Η ειρωνεία του κηρύγματος στους διαδηλωτές για τη χρήση βίας

Η ειρωνεία του κηρύγματος στους διαδηλωτές για τη χρήση βίας

Του Tim Wise

Μετάφραση Έφη Γαρίδη

Για να παραφράσουμε τον Τούπακ, στους λευκούς αρέσει να ουρλιάζουν «όχι στη βία» αφού κάνουν μαλακία.

Μη με παρεξηγήσετε. Από την άποψη της στρατηγικής, πιστεύω ότι η μη βία είναι η προτιμώμενη μέθοδος πολιτικής διαμαρτυρίας. Και γι’ αυτό χαίρομαι με το γεγονός – και είναι γεγονός, όσο κι αν κάποιοι μπορεί να υποστηρίζουν το αντίθετο – ότι η πρόσφατη εθνική εξέγερση είναι σχεδόν εντελώς μη βίαιη. Η βία που έχουμε δει προέρχεται κυρίως από την αστυνομία, από δεξιούς προβοκάτορες που προσπαθούν να σαμποτάρουν το κίνημα, από αντιπάλους του κινήματος που προσπαθούν να χτυπήσουν διαδηλωτές με το αμάξι τους, ή από άτομα χωρίς σκοπό και χωρίς σύνδεση με την ευρύτερη πάλη.

Ό,τι γνώμη και να έχει κάποιος για το γκράφιτι, δεν μπορεί να γίνει καμία απολύτως σύγκριση μεταξύ αυτού και της κτηνώδους μεταχείρισης των διαδηλωτών από την αστυνομία, που βλέπουμε σε βίντεο που κυκλοφορούν όλο και πιο πολλά – είμαστε στα ήδη 600 και συνεχίζουμε. Για να μην αναφέρουμε ότι και πολλά από τα γκράφιτι ήταν δουλειά των προβοκατόρων και των άσχετων που λέγαμε πριν. Ακόμα και το κομμάτι της βίας που αντιστοιχεί στους διαδηλωτές θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί τελείως αν οι αστυνομικοί που δολοφόνησαν τον Τζορτζ Φλόιντ είχαν συλληφθεί αμέσως – όπως θα είχε συλληφθεί ο καθένας από εμάς αν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο – και όχι αρκετές μέρες αργότερα.

Όμως, πέρα από τα ζητήματα στρατηγικής, είναι συναρπαστικό να ακούς λευκούς Αμερικανούς να κακαρίζουμε κατά της βίας. Το να κάνουμε ηθικά διδάγματα οι λευκοί για αυτό το θέμα – τη στιγμή που δεν θα ήμασταν εδώ αν δεν είχαν υπάρξει εκτεταμένες λεηλασίες και γενοκτονίες – είναι τόσο τέλεια ειρωνεία που δεν μπορείς να την εκφράσεις με λόγια.

Θα περίμενε κανείς ότι βρεθήκαμε σε αυτό το μέρος με διαπραγματεύσεις, κατά τύχη ή ίσως με ψηφοφορίες που νίκησαν τους πιστούς στο βρετανικό θρόνο και τους έδιωξαν με δημοψήφισμα.

Όμως αυτό το έθνος ιδρύθηκε με τη βία και την έχει στον πυρήνα του. Απολαμβάνουμε τη θαλπωρή της βίας, από τα μνημεία μας ως τα σχολικά βιβλία και τις εθνικές γιορτές μας. Εμείς γιορτάζουμε τη βία ως εθνική κληρονομιά, αγνοώντας το ρατσιστικό της υπόβαθρο, και όχι μόνο στην ημέρα του Κολόμβου.

Την Τετάρτη Ιουλίου, γιορτάζουμε τη βία των επαναστατών, αγνοώντας ότι οι περισσότεροι από τους 5.000 μαύρους στρατιώτες που αγωνίστηκαν για ελευθερία την κέρδισαν από την Αγγλία και επέστρεψαν στην κατά πολύ κατώτερη θέση τους στη νέα τους χώρα. Και αντίθετα από τους λευκούς που κέρδισαν γη ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους – σαν τον πέμπτο προπάππο μου που πήρε 10.000 στρέμματα – εκείνοι οι μαύροι που πολέμησαν το ίδιο ηρωικά δεν πήραν τίποτα. Στην πραγματικότητα, με νόμο του 1790, δεν θεωρούνταν καν πολίτες της χώρας για την οποία είχαν πολεμήσει.

Και φυσικά ξεχνάμε (ή δεν το διδαχτήκαμε ποτέ) ότι τέσσερις φορές μαύροι πολέμησαν για το στέμμα στον πόλεμο, γιατί τουλάχιστον ο βασιλιάς τους υποσχέθηκε ελευθερία αν επικρατούσαν. Δεν γιορτάζουμε τη γενναιότητα που επέδειξαν και τη βία που άσκησαν για χάρη της ελευθερίας τους, και οι λόγοι είναι προφανείς.

Στην Ημέρα Μνήμης και την Ημέρα των Βετεράνων, τιμούμε τους στρατιώτες των οποίων τη βία θεωρούμε πράξη μεγάλου πατριωτισμού, άσχετα από το σκοπό για τον οποίο πολέμησαν. Και έτσι δοξάζουμε το ίδιο το στρατιώτη που πολέμησε το ναζισμό καθώς και το στρατιώτη που έριξε ναπάλμ σε ένα βιετναμέζικο χωριό ή βοήθησε στην κατάκτηση των Φιλιππίνων. «Ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σας», τους λέμε, και προχωράμε. Μα και το στρατιώτη του ΒΠΠ τον αγιοποιούμε, χωρίς να δίνουμε σημασία στο αν μετά επέστρεψε για να πολεμήσει το φασισμό των φυλετικών διακρίσεων ή αν εγκλιματίστηκε σε αυτόν όπως ίσως είχε κάνει και πριν βάλει τη στολή του για να πολεμήσει το φασισμό στο εξωτερικό.

Τα αγάλματά μας έχουν τη βία για φετίχ – και ιδιαίτερα τη ρατσιστική βία. Λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι μου είναι το άγαλμα του στρατηγού της Ομοσπονδίας του Νότου Νέιθαν Μπεντφορντ Φόρεστ, που επέβλεψε τη σφαγή των στρατιωτών της Μαύρης Ένωσης στο Φορτ Πίλοου και ήταν ένας από τους πρώτους ηγέτες της Κου Κλουξ Κλαν. Υψώνεται πάνω από την Διαπολιτειακή 65, θυμίζοντας στους διερχόμενους οδηγούς ότι το Νάσβιλ του Νέου Νότου έχει παραμείνει το ίδιο. Αγάλματα του Ρόμπερτ Ε. Λι, του οποίου η προδοτική βία αποσκοπούσε στο να διατηρήσει τη δουλεία των μαύρων και την λευκή ανωτερότητα – με την άδεια των αρχηγών της Ομοσπονδίας – προσβάλλουν την όρασή μας σε όλη την περιοχή.

Μνημεία στην Ομοσπονδία βρίσκονται και έξω από το Νότο, ακόμα και σε μέρη τόσο μακρινά όσο η Μοντάνα, όπου εγκαταστάθηκαν οι στρατιώτες της Ομοσπονδίας μετά τον πόλεμο, αφού μετακινήθηκαν δυτικά για να πολεμήσουν ιθαγενείς και να κατακτήσουν περισσότερη γη. Η εξόντωση των ιθαγενών μνημονεύεται φυσικά και με τα πολλά αγάλματα του Άντριου Τζάκσον. Γιορτάζεται ακόμα, αν και κάπως σιωπηλά, κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι με ένα χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων.

Αποδοχή της βίας μπορεί να βρεθεί ακόμα και στα πιο αθώα φαινομενικά μέρη. Στο παιδικό τραγουδάκι “Elbow Room” τα παιδιά μαθαίνουν να λένε «Έγιναν πολλές μάχες / για να κερδίσουμε τη γη μας / αλλά η Δύση ήταν γραφτό να υπάρξει / ήταν το καθαρό πεπρωμένο μας». Αυτό είναι, αδιαμφισβήτητα, ένας μουσικός φόρος τιμής στην κατάκτηση και τη γενοκτονία, και μάλιστα για παιδιά, που μας το μαθαίνουν οι ίδιοι άνθρωποι που μας μαθαίνουν το «Λόλα να ένα μήλο». Αλλά δεν μας κάνει καμία εντύπωση.

Τόσο δεν μας ενοχλεί η βία που κάνουμε γάμους σε πρώην φυτείες. Προσέξτε το αυτό: κάνουμε γάμους σε πρώην στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, την ιστορία των οποίων παραβλέπουμε γιατί είναι τόσο «όμορφα». Κοίτα τα δέντρα, τις κολώνες, τους όμορφους εσωτερικούς χώρους. Φαντάσου τα φορέματα για χορό και τις ομπρέλες για τον ήλιο και τις άμαξες. Απλά μη σκέφτεσαι ότι αυτά τα μέρη ήταν φυλακές και αυτοί που τα είχαν ήταν δεσμοφύλακες και απαγωγείς, μέλη μιας άθλιας και δολοφονικής επιχείρησης. Και μην ανησυχείς, θα φροντίσουν η υποδοχή των καλεσμένων να είναι μακριά από τους κοιτώνες των σκλάβων – δεν υπάρχει λόγος να μας χαλάσει η διάθεση.

Το γεγονός ότι δεν έχουμε πρόβλημα να το κάνουμε αυτό, ενώ κανείς στη Γερμανία δε θα σκεφτόταν να κάνει το γάμο του στο Νταχάου, ή να μετατρέψει το στρατόπεδο συγκέντρωσης σε θεματικό πάρκο, μας λέει ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για την Αμερική.

Και θυμηθείτε, ενώ το Άουσβιτς, το Κέλμνο, το Μπίρκεναου και τόσα άλλα ήταν μέρη που οι άνθρωποι στέλνονταν για εξόντωση, το Νταχάου δεν ήταν. Ναι, άνθρωποι πέθαιναν εκεί, οδηγούμενοι στα κρεματόρια από την εξάντληση από τη δουλειά, την πείνα, τις ασθένειες. Αλλά το γεγονός ότι οι Αμερικανοί δουλέμποροι ήθελαν να κρατάνε την ιδιοκτησία τους ζωντανή, ενώ οι ναζί δεν ενδιαφέρονταν αν θα πέθαιναν οι δούλοι τους, δεν αλλάζει ότι και οι δύο είχαν δούλους. Στα αλήθεια, το να ισχυρίζεσαι ότι το να κρατάς τους αιχμαλώτους ζωντανούς για να τους αρμέγεις για το κέρδος, σου δίνει κάποιο ηθικό πλεονέκτημα σε σχέση με αυτούς που απλά τους έβαζαν να δουλεύουν μέχρι θανάτου, είναι ηθικά αμφισβητήσιμη λογική. 

Για να το θέσουμε απλά, στην Αμερική αρέσει η βία. Μας προκαλούν περισσότερη ευχαρίστηση και περηφάνεια οι επιχειρήσεις της ομάδας SEAL του ναυτικού που έπιασαν τον Οσάμα μπιν Λάντεν παρά οι προσπάθειες των επιστημόνων που βρίσκουν θεραπείες για ασθένειες. Αν αύριο βρισκόταν η θεραπεία για τον καρκίνο σε ένα αμερικάνικο εργαστήριο, δεν θα ξεχύνονταν πλήθη στους δρόμους να ζητωκραυγάζουν «ΗΠΑ, ΗΠΑ» με γροθιές υψωμένες, όπως έκαναν όταν έγινε γνωστό ότι ο μπιν Λάντεν ήταν νεκρός. Προτεραιότητες.

Το να απαιτείς μη βία μπροστά στην αγριότητα και τους φόνους της αστυνομίας είναι παραλογισμός. Και είμαστε τυχεροί – οι αποδέκτες μιας γενναιοδωρίας που δεν αξίζουμε – που ως τώρα οι περισσότεροι είναι πρόθυμοι να παίξουν με αυτούς τους κανόνες. Αλλά όχι γιατί τους το ζητήσαμε, και όχι γιατί το κερδίσαμε, και όχι γιατί είναι υποχρεωμένοι να κρατήσουν αυτή την κοσμιότητα για πάντα.

Πολλά χρόνια πριν, στη διάρκεια ενός οικογενειακού τραπεζιού με την πλευρά του πατέρα της μητέρας μου, μια θεία με ρώτησε αν πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ φυλετικός πόλεμος. Το ρώτησε με την σοβαρότητα ενός ακαδημαϊκού και το πένθιμο ύφος κάποιου που θρηνεί πάνω από τάφο, ανήσυχη ότι η γειτονιά της αλλάζει και τι μπορεί να προμηνύει αυτό.

Της εξήγησα ότι αν εννοούσε αυτό που νόμιζα, έναν φυλετικό πόλεμο όπου σμήνη μαύρων θα λεηλατούν και θα ζητούν εκδίκηση από τους λευκούς για χρόνια κακοποίησης, η απάντηση ήταν όχι. Αν οι μαύροι ήθελαν να πάρουν το αίμα τους πίσω, δεν θα έμενε τίποτα όρθιο στην Αμερική, και σίγουρα όχι το μέρος στο οποίο βρισκόμασταν, ένα μεγάλο ξενοδοχείο λίγο έξω από τη Τζερμαντάουν, το πολύ λευκό και πολύ εύπορο προάστιο του Μέμφις.

Της επισήμανα, ωστόσο, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα με την ερώτησή της ήταν πως υπονοούσε ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν συνέβαινε ήδη. Ότι τώρα απολαμβάνουμε κοινωνική αρμονία και ίσως κάπου κάτι στραβώσει. Και επίσης υπήρχε η εικασία, αν και υπόρρητη, ότι οι μαύροι θα ήταν εκείνοι που θα έριχναν το πρώτο βέλος όταν εκείνη η μέρα θα έφτανε. Αλλά καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν ήταν αλήθεια.

Ο φυλετικός πόλεμος ξεκίνησε όταν οι πρώτοι Αφρικανοί οδηγήθηκαν στις αποικίες σαν υπηρέτες με συμβόλαιο – ο πρόδρομος της δουλείας. Ξεκίνησε όταν οι άποικοι έδιωξαν τους ιθαγενείς από τη γη τους και δόξαζαν το Θεό για τις ασθένειες που είχαν κουβαλήσει από την Αγγλία, στις οποίες οι τελευταίοι δεν είχαν καμία ανοσία. 

Με άλλα λόγια, ως τη στιγμή που μου έκανε αυτή την ερώτηση, ο φυλετικός πόλεμος διεξαγόταν ήδη για 15 γενιές. Το να ρωτάς αν και πότε θα μπορούσε να ξεκινήσει, είναι σαν να ρωτάς αν θα έρχεται ο χειμώνας, όταν ο υδράργυρος έχει φτάσει στους μείον 10 και το χιόνι είναι δυο μέτρα. Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει πιθανότητα για φυλετικό πόλεμο. Το ερώτημα είναι πώς θα τελειώσει.

Δεν της άρεσε η απάντησή μου. Υποψιάζομαι δεν θα αρέσει και σε πολλούς από εσάς. Αλλά είναι η μόνη που μπορώ να προσφέρω γιατί αυτή τη στιγμή αυτό είναι το μοναδικό ερώτημα που έχει νόημα.

Ή μάλλον, και άλλο ένα έχει σημασία. Σε ποια πλευρά είσαι;

51

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση