Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κατάρρευση του καθεστώτος στην Αλβανία και η μαζική μετανάστευση μεταναστών από τα βόρεια σύνορα ενεργοποίησε τα αντιδραστικά και ξενοφοβικά αισθήματα μέρους του ελληνικού πληθυσμού. Τα αισθήματα αυτά πυροδότησαν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία είχαν βρει το αγαπημένο τους θέμα στην «εγκληματικότητα και εγκληματική φύση των αλλοδαπών».
Στα χρόνια που ακολούθησαν η ιμπεριαλιστική πολιτική των Η.Π.Α και της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και στην Αφρική προκάλεσε δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου των πληθυσμών στις χώρες αυτές, πυροδοτώντας έτσι ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα απελπισμένων ανθρώπων, οι οποίοι αναζητούν μία καλύτερη τύχη στις χώρες της «Εσπερίας». Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, μετατράπηκαν σε χώρες υποδοχής μεταναστών. Η παντελής έλλειψη υποδομών για την υποδοχή μεταναστών και προσφύγων, η φασιστικού τύπου άσκηση πολιτικής των κυβερνήσεων επί του θέματος και η συνεχής προπαγάνδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης καλλιέργησαν ένα κλίμα φόβου και ανασφάλειας ταυτίζοντας τους αλλοδαπούς με το απόλυτο κακό. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεταναστών προέρχεται από ισλαμικές χώρες, σε συνδυασμό με τη δαιμονοποίηση της θρησκείας του Ισλάμ, μέσω διαφόρων θεωριών συνωμοσίας από την 11η Σεπτεμβρίου και έπειτα, κατέστησε τους απανταχού σχεδόν Μουσουλμάνους θύματα ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Το κλίμα αυτό εκμεταλλεύτηκαν με γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα ακροδεξιοί και ναζιστικοί κύκλοι, παρουσιάζοντας τους Μουσουλμάνους ως «προαιώνιους εχθρούς του Γένους», ως αιμοδιψή τέρατα δηλαδή που επιβουλεύονται την ύπαρξη της φυλής μας. Δυστυχώς η προπαγάνδα αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος, εκμεταλλευόμενη και την άγνοια αρκετών ανθρώπων σχετικά με τις βασικές αρχές του Ισλάμ, της μονοθεϊστικής αυτής θρησκείας που σήμερα ασπάζονται περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, είναι απαραίτητη μία σύντομη αναφορά στην ιστορία και στην εξέλιξη του Ισλάμ.
Οι ρίζες του Ισλάμ και το κήρυγμα του Μωάμεθ
Η θρησκεία αυτή ιδρύθηκε από το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ στην Αραβική Χερσόνησο, στις αρχές του 7ου αιώνα. Την εποχή πριν από τον 7ο αιώνα, κυρίαρχη θρησκεία στην Αραβική Χερσόνησο, η οποία βρισκόταν στις παρυφές δύο αυτοκρατοριών, της βυζαντινής και της περσικής, ήταν ο πολυθεϊσμός και η λατρεία πνευμάτων που βρίσκονταν στην έρημο και στις οάσεις.
Ο Μωάμεθ, του οποίου το όνομα σημαίνει ο «δοξασμένος» και ο «αξεπέραστος», ο τελευταίος δηλαδή των Προφητών, γεννήθηκε γύρω στο 570 στην πόλη της Μέκκας. Η οικογένειά του ανήκε στη φυλή Κουράις, η οποία από τον 5ο ήδη αιώνα είχε αναδείξει την πόλη της Μέκκας σε μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο, συγκεντρώνοντας στο βωμό της τις σπουδαιότερες μέχρο τότε θεότητες των Αράβων. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ήταν έμπορος και είχε ταξιδέψει αρκετά. Οραματίστηκε έτσι την ίδρυση μίας «συνομοσπονδίας» των πολυάριθμων αραβικών αραβικών φυλών, την οποία θα ένωναν κοινές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις και θα ήταν υποταγμένη σε μία κοινή πίστη.
Το 612 αποτελεί μία κομβική ημερομηνία, καθώς τότε θεωρείται ότι τη «Νύχτα του Πεπρωμένου» ο Μωάμεθ δέχτηκε την επίσκεψη του αρχάγγελου Γαβριήλ, ο οποίος τον κατάστησε απεσταλμένο του Θεού, ενστερνίζοντάς του το Κοράνι.
Από τότε ο Μωάμεθ άρχισε να μεταδίδει αρχικά σε ένα πολύ στενό κύκλο και σταδιακά σε μεγαλύτερο αριθμό οπαδών του τα μηνύματα που αποκαλύφτηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας εκείνης του 612, υπογραμμίζοντας ότι ο κόσμος θα τελείωνε και ότι οι άνθρωποι που στη ζωή τους είχαν υποταχθεί στο θέλημα του Θεού, θα μπορούσαν να βασιστούν στη θεϊκή ευσπλαχνία όταν θα έφτανε η μέρα της κρίσης. Η λέξη Ισλάμ, μάλιστα σημαίνει ακριβώς την απόλυτη υποταγή των πιστών σε έναν παντοδύναμο και αδιαίρετο Θεό, ενώ Μουσλίμ, μουσουλμάνος, είναι ο πιστός που υποτάσσεται στη θέληση Του. Το όνομα που χρησιμοποιήθηκε για το Θεό ήταν «Αλλάχ», το οποίο ήταν ήδη σε χρήση για έναν από τους προϊσλαμικούς θεούς.
Οι Κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις της θρησκείας του Ισλάμ
Τα μηνύματα του Μωάμεθ βρήκαν γρήγορα απήχηση στην αραβική κοινωνία, η οποία ήταν έτοιμη να ενσωματώσει τις νέες συνθήκες που περιέγραφε ο Προφήτης και έτσι ο κύκλος των οπαδών του άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία. Το γεγονός αυτό ενόχλησε τους κρατούντες διοικητικούς και θρησκευτικούς άρχοντες στη Μέκκα, γιατί θεωρούσαν ότι η διδασκαλία του διαταράσσει την καθεστηκυία τάξη. Έτσι το 622 ο Μωάμεθ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη αυτή και να μεταναστεύσει στη Γιαθρίμπ, η οποία επρόκειτο να γίνει γνωστή ως Μεδίνα. Η ημερομηνία αυτή της Εγίρας, της μετανάστευσης, αποτελεί και την έναρξη του μουσουλμανικού ημερολογίου με τους σεληνιακούς μήνες.
Στη Μεδίνα ο Μωάμεθ δεν ήταν πλέον μόνο προφήτης, αλλά πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός που δημιουργούσε συμμαχίες με τις αραβικές και τις ιουδαϊκές φυλές της περιοχής συντάσσοντας μία «χάρτα». Ταυτόχρονα εκεί η διδασκαλία του Μωάμεθ έγινε πιο οικουμενική, ενώ δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση για τον ορισμό των τελετουργικών της θρησκείας, της κοινωνικής ηθικής και των κανόνων της κοινωνικής ειρήνης.
Το 630 οι ηγέτες της πόλης της Μέκκας αναγνώρισαν την υπεροχή του Μωάμεθ και την παρέδωσαν σε αυτόν. Παρόλα αυτά η Μεδίνα παρέμεινε πρωτεύουσα και η έδρα του Προφήτη μέχρι το θάνατό του το 632.
Ο θάνατος, όμως του Προφήτη, δεν προκάλεσε και τη διάσπαση της ούμμα, της κοινότητας δηλαδή των πιστών, παρά την αμηχανία που επέφερε. Για να επιβιώσει λοιπόν η κοινότητα, αποφασίστηκε να οριστεί ο τοποτηρητής και διάδοχος του απεσταλμένου του Θεού, ο «χαλίφης». Οι επόμενοι χαλίφες, πέρα από το καθήκον της διατήρησης της ενότητας των πιστών ανέπτυξαν και στρατιωτική δράση με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το 638 είχε καταληφθεί ολόκληρη η Συροπαλαιστίνη, το 642 η ζώνη της Αιγύπτου, ενώ το χαλιφάτο των Ομεϊαδών στη Δαμασκό (661-750) είχε εξαπλωθεί από τα δυτικά σύνορα της Ινδίας μέχρι την Ισπανία.
Η ριζική αυτή πολιτική αλλαγή δεν εξηγείται μόνο από το γεγονός ότι οι δύο μεγάλες αυτοκρατορίες της εποχής, η βυζαντινή και η περσική είχαν εξασθενήσει, αλλά και από το ότι ο λαός της υπαίθρου στις κατακτημένες περιοχές αισθανόταν ασφάλεια κάτω από την αμερόληπτη αραβοισλαμική διοίκηση, η οποία δεν επιδίωξε με τη βία των εξισλαμισμό των κατοίκων.
Οι βασικές αρχές του Ισλάμ
Βεβαίως οι στρατιωτικές αυτές επιτυχίες οφείλονται και στο γεγονός ότι το Ισλάμ, πέρα από θρησκευτικό δόγμα, είναι και πολιτικό-νομικό φιλοσοφικό σύστημα, μέσω της θέσπισης μιας σειράς νόμων που διέπουν τις σχέσεις των πιστών και του καθορισμού συγκεκριμένων κωδικών ηθικής συμπεριφοράς, προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της κοινωνίας των πιστών. Το Ισλάμ, έτσι, το οποίο εμπνεύστηκε και συγκρότησε ο ιδρυτής του συνδύαζε την πνευματικότητα με την πραγμάτωση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων, παράγοντες που του έδωσαν την απαραίτητη για την εξάπλωσή του ορμή.
Οι βασικές αρχές της θρησκείας αυτής εμπεριέχονται στο Κοράνι (Qu’ran) «απαγγελία», το ιερό βιβλίο που αποτελείται από το σύνολο των αποκαλύψεων του Θεού στο Μωάμεθ, καταγεγραμμένες σε 114 «σούρες», κεφάλαια. Σε αυτό υπάρχουν όλα όσα πρέπει να γνωρίζει και να εκτελεί ένας πιστός.
Άλλη βασική πτυχή της ισλαμικής θρησκείας αποτελούν οι χαντίθ, οι παραδόσεις, οι ιστορίες δηλαδή που διαδόθηκαν προφορικά από τους πρώτους οπαδούς του Μωάμεθ. Η σημασία τους είναι μεγάλη γιατί η ζωή του Προφήτη αποτελεί πρότυπο και δείκτης συμπεριφοράς για το πως οφείλουν να συμπεριφερθούν και να πράξουν σε παρόμοιες καταστάσεις.
Οι απαρέγκλιτες, ωστόσο, αρχές της θρησκείας, τις οποίες οφείλουν να τηρούν οι πιστοί είναι οι εξής: α) η ομολογία πίστης περί ενός και μοναδικού Θεού,
β) η προσευχή προς το Θεό πέντε φορές την ημέρα,
γ) το προσκύνημα στην ιερή πόλη Μέκκα,
δ) η ελεημοσύνη και
ε) η νηστεία κατά τη διάρκεια του μήνα Ραμαζανίου.
Πέρα από αυτούς τους, απλοϊκούς με μια πρώτη ματιά κανόνες, το Ισλάμ είναι ένα φιλοσοφικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο κηρύττει την αλληλοβοήθεια, την αυτόβουλη παροχή βοήθειας στους φτωχούς και την ανεκτικότητα, καθώς απαγορεύονται οι βίαιοι εξισλαμισμοί. Τζιχάντ, είναι η προσπάθεια για την εξάπλωση της θρησκείας. Πολλοί ταυτίζουν την προσπάθεια με πόλεμο, αντίληψη, η οποία είχε επικρατήσει τόσο στην πολιτική ιδεολογία του Βυζαντίου, με διαφορετικούς, βέβαια όρους και περιεχόμενο, όσο και στην περίοδο των Σταυροφοριών.
Η πλειοψηφία νομομαθών και ερμηνευτών του Ισλάμ, ωστόσο, απορρίπτουν την εξάπλωση της θρησκείας μέσω της βίας και καταδικάζουν τις εξτρεμιστικές πράξεις, οι οποίες πραγματοποιούνται με προπέτασμα τη θρησκεία για να εξυπηρετήσουν άλλους στόχους.
Οι διαιρέσεις του Ισλαμικού κόσμου
Ο ισλαμικός κόσμος χωρίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες, σύμφωνα με τον αριθμό των πιστών που ακολουθούν καθέναν από τους κλάδους αυτούς. Πολυπληθέστερη ομάδα αποτελούν οι Σουνίτες, οι οποίοι συχνά αποκαλούνται και ως «ορθόδοξοι» Μουσουλμάνοι. Οι Σουνίτες δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη σούνα, στην παράδοση, η οποία βοηθούσε τα μέλη της ισλαμικής κοινωνίας να ξεπερνούν τα προβλήματα που εμφανίζονταν και να συνυπάρχουν αρμονικά μεταξύ τους. Έτσι, για αυτούς απέκτησε μεγάλη σημασία η πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου και της παράδοσης, που με τη σειρά της βασίζεται σε έξι χαντίθ, οι οποίες συντάχτηκαν τον 9ο αιώνα μ.Χ. Επίσης, οι Σουνίτες αποδέχτηκαν τους τέσσερις πρώτους χαλίφες (τοποτηρητές) μετά το Μωάμεθ ως καθοδηγητές της κοινότητας, θεωρώντας ότι η διαδοχή του Μωάμεθ δε χρειάζεται να είναι κληρονομική.
Η τελευταία αυτή αντίληψη αποτελεί και τη βασική αιτία προστριβών με το δεύτερο τη τάξει κύριο κλάδο του Ισλάμ, τους Σιίτες. Ο τέταρτος κατά σειρά χαλίφης, ο Αλή, ξάδερφος του Μωάμεθ, πρέσβευε μία διαφορετική αντίληψη, όσον αφορά τη σχέση πολιτείας και θρησκείας, καθώς σε αντίθεση με τους τρεις πρώτους χαλίφηδες, υποστήριζε πως το κράτος έπρεπε να είναι η έκφραση της θρησκείας. Η αντίληψη αυτή, προκάλεσε την αντίδραση αρκετών αντιφρονούντων, οι οποίοι συνασπίστηκαν υπό την αρχηγία του Μωαβία, συγγενή του προηγούμενου χαλίφη Οσμάν και διοικητή της Συρίας. Ακολούθησαν ένοπλες διαμάχες που έληξαν με τη συμφωνία να υπακούσουν οι δύο ομάδες σε μία κοινά αποδεκτή διαιτησία, κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως, ο Αλή δολοφονήθηκε. Τότε, μέσα στους κόλπους της ισλαμικής κοινότητας καλλιεργήθηκε η αντίληψη ότι μόνο μέλη της οικογένειας του Μωάμεθ έπρεπε να την κυβερνούν. Όσοι ασπάστηκαν την αντίληψη αυτή, ονομάστηκαν Σιίτες (Si’a, παράταξη του Αλή). Οι Σιίτες θεωρούν τον Αλή και τον επίσης δολοφονηθέντα γιο του Χουσεΐν μεγαλομάρτυρες και μία φορά το χρόνο τιμούν το μαρτύριό τους.
Τρίτος σημαντικότερος κλάδος του Ισλάμ είναι οι Χαριζίτες (από τη λέξη Haric, που σημαίνει εξέρχομαι, αποχωρώ). Οι Χαριζίτες είναι οι οπαδοί του Αλή που αρνήθηκαν τη διαιτησία με στόχο την επίλυση των διαφορών του ηγέτη τους με το Μωαβία, υποστηρίζοντας πως δεν είναι δυνατό η θέληση του Θεού να υποταχτεί στην ανθρώπινη κρίση. Αυτοί, δεν αποδέχτηκαν τη συμφωνία, αποσχίστηκαν και δημιούργησαν ένα ξεχωριστό κλάδο, ο οποίος υποστηρίζει πως ο τίτλος του χαλίφη πρέπει να αποδίδεται στον πιο ευλαβή Μουσουλμάνο.
Τόσο στο σουνισμό, όσο και στο σιισμό υπάρχουν αρκετές υποδιαιρέσεις, ενώ υφίστανται και αρκετοί άλλοι κλάδοι του Ισλάμ, οι οποίοι αριθμούν μεγάλο αριθμό πιστών, όπως οι Αλεβίτες στην Τουρκία και οι Βαχαμπίτες στη Σαουδική Αραβία που πρεσβεύουν μία υπερ-συντηρητική αντίληψη του Ισλάμ.
Το πολιτικό Ισλάμ και η… διαρκής Σταυροφορία εναντίων των Τρομοκρατών Μουσουλμάνων
Παρά τις σαφείς διαιρέσεις του ισλαμικού κόσμου σε διάφορες ομάδες, οι «αρχιτέκτονες», της κοινής γνώμης (δημοσιογράφοι και αμφισβητήσιμης κατάρτισης ακαδημαϊκοί) τσουβαλιάζουν όλους τους Μουσουλμάνους, σε μία κατηγορία, οπωσδήποτε οπισθοδρομική σύμφωνα με την κρίση τους, και τους θεωρούν όλους τρομοκράτες ή στην καλύτερη περίπτωση οιονεί τρομοκράτες. Συχνά, μάλιστα, κάνουν κατάχρηση του όρου «πολιτικό Ισλάμ», χαρακτηρίζοντας με αυτόν τον όρο το σύνολο των πολιτικών ιδεολογιών που εκπορεύονται από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό και διατρανώνοντας ότι το Ισλάμ δεν είναι απλά μία θρησκεία, αλλά ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο επιδιώκει την επιβολή της εξουσίας βάσει των ισλαμικών νόμων. Συχνά μάλιστα προσπαθούν να πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους παραθέτοντας επιχειρήματα από τα έργα υπερ-συντηρητικών καθηγητών Bernard Lewis Samuel Huntington, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ή αλλιώς μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ οφείλεται στις πολιτιστικές διαφορές που με τη σειρά τους απορρέουν από το γεγονός ότι η θρησκεία και η πολιτική αποτελούν άρρηκτα στοιχεία στις μουσουλμανικές χώρες.
Η άποψη αυτή είναι εντελώς αναληθής, καθώς αμέσως μετά την επικράτηση του Μωαβία και την ίδρυση της πρώτης μουσουλμανικής δυναστείας των Ομεϋαδών (651-750), η θρησκευτική εξουσία υποτάχτηκε στην πολιτική, ενώ η ίδια αντίληψη θεμελιώθηκε και έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις στις τρεις μεγαλύτερες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες (των Ομεϋαδών, των Αββασιδών και των Οθωμανών). Μάλιστα από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου, την πολιτική ζωή των σημαντικότερων μουσουλμανικών κρατών τη χαρακτηρίζουν οι προσπάθειες εκκοσμίκευσης και εκδυτικισμού, ενώ μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κύριο ιδεολογικό ρεύμα στους κόλπους των αραβικών κοινωνιών υπήρξε ο αραβικός εθνικισμός και ο κομμουνισμός.
Η έξαρση του «πολιτικού Ισλάμ» και η γενικευμένη χρήση του όρου αυτού, είναι προϊόν των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και οφείλεται κυρίως στην αμερικανική ενίσχυση εξτρεμιστικών ομάδων στην Αίγυπτο, στη Σαουδική Αραβία και στο Αφγανιστάν από τις Η.Π.Α και από τις υπόλοιπες δυτικές αστικές δημοκρατίες, στην προσπάθειά τους να προασπίσουν τα συμφέροντά τους σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Αποτέλεσμα ήταν να γιγαντωθούν ορισμένες, περιθωριακές μέχρι πρότινος εξτρεμιστικές ομάδες, οι οποίες παραπέμπουν στη γνωστή ιστορία της Μ. Σέλει, με το τέρας να έχει στραφεί εναντίον εκείνου που το εξέθρεψε.
Και στο σημείο αυτό, όμως, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί, καθώς πρακτική των Η.Π.Α είναι να χαρακτηρίζουν αδιακρίτως «τρομοκράτες», όλους τους μουσουλμάνους, ακόμα και θύματα-πρόσφυγες πολέμων που αυτοί δημιούργησαν ή ακόμα και Παλαιστινιακές Οργανώσεις που μάχονται για τη λύτρωση από την Ισραηλινή Κατοχή.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Κονδύλη Μπασούκου-Ελένη, Αραβικός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, 2009
[2] Αλμπέρτ Χουρανί, Ιστορία του Αραβικού Κόσμου, Ψυχογιός, 2008
[3] Ταρίκ Αλί, Η σύγκρουση των φονταμενταλισμών, Άγρα, 2003
[4] Ταρίκ Αλί, Ο Μπους στη Βαβυλώνα. Η νέα αποικιοποίηση του Ιράκ, Άγρα, 2004
[5] Arthur Goldschmitt and Lawrence Davidson, A Concise History of the Middle East, Westview Press, 2006,
[6] Erik Jan Zürcher, Η Ιστορία της Σύγχρονης Τουρκίας, Αλεξάνδρεια, 2004
[7] Αμίν Μααλούφ, Οι Σταυροφορίες από τη Σκοπιά των Αράβων, Δοκίμιο 1983
[8] Kumar Deepa, Political Islam: A Marxist Analysis (Part I), International Socialist Review, Issue 76, 2011
[9] Kumar Deepa, Political Islam: A Marxist Analysis (Part II), International Socialist Review, Issue 78, 2011