρι, το Πέρασμα αντίστοιχα. Οι ονομασίες των χωριών της Φλώρινας άλλαξαν με προεδρικά ή βασιλικά διατάγματα μετά το 1926.
Όπως και στην Πελλοπόνησο, Ρούμελη, Ήπειρο. Την Φλώρινα την έλεγαν «Λέριν» και τις γειτονιές της Φλώρινας τις έλεγαν: Γιαζζο, Βαρόσσ, Γκιούπτσκα μάλα, Τρσιάντσκα μάαλα, Γκρντσάντσκα μάαλα, Γκόρνιτσίφλικ, Ντόλνι τσίφλικ, που σήμερα λέγονται αντίστοιχα:το Γιάζι, το Βαρόσι, ο Γύφτικος μαχαλάς (δυτικά του «Αριστοτέλη», μετα τον ποταμό), Γειτονια των Τριβουνιωτών, Γειτονιά των τσουκαλάδων (υδροδοχείων), το πάνω Τσιφλίκι, το κάτω Τσιφλίκι.
Καθώς έχω αρρώστια με την ετυμολογία των ονομάτων έψαξα και βρήκα: Γιάζο, σημαίνει υδατοφράκτης στο Βουλγαροελληνικό λεξικό,το φράγμα του ποταμού. Βαρόσ στο Αλβανοελληνικό λεξικό σημαίνει τόπος ταφής, νεκροταφείο, τόπος εκτελέσεων. Γκιούπτσκα, γκιούπτιν είναι ο Αιγύπτιος, ο γύφτος. Τρσιάνετσ είναι ο Τριβουνιώτης, Τ’ρσιε, η παλιά ονομασία του χωριού Τρίβουνο. Γκ’ρνε, το υδροδοχείο, στο Βουλγαροελληνικό λεξικό η στάμνα (στις σλαβικές λέξεις τονίζονται και τα σύμφωνα).
Η ομιλούμενη γλώσσα στην πόλη της Φλώρινας στο παζάρι, στην αγορά, στα καταστήματα αποτελούνται από βουλγαρικές λέξεις και προτάσεις, κατά τη δεκαετία του 1950 και παλαιότερα… Οι δάσκαλοι μου, στο δημοτικό σχολείο, μας απαγόρευαν να μιλάμε τη μητρική μας γλώσσα!!!
Μια μέρα με κλάμματα επέστρεψα στο σπίτι μου από το σχολείο, έφυγα νωρίτερα, διότιτο μαύρο χαράκιτου δασκάλου μας, το χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος περισσότερο για να χτυπάει τις παλάμες μας με αυτό! Με πρησμένες και μαυρισμένες παλάμες, εκείνες τις μικρές, τρυφερές, ροδαλές παλάμες που στα δαχτυλάκια τους προσπαθούσαν να κρατήσουν το μολύβι, το στυλό, για να μάθω να γράφω ελληνικά γράμματα, με πονεμένες λοιπόν παλάμες έφυγα από το σχολείο.
Το αμάρτημα μου ήταν ότι κατά την ώρα του διαλείμματος, όπως είπε ο δάσκαλος μιλούσα «μακεδονικά»… άλλος δάσκαλος έλεγε «βουλγάρικα». Στο σχολείο δεν ήθελα να ξαναπάω. Η γιαγιά μου όμως η Λαζούιτσα Πέικοα, όπως την έλεγαν στο χωριό, μου κρέμασε το σχολικό «τόρμπε» στον ώμο, το μάλλινο, το υφαντό το κόκκινο με μαύρες ρίγες. Μου ‘βαλε και ένα ξύλο στραβό και ροζιάρικο κάτω από τη μασχάλη και με έστειλε στο «σχολείο» ξανά. Χειμώνας για…
Χτύπησε το κουδούνι, κάναμε γραμμές, είπαμε την πρωινή προσευχή και με βαριά βήματα μπήκαμε στις τάξεις μας. Ο δάσκαλος μας έβαλε να διαβάσουμε έναν, έναν στο αναγνωστικό μου… Ντουκ, ντουκ, ντουκ, δυνατά και άγρια ακούστηκε η πόρτα, η κλειστή πόρτα της τάξης μας.(;;!!)
Εμπρός! Φώναξε ο δάσκαλος, στρέφοντας και σκύβοντας το κεφάλι προς τη πόρτα (φορούσε χοντρά γυαλιά)… Η πόρτα άνοιξε με ορμή και μπήκε με φόρα η γιαγιά μο, στηριζόμενη στη «λασταγκάρκα» που χρησίμευε για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα του γάιδαρου μας (στυλιάρι), όρθια, στητή, ψηλόκορμη…
Προτείνει το στυλιάρι προς τον δάσκαλο, με άγριες διαθέσεις και του λέει:
«Μπρε κούτσε, μπρε μαγκάρε κε τια σκ’ρσσαμ γκλάβατα μπρε!! Σσό έζικ ίμασσ μπρε τι, κόι έζικ πρικάζζβα μάικα τι… ά, κόι έζικ; Ντέα γκι ναούτσσι μπρε τι γκ’ρτσσκι τε; Ά; ντέα;;… Κούτσσε, έ κούτσσε!!»
Μεταφράζω: «Βρε σκύλε, βρε γάιδαρε, θα σου σπάσω το κεφάλι βρε… Τι γλώσσα έχεις εσύ βρε, ποιά γλώσσα μιλάει η μάνα σου; ά! Ποιά γλώσσα;! Που τα έμαθες βρε εσύ τα ελληνικά;!! Ά; Που; Σκυλί, ε σκυλί!!;;…
Ο δάσκαλος τρομαγμένος σηκώθηκε από τη ψάθινη καρέκλα του τραπεζιού του που ήταν σκεπασμένο με μπλε χαρτί, έσπρωξε τη καρέκλα προς τα πίσω και έκανε λίγα βήματα δεξιά του. Φαινόταν αμήχανος, φοβισμένος και άρχισε να ξεροκαταπίνει… Κοίταξε μια τη λασταγκάρκα και μια πίσω του, να δει αν υπάρχει χώρος διαφυγής… Έβγαλε και τα χοντρά γυαλιά του…
Η γιαγιά μου επί τέλους, ευτυχώς, κοντοστάθηκε, έριξε μια εξεταστική ματιά προς εμάς τους μικρούς μαθητές, που είχαμε σηκωθεί όλοι όρθιοι, έτσι γινότανε πάντα, όταν κάποιος μεγάλος, ενήλικας, έμπαινε στην τάξη. Ο παππούς μου έβγαζε και το καπέλο του όταν έμπαινε στην τάξη για να ρωτήσει κάτι τον δάσκαλο…
Τα μάτια της γιαγιάς μο καρφώθηκαν πάνω μου… καθόμουν στο πρώτο θρανίο… λόγω ύψους…, κούνησε το κεφάλι της νευρικά δεξιά και αριστερά και στρεφόμενη προς τον δάσκαλο είπε κουνώντας τη λασταγκάρκα (διχαλωτό στυλιάρι) με το ένα της χέρι κι με το άλλο να με δείχνει: «Έντνο βλάκνο», συνέχισε η γιαγιά μου απειλητικά, «άκο κε γκίμπνεϊς να βόα ντέτι, να μόετο φνούτσσε, ζζίφ οτ σκόιλετο νέμα ντα ιζλέζις!»
Μεταφράζω: «Μια τρίχα αν θα πειράξεις σ’αυτό το παιδί, στο δικό μου εγγόνι, ζωντανός από το σχολείο δεν θα βγεις…!!
Ορμητικά μπήκε και ορμητικά βγήκε η γιαγιά μου από την τάξη μας, χτυπώντας και στηριζόμενη στη λασταγκάρκα, που χτυ- πούσε δυνατά και ρυθμικά πάνω στο σανιδένιο πάτωμα… Ορθόκορμη, στητή, αγέρωχη, περήφανη. Ντουκ, ντουκ, ντουκ… χάθηκε ο γδούπος στο βάθος του διαδρόμου.
Ήρθε η άνοιξη, Μάρτης μήνας, τα κορίτσια οι συμμαθήτριες μας φόρεσαν τις «μαρτίνκες», τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν εκεί στο «Μάλτεπε», εκεί στο «Κορί», εκεί στην «Κούλα». Ο ήλιος ζεστός έβγαινε και φώτιζε την πλάση! Η αμυγδαλιά μας πρώτη έβγαλε τον ανθό της, η τρελή!! Στο σχολείο μας είχαμε γιορτή, 25η Μαρτίου 1821, όλοι μας ντυμένοι με τα καλά μας, τα καινούργια μας ρούχα, εμένα μου τα είχαν αγοράσει και για το Πάσχα. Μάθημα εκείνη
τη μέρα δεν θα κάναμε… Ξύλο εκείνη την ημέρα δεν επρόκειτο να τρώγαμε…
Είχαμε επέτειο, είχαμε γιορτή, διπλή γιορτή εκείνη την ημέρα, ημέρα επανάστασης, ημέρα «λευτεριάς» (;;;), ημέρα ξεσηκωμού του γένους μας αλλά και ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Πρώτα θα εκκλησιαζόμασταν και μετά θα κάναμε παρέλαση!! Θα καταθέτανε και στεφάνια στο «Ηρώον»… Χτύπησε το κουδούνι, όλοι μπήκαμε, κάναμε τις γραμμές μας, κατά τάξη και κατά ύψος…
Ο δάσκαλος μου, ο διευθυντής του σχολείου μας, φώναξε το όνομα μου…!! Μου’δωσε να κρατάω τη σημαία, τη γαλανόλευκη, το τιμημένο σύμβολο του έθνους μας… Ρίγος με διαπέρασε! Ξεκινήσαμε να κάνουμε παρέλαση και φυσούσε ένας αέρας δυνατός, ο πούστικος σέβερ και με δυσκολία κρατούσα τη σημαία, φοβόμουνα μη με σηκώσει μαζί με τη σημαία ο πούστικος. Μάζεψα το πανί της σημαίας και το κράταγα διπλωμένο κοντά στο κοντάρι. Ψηλά ο σταυρός της σημαίας με χρυσό χρώμα, λαμπύριζε στο φως του ήλιου…
«Εν, δυό, εν δυό» παρελαύναμε καμαρωτά εμείς οι μαθητές του δημοτικού σχολείου Σκοπιάς. Κόσμος πολύς δεξιά και αριστερά του δρόμου. Χειροκροτούσαν, καμάρωναν τα μικρά τους βλασταράκια, καμάρωναν το μέλλον του χωριού μας!! «Εν, δυό, εν δυό, φρρ, φρρ, φρρ», η σφυρίχτρα του δασκάλου! Τρέχει κοντά μου ο δάσκαλος μου, δίπλα μου.
«Κωνσταντίνε, άσε τη σημαία να κυματίζει… ψηλά, ψηλά τη σημαία! Κράτη τη ψηλά!» Ευτυχώς ο αέρας κόπασε κάπως εκεί στη πλατεία του χωριού, ο πούστικος, και οι ακτίνες του Μαρτιάτικου ήλιου έπεφταν ζεστές πάνω στα πρόσωπα μας… Ρεζίλι θα γινόμουν αν ο αέρας μου σήκωνε τη σημαία…!
Στο «Ηρώον» ο πάπα-Τάνας από το Αρμενοχώρι έψαλλε, θυμιάτιζε, προσεύχονταν, δίπλα του και ο ψάλτης μας ο Γκέλλες, κρατώντας ένα βιβλίο ψαλτήρι και παρά δίπλα ο άλλος ψάλτης μας από τη Φλώρινα ο Μανασής ο Κοσμοκαλόγερος που φορούσε τα ίδια ρούχα χειμώνα, καλοκαίρι, το ίδιο μακρύ γκρι παλτό… χειμώνα… καλοκαίρι… τα ίδια σκουντούρια!!
Οι μαθητές απάγγειλαν ποιήματα, κατέθεσαν στεφάνια, ο δάσκαλος εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας. Μίλησε για τους ήρωες της επανάστασης του 21, για τον Καραϊσκάκη, για τον Κολοκοτρώνη, για τον Παπαφλέσσα, για τους Σουλιώτες, για το Κούγκι, για την Κιάφα, για τον χορό του Ζαλόγγου, για τον Μάρκο Μπότσαρη, για τον Κίτσο Τζαβέλλα, για τον Αθανάσιο Διάκο, για την Αλαμάνα…
Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι θυμηθήκαμε τα κατορθώματα των Ελλήνων,των προγόνων μας…!
Το χωριό μου είχε πολλούς νεκρούς, δολοφονημένους, σκοτωμένους ακόμα από την επανάσταση του Ίλιντεν (1903). Πολλοί σκοτώθηκαν στο πρώτο μεγάλο πόλεμο (Βαλκανικό, Παγκόσμιο), πολλοί κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πολλοί κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, πολλοί σκοτωμένοι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί στον Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Πολλοί οι φυγάδες, πολλά παιδιά χωρίσαν από τους γονείς τους κατά το «παιδομάζωμα». Πολλές οι χήρες στο χωριό μου, πολλά τα ορφανά…
Έφυγε ο Μάρτης, ήρθε ο Απρίλης,τα δέντρα πρασίνισαν, έβγαλαν τον ανθό τους. Το απέναντι δάσος πρασίνισε, «κουκαΐτσα κούκα να ζέλενα μπούκα» (ο κούκος λαλεί πάνω στην πράσινη οξυά). Οι τσομπαναραίοι βγάλανε τα γίδια και τα πρόβατα στις πράσινες πλαγιές του χωριού μας. Οι άντρες και οι
γυναίκες του χωριού βγήκαν στα χωράφια, βγήκαν στ’αμπέλια εκεί στο «Τσέτιροκ», εκεί στην «Ελένιτσα»… με τις τσάπες στον ώμο, με τα δικέλια, με τις αξίνες… Σκάβανε, τραγουδούσανε… «Κούκου! Κούκου!», ο κούκος συνόδευε κι αυτός το τραγούδι τους…
Πλησίασε και το Πάσχα, ήρθε του Λαζάρου η γιορτή, ήρθε η Κυριακή των Βαΐων. Τα κορίτσια του χωριού μας, οι ελεύθερες, ντυμένες με τις παραδοσιακές φορεσιές, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδούσαν και χόρευαν. Η πρώτη κρατούσε ένα καλάθι ανθοστόλιστο όπου εκεί μάζευαν τα αυγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές. Πια- σμένες χέρι-χέρι, οι Λαζάρκες τραγουδούσαν, χορεύοντας κυκλικά:
«Έτο γκο Λάζαρ
ντα γκρεντί,
σο τόρμπα μπίσερ νάραμο,
να σ’τι ντέλμπα ντέλεσε,
να σ’τι ντέλμπα ντέλι…
να πάσσκαρκα τα νε στιγκνά,
να πάσσκαρκα τα βέλει:
Μ’λτσσι πασσκάρκο νε πλατσεΐ,
πα πο γκοντίνα κε ντοϊντά,
να τέμπε πόικε κε ντελά!!»
Μεταφράζω:
«Ιδού ο Λάζαρος που έρχεται,
με μαργαριταρένιο τορβά στον ώμο,
σε όλες δώρα δώριζε,
σε όλες δώρα μοιράζει,
στην τελευταία όμως δεν έφτασε,
στην τελευταία όμως λέει:
Σώπασε τελευταία μου και μη πολυδακρύζεις,
πάλι του χρόνου θε να ‘ρθω
πολλά σε σε να δώσω!!!»
Κώστας Δ. Ιωάννου – Οδοντίατρος
ΥΓ: Ο παππούς μου, κόλλήγα γιός! Ο πατέρας μου κολλήγα γιός! Εγώ κολλήγα γιός! Τα παιδιά μου γιατρού παιδιά!
Πηγή:https://echoflorina.gr