Γέρζι Γκροτόφσκι (Jerzy Grotowski, 11 Αυγούστου 1933 – 14 Ιανουαρίου 1999)

Γέρζι Γκροτόφσκι (Jerzy Grotowski, 11 Αυγούστου 1933 – 14 Ιανουαρίου 1999)

Screen Shot 2017-01-14 at 8.56.09 AMO Γέρζι Γκροτόφσκι υπήρξε μεταπολεμικός θεωρητικός του θεάτρου, δάσκαλος και σκηνοθέτης κι έγινε ονομαστός στην Πολωνία και στο εξωτερικό. Γεννήθηκε στις 11 Αυγούστου 1933 στο Ζέσουβ της Πολωνίας και πέιανε στις 14 Ιανουαρίου του 1999. Ένας από τους μεγαλύτερους αιρετικούς δασκάλους και ανανεωτές του θεάτρου στον αιώνα μας, αφιερώθηκε στην αναζήτηση της τέχνης του ηθοποιού δημιουργώντας το Θεατρικό Εργαστήρι (1959).
Εκείνο που επιδίωκε πάντα για το θέατρο ήταν να καταργεί σύνορα: σύνορα ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο, ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή, ανάμεσα στο παλιό και το νέο, σύνορα ανάμεσα στους ανθρώπους. Και το τελικό ζητούμενο της ομάδας δεν ήταν μια πετυχημένη παράσταση, αλλά η ειλικρίνεια και η πνευματική ενοποίηση των ηθοποιών μεταξύ τους και με τους θεατές.
Στη μέθοδο του για το «φτωχό θέτρο» διακρίνει κανείς τα τεχνικά συμπεράσματα του Στανισλάβσκι και τις ιδέες του Αρτώ αλλά και τις διδασκαλίες των ινδών Γκουρού.
Στο εργαστήρι του παρουσίασε έργα του Μπάιρον και του πολωνού ρομαντικού Μιτσκέβιτς, τον «Άμλετ» και το «Δόκτορα Φάουστους», την ινδική «Σακούνταλα» και μια θεατροποίηση της «Αποκάλυψης του Ιωάννη». Οι διεθνείς επιτυχίες του ήταν ο «Αλύγιστος πρίγκηπας» του Καλντερόν κι η «Ακρόπολη» του συμπατριώτη του Βυσπιάνσκι.
Ο Γέρζι Γκροτόφσκι είπε…

Το σώμα μας πρέπει να ιδιοποιείται κάθε κίνηση, όσο μικρή κι αν είναι. Καθένας πρέπει ν’ ακολουθήσει τον προσωπικό του μοναδικό δρόμο. Στερεότυπες ασκήσεις δεν υπάρχουν. Εάν σηκώσουμε από κάτω ένα κομμάτι πάγο, πρέπει ολόκληρο το κορμί ν’ αντιδράσει στην κίνηση και στο κρύο. Η αίσθηση του κρύου, που προέρχεται απ’ το κομμάτι πάγου, πρέπει να γίνει ορατή όχι μόνο με τις άκρες των δακτύλων ή τα χέρια, αλλά με ολόκληρο το κορμί.

Ενδιαφέρομαι για τον ηθοποιό γιατί είναι ένα πλάσμα ανθρώπινο. Το ενδιαφέρον αυτό προϋποθέτει δύο βασικά σημεία. Πρώτον τη συνάντησή μου με ένα άλλο πρόσωπο, δηλαδή την επαφή, το αμοιβαίο συναίσθημα κατανόησης ή εν συντομία, την υπερνίκηση της μοναξιάς μας. Δεύτερον μια απόπειρα να κατανοήσουμε τον εαυτό μας μέσω της συμπεριφοράς του άλλου, βρίσκοντας ξανά τον εαυτό μας μέσα του…
Αν ο ηθοποιός αναπαράγει μια πράξη που του έχω διδάξει, πρόκειται για ένα είδος «εκγύμνασης». Το αποτέλεσμα είναι μια πράξη κοινότοπη από άποψη μεθοδολογική και κατά βάθος τη θεωρώ στείρα. Αλλά αν συνεργαζόμενοι στενά προσεγγίσουμε το σημείο όπου ο ηθοποιός, λυτρωμένος από τις καθημερινές αντιστάσεις του, αφήσει να αποκαλυφθεί ο εαυτός του μέσα από μια αντίδραση, θεωρώ ότι από άποψη μεθοδολογική, η δουλειά αυτή είναι δυναμική. Οφείλω επομένως να εμπλουτίζω τον εσωτερικό μου κόσμο γιατί σ’ αυτή την αντίδραση αποκαλύπτεται ένα κομμάτι ανθρώπινης εμπειρίας, κάτι το εξαιρετικό το οποίο μπορεί να οριστεί σαν μια μοίρα, μια ανθρώπινη κατάσταση.

Τι είναι θέατρο; Επικρατεί η αντίληψη ότι το θέατρο είναι θεάμα, ότι δηλαδή είναι μια σύνθεση από ανόμοιες δημιουργικές περιοχές, λογοτεχνία, γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, φωτισμό, ηθοποιία κ.α. κάτω από τη διεύθυνση κάποιου σκηνοθέτη. Με την εμφάνιση όμως του κινηματογράφου και της τηλεόρασης το θέατρο αυτό προσπάθησε να αντισταθμίσει τα μηχανικά μέσα «κλέβοντας» αρκετά από αυτά και κάνοντας τα μέρος της θεατρικής δράσης (ολοκληρωτικό θέατρο). Όμως στην ουσία, ότι και να κάνει είναι κατώτερο τεχνολογικά. Γι’ αυτό η στροφή προς τη λιτότητα, το φτωχό θέατρο είναι αναγκαία. Σ’ ένα θέατρο που βασίζεται αποκλειστικά στην θεμελίωση της αμεσότητας της σχέσης ηθοποιού και θεατή. Οι θεατές μπορούν να περιληφθούν κι αυτοί στη σκηνική δράση (κάτι που δεν συμβαίνει στ’ άλλα μέσα). Θέατρο μπορεί να υπάρξει χωρίς μακιγιάζ, χωρίς αυτόνομη σκηνογραφία, κουστούμια κτλ. Όχι όμως χωρίς ηθοποιούς και θεατές. Πρέπει λοιπόν να αποκτηθεί απόλυτη ανεξαρτησία απ’ τα σκηνικά εξαρτήματα. Τα αντικείμενα της παράστασης μπορούν να συμβάλλουν όχι στη νοηματική, αλλά στη δυναμική του έργου -έχουν πολλαπλές χρήσεις και ο ηθοποιός να αποτελεί τη δημιουργική δύναμη όλων αυτών.

Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας είναι, γιατί κάνουμε τέχνη.

Προσπαθούμε να παραβιάσουμε τα όρια μας, να κάνουμε το σκοτεινό μέσα μας, φωτεινό σιγά- σιγά, μέσα από μια αδιάκοπη εξελικτική πορεία. Η θεατρική παράσταση λοιπόν μπορεί να μας οδηγεί στην επίγνωση και όχι να είναι η ίδια προϊόν επίγνωσης. Για τον ακαδημαϊκό, το φιλόλογο, το μέσο θεατή και τον θεατρόφιλο, «θεάτρο» είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Εμείς αντισκεκόμαστε στη σκέψη ότι είναι ένα σύνθετο μείγμα κανόνων. Αναζητούμε την ουσία.

Βασική αρχή η διοχέτευση δράσης σ’ ολόκληρο το θέατρο και τους θεατές με παραστάσεις που αποτελούν προτύπωση του ανθρώπινου γένους σε ακραία μορφή. Κουστούμια, μακιγιάζ, φωτιστικά εφέ δεν χρειάζονται, οι ηθοποιοί μπορούν να ακτινοβολούν πνευματικά μέσω της τεχνικής τους και είναι άπειρα θεατρικότερο να μεταμορφώνεται ο ηθοποιός τη στιγμή που το κοινό παρακολουθεί, με την αλλαγή του ρυθμού, της κινησιολογίας και της μάσκας του που αποτελείται απ’ τους μυς του προσώπου. Το θεατρικό κείμενο δεν είναι θέατρο από μόνο του.

Το θέατρο στις απαρχές του ήταν μέρος της θρησκείας: απελευθέρωνε την πνευματική φόρτιση της φυλής, συγχωνεύοντας το μύθο και υπερβαίνοντας τον. Η «ιερή παρωδία» του Μεσαίωνα αυτό επίσης δείχνει: Την σύγκρουση με τον μύθο που θα οδηγήσει στην εξέλιξη ή την συντριβή του και την αντικατάσταση με έναν νέο.

Τρεις λέξεις πρέπει να χαρακτηρίζουν τη δουλειά του ηθοποιού: προσοχή, εμπιστοσύνη και ελευθερία. Χρειάζονται χρόνια δουλειάς και ειδικά συνθεμένων ασκήσεων αρχικά για την επίτευξη σωματικής και φωνητικής πλαστικότητας που θα επιτρέψουν τη σωστή συγκέντρωση για την ανακάλυψη της αρχής αυτού του δρόμου. Καθημερινή δουλειά για την σύνθεση του ρόλου, την κατασκευή της φόρμας και την έκφραση των συμβόλων, το απόσταγμα των οποίων θα χρησιμοποιηθούν. Γιατί οι ρόλοι που δεν ξεκινούν από την τυπική διάρθρωση και την πειθαρχούμενη κατασκευή διαλύονται στην αμορφία. Το θέατρο έχει αντικειμενικούς νόμους στους οποίους χρειάζεται απόλυτη υποταγή και μια «ανώτερη υπακοή». Η τεχνητή σύνθεση του ηθοποιού δεν επηρεάζει την διανοητική, αλλά οδηγεί σ’ αυτήν. Ο ηθοποιός πρέπει να κάνει χρήση της «τεχνικής της αντίθεσης» (χειρονομία-φωνή, φωνή- λέξη, λέξη- σκέψη, θέληση- δράση). Στο Εργαστήριο μας γίνεται χρήση μεταφυσικών τεχνασμάτων παρμένων από άλλες εποχές. Κι αυτό είναι δικαιολογημένο γιατί: Κάθε τεχνική οδηγεί στη μεταφυσική, κατά τον Σαρτρ.

Ο νους του ηθοποιού πρέπει να βρεθεί σε μια ετοιμότητα, για να κατανοήσει έναν ενεργητικό ρόλο, χωρίς να πασχίζει να κάνει κάτι, αλλά παραιτούμενος απ’ το να το κάνει. Οδηγός σ’ αυτό το δρόμο, πρέπει να είναι η παρόρμηση. Όταν φτάνει στο σημείο που παρόρμηση και πράξη συγκλίνουν, το σώμα χάνεται. Ο ηθοποιός αποπροσωποποιείται, σταδιακά προσεγγίζει την δημιουργία των πρωτογενών μορφών-συμβόλων που υπάρχουν στο ανθρώπινο είδος.

Πηγές: http://www.theatromathia.gr/theaterland/grotowski_gr.html, http://www.kouti.org/jerzy-grotowski

676

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση