Πόσο Πιθανή Είναι Η Συμβατότητα Μεταξύ Υποψίας και Ελπίδας Για Το Μετά Της Επιδημίας Του COVID-19;

Πόσο Πιθανή Είναι Η Συμβατότητα Μεταξύ Υποψίας και Ελπίδας Για Το Μετά Της Επιδημίας Του COVID-19;

Λάζαρος Τεντόμας*

*Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου.

Διδάσκων στο ΠΜΣ Ειδική Αγωγή του ΤΕΑΠΗ (ΕΚΠΑ).

Ο λόγος περί κορονοϊου δοκιμάζει ίσως με τον πιο έντονο τρόπο τον λόγο περί  πολιτικής εμπλέκοντας τις έννοιες  της ελπίδας και  της πρόβλεψης, μια σύνδεση που θα προσπαθήσω να συζητήσω στο παρόν άρθρο, κυρίως υπό το πρίσμα της φεμινιστικής κριτικής.  Αρχίζοντας από την ανίχνευση των ορισμών σημειώνουμε ότι η πρόβλεψη   παρέχει μια βασική «χρονική διάσταση» (Crapanzano 2003) ενώ η ελπίδα προσανατολίζεται στο μέλλον, είτε κατευθύνεται προς συγκεκριμένους στόχους είτε σε δυνατότητες που είναι ανοιχτές, χωρίς τελικό ορισμό, ασαφείς, και  υπό την επιφύλαξη της τύχης (ibid). Ο Crapanzano συναντά αυτή την έμφαση στη χρονικότητα στα γραπτά του φιλόσοφου Ernst Bloch, ο οποίος προσανατολίζει την ελπίδα «προς τα εμπρός», σε αντίθεση  στις συμπαγείς αστικές ιδεολογίες (Crapanzano 2003:15). Ο  Jurgen Moltmann  επίσης εκφράζει αυτή την ανοιχτή χρονικότητα όταν τονίζει ότι η ελπίδα αφορά την «προϋπόθεση για τη δυνατότητα νέων εμπειριών», η οποία δείχνει νέες δυνατότητες πέρα από την παρούσα κατάσταση του κόσμου (Moltmann 1993: 18). Εδώ, η ελπίδα συνδέεται προσωρινά με το μέλλον και το άνοιγμά της επιτρέπει νέες δυνατότητες πέρα από το παρόν. Ο Crapanzano τονίζει επίσης ότι αυτή η χρονικότητα της ελπίδας συνδυάζεται με τη συνειδητοποίηση των ορίων της ανθρώπινης οργάνωσης, καθώς η ελπίδα αναγνωρίζει ότι οι αναμενόμενες δυνατότητες μπορεί να είναι πέρα της αντίληψης του ατόμου και αντιθέτως να εξαρτώνται από την τύχη ή το έργο άλλων (Crapanzano 2003: 6). Η ανάλυση του Crapanzano παρουσιάζει λοιπόν μια εικόνα ελπίδας που περιλαμβάνει τη συνειδητοποίηση του περιορισμού που συνυπάρχει με μια προσωρινή διάθεση της αναμενόμενης ανοιχτότητας προς το μέλλον, είτε σε σχέση με συγκεκριμένες δυνατότητες είτε με ασαφείς και συνεχείς δυνατότητες.

Η έμφαση που δίνεται από τις πολιτικές ηγεσίας στον περιορισμό των μετακινήσεων με το κλείσιμο των σχολείων, εστιατορίων και εμπορικών καταστημάτων προσδένει την ελπίδα όχι τόσο στο άρμα της πιθανότητας όσο σ’ αυτό τής ευθραυστότητας, συνδέοντας τις πολιτικές ανοιχτές προς το μέλλον χωρίς όμως να λογίζεται τόσο έντονα η ανάγκη της επιθυμίας, μια   επιθυμία η οποία  μπορεί να περιμένει για ένα γεγονός, στην συγκεκριμένη περίπτωση στον περιορισμό των κρουσμάτων μόλυνσης από τον κορονοϊό.

Η ελπίδα των πολιτικών και των πολιτών  συμβαδίζει με τα όσα υποστήριξε η  Eve Sedgwick για μια ελπίδα που ανοίγει τις προσδοκίες μας για το μέλλον σε νέες δυνατότητες (Sedgwick 2003: 146). Η έμφαση της Sedgwick στην ελπίδα ως θετική επίδραση (ibid) διακρίνει επίσης την ελπίδα από προληπτικές επιπτώσεις όπως ο φόβος   απέναντι στο μέλλον ως πηγή δυστυχίας και ατυχίας. Αυτή η κατανόηση της ελπίδας έχει πολλά να προσφέρει στη μελέτη της διαχείρισης κρίσεων. Μέσω της θετικής και μελλοντικής σχέσης της, με την ελπίδα να προσφέρει μια προοπτική που είναι ανοιχτή σε νέες δυνατότητες για χειραφέτηση των πολιτών  διατηρώντας   το άνοιγμα προς τη ριζική αλλαγή, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα όρια του ανθρώπινου παράγοντα και της πραγματικότητας όπου η χειραφέτηση μπορεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη και τις ενέργειες των άλλων, στην περίπτωση μας από τις ενέργειες των κρατούντων. 

Ωστόσο, η ανάλυση της ελπίδας είναι πιθανόν να είναι ανεπαρκής για την κριτική των ανεπαρκειών του νεοφιλελευθερισμού σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής εξαιτίας του κινδύνου ότι η ελπίδα θα φέρει  παθητικότητα με αποτέλεσμα να μην  δίνεται έμφαση σε συγκεκριμένη δράση πέρα από το θρησκευτικό συναίσθημα (θέλημα του Θεού), αντιδράσεις που παρατηρούμε σε οπαδούς θρησκευτικών δογμάτων.   Ο Crapanzano σημειώνει ότι η ελπίδα συχνά εκλαμβάνεται ως παθητική διάθεση (Crapanzano 2003: 6)  με τον κίνδυνο η ελπίδα μας να πέσει σε αδράνεια επειδή αναθέτουμε παθητικά το μέλλον μας στις εξουσίες πέρα από την ανθρώπινη υπηρεσία. Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να επισημανθεί ότι η ελπίδα είναι ανεπαρκής έννοια  για τη χειραφέτηση των πολιτών  αν παραιτηθεί από την αναμονή ενός καλύτερου κόσμου που μπορεί να φτάσει μόνος του σε ένα καλύτερο μέλλον  και αυτό που χρειάζεται είναι η ελπίδα  να συνδεθεί με την άποψη ότι το καλύτερο θα ‘ρθει  από τις δικές μας  δυνάμεις  ενάντια στην κάθε μορφή  καταπίεσης.

Η Cornel West    προειδοποιεί ότι η «πραγματική ελπίδα» συνδέεται με τη δράση και τη δέσμευση, «εδραιωμένη σε έναν ιδιαίτερα δυσκίνητο αγώνα» (West 2008: 2). Υπό αυτή την έννοια, η West σημασιοδοτεί  την   ελπίδα από την ενθάρρυνση της δέσμευσης, σε αντίθεση με  διαθέσεις όπως η αισιοδοξία η οποία βασίζεται σε αποστασιοποιημένες εκτιμήσεις των προοπτικών μιας κατάστασης αντί να καταλήγουμε  στην οργή. Ομοίως με την έμφαση του Crapanzano στο χρονικό άνοιγμα, η προσδοκώμενη ελπίδα της West διατηρεί μια προοπτική για τις μελλοντικές δυνατότητες.  Η ελπίδα σχετίζεται με την ικανότητα των ανθρώπων να κοιτάξουν μπροστά και να αγωνιστούν για ένα θετικό μέλλον που έρχεται σε αντίθεση με τον σημερινό πόνο (West 2008: 38). Επίσης, η ελπίδα  είναι χρήσιμη επειδή αποτελεί συστατικό εκκίνησης πολιτικών  δεσμεύσεων.

Ο ρόλος της θρησκείας στην ελπίδα παραμένει δυνητικά παρών, αλλά μετριάζεται σημαντικά σε σχέση με τις ενέργειες και τις πολιτικές ανησυχίες (West 2008, 73) μια κατάσταση που φάνηκε έντονα στις μέχρι τώρα αντιδράσεις της ελληνικής πολιτείας και των πολιτών. Μέσω αυτής της προσέγγισης, η West διακρίνει αποφασιστικά την ελπίδα από την αδράνεια, καθώς η ελπίδα συνδέεται με την «ανάγκη  πραγματικής εργασίας» (ibid). Η προσέγγιση της West προσφέρει λοιπόν μια ελκυστικότερη εικόνα της ελπίδας καθώς μπορεί να στηριχθεί στην πολιτική δέσμευση και ατην απεμπλοκή της ελπίδας από την άποψη ότι η χειραφέτηση θα φτάσει χωρίς την εργασία που απαιτείται για επαρκείς πολιτικές αλλαγές. Η παθητικότητα της ελπίδας μετριάζεται όταν  ερχόμαστε αντιμέτωποι με το  ερώτημα πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ελπιδοφόρα ανοιχτότητά μας σε καταστάσεις που ενώ εμφανίζονται ως βελτιωτικές των συνθηκών ζωής μας όπως το σύνθημα Μένουμε Σπίτι,  στην πραγματικότητα είναι προϊόντα  της υποταγής μας στον καπιταλισμό.  Αν αναγνωρίσουμε την ελπίδα ως μια ενδιαφέρουσα πολιτική επίδραση σε αντίθεση με μια παράνοια που κρύβει  εμμονή  στην εξαπάτηση, πώς μπορούμε να αποφύγουμε να τοποθετούμε τις ελπίδες μας σε στρατηγικές και στόχους που αποκρύπτουν την υποταγή που συνεπάγονται;

Τώρα που εξετάσαμε την ελπίδα με περισσότερη λεπτομέρεια, μπορούμε να εξετάσουμε πώς η επιστροφή στην υποψία θα μπορούσε να μεταβάλει τις προεκτελεσμένες πολιτικές μας, τις τοποθετήσεις μας για το μέλλον της ανθρωπότητας στην «μετά τον κορονοϊό εποχή». Η Sedgwick δεν συγχέει πάντα την παράνοια με την καχυποψία, αλλά μάλλον δείχνει ότι η συνολική επίδραση της παράνοιας προκύπτει όταν η υποψία ορίζεται ως «μεθοδολογική βεβαιότητα» που δεν επιτρέπει την παρουσία πιο ανοικτών θετικών επιδράσεων (Sedgwick 2003: 125). Θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε την καχυποψία εκτός της ομαδοποίησης, επιτρέποντας έτσι να αξιολογήσουμε τη χρήση της μέσα στην πολιτική θεωρία που επηρεάζεται από την ανάλυση των προσδοκιών της αυταπάτης. Στις  προσεγγίσεις αυτές η  ευθραυστότητα της ανθρώπινης δράσης, καθώς και η ελπίδα εμφανίζονται στο πλαίσιο της απελπισίας και η ελπίδα συνδέεται με την τραγωδία. Η Sedgwick ισχυρίζεται ότι η παράνοια περιλαμβάνει μια «πίστη στην έκθεση» που απαιτεί να εντοπιστούν και να αποκαλυφθούν κρυφοί κίνδυνοι (Sedgwick 2003: 138). Ο συσσωρευτικός χαρακτήρας της παράνοιας επιβάλλει επίσης μια σειρά από «συνήθειες κριτικής» που κινδυνεύουν να θέσουν την πρακτική της έκθεσης των υποκειμένων  ως την επιτομή της κριτικής. Αυτή η συνολική παράνοια δεν είναι απλώς ανοιχτή στη δυνατότητα κρυφών κινδύνων, αλλά μάλλον θεωρεί ότι θα τους συναντήσει σε κάθε γωνία.

Αντιθέτως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η πρόβλεψη της υποψίας είναι ανοικτή στο ενδεχόμενο ότι ένας λόγος ή μια κατάσταση μπορεί να περιέχει στοιχεία που είναι παραπλανητικά, όπως υποστήριξαν διάφοροι πολίτες όσον αφορά τον τρόπο μετάδοσης της  επιδημίας του κορονοϊού  από τα Μ.Μ.Ε.  Σε έναν κόσμο που διαμορφώνεται από ποικίλα προβλήματα (φτώχεια, προσφυγική κρίση,  κλιματική αλλαγή κά)  συχνά εκφράζονται σκέψεις καχυποψίας, ανοιχτές στην υπόνοια εξαπάτησης εκ προθέσεως κρυμμένων κινδύνων. Θα είχε ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι  ένας  ορισμός της παραπλάνησης είναι αυτός που την ορίζει  ως στρατηγική «ματαίωσης της ελπίδας  και των σχεδίων» (Crapanzano 2003: 16). Η επίκληση κρυφών κινδύνων μπορεί να  χρησιμεύσει στην αποτροπή παραπλάνησης της ελπίδας  χωρίς να αρνηθούμε την πρόβλεψη της ελπίδας.

Η Judith Butler  ισχυρίζεται ότι κατοικούμε σε μια αναπόφευκτη σφαίρα εξουσίας, οπότε κάθε ενέργεια πρέπει να προκαλέσει την καχυποψία μας επειδή η εξουσία επηρεάζει συχνά τα θέματα που μας απασχολούν  με τρόπους που δεν είναι πάντα εμφανείς. Τα υποκείμενα υφίστανται μέσα σε ένα πεδίο «πολιτικής δομής και ρύθμισης» στο οποίο η υποκειμενικότητα συγκροτείται μόνο σε αντίθεση με τα «στοιχεία της κατάθλιψης» που έχουν διαγραφεί από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (Butler 1995: 47). Η αποδοχή της είδησης της διάδοσης του κορονοϊού εκδηλώνεται με την αμφισημία της ελπίδας/καχυποψίας κάτι το οποίο μας οδηγεί στον φιλοσοφικό στοχασμό της Butler η οποία προσθέτει στα παραπάνω:

«Η θέση μου είναι δική μου στο βαθμό που ‘εγώ΄ επαναλαμβάνω και παραιτούμαι από τις θεωρητικές θέσεις που με συγκρότησαν, δουλεύοντας τις δυνατότητες σύγκλισης τους και προσπαθώντας να λάβω υπόψη τις δυνατότητες που συστηματικά περιλαμβάνονται» (Butler 1995: 42), για να συμπληρώσει ότι «ο ίδιος ο οργανισμός είναι πάντα και μόνο πολιτικό προνόμιο» (Butler 1995:47), οπότε «ακόμη και οι δικές μου ενέργειες θα μπορούσαν να είναι δόλιες σε σχέση με την θέση μου μέσα σε ένα πολιτικό σύνδεσμο σχέσεων εξουσίας και αποκλεισμών» (Butler 1995: 39). Τόσο η συγκρότηση της υποκειμενικότητας από την εξουσία όσο και η κατανόηση της εξουσίας από την ίδια την  εξουσία φέρνουν την Butler σε μια απαραίτητη καχυποψία-αντίσταση,  μιας πολιτικά δεσμευμένης κριτικής, που μας απαγορεύει όμως  την αθωότητα.

Ο διάλογος για το μέλλον των κοινωνιών μετά την επιδημία  αναδεικνύει την καχυποψια για την  «καθολικότητα» των θεραπειών, διότι «μια τέτοια συνολική αντίληψη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη παραγωγής περαιτέρω αποκλεισμών» (Butler 1995: 40) όπως ανησυχούν ήδη αρκετοί πολίτες.  Η ελπίδα όμως ταυτόχρονα δημιουργεί προϋποθέσεις γεφύρωσης των διαφορών μεταξύ των διαφορετικών άλλων  και αρεστών των πολιτικών συστημάτων. Παρατηρούμε συνεπώς ότι η  αμφισημία της ελπίδας/καχυποψίας διεισδύει και συνθέτει τους αγώνες για ενδυνάμωση και χειραφέτηση, απαιτώντας από μας να είμαστε πάντα προσεκτικοί και προληπτικοί αυτής της δυνατότητας. Πόσο πιθανή είναι όμως η  συμβατότητα μεταξύ υποψίας και ελπίδας;

Θεωρώ ότι για να συζητηθεί το ερώτημα χρειάζεται να υποστηρίξουμε ότι δεν   είμαστε μόνο επεκτάσεις των ιστοριών μας, και ότι η πολιτειότητα δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα σκιώδες παιχνίδι υποκειμενικότητας, το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί στην εξουσία της αυταπάτης του λόγου που κρύβεται πίσω από τις υποσχέσεις της όποιας υπηρεσίας προς εμάς. Χρειάζεται  να περάσουμε  στην πράξη  του εαυτού ως υποκειμένου μιας αφηγηματικής ζωής πέρα από μια σταθερή σχέση ελπίδας-καχυποψίας. Αυτή η υπόθεση ότι όλες οι εκπλήξεις-υποσχέσεις για ίαση είναι ύποπτες ενισχύει την παρανοϊκή υπόθεση ότι όλα τα γεγονότα στο μελλον θα  είναι επικίνδυνα και έτσι αποκλείεται η δυνατότητα να αγωνιστούμε. Θεωρώ ότι το πιο ασφαλές συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι η συγκρατημένη αισιοδοξία για το μέλλον της ανθρώπινης  κατάστασης μέσω των εφευρέσεων της ιατρικής είναι ένα ζήτημα ελπίδας στενά συνδεδεμένο με την ύποψία μας για τη  σχέση του νεοφιλελευθερισμού και βιοιατρικής και πως αυτή η σχέση διαμορφώνει τη σχέση ελπίδας-καχυποψίας για το μέλλον της ζωής. Τι μπορεί να φέρει η συνειδητοποίηση της παραπάνω πρότασης; Τη συνειδητοποίηση ότι το κλείδί δεν είναι μόνο η παραμονή μας στο σπίτι και η  φαρμακευτική ουσία που ελπίζουμε ότι θα καταπολεμήσει τον κορονοϊό αλλά και η πρόσβαση όλων σε ένα σύστημα δημόσιας υγείας που θα εξασφαλίσει την ελπιδοφόρα συμπερίληψη όλων των πολιτών σε μια συνεχή δημιουργική συνομιλία της ιατρικής με την κοινωνία, όχι μόνο σε περιόδους επιδημιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεσμικός και κοινωνικός έλεγχος του ιατρικού κόσμου θα υποτιμηθεί ως ύποπτος  χάριν των ηρωικών προσπαθειών των γιατρών  στη στιγμή της επιδημίας, αλλά ο ηρωισμός των επαγγελματιών της υγείας θα χρησιμεύσει ως στοιχείο ανάμεσα σε άλλα για να οδηγηθούμε στη συνολική αποτίμηση της ιατρικής γραφειοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη συνθήκη.

Βιβλιογραφία

Butler, Judith. 1995. Contingent foundations: Feminism and the question of  «postmodernism» στο Feminist contentions: A philosophical exchange, Seyla Benhabib, Judith But­ler, Drucilla Cornell and Nancy Fraser (eds)  New York: Routledge, :35-58.

Crapanzano, Vincent. 2003. Reflections on hope as a category of social and psychological analysis, Cultural Anthropology, 18(1): 3-32.

Moltmann Jurgen. 1993. Theology of hope: On the ground and the

implications of a Christian eschatology. Trans. James W. Leitch.

Minneapolis: Fortress Press.

Sedgwick, Eve Kosofsky. 2003. Paranoid reading and reparative

reading: Or, you’re so paranoid, you probably think this essay is

about you. Στο Touching feeling: Affect, peda­gogy, performativity.

Durham, N.C.: Duke University Press: 123-152

West, Cornel. 2008. Hope on a tightrope: Words and wisdom. New York: Smiley Books.

468

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση