Η τουρκική σειρά-ντοκιμαντέρ που πραγματεύεται την Άλωση και εστιάζει στην προσωπικότητα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, χαιρετήθηκε από τους προοδευτικούς, αλλά εξόργισε εθνικιστές και θρήσκους. Το βέβαιο είναι πως εγκαινίασε ένα νέο στάδιο στην τουρκική «ήπια ισχύ» δια των σειρών και πως θα ακολουθήσουν κι άλλες, πάντοτε με στόχο τη διάδοση του τουρκικού ιστορικού αφηγήματος.
Mπαίνοντας καθημερινά σε εκατομμύρια νοικοκυριά, οι τουρκικές σειρές αποτελούν όργανο «ήπιας ισχύος» της Τουρκίας, που υπό τον Ταγίπ Έρντογαν φιλοδοξεί να ηγηθεί του σουνιτικού Ισλάμ. Προβάλλουν στο εξωτερικό την ίδια την χώρα –τους τόπους, τα ήθη, τις αξίες της κοινωνίας της– και την εικόνα που θέλει να παρουσιάσει για τον εαυτό της. Στις βαλκανικές και αραβικές χώρες, που διατέλεσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, η θεαματικότητά τους προκαλεί –και θα συνεχίσει να προκαλεί– έντονες συζητήσεις.
Ένα ιδιαίτερο θέμα, εκείνο της προβολής του τουρκικού ιστορικού αφηγήματος, ήγειρε η προβολή στο Netflix της τουρκικής παραγωγής (αλλά αγγλόφωνης) σειράς Rise of Empires: Ottoman. Πρόκειται για σειρά-ντοκιμαντέρ (docu-drama) έξι επεισοδίων, που πραγματεύεται την Άλωση και εστιάζει, παράλληλα, στην προσωπικότητα του Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β΄ (Πορθητή). Στην αρχή του χρόνου μάλιστα, πριν την πανδημία, η Ottoman ήταν πρώτη σε τηλεθέαση στο ελληνικό Netflix.
Η σειρά, παρότι ανιαρή, έχει σημαντικά προτερήματα σε σχέση με κάθε προηγούμενη τουρκική ταινία γύρω από την «Κατάκτηση της Πόλης». Σε κάθε περίπτωση, η σημασία της δεν έγκειται στην όποια κινηματογραφική της αξία. Εντοπίζεται στις πολιτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις του γυρίσματός της σε διεθνή γλώσσα και της προβολής της ενώπιον ενός διεθνούς κοινού. Τόσο το θέμα όσο και το γύρισμά της στην αγγλική έδωσαν νέα διάσταση στην τουρκική «διπλωματία των σειρών»: εκείνη του προβαλλόμενου ιστορικού αφηγήματος. Συνεπώς, πρέπει να αξιολογηθεί υπό το γενικότερο πρίσμα της σχετικής τουρκικής βιομηχανίας και των γεωπολιτικών στόχων που εξυπηρετεί.
Το Ottoman παρέχει μία βιαστική επισκόπηση του τουρκικού αφηγήματος γύρω από την «Κατάκτηση της Ιστάνμπουλ», θεμελιωμένου στην απόκρυψη και τον εξωραϊσμό. Εντάσσεται σε μακρά αλυσίδα ταινιών εμπνευσμένων από την Άλωση – απόδειξη του «ιδιαίτερου βάρους» του συγκεκριμένου γεγονότος στο τουρκικό συλλογικό φαντασιακό.
Οι πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες που η Άλωση είχε για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, την καθιστούν γεγονός ιδιαίτερα φορτισμένο στα εκατέρωθεν ιστορικά αφηγήματα. Οι ίδιοι οι όροι «Άλωση της Κωνσταντινούπολης» και «Κατάκτηση της Ιστάνμπουλ» είναι συναισθηματικά φορτισμένοι – ο πρώτος δηλώνει τον θρήνο της απώλειας, ο δεύτερος τον πανηγυρισμό για κάτι που εμφανίζεται, στο τουρκικό αφήγημα, ως πόθος αιώνων ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου. Πέραν των συναισθηματισμών, η Άλωση άλλαξε ριζικά την φύση της οθωμανικής πολιτείας. Όπως σημειώνει η ιστορικός Τσιντέμ Καφεστσίογλου, εκκίνησε μία διαδικασία συγκέντρωσης της εξουσίας, με την διεκδίκηση, από τον Πορθητή, αυτοκρατορικής περιβολής για τον ίδιο και το κράτος του. Η κατοχή της Πόλης των Καισάρεων του επέτρεψε να ισχυρισθεί πως ήταν ο διάδοχός τους και κληρονόμος της αυτοκρατορίας.
Σημειωτέον πως οι Οθωμανοί είχαν προ πολλού σαρώσει την Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια και είχαν, ογδόντα χρόνια πριν την Άλωση, φθάσει στον Δούναβη. Παρά την ταχύτατα εξαπλούμενη και εκτενέστατη επικράτειά του, όμως, το οθωμανικό κράτος δεν ήταν πριν το 1453 παρά «ένα ακόμη» μεταξύ των μεσαιωνικών βαλκανικών κρατιδίων (το ίδιο ήταν, φυσικά, και η φυλλορροούσα ΡωμανίαΡωμανία). Η κατάκτηση της Πόλης ολοκλήρωσε την πολιτική ενοποίηση μιας περιοχής (Βαλκάνια-Μικρά Ασία) που είχε παραμείνει, για αιώνες, πολιτικά κατακερματισμένη. Έτσι, στην τουρκική ιστοριογραφία αναφέρεται ως ορόσημο νέας εποχής. Η Κατάκτηση έκανε την οθωμανική δυναστεία τους σημαντικότερους «γκαζί» (κατακτητές) της τότε ισλαμικής οικουμένης. Την ηγεσία τους επ’ αυτής θα ολοκλήρωνε, μισό αιώνα αργότερα, η κατάκτηση της Μέσης Ανατολής και των ιερών πόλεων Μέκκας και Μεδίνας.
Στην πολιτική αυτή σημασία της οικοδόμησης αυτοκρατορίας και της αναγνώρισης πια των Οθωμανών ως μεγάλης δύναμης οφείλεται η εμμονή, στην σημερινή Τουρκία, με την Κατάκτηση. Θεωρείται –από όλες σχεδόν τις ιδεολογικές ομάδες– ως το ύψιστο επίτευγμα της τουρκικής ιστορίας (οι κεμαλιστές την βάζουν, βέβαια, δίπλα στις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις). Δεν θα ήταν άδικο να πει κανείς πως η «Κατάκτηση» (Φετίχ) αποτελεί ύψιστο φετίχ των Τούρκων και σήμερα, κάτι που γρήγορα συνειδητοποιεί ο επισκέπτης. Σε καταστήματα σε ολόκληρη την Τουρκία, πορτρέτα του Πορθητή συνυπάρχουν με εκείνα του Ατατούρκ. Στα τείχη και σε όλα τα βυζαντινά μνημεία της Πόλης τοποθετήθηκαν, το 1953, πινακίδες που σημειώνουν την ακριβή ώρα που κατελήφθη η συγκεκριμένη περιοχή.
Υπό τον Έρντογαν, οι «Εορτασμοί της Κατάκτησης» γίνονται λαμπρότεροι και πιο θορυβώδεις κάθε χρόνο. Το 2009 εγκαινιάσθηκε στην περιοχή των τειχών το μουσείο Panorama 1453Panorama 1453, με τρισδιάστατες απεικονίσεις των μαχών της πολιορκίας. Οι τοίχοι του κεντρικότερου σταθμού του μετρό της Πόλης στην πλατεία Τάξιμ είναι κοσμημένοι με πλακάκια Ίζνικ, που παριστούν σκηνές από την εποποιία της «Κατάκτησης». Το τουρκικό αφήγημα είναι ηρωικό, πολεμικό: περιστρέφεται γύρω από τις περιγραφές των μαχών, την ανδρεία των επιτιθεμένων και την ευστροφία του Πορθητή. Θριαμβολογία φυσική σε μία χώρα όπου κυριαρχεί ο μιλιταρισμός, αποτυπωμένος στο ρητόIs Every Turk Born a Soldier? A Historical-Processual Analysis | Historical Social Research «κάθε Τούρκος γεννιέται στρατιώτης» (“Ηer Τürk asker doğar”).
Οι καταγραφές των σύγχρονων της Άλωσης ιστορικών δεν αφήνουν αμφιβολία: την πτώση της πόλης ακολούθησε η σφαγή, η λεηλασία και ο εξανδραποδισμός που η ισλαμική σαρία επιτάσσει για όποια πόλη «αντιστέκεται στο ξίφος του Ισλάμ» και αρνείται να παραδοθεί οικειοθελώς. Οι χριστιανοί νεκροί της πολιορκίας και της Άλωσης, Έλληνες και Ιταλοί, στρατιώτες και άμαχοι, ανέρχονται σε 4.000 περίπου, οι δε αιχμάλωτοι σε 50.000. Ο ίδιος ο Μεχμέτ φέρεται να έστειλε «δώρο» από τετρακόσια Ελληνόπουλα σε καθέναν από τους τρεις τότε επιφανέστερους μουσουλμάνους ηγεμόνες, τον Σουλτάνο της Αιγύπτου, τον βασιλέα της Τυνησίας και εκείνον της Γρανάδας.
Όλα αυτά έχουν διαγραφεί στο επίσημο τουρκικό αφήγημα, που λίγο πολύ παρουσιάζει τους πολιορκημένους να εύχονται την πτώση της πόλης, να υποδέχονται τους εισβολείς περιχαρείς και να συνεχίζουν τις ζωές τους ανενόχλητοι. Χαρακτηριστική είναι η παρουσίαση των γεγονότων στα σχολικά εγχειρίδια. Έτσι στο βιβλίο ιστορίας της Α΄ λυκείου η Κωνσταντινούπολη αμέσως πριν την Άλωση παρουσιάζεται ως «το τελευταίο και ισχυρότερο προπύργιο της χριστιανοσύνης που αντιστέκεται στους Οθωμανούς», κάτι απολύτως ανακριβές. Αλλού, εξάλλου, υπογραμμίζεται η παρακμή (οικονομική, πληθυσμιακή) της τότε βυζαντινής πρωτεύουσας, ταυτόχρονα όμως η Κατάκτηση παρουσιάζεται ως μείζον στρατιωτικό ανδραγάθημα, χωρίς την παραμικρή μνεία της ανισότητας των δυνάμεων.
Στα σχολικά βιβλία παρατίθεται η περίφημη φράση του Νοταρά «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν» που του αποδίδει ο Δούκας. (Δούκας XXXVII, 10) Το τουρκικό αφήγημα επιμένει πως η οθωμανική εξουσία «έσωσε» τους Ρωμιούς από τους προελαύνοντες και εκμεταλλευτές Καθολικούς: σημαντικό μέρος των πολιορκημένων επιθυμούσε την έλευση του σουλτάνου και την έβλεπε ως «σωτηρία». Σημειώνεται πως «Τα οθωμανικά στρατεύματα πήραν την Πόλη την 29η Μαΐου 1453, ύστερα από πολιορκία 54 ημερών. Καθώς η πόλη παρέμεινε άθικτη μετά την κατάκτησή της, όσοι είχαν διαφύγει πήραν άδεια να επιστρέψουν». Δεν πρόκειται για αποσιώπηση, αλλά για εξόφθαλμη παραποίηση των γεγονότων. Στην παράσταση των πλακιδίων του μετρό στο Τάξιμ, ένα πλήθος κληρικών και λαϊκών, Ελλήνων και Λατίνων, ανδρών και γυναικών, υποδέχεται με επευφημίες τα στρατεύματα του Πορθητή καθώς εισέρχονται στην Πόλη, σαν να πρόκειται για γιορτή.
Πριν λίγες μέρες, ο Ταγίπ Έρντογαν επανέλαβε το παραμύθι, δηλώνοντας επακριβώςCumhurbaşkanı Erdoğan’dan çok sert Ayasofya ve fetih çıkışı! | EMLAKOFIS ότι «Ο Σουλτάνος Μεχμέντ Χαν που κατέκτησε την Ιστάνμπουλ δεν έγινε δεκτός [από τους κατοίκους της Πόλης] ως εχθρός, αλλ’ ως σωτήρας τον οποίον περίμεναν. Οι πρόγονοί μας έπραξαν οτιδήποτε επέτασσε ο ανθρωπισμός. Αντί να γκρεμίσουν την Αγία Σοφία, την εξωράισαν ακόμη περισσότερο και την παρέδωσαν στην χρήση των Μουσουλμάνων.»
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του τουρκικού φετιχισμού με την Άλωση είναι πως απαντάται μεταξύ των πλέον διαφορετικών, ιδεολογικά, ομάδων. Παρότι καθεμία την βλέπει εντελώς διαφορετικά, οι αντινομίες χαρακτηρίζουν όλα τα σχετικά αφηγήματα. Όπως σημειώνει η ιστορικός Τσιντέμ Καφεστσίογλου, η εμμονή με την Κατάκτηση και τον Πορθητή ξεκίνησε τον ύστερο 19ο αιώνα, όταν η αυτοκρατορία έχανε συνεχώς εδάφη και η οικονομία της ήταν υποθηκευμένη στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Συνέπεσε, δηλαδή, με τις απαρχές του οθωμανικού εθνικισμού, που θα μεταλλασσόταν σε τουρκικό την αυγή του 20ου αιώνα. Ο εθνικισμός αυτός ήθελε μία «επιστροφή στην εποχή των κατακτήσεων», ώστε να ανασχεθεί ο κατήφορος και η διάλυση του κράτους. Δημιούργησε, έτσι, μια μυθολογία ιστορικισμού, στο κέντρο της οποίας τοποθέτησε την Κατάκτηση και τον Πορθητή ως σύμβολο της οθωμανικής ισχύος και προέλασης. Η «εποχή των κατακτήσεων» άρχισε να αντιπαρατίθεται στην «εποχή της παρακμής».
Αξίζει να σημειωθεί, τονίζει ο αυτοεξόριστος στην Ελλάδα πανεπιστημιακός Τζενγκίζ Ακτάρ, πως «εορτασμοί της Κατάκτησης» δεν έλαβαν χώρα ποτέ επί Οθωμανών. Καθιερώθηκαν σε ετήσια βάση από το 1953 (για την επέτειο των πεντακοσίων χρόνων) από τις αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας, που είχαν στο στόχαστρο την ακμάζουσα, τότε ακόμη, ρωμιοσύνη της Πόλης. Σήμερα κυριαρχούνται από τον χώρο του «πολιτικού Ισλάμ». Οι ισλαμιστές αποδίδουν μέγιστη σημασία στην προφητεία, δήθεν του Μωάμεθ, «Η Κονσταντίνιγιε θα κατακτηθεί. Τι λαμπρός στρατηλάτης και τι λαμπρός στρατός εκείνος που θα την πάρει!». Το μήνυμα προφανές: η κατάληψη της χριστιανικής Πόλης και η μετατροπή των εκκλησιών της σε τεμένη ήταν «θέλημα Θεού», τμήμα των σχεδίων του Αλλάχ για την ανθρωπότητα. Η «Κατάκτηση» είναι πρωτίστως μια νίκη του Ισλάμ.
Για τους ισλαμιστές και τον εθνικιστικό χώρο, η ύψιστη και ιερότερη πράξη της Άλωσης είναι ο εξισλαμισμός της Αγίας Σοφίας. Συμβολίζει το πέρασμα της Πόλης από τον ελληνοχριστιανικό στον τουρκοϊσλαμικό κόσμο. Εξού και σε τακτά διαστήματα διαδηλώνουν, από την δεκαετία του 1970, για την επαναφορά του μνημείου, που αποτελεί μουσείο κατ’ εντολή του Ατατούρκ από το 1935, στην ισλαμική λατρεία. Από το 1991, το Χιουνκιάρ Κασρί, οθωμανικό κτίσμα εντός του συγκροτήματος της Αγίας Σοφίας, παραχωρήθηκε για ισλαμική λατρεία, ενώ από το 2016 διορίσθηκε εκεί ιμάμης. Από το 2013, το κάλεσμα του μουεζίνη ακούγεταιAyasofya’da ezan okunuyor, duydunuz mu? | TimeTurk από τους τέσσερις μιναρέδες της Αγίας Σοφίας.Κατά την διάρκεια των εορτασμών φέτος, διαβάσθηκαν εδάφια του Κορανίου μέσα στον ναό (ο ίδιος ο Έρντογαν είχε διαβάσει εκεί προσευχή το 2017). Στις έντονες διαμαρτυρίες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Μεβλιούτ Τσαούσογλου απήντησεBakan Çavuşoğlu: Ayasofya, Türkiye Cumhuriyeti’nin mülküdür ve fethedilmiştir | TRT Haber πως η Αγία Σοφία αποτελεί περιουσία της Τουρκικής Δημοκρατίας και, πολύ χαρακτηριστικά, ότι «κατακτήθηκε». Ο Ταγίπ Έρντογαν, πάλι, δήλωσε πως «αποδόθηκε» (sic) στους Μουσουλμάνους ως «δίκαιο της κατάκτησης».
Οι εορτασμοί δίνουν ευκαιρία σε πολλούς ισλαμιστές να καλέσουν για «Δεύτερη Κατάκτηση της Ιστάνμπουλ», με την οποία εννοούν τον εξισλαμισμό του δημοσίου βίου και του δημοσίου χώρου. Η Πόλη και η χώρα πέρασε, μετά την κεμαλική επανάσταση, στα χέρια αθέων και «βγήκε από την φυσική ιστορική της πορεία», ισχυρίζονται. «Δεύτερη Κατάκτηση» σημαίνει, συνεπώς, επιστροφή στις τουρκο-ισλαμικές ρίζες. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, ως πρωτίστως επίθεση κατά της κοσμικής κληρονομίας του κράτους, πρέπει να ερμηνευθούν και τα βήματα εξισλαμισμούTurkey goes back to the future as Hagia Sophia set for Islamic prayers | Middle East Eye της Αγίας Σοφίας, τακτική που θα συνεχίσει, όσο τουλάχιστον ο Έρντογαν βρίσκεται στην εξουσία.
Οι κεμαλιστές φρίττουν με την λούμπεν αισθητική και το ιδεολογικό υπόβαθρο των εορτασμών, αλλά και με τις κινήσεις για τον εξισλαμισμό του διασημότερου μνημείου της χώρας. Προτιμούν να βλέπουν τον Πορθητή –που είχε ομολογουμένως εξαιρετική μόρφωση και κατείχε την ελληνική κλασική παιδεία– ως μουσουλμάνο «μονάρχη της Αναγέννησης» και εκπολιτιστή. Η οθωμανική κατάκτηση, υπογραμμίζουν, αναγέννησε μία Κωνσταντινούπολη που είχε, μετά την Πρώτη Άλωση από τους Σταυροφόρους, καταντήσει σκιά του πρότερου εαυτού της. Ο Πορθητής την κατέστησε, ξανά, κέντρο μιας αχανούς αυτοκρατορίας, ενώ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του επανοικίζοντας (με Έλληνες, Αρμενίους και Εβραίους καθώς και Μουσουλμάνους) και ανοικοδομώντας την νέα πρωτεύουσά του.
Το κεμαλικό αφήγημα δεν θα μπορούσε να μην έχει επηρεασθεί από την «αντι-ιμπεριαλιστική» και αντιδυτική ρητορεία του χώρου. Πρόκειται για μια ρητορεία ψεύτικα αριστερόστροφη και, κατ’ ουσία, βαθύτατα εθνικιστική και ξενοφοβική. Η σχιζοφρένεια βρίσκεται εξάλλου στην βάση της κεμαλικής κοσμοθεωρίας: προσπαθεί να μιμηθεί στους τρόπους και (όσο μπορεί) στις ιδέες μια Δύση, προς την οποία τρέφει καχυποψία και μνησικακία. Έτσι, ο Πορθητής εμφανίζεται ως ο εκδικητής των αιωνίως αδικημένων λαών της Ασίας, που προελαύνει να τιμωρήσει τους δυτικούς. Στην προέλασή του αυτή σώνει και τους Έλληνες, έστω άθελά τους, που κινδυνεύουν κι εκείνοι να περάσουν υπό την κυριαρχία των Καθολικών της Δύσης. Τούρκοι ιστοριογράφοι έδωσαν μεγάλη προβολή σε μία αποστροφή του Κριτοβούλου. Ο ιστορικός εμφανίζει τον Μωάμεθ να επισκέπτεται την Τροία και να λέει πως με την Άλωση «έλαβε την εκδίκηση των Τρώων».
Από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, οι επίσημοι ιστοριογράφοι της εξήντλησαν κάθε μέσο προκειμένου να αποδείξουν την καταγωγή των Τούρκων από τους ΤρώεςFatih Yunanlar’ı yenerek Truva’nın intikamını almıştı | Sabah και άλλους λαούς της Μικράς Ασίας (Λυδούς, Χετταίους κοκ). Στόχος ήταν να παρουσιασθεί η Μικρά Ασία ως κληρονομιά τους από τους «αρχαίους προγόνους» τους, αντεπιχείρημα στα αντίστοιχα ελληνικά και αρμενικά.
Όπως θα περίμενε κανείς, η φιλελεύθερη διανόηση της Τουρκίας, που σήμερα βρίσκεται για μία ακόμη φορά υπό διωγμό από το καθεστώς, οικτίρει τόσο το ισλαμικό όσο και το κεμαλικό αφήγημα για την Άλωση. Ακόμη περισσότερο αποδοκιμάζει την σχετική εμμονή, τους εορτασμούς και την συστηματική δυσφήμιση του Βυζαντίου στην τουρκική ιστοριογραφία.
Βασική διαφορά ανάμεσα στο οθωμανικό και το σύγχρονο αφήγημα είναι πως το πρώτο ουδέποτε επιχείρησε συστηματικά να απαξιώσει/προσβάλει το Βυζάντιο. Κάτι που λησμονείται σήμερα στην Τουρκία, τονίζει ο Ου’ούρ Τάνιελι, αρχιτέκτων και πανεπιστημιακός, είναι πως επισήμως οι Οθωμανοί κράτησαν το όνομα «Κονσταντίνιγε» για την πρωτεύουσά τους, ακόμη κι όταν είχαν ξεχάσει ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος ή δεν τους ενδιέφερε πια. Το όνομα «Ιστάνμπουλ» καθιερώθηκε ως μόνο επίσημο μόλις το 1930, από τον Ατατούρκ.
Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, την επαύριο του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Μικρά Ασία, η επίσημη ιστορία –και αργότερα η τουρκική ποπ κουλτούρα– ξεκίνησαν μία καμπάνια δυσφήμισης ενός εχθρού προ πολλού εκλιπόντα. Ο τουρκικός εθνικισμός έκανε το Βυζάντιο αντικείμενο χλευασμού, ειρωνείας και διακωμώδησης. Τα μυθιστορήματα, από την δεκαετία του 1920, και οι ταινίες, από την δεκαετία του 1960, απεκδύθηκαν σε μία εκστρατεία «ηθικής καταδίκης» του. Παρουσιάζουν τον ηττηθέντα αντίπαλο ως έκφυλο, δόλιο και αναξιόπιστο. Αντί για πολιτικός οργανισμός ή πολιτισμικό πεδίο, το Βυζάντιο παρουσιάζεται ως «μέτρο κοινωνικής και ανθρώπινης αδυναμίας» εξηγεί ο Ου’ούρ Τάνγελι.
Χαρακτηριστική είναι η «περιγραφή» της υπό πολιορκία Κωνσταντινούπολης από τον δημοσιογράφο Ρεφίκ Αχμέτ Σεβενγκίλ (στο «İstanbul Nasıl Eğleniyordu»): «Όταν τα στρατεύματα του Μωάμεθ του Πορθητή ήλθαν να πολιορκήσουν τα τείχη του Βυζαντίου [sic], βρήκαν πίσω από αυτά τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, την οικογένειά του, τις γυναίκες των ανακτόρων και τους ευγενείς με τα χείλη τους σε κάλυκες γεμάτους κρασί, τα χέρια τους στην μέση νεαρών ερωμένων, τα στήθη τους να ανεβοκατεβαίνουν από λαγνεία και το μυαλό τους να αναλώνεται σε πάθη, απάτες και κάθε λογής μηχανορραφίες.» Γελά ο γνωρίζων την ιστορία της Ρωμανίας και των Οθωμανών, καθώς οι σουλτάνοι ήταν πολύ πιο μέθυσοι και πολύγαμοι από τους Αυτοκράτορες και πολλοί πέθαναν από κίρρωση…
Μια σειρά χιουμοριστικών ψευδοϊστορικών τανιών γυρίσθηκαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970 (Battal Gazi, Kara Murat) στις οποίες η διακωμώδηση του Βυζαντίου είναι κοινός τόπος. Πολλές από αυτές γυρίσθηκαν σε υπόγεια των βυζαντινών τειχών της Πόλης. Η αποτύπωση, ωστόσο, του Βυζαντίου από κάθε άποψη – ενδυμάτων, ηθών, κοκ – είναι εξωφρενικά ανακριβής. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος μιας ταινίας του 1990, η οποία ειρωνευόταν την όλη αυτή ψύχωση για το Βυζάντιο: Kahpe Byzans («Πόρνη Βυζάντιο»). Οι ψευδοϊστορικές αυτές ταινίες περί «ηρωϊκού αγώνα» κατά του έκφυλου Βυζαντίου έχουν μεγαλώσει γενιές Τούρκων με ένα μένος. Αυτό βγήκε στην επιφάνειαKara Murat filmleri yasaklansın | Hurriyet όταν ο όχλος στην Καισάρεια απείλησε να λιντσάρει τηλεοπτικό συνεργείο που ανήρτησε, για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ, ένα από τα εθνόσημα της Ρωμανίας (κόκκινο σταυρό σε λευκό φόντο) στα τείχη της πόλης.
Στα εδάφη της Τουρκίας βρίσκεται τόσο η άλλοτε πρωτεύουσα όσο και το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας της Ρωμανίας, καθώς και πολλά από τα σημαντικότερα μνημεία της. Αυτό προκαλεί αμηχανία στις αρχές και τον «μέσο Τούρκο». Έτσι, η Πόλη δεν διαθέτει βυζαντινό μουσείο, όπως και καμμία άλλη πόλη της χώρας. Το γεγονός ειρωνεύονταιbizans müzesi | ekşi sözlük οι προοδευτικοί κύκλοι, τονίζοντας πως για την απουσία ευθύνονται οι καλούμενες «εθνικές ευαισθησίες». Ο Τάνγελι κάνει λόγο για «φόβο του Βυζαντίου», που οδηγεί σε μια εμμονική πίστη ότι αυτό μπορεί να αναστηθεί και οι Έλληνες να ζητήσουν ό,τι έχασαν τότε. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γενικότερα για «φόβο της ιστορίας», καθώς από το επίσημο αφήγημα έχουν αφαιρεθεί σχεδόν όλες οι επονείδιστες σελίδες της τουρκικής ιστορίας. Όπως, για παράδειγμα, αποκρύπτονται οι σφαγές και η λεηλασία της Άλωσης, έτσι αποκρύπτονται και οι σφαγές των Αρμενίων και άλλων χριστιανών τις δεκαετίες του 1910 και 1920, μέχρι πρότινος τα Σεπτεμβριανά (1955) και οι σφαγές Κούρδων αμάχων στις ανατολικές επαρχίες.
Στην Τουρκία έχουν γυρισθεί διάφορες ταινίες με θέμα την Άλωση. Είναι όλες τους κακές σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται καλτ. Πρώτη υπήρξε η İstanbul’un Fethi («Η κατάκτηση της Ιστάνμπουλ»), που γυρίσθηκε το 1951 ενόψει της πεντακοσιετηρίδας της Άλωσης. Στο κινηματογραφικό αυτό αριστούργημα, οι στρατιώτες της Ρωμανίας εικονίζονται με αρχαιοελληνικές περικεφαλαίες και από κάτω φουστανέλες, οι πολίτες με μίνι χιτώνες ή ρούχα βενετσιάνικης γραμμής. Οι Ρωμιές παρουσιάζονται με αρχαιοελληνική ενδυμασία και χαλαρά ήθη. Οι Οθωμανοί αναφέρονται στην Ρωμανία ως «Βυζάντιο», λέξη που δεν χρησιμοποίησαν ποτέ ως τον ύστερο 19ο αιώνα – την αποκαλούσαν, ορθότερα, «Ρουμ». Στην Αγία Σοφία ακούγεται γρηγοριανό μέλος, ενώ οι ιερείς φέρουν άμφια καπουτσίνων!
Όλα αυτά δείχνουν, βέβαια, πόσο άγνωστη είναι η Ρωμανία και ο πολιτισμός της στην Τουρκία. Ιερέας εικονίζεται να συνωμοτεί με τους Οθωμανούς, ώστε να εισέλθουν στην Πόλη. Σε μια σουρεάλ σκηνή, γυναίκες παραταγμένες σαν παράνυμφες παρουσιάζονται να ραίνουν με άνθη τους εισβολείς μόλις περνούν την πύλη του Ρωμανού, μες στην καλή χαρά. Το επικίνδυνο με το κίβδηλο αυτό αφήγημα είναι πως ο πόλεμος παρουσιάζεται ως ταυτισμένος με τον ηρωισμό στο πεδίο της μάχης και αποκαθαρμένος από σφαγές, οδύνη, καταστροφές κλπ. Στις ψευδοϊστορικές ταινίες, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω, η αποτύπωση των ιστορικών στοιχείων είναι εξίσου ανακριβής, ενώ προτάσσεται το ίδιο ψεύτικο αφήγημα της «αναίμακτης κατάκτησης».
Τίποτε δεν αλλάζει στην ταινία Fetih 1453 («Κατάκτηση 1453), την πρώτη όπου κυριαρχεί η ισλαμική διάσταση: αρχίζει με μια σκηνή στην Μεδίνα την εποχή του προφήτη Μωάμεθ, δείχνοντας έναν από τους μαθητές του να μεταφέρει την προφητεία για την άλωση της Πόλης από τους Μουσουλμάνους. Κατά την πάγια παράδοση, ο Παλαιολόγος εικονίζεται στο λουτρό μαζί με γυναίκες να πίνουν κρασί, σαν να είχε χαρέμι! Η ταινία τελειώνει με την είσοδο των νικηφόρων στρατευμάτων στην Πόλη, χωρίς την παραμικρή αναφορά σε ό,τι επακολούθησε. Η ανεκδιήγητη σκηνή του Πορθητή να εισέρχεται σε μια κατάμεστη από χριστιανούς Αγία Σοφία λέγοντάς τους να μην φοβούνται και καθησυχάζοντάς τους με υποσχέσεις προσβάλλει και την ιστορία, επαρκώς καταγεγραμμένη, και την νοημοσύνη του θεατή – δυστυχώς όμως πολλοί Τούρκοι έχουν μεγαλώσει με το αναίμακτο αυτό αφήγημα, είναι απολύτως πεπεισμένοι πως ευσταθεί και προσβάλλονται βαθύτατα όταν αμφισβητείται. Η εταιρεία παραγωγής της ταινίας, Fa Yapım, φρόντισε να την κυκλοφορήσει υποτιτλισμένη ή μεταγλωττισμένη σε σειρά γλωσσών, τόσο της Δύσης όσο και του ισλαμικού κόσμου.
Η Ottoman είναι πολύ σοβαρότερη προσπάθεια. Ακολουθεί το σύνηθες, σε σειρές ιστορικού περιεχομένου του Netflix, μοντέλο ανάμειξης της πλοκής με αφήγηση και συνεντεύξεις ιστορικών. Περίεργη τεχνική, εδώ λειτουργεί σαφώς εις βάρος της πλοκής και κάνει το σύνολο δυσβάσταχτα ανιαρό. Η σειρά, τα γυρίσματα της οποίας διήρκεσαν ένδεκα εβδομάδες, στοχεύει να αφηγηθεί την ιστορία της Άλωσης υπό τουρκική οπτική. Σύμφωνα με συνέντευξη του σκηνοθέτη και των πρωταγωνιστών, στόχος τους ήταν «να διηγηθούμε την ιστορία μας στον κόσμο με αντικειμενικό βλέμμα και στα αγγλικά, κάτι το οποίο δεν γίνεται συχνά». Η αντικειμενικότητα εξασφαλίζεται, κατά τον σκηνοθέτη, με τις συνεντεύξεις των ιστορικών που παρεμβάλλονται στην πλοκή, οι οποίοι ρίχνουν φως και σε απαραίτητες, κατά την κρίση του, λεπτομέρειες. Οι ιστορικοί δεν είναι μόνο Τούρκοι αλλά ξένοι. Κάτι που αμέσως θα τραβήξει την προσοχή του Έλληνα θεατή είναι η αναφορά στους κατοίκους της Πόλης ως «Ρωμαίους» –πραγματολογικά ορθή, καθώς έτσι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους και το κράτος τους («Ρωμανία»)– και όχι ως «Έλληνες».
Ο Σελίμ Μπαϊρακτάρ, που υποδύεται τον Τσανταρλί Χαλίλ ΠασάΤσανταρλή Χαλίλ Πασάς, ισχυρίσθηκε πως το γεγονός ότι η σειρά γυρίσθηκε στα αγγλικά είναι σημαντικό, καθώς «οι ξένοι δεν γνωρίζουν» πως «μία προσωπικότητα και μία διάνοια όπως του Πορθητή συνέβαλε στην έναρξη της Αναγέννησης και στην Ανακάλυψη της Αμερικής.» (!) Εξωφρενικός ή μη, ο ισχυρισμός αυτός για την παγκόσμια επιρροή του Πορθητή και της Άλωσης αποτελεί σταθερά του τουρκικού αφηγήματος· η αγγλική επιστρατεύθηκε για την διάδοσή του πολύ πέραν της Τουρκίας. Ο Τζεμ Γι’ίτ Ουζούμογλου, που υποδύεται τον Πορθητή, σωστά εντοπίζει την ιδιαιτερότητα της σειράς, που την διαφοροποιεί από κάθε άλλη σχετική προσπάθεια: αυτή εστιάζει στον Πορθητή ως άνθρωποNe Yapsak – 24 Ocak 2020 (Tuba Büyüküstün, Cem Yiğit Üzümoğlu, Birkan Sokullu, Osman Sonant) | HT.TV, όχι ως Αυτοκράτορα ή σύμβολο. Έμφαση δίνεται τόσο στην πολύπλευρη μόρφωσή του όσο και στις αδυναμίες και τα συναισθήματά του και την τρυφερή σχέση του σεβασμού και αγάπης με την μητριά του, Μάρα Μπράνκοβιτς.
Για την τουρκική παράδοση στο ζήτημα, η προσέγγιση αυτή είναι αρκούντως «αιρετική». Φωτίζονται επαρκώς οι προσωπικοί ανταγωνισμοί, οι οποίοι θολώνουν το άσπρο-μαύρο των εκατέρωθεν εθνικών αφηγημάτων. Υπενθυμίζεται πως στην Πόλη ζει φιλοξενούμενος ο Οθωμανός πρίγκιψ Ορχάν, που διεκδικεί τον θρόνο από τον Μεχμέτ· ο Λουκάς Νοταράς εμφανίζεται να συνωμοτεί με τους Τούρκους και ο Τσσανταρλί Χαλίλ Πασά με τους Έλληνες. Πολλοί αξιόμαχοι Ρωμιοί της Πόλης δεν πολέμησαν να την υπερασπισθούν, παρασυρμένοι από την ανθενωτική υστερία του Γενναδίου (Σχολαρίου) – το 1451 είχε επιβληθεί η Ένωση των Εκκλησιών, προκαλώντας λυσσαλέα αντίδραση. Πολλοί Γενοβέζοι και άλλοι Ιταλοί, από την άλλη, μισθοφόροι αλλά και πάροικοι της Πόλης, πολέμησαν ηρωικά στα τείχη υπό τον Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο και έπεσαν μαχόμενοι. Οι Γενοβέζοι του Γαλατά, από την άλλη, αποφάσισαν να παραδοθούν αμαχητί· μέχρι να το κάνουν, συνομιλούσαν με και βοηθούσαν τόσο τον Μεχμέτ όσο και τον Τζιουστινιάνι. Η σειρά δείχνει πώς μισθοφόροι είχαν συρρεύσει πανταχόθεν και βοηθούσαν και τις δύο πλευρές, κάνοντας την εικόνα της σύγκρουσης χριστιανών-μουσουλμάνων, πόσο μάλλον Ελλήνων και Τούρκων, να μοιάζει πολύ απλοϊκή.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται, πράγματι, στην παρουσίαση των προσώπων, ιδίως του Πορθητή, του Παλαιολόγου, του Τζιουστινιάνι και του Λουκά Νοταρά. Στην περίπτωση του Πορθητή, για πρώτη φορά παρουσιάζονται οι γνώσεις του της αρχαίας ιστορίας και ο θαυμασμός του για τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Μωάμεθ είχε ανατραφεί με τον μύθο του Αλεξάνδρου, μιλούσε απταίστως την ελληνική, συνεννοείτο με τους Έλληνες υπηκόους του σε αυτήν και σε αυτήν έγραφε στους Ευρωπαίους μονάρχες μετά την Άλωση. Γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια να αποτυπωθεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του, που συνδύαζε εξαίρετη μόρφωση, φιλοδοξία, ιδιοφυή στρατηγική και σκληρότητα. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η ενσυναίσθηση στην παρουσίαση της τραγικής φιγούρας του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, αλλά και του γεμάτου διλήμματα μισθοφόρου Τζιουστινιάνι. Αμφότεροι παρουσιάζονται, δικαίως, ως ήρωες και όχι ως «ο εχθρός». Ο αμφιλεγόμενος Νοταράς, βαθύπλουτος έμπορος με συμφέροντα στην οθωμανική, πλέον, Μικρά Ασία, είναι ο βασικός αντιήρωας του σεναρίου.
Οι ιστορικές ανακρίβειες είναι και εδώ πολλές και ενίοτε κραυγαλέες. Κάποιες δεν είναι παρά τεχνάσματα για να επιτείνουν την δραματικότητα του σεναρίου. Έτσι, ο Τσανταρλί Πασάς ως παιδαγωγός δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει μαστιγώσει τον Μεχμέτ-διάδοχο του θρόνου, καθώς κάτι τέτοιο απαγορευόταν. Είναι αναμφισβήτητο πως ο Μωάμεθ ουδέποτε τραυματίσθηκε από έκρηξη του τεραστίου κανονιού του Ουρβανού, ούτε στην τελική επίθεση κατά της Πόλης, ενώ δεν συναντήθηκε ποτέ κατά πρόσωπο με τον Τζιουστινιάνι. Ο δήθεν έρωτας του τελευταίου με την Ταμάρ, κόρη του Γεωργίου Σφραντζή, ιστορικού της Άλωσης, αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Όλα αυτά τα δραματικά τεχνάσματα αποτυγχάνουν να κάνουν την σειρά ενδιαφέρουσα. Το μείζον ατόπημα, και εδώ, είναι η αποσιώπηση της σφαγής και η παρουσίαση μιας «κλινικής» εικόνας της πτώσης της Πόλης, χωρίς αίμα, θάνατο, λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Στο καίριο αυτό σημείο, η σειρά δεν ξεφεύγει στο ελάχιστο από το επίσημο τουρκικό αφήγημα. Εξόφθαλμο λάθος είναι, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, και η σημείωση της σειράς πως «μετά την Άλωση η Κωνσταντινούπολη μετονομάσθηκε Ιστάνμπουλ».
Πολλά είναι τα λάθη στα πραγματολογικά στοιχεία, κάτι που καταδεικνύει (εκτός από προχειρότητα!) πόσο ξένο είναι το Βυζάντιο και η Ορθοδοξία, ως ιστορία αλλά και ως αισθητική και υλικός πολιτισμός, στην σημερινή Τουρκία. Οι Τούρκοι, ακόμη και οι μορφωμένοι, αδυνατούν να διακρίνουν μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών ή Προτεσταντών χριστιανών, ακόμη και στο επίπεδο του τελετουργικού και της αισθητικής. Έτσι, σε μια σκηνή (επεισόδιο 4, 25:22) εικονίζονται οι κάτοικοι της Πόλης σε μία γοτθική (!) εκκλησία (τέτοιες υπήρχαν μονάχα στον Γαλατά και ήταν φυσικά ρωμαιοκαθολικές) να προσεύχονται στην λατινική! Ρωμαιοκαθολικός ναός παριστάνει Ορθόδοξη εκκλησία της Πόλης και στο επεισόδιο 5 28:40, όπου ο Παλαιολόγος κάνει τον σταυρό του με τα πέντε δάκτυλα όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά «από τα δεξιά προς τα αριστερά». Σε άλλη σκηνή του ιδίου επεισοδίου (28:20), Ορθόδοξος ιερέας κάνει τον σταυρό του με δύο δάχτυλα, όπως οι Ρώσοι ως τον 17ο αι. Και είχε μεν επιβληθεί τότε στην Πόλη η Ένωση, αυτή όμως είχε καθαρά την έννοια της απλής αναγνώρισης του παπικού πρωτείου και δεν επέφερε την παραμικρή αλλαγή στο Ορθόδοξο τυπικό, πόσο μάλλον την εισαγωγή της λειτουργίας στην λατινική! Άναυδος μένει κανείς με την αναπαράσταση των αμφίων του πατριάρχη. Όσο για τις βυζαντινές ενδυμασίες και τα πανοράματα της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, θυμίζουν τα δημοφιλή ψευδοϊστορικά video games.
Πιο επιτυχημένη είναι η αποτύπωση των μύθων και θρύλων και των δύο πλευρών στην σειρά. Έτσι, αρχίζει με το «όραμα του Οσμάν», του ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας, ενώ αναφέρει και την δήθεν προφητεία του Μωάμεθ και τον τουρκικό θρύλο περί «Kόκκινου MήλουΚόκκινη Μηλιά» (Kızıl Elma). Στοιχεία όλα που δεσπόζουν στην «λαϊκή ιστορία» των Τούρκων, εντάσσουν την «Κατάκτηση» σε μια τελεολογία –ισλαμική ή παντουρκική– που είχε αποκαλυφθεί αιώνες πριν αυτή πραγματωθεί από τον Πορθητή. Αντίστοιχα αναφέρεται στην ρήση του Νοταρά «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν», που του αποδίδει ο Δούκας (Δούκας XXXVII, 10). Μια πλήρως εσφαλμένη εκτίμηση περί του «μη χείρονος», ενέπνευσε και την μετέπειτα στάση της Ορθόδοξης εκκλησίας καθ’ όλη την οθωμανική περίοδο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι πλήρως αποκλίνουσες απόψεις για την σειρά που εκφράζονται στην Τουρκία. Για όποιον γνωρίζει τα διαφορετικά και εν πολλοίς ασυμβίβαστα αφηγήματα για την «Κατάκτηση» στην Τουρκία, δεν αποτέλεσε έκπληξη η διάσταση απόψεων του τουρκικού κοινού. Πολύ διαφωτιστική σχετικά είναι η συζήτησηrise of empires ottoman | ekşi sözlük που μαίνεται στην πλατφόρμα eksisozluk, όπου νέοι κυρίως χρήστες σχολιάζουν θέματα επικαιρότητας. Όσοι έχουν μια προοδευτική ενατένιση των πραγμάτων, χειραφετημένη από τον εθνικισμό και την θρησκεία, χαιρετίζουν την προσπάθεια της σειράς να ξεφύγει από το ηρωικό-πολεμικό αφήγημα και να δείξει ενσυναίσθηση για την άλλη πλευρά και το δράμα της. «Επιτέλους, μια φορά που οι Βυζαντινοί δεν παρουσιάζονται ως ανόητοι και αναξιόμαχοι που πίνουν και ξεφαντώνουν ολημερίς» σχολιάζει κάποιος. Χαρακτηρίζει όλες τις προηγούμενες απόπειρες κινηματογραφικής αποτύπωσης της άλωσης «ασκήσεις τριτοκοσμικού εθνικισμού αντάξιες του πνευματικού και νοητικού επιπέδου της κοινωνίας μας». Άλλος παραπονείται πως «όταν καταλαμβάνουν άλλοι την χώρα μας είναι εισβολή και κατοχή, όταν καταλαμβάνουμε εμείς την χώρα άλλου είναι δίκαιη κατάκτηση». Τρίτος αναφέρει πως «η αξιοπρεπής στάση του βυζαντινού Αυτοκράτορα, που γνωρίζει πως θα πεθάνει και παραμένει στην πόλη του, με έκανε να βουρκώσω και να σκεφτώ τους σημερινούς μας ηγέτες που αποποιούνται και την παραμικρή ευθύνη.»
Ο κεμαλιστής, πάλι, ανησυχεί μήπως «παρουσιάσουν τον Πορθητή με την συνήθη ευρωπαϊκή οπτική σαν άλλον έναν Οθωμανό πασά, με μούσι και εμφάνιση Άραβα, αγνοώντας την πνευματική του συγκρότηση και τον χαρακτήρα του – γιατί πάντα οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί μας δείχνουν σαν Άραβες για να ικανοποιούν τον εγωισμό τους». Κάποιοι εκφράζουν την βεβαιότητα πως η σειρά θα βοηθήσει την εικόνα της Τουρκίας στο εξωτερικό, ενώ άλλοι είναι πεπεισμένοι πως απλώς θα επιβεβαιώσει την εικόνα του «βάρβαρου Τούρκου».
Όσο για τους εθνικιστές και θρήσκους, γκρίνιαζαν πριν καν προβληθεί η σειρά. «Δεν θα με εξέπληττε αν το Νέτφλιξ παρουσίαζε τον Πορθητή γκέι, ή και χριστιανό ακόμα» ειρωνευόταν ένας. Μόλις άρχισε η προβολή, έγιναν έξω φρενών με την Ottoman. Καθώς δεν είναι και οι πλέον νοήμονες, είναι πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ξένη παραγωγή, εξ ου και τα αγγλικά. «Πρέπει να την μποϊκοτάρουμε γιατί ο ιμπεριαλισμός λαμβάνει και πολιτισμική μορφή» γράφει ένας, ενώ άλλος προσθέτει: «Πάλι μας δείχνουν ως βαρβάρους. Εμείς φταίμε, που δεν μπορέσαμε ποτέ να εκθέσουμε την δική μας οπτική!»
Τους εθνικιστές εξοργίζει το γεγονός ότι παρουσιάζονται οι αδυναμίες του Πορθητή. «Τον παρουσιάζουν ως αντιήρωα και τον μισθοφόρο Τζιουστινιάνι ως συμπαθή», διαμαρτύρεται ένας. Ταυτόχρονα διαμαρτύρεται πως δεν είναι οι Οθωμανοί αλλά οι Ρωμαίοι στο κέντρο της σειράς, και ότι στόχος της είναι να δείξει πόσο γενναία αντιστάθηκαν και «να επαινέσει τον χριστιανισμό» (!). Ο σχολιαστής φθάνει να ισχυρισθεί πως η σειρά «δείχνει μόνο τους Τούρκους να πεθαίνουν».
Άλλος εξανίσταται ότι «στο προσκήνιο δεν είναι οι Τούρκοι ήρωες όπως θα έπρεπε, αλλά ο Τζιουστινιάνι, ο Παλαιολόγος, ο Νοταράς, η Μάρα και μία Ρωμιά της Πόλης», ενώ προσβάλλεται από το γεγονός ότι παρουσιάζεται η χριστιανική καταγωγή της μητέρας του Πορθητή. Πολλοί αγανακτούν με τις σκηνές όπου «μια χούφτα Γενοβέζοι κάνουν τους στρατιώτες μας με τα κρεμμυδάκια».
Ανεξάρτητα από τις κριτικές και τις όποιες αντιρρήσεις του εγχώριου κοινού, δύο πράγματα είναι αναμφισβήτητα: πως η Ottoman εγκαινίασε ένα νέο στάδιο στην τουρκική «ήπια ισχύ» δια των σειρών και πως θα ακολουθήσουν και άλλες αντίστοιχες, πάντοτε με στόχο την διάδοση του τουρκικού ιστορικού αφηγήματος.
Σήμερα, τουρκικές σειρές όπως η Ottoman έχουν κατακτήσει τις αγορές τηλεθέασης από τα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή ως την Νότια Αμερική και την Άπω Ανατολή. Το φαινόμενο δεν άπτεται μονάχα της ποπ κουλτούρας – έχει αμιγώς πολιτικές προεκτάσεις. Οι σειρές έγιναν το κύριο μέσο διεθνούς προβολής της χώρας. Συνιστούν «πολιτισμική εξαγωγή» ή, όπως σημειώνειKÜLTÜR-SANAT Türk dizileri neden tutuyor? | Aljazeera Turk ο Τούρκος ανθρωπολόγος Ταϊφούν Ατάι, πολιτιστικό αποτύπωμα παγκόσμιας εμβέλειας. Πέραν της διαφήμισης του brand της Τουρκίας, οι πωλήσεις τους τής έχουν αποφέρει σημαντικά έσοδα (350 εκατομμύρια δολλάρια το 2017) ενώ έχουν προκαλέσει έκρηξη στον τουρισμό, ιδίως προς την Κωνσταντινούπολη.
Πολλοί αποδίδουν την επιτυχία των τουρκικών σειρών στο κοκτέιλ «οικογένεια και παραδοσιακές αξίες». Παρελαύνουν σε αυτές άνδρες υπέρμετρα ρομαντικοί, γυναίκες δυναμικές αλλά πάντοτε εντός των ορίων μιας παραδοσιακής «θηλυκότητας», ιστορίες αποκλήρων που κατακτούν μια θέση στις τάξεις των προνομιούχων. Η οικογένεια είναι πάντα στο κέντροHow Turkish TV is taking over the world | The Guardian και οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων de rigueur. Ακόμη και όταν το σενάριο περιλαμβάνει προγαμιαίο σεξ, η σχέση θα καταλήξει οπωσδήποτε σε γάμο. Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές ακροατήριο, στοχεύουν πρωτίστως σε ένα γυναικείο κοινό. Δίνουν μεγάλο βάρος στην εμφάνιση των ηθοποιών, επιλέγοντας συχνά μοντέλα για να προσελκύσουν θεατές.
Κάτι αξιοπρόσεκτο είναι πως το θρησκευτικό στοιχείο σχεδόν απουσιάζει. Στις σειρές δεν εμφανίζονται ποτέ, για παράδειγμα, γυναίκες με μαντίλες – ακόμη και σε εκείνες με θέμα την Οθωμανική αυτοκρατορία, οι μουσουλμάνες εικονίζονται ασκεπείς στον δημόσιο χώρο, μείζον ιστορικό ατόπημα. Μόνο όταν το σενάριο εκτυλίσσεται στην επαρχία ή τις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων μπορεί να εμφανισθείDİZİLERDE TÜRBANLI KADIN NEDEN YOK? | Milliyet γυναίκα μαντιλοφορούσα (σχεδόν πάντοτε ηλικιωμένη). Αυτό οφείλεται στις κοινωνικές δυναμικές: σύμφωνα με μελέτες, ακόμη και οι θρήσκοι Τούρκοι, των οποίων οι σύζυγοι και κόρες φορούν μαντίλα, δεν επιθυμούν να βλέπουν «καλυμμένες» γυναίκες στην τηλεόραση. Θέλουν αυτή να διατηρήσειEmine Şenlikoğlu: Gerçek tesettürlüyü muhafazakarlar istemiyor | MilliGazete έναν μαγικό χαρακτήρα, όχι να αποτελέσει αποτύπωση της πραγματικότητας.
Παρά ταύτα, οι τουρκικές σειρές δεν παύουν να αποτυπώνουν τα ήθη μιας μουσουλμανικής κοινωνίας. Γι’ αυτόν ίσως τον λόγο, η πρώτη αγορά στην οποία έκαναν θραύση ήταν η Μέση Ανατολή. Πέραν των θρησκευτικών, την περιοχή συνδέει με την Τουρκία και το οθωμανικό παρελθόν της. Το αραβικό κοινό γοήτευσε η εικόνα που οι σειρές προβάλλουν για την τουρκική κοινωνία, μιας κοινωνίας «μουσουλμανικής αλλά εκσυγχρονισμένης». Δεν θα δεις πουθενά πολυγαμία (η οποία απαγορεύεται στην Τουρκία), αλλά άνδρες ρομαντικούς που σέβονται τις γυναίκες, γάμους-αποτέλεσμα φλερτ και όχι προξενιού, μουσουλμάνες που πατούν πόδι για τα δικαιώματά τους, εργάζονται και είναι οικονομικά ανεξάρτητες, ζητούν και παίρνουν διαζύγιο. Οι ηρωίδες είναι ταυτόχρονα χειραφετημένες και προσηλωμένες στις παραδόσεις.
Όπως επεσήμανε στο ντοκιμαντέρ της «Kismet: How Soap Operas Changed the World» η Νίνα-Μαρία Πασχαλίδου, οι τουρκικές σειρές καταρρίπτουν στερεότυπα για την Μουσουλμάνα. Στις αραβικές χώρες, μάλιστα, οδήγησαν σε καταιγισμό διαζυγίων. Έδειξαν στις εκεί γυναίκεςKismet: How Soap Operas Changed the World | Aljazeera Witness ότι μια καθημερινότητα διαφορετική από εκείνη που ζουν είναι δυνατή σε μία μουσουλμανική κοινωνία, αλλά και τον τρόπο να την διεκδικήσουν.
Στα Βαλκάνια βαραίνει το οθωμανικό παρελθόν. Στην Λατινική Αμερική, από την άλλη, απουσιάζει απολύτως η όποια ιστορική μνήμη για τους Τούρκους. Και στις δύο περιοχές, πάντως, η θεματολογία των τουρκικών σειρών τις έκανε δημοφιλείς για τους αντίθετους λόγους από ό,τι στην Μέση Ανατολή: διαιωνίζουν αξίες που θεωρούνται παραδοσιακές. Γοητεύουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, που αναπολεί τον παλιό κόσμο των ακλόνητων βεβαιοτήτων και των διακριτών ρόλων, όπου η οικογένεια είναι το κέντρο των πάντων. Οι λατινοαμερικανικές σειρές, σημειωτέον, έχουν αλλάξει σημαντικά από τις δεκαετίες 1980 και 1990, αντικατοπτρίζοντας την φιλελευθεροποίηση των ηθών στις αντίστοιχες κοινωνίες.
Για την διεθνολόγο Σενέμ Τσεβίκ, οι τουρκικές σειρές έχουν γίνει «μη κυβερνητικό όργανο πολιτιστικής διπλωματίας». Η πανεπιστημιακός θυμίζει τις αμερικανικές σειρές και τον ρόλο τους στην διάδοση της αμερικανικής κουλτούρας διεθνώς. «Σειρές όπως το Ντάλλας και η Δυναστεία κυριάρχησαν στην παγκόσμια τηλεθέαση, προβάλλοντας μία συγκεκριμένη εικόνα της οικογένειας και του καπιταλισμού» σημειώνει η Τσεβίκ. Παράλληλα, «το Χόλιγουντ καλλιέργησε, με μεγάλη αποτελεσματικότητα, την στήριξη των ξένων θεατών για την θέση της Αμερικής στον κόσμο και τις αξίες της αμερικανικής ζωής.» Εκπέμποντας το «αμερικανικό όνειρο», προώθησε το brand της Αμερικής σε όλη την οικουμένη. Αντίστοιχα λειτουργούν και οι τουρκικές σειρές: το 2014, ο τότε υπουργός πολιτισμού Ομέρ Τσελίκ δήλωνε, χαρακτηριστικά, πως συμβάλλουν καίριαTurkish dramas play key role in ‘soft power’ says minister | Anadolu Agency στο να αποκτήσει η Τουρκία «ήπια ισχύ» και φωνή στην ευρύτερη περιοχή. Η απρόσμενα θεαματική επιτυχία τους ώθησε το καθεστώς Έρντογαν να επενδύσει στην τουρκική κινηματογραφική βιομηχανία: συνειδητοποίησε πως μέσω αυτής μπορεί να επεκτείνει την σφαίρα επιρροής της χώρας.
Το αυτό συνειδητοποίησαν, βέβαια, και άλλες κυβερνήσεις. Δεν είναι λίγοι όσοι, ιδίως στον αραβικό κόσμο, μιλούν για «ιμπεριαλισμό των τουρκικών σειρών», ιδίως μετά την ενεργή ανάμιξη της Τουρκίας στην «αραβική άνοιξη» (στο πλευρό των Αδελφών Μουσουλμάνων) και τον συριακό εμφύλιο. «Όλες οι κυβερνήσεις που αισθάνονται απειλούμενες από τα κατά τόπους κινήματα των Αδελφών Μουσουλμάνων βλέπουν το καθεστώς Έρντογαν και ό,τι έρχεται από την Τουρκία με μεγάλη καχυποψία», εξηγεί ο αναλυτής Τσινάρ Κιπέρ. «Έτσι, κινήθηκαν να περιορίσουν, όσο μπορούν, την επιρροή που έχει η Τουρκία στις τοπικές κοινωνίες μέσω των σειρών.» Η Τσεβίκ, πάλι, βλέπει άμεσο συσχετισμό ανάμεσα στην αυξανόμενη δημοτικότητα των τουρκικών σειρών στο εξωτερικό και την επιθετικότερη τουρκική πολιτική στην ευρύτερη περιφέρεια. Πολλές κυβερνήσεις στην Μέση Ανατολή δυσαρεστεί η φιλοδοξία της Τουρκίας να ηγηθεί του όλου ισλαμικού κόσμουWill Islamic world accept Turkey’s leadership? | Al-Monitor, προσφεύγοντας σε ένα νεο-οθωμανικό αφήγημα και επικαλούμενη την μνήμη της Κωνσταντινούπολης ως έδρας του Σουλτάνου, χαλίφη (στον τίτλο τουλάχιστον) όλων των Μουσουλμάνων.
Στον αραβικό κόσμο, που διατηρεί αμφιλεγόμενες μνήμες από την οθωμανική κυριαρχία, οι ηγετικές φιλοδοξίες και η παρεμβατικότητα της Τουρκίας προκαλούν δυσφορία. Η δημοτικότητα των τουρκικών σειρών «έβαλε φωτιά» στις αραβικές κοινωνίες. Αξιολογώντας τις –σωστά– ως όπλο πολιτισμικής προπαγάνδας, κάποια καθεστώτα προχώρησαν στην απαγόρευσή τους. Το 2018 το μεγαλύτερο ιδιωτικό κανάλι της Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής, το σαουδαραβικό MBC, δέχθηκε εντολή από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας να απαγορεύσει την μετάδοση τουρκικών σειρών. Η απαγόρευσηTurkey’s soft power threatened after MBC bans Turkish dramas | Egypt Independent έγινε με ρητό στόχο τον περιορισμό της «ήπιας ισχύος» που η Τουρκία έχει αποκτήσει στην ευρύτερη περιοχή.
Πρόσφατα, οργάνωση του ισλαμικού ιερατείου στην Αίγυπτο κάλεσεEgypt tells Muslims to boycott Ertugrul and other Turkish dramas in bizarre anti-Erdogan fatwa | The New Arab τους πιστούς Μουσουλμάνους να μην βλέπουν τουρκικές σειρές. Ισχυρίσθηκε πως εκείνες με ιστορικό περιεχόμενο αποτελούν μέρος της προσπάθειας του Έρντογαν να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έκανε λόγο για «θρησκευτική αποικιοκρατία», που φιλοδοξεί να τον προβάλει ως ηγετική φυσιογνωμία και προστάτη των απανταχού Μουσουλμάνων. Στην Βόρεια Μακεδονία απαγορεύθηκεMacedonia bans Turkish soap operas | Hurriyet Daily News το 2012 η μετάδοση τουρκικών σειρών σε ώρα prime time. Την τότε κυβέρνηση ανησυχούσε ιδιαίτερα η ενδεχόμενη επιρροή του νεο-οθωμανικού αφηγήματος στον πολυάριθμο (αλβανικής και τουρκικής καταγωγής) μουσουλμανικό πληθυσμό της χώρας. Ακόμη και στην λατινική Αμερική γίνεται λόγοςA. Ciordia. «Las series de televisión como poder blando de Turquía. ¿Neo-otomanismo cultural?» | Agora για «πολιτισμικό νεο-οθωμανισμό», που ανησυχεί τις εκεί αρμενικές, ελληνικές και συρο-λιβανέζικες κοινότητες.
Αξίζει να θυμηθούμε πως η πρώτη τουρκική σειρά που «σάρωσε» τις αγορές τηλεθέασης διεθνώς εμπνεόταν από την οθωμανική ιστορία. Πρόκειται για τον «Μεγαλοπρεπή Αιώνα», που αναφέρεται στον βίο και την πολιτεία του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη («Μεγαλοπρεπούς»). Περισσότερα από πεντακόσια εκατομμύρια τηλεθεατές την παρακολούθησαν διεθνώς. Η σειρά «πέρασε» το τουρκικό ιστορικό αφήγημα στα πέρατα της οικουμένης. Ακολούθησε καταιγισμός σειρών με οθωμανική θεματολογία.
Η θεαματική επιτυχία του «Μεγαλοπρεπούς Αιώνα» σε εσωτερικό και εξωτερικό δεν απέτρεψε την σφοδρή εναντίον του κριτική από θρήσκους και εθνικιστές στην ίδια την Τουρκία. Αυτοί διαμαρτυρήθηκαν πως η σειρά «εστίαζε σε υπερβολικό βαθμό» στις μηχανορραφίες του χαρεμιού και τις αδυναμίες του Σουλεϊμάν, ενώ παρουσίαζε τους Οθωμανούς να πίνουν κρασί. Μίλησαν για «εικόνα τρυφής» προσβλητική της ηθικής ενός σουλτάνου-χαλίφη. Ο ίδιος ο Έρντογαν κάλεσε την δικαιοσύνηWhy Is Turkey’s Prime Minister at War with a Soap Opera? | Time να απαγορεύσει την προβολή της σειράς. Η παρέμβασή του ώθησε τις Τουρκικές Αερογραμμές να ματαιώσουν σχεδιαζόμενη συμπερίληψή της στο in-flight πρόγραμμά τους.
Ο «Μεγαλοπρεπής Αιώνας» έδειξε το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού για το «οθωμανικό» περιεχόμενο. Κατέδειξε, ταυτόχρονα, πώς η χώρα μπορεί να προωθήσει, δια των σειρών, το ιστορικό αφήγημα που επιθυμεί. Κατά το καθεστώς Έρντογαν, η πρωτοβουλία δεν έπρεπε να εγκαταλειφθεί σε ιδιώτες παραγωγούς, καθώς η «επίσημη ιστορία» είναι υπόθεση του κράτους. Ξεκίνησε, έτσι, η παραγωγή σειρών ιστορικού περιεχομένου από την κρατική TRT. Πέραν της «επίθεσης γοητείας» προς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις ιστορικής θεματολογίας σειρές ως όργανο κοινωνικής μηχανικής στο εσωτερικό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι σειρές Ertuğrul («Έρτουγρουλ») και Kuruluş: Osman («Θεμελίωση: Οσμάν»), με θέμα τις απαρχές της Οθωμανικής δυναστείας. Κατά την Τσεβίκ, προπαγανδίζουν ένα λαϊκιστικό-εθνικιστικό αφήγημα, που αλιεύει «παραλληλισμούς» στο τότε και το σήμερα. Τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται υπό το πρίσμα της σημερινής πολιτικής συγκυρίας, σε μια προσπάθεια να δοθεί ιστορική νομιμοποίηση στις επιδιώξεις του καθεστώτος.
Ακόμη χαρακτηριστικότερη η Payitaht: Abdülhamid, που πραγματεύεται την βασιλεία του Αβδούλ Χαμίτ Β΄. Ο εξαιρετικά αμφιλεγόμενος εκείνος σουλτάνος, θιασώτης της απολυταρχίας και του πανισλαμισμού και διώκτης των Αρμενίων, αγιογραφείται. Πολλοί αναλυτές επεσήμαναν πως η κοσμοθεωρία του, όπως προβάλλεται, αντικατοπτρίζει εκείνη του Τούρκου προέδρου: αντιδημοκρατικά αντανακλαστικά, αντισημιτισμός και θεωρίες συνομωσίας. Στην σειρά, όπως και στην ρητορική του Έρντογαν, η ελευθεροτυπία, η εκκοσμίκευση του κράτους και τα αιτήματα για δημοκρατία παρουσιάζονται ως καρπός της παρέμβασης ξένων δυνάμεων, θρησκευτικών μειονοτήτων και των «άθεων φιλελευθέρων». Όλοι στοχεύουν από κοινού να υπονομεύσουν την «τιμή» και την ταυτότητα του έθνους και την ασφάλεια του κράτους.
Έτσι, βλέπουμε τον Τέοντορ Χερτζλ, ιδρυτή του Σιωνισμού, να συνωμοτεί κατά του Οθωμανικού κράτους μαζί με πράκτορες του Βατικανού (χριστιανοί και Εβραίοι είναι πάντοτε «οι άλλοι» στην Τουρκία και ο λαϊκός κόσμος συχνά τους βάζει «στο ίδιο καλάθι»). «Παραστρατημένοι» συγγενείς του σουλτάνου φλερτάρουν με «ξενόφερτες ιδέες», όπως η λαϊκή κυριαρχία. Οι Νεότουρκοι παρουσιάζονται ως ντόπιοι πράκτορες των δυτικών και σιωνιστικών σχεδίων για την διάλυση της Αυτοκρατορίας. Ο Χερτζλ εμφανίζεται στο Πρώτο Σιωνιστικό Συνέδριο να λέει πως «σύντομα ολόκληρη η ανθρωπότητα θα ζει για να υπηρετεί τους Εβραίους, τον περιούσιο λαό». Την προβολή του επεισοδίου ακολούθησε παράκρουση αντισημιτικού μένους στην Τουρκία. Ο απόγονος του Αβδούλ Χαμίτ, Οσμάν Οσμάνογλου, γνωστός για την εγγύτητά του προς τον Ταγίπ Έρντογαν, διετέλεσε ιστορικός σύμβουλος της σειράς. ΔήλωσεA Turkish TV Blockbuster Reveals Erdogan’s Conspiratorial Anti-Semitic Worldview | The Washington Post πως «οι ξένοι που συνεχώς ανακατεύονται σήμερα αποκαλούν τον πρόεδρό μας δικτάτορα, όπως τότε τον Αβδούλ Χαμίτ “Κόκκινο Σουλτάνο”».
Ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής άρχισαν την παραγωγή «στρατιωτικών σειρών». Το μήνυμα που εκπέμπει το νέο αυτό είδος είναι ότι πάνω από την Τουρκία πλανάται μία υπαρξιακή απειλή. Εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί συνωμοτούν και μόνο ο στρατός, η αστυνομία και οι ειδικές δυνάμεις μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «στρατιωτικής σειράς» η Söz («Υπόσχεση»), την οποία γύρισε η εταιρεία παραγωγός του «Μεγαλοπρεπούς Αιώνα». ΠρόκειταιAsker Dizileri Ekranlara Damga Vurdu | Haberler.com για ύμνο στον στρατιώτη και τις ειδικές δυνάμεις, που μάχονται έναν «άγνωστο εχθρό». Οι σειρές που εξυμνούν τον στρατό και το «πατριωτικό φρόνημα» αποτελούν μακρά παράδοση στην Τουρκία. Οι πρώτες ήταν ψευδοϊστορικές με «οθωμανική» θεματολογία.
Εντελώς ξαφνικά και σε συντομότατο χρόνο, η Τουρκία έγινε τηλεοπτική υπερδύναμη. Πριν δύο δεκαετίες, κανείς δεν θα φανταζόταν πως θα έφθανε να ξεπεράσει την Βραζιλία και το Μεξικό, δύο από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς τηλεοπτικών σειρών, κατατασσόμενηThe Rise and Rise of Turkish TV | culture trip δεύτερη μετά τις ΗΠΑ στην εν λόγω αγορά! Έπονται και άλλες αγγλόφωνες τουρκικές παραγωγές ιστορικού περιεχομένου. Ένα από τα εντυπωσιακότερα φαινόμενα της τηλεοπτικής ζωής την τελευταία δεκαπενταετία, η εξάπλωση, διεθνώς, των τουρκικών σειρών, θα συνεχίσει να προκαλεί έντονες συζητήσεις σε πολλές τοπικές κοινωνίες. Είναι κάτι που κανείς δεν αμφισβητεί.
πηγή:insidestory.gr