Ο Κουν δόθηκε στο Θέατρο, και του έδωσε «εκ του υστερήµατός και εκ του περισσεύµατός του» τα πάντα, θεωρώντας τη Σκηνή σαν το πιο πρόσφορο καλλιτεχνικό µέσο για να εκφράσει τα πάθη και τα οράµατά του, για να κοινωνήσει µε άλλους «παθιασµένους» σαν κι αυτόν, και για να επικοινωνήσει µε το κοινό, µεταλαβαίνοντάς του το κρασί και το αίµα του.
Αλλά λέγοντας «έκφραση των παθών και των οραµάτων του», ο Κουν δεν εννοούσε ποτέ παραποίηση των έργων και αυθαίρετη προσαρµογή τους στα δικά του «µέτρα», ιδέες και ρυθµούς. Ο Κουν ανέβαζε έργα µονάχα όταν η θεµατική τους, η προβληµατική τους, ο λόγος τους τον δονούσαν πραγµατικά… µονάχα όταν συναντιόνταν µε το δικό του ψυχικό και πνευµατικό «σύµπαν»… µονάχα όταν «άκουγε» σ’ αυτά τόνους απ’ τις δικές του εσωτερικές φωνές. Από κει και πέρα, πάσχιζε, ακούραστα κι ακόρεστα, να εισχωρήσει στους κρύφιους διαδρόµους και λαβυρίνθους τού έργου, να ιχνηλατήσει κάθε απόχρωση νοήµατος και αισθήµατος των προσώπων, να τα φέρει στο φως -στο δικό του φως, που δεν ήταν όµως ποτέ προβολέας παραµορφωτικός του πρωτότυπου.
Σε µια συνέντευξή του, πριν από 14 χρόνια, έλεγε ο ίδιος: «Το θέµα της ερµηνείας των έργων [ενός] µεγάλου συγγραφέα, εξαρτάται από το κατά πόσο θα σεβαστείς την ουσία, το πνεύµα, την ποίηση και τη µαγεία τού έργου, σε συνδυασµό πάντα µε τα µέσα που διαθέτεις και µε τον τρόπο που ταιριάζει στο συγκεκριµένο ανέβασµα, ώστε η ερµηνεία αυτή να βοηθήσει το κοινό ενός ορισµένου τόπου [και χρόνου] να επικοινωνήσει πληρέστερα µε το έργο» (Συνέντευξη στον Γ. Πηλιχό, «Νέα», 4.10.1973 και τόµος «Για το θέατρο», 1981, σ. 57).
Είτε Αισχύλο ανέβαζε, είτε έναν νεογέννητο συγγραφέα, ο Κουν δεν επιχειρούσε ποτέ «αναγνώσεις» που βιάζουν το έργο, που το παραγνωρίζουν, που το στρεβλώνουν για να προβάλουν τις προσωπικές «ιδέες» ή ιδεοληψίες τού σκηνοθέτη –ή, τρισχειρότερα, για να ξιπάσουν το κοινό µε «καινοτοµίες», που συχνά είναι περισσότερο «κενές» –άδειες παρά «καινές» –καινούριες. Ο Κουν αναζητούσε την αλήθεια του έργου µέσα απ’ τη δική του αλήθεια –κι αν οι σκηνοθεσίες του φάνταζαν «νεωτερικές», ήταν µόνο και µόνο επειδή ανάσερναν µέσ’ απ’ τα έργα κάποιες αλήθειες, που δεν µπορούσαν να ειπωθούν παρά µε νέους τρόπους.
Φυσικά, νεωτεριστές και εικονοκλάστες είχαν γνωρίσει αρκετούς το Θέατρό µας, πριν απ’ τον Κουν. Οι περισσότεροι πρόδροµοί του είχαν προσπαθήσει να «εξευρωπαΐσουν» τη Σκηνή µας, να φέρουν ως τα βαλκανικά σανίδια µας κάποιες νεροσυρµές από τα «ρεύµατα» που ξεθεµέλιωναν κάθε τόσο την καθεστηκυία τάξη του παγκόσµιου θεάτρου.
Ο Κουν ακολούθησε άλλο δρόµο. Δεν πάσχιζε να «φορέσει βελάδα» στο ελληνικό θέατρο. Αντίθετα, ανεβάζοντας –στα πρώτα του βήµατα– αρχαίο ή κρητικό δράµα αναζήτησε τους (θαµένους κάτω απ’ την ιλύ µακρότατων επιδράσεων, µα πάντα ζωντανούς) ιστούς που ενώνουν τις µακρινές ελληνικές εποχές µε ό,τι πιο γνήσιο διατηρεί η σηµερινή λαϊκή ψυχή. Αναζήτησε τη συνέχεια µιας ουσιαστικά ρωµέϊκης παράδοσης, λυτρωµένης από προγονοπληξίες και λογιωτατισµούς, ξενότροπους αισθηµατισµούς και ηθογραφικές γλυκερότητες. Με ανάλογο πνεύµα ανέβαζε Σαίξπηρ ή Μολιέρο, ξέροντας κάτι που πάρα πολύ συχνά ξεχνιέται: πόσο κοντά στη λαϊκή παράδοση βρίσκονταν οι µεγάλοι όλων των καιρών κι όλων των τόπων, πόσο άµεσα γεννήµατά της ήταν και πόσο βαθιά οφειλέτες της. Έτσι, ο Κουν πιστεύοντας –και σωστά– πως «κάθε λαός µπορεί να δηµιουργήσει και ν’ αποδώσει µόνον όταν νιώθει τον εαυτό του ριζωµένο στην παράδοση», έκανε θέατρο πιο ουσιαστικό ευρωπαϊκό απ’ τους «ευρωπαΐζοντες», ακριβώς επειδή ήταν ακέρια ελληνικό.
Κι έτσι συνέχισε ώς το τέλος. Κι η αναζήτηση της γνήσιας ελληνικότητας τον οδήγησε στην κατάκτηση µιας γενικότερης γνησιότητας. Γιατί η επαφή του µε το ατόφιο λαϊκό στοιχείο τον δίδαξε πως οµορφιά δεν είναι η «κοµψότητα» αλλά το πάθος… πως «ευγένεια» δεν έχουν οι τρόποι αλλά ο πόνος… πως σηµασία δεν έχει αυτό που λέγεται αλλά αυτό που είναι. Κι όταν το «είναι» έχει αληθινή γνησιότητα, γνήσια, πειστικά θα ηχήσει κι ό,τι λέγεται.
Τα ελάχιστα τούτα, ισχνή µόνον ιδέα δίνουν για τη σκηνοθετική σύλληψη και πράξη του Κουν και για το πελώριο, πολύχρονο, πολύχυµο οικοδόµηµά του. Το πολύ-πολύ, θυµίζουν πώς ο Κουν έδωσε σάρκα και οστά στο όνειρό του για «ένα θέατρο οργανικό, όπου µε την προβολή της ποίησης και της αλήθειας της ζωής, αισθήσεις, κίνηση και φωνή πειθαρχούν απόλυτα στη µορφή και στους στόχους του έργου».
Και βέβαια, «ποίηση και µαγεία» αποτελούσαν το «µυστικό» των παραστάσεων του Κουν –που το µοναδικό του «µυστικό» ήταν ότι στάθηκε πάντα αληθινός απέναντι στα έργα, το κοινό, στους συνεργάτες του –στον εαυτό του…
Πηγη:http://galera.gr