Τρέμω μην με δει, φοβάμαι πως αυτό θα την σκοτώσει!

Τρέμω μην με δει, φοβάμαι πως αυτό θα την σκοτώσει!

1Στεκόταν όρθια έξω από την τζαμαρία του Μασούτη. Όχι ακριβώς στην είσοδο, λίγο παράμερα, ακουμπούσε με τον έναν ώμο στην τζαμαρία, σε μιαν αφύσικη στάση, λες κι έπαιρνε δύναμη από το κρύο τζάμι. Γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα, νοικοκυρεμένη, με καθαρά, σιδερωμένα ρούχα, τα μαλλιά που μόλις άρχισαν να γκριζάρουν τραβηγμένα πίσω στο σβέρκο. ‘Ομορφη, αρχοντική γυναίκα.

Στα πόδια της τρεις σακούλες του σούπερ μάρκετ που περιείχαν από ένα είδος μόνον. Ή μια ένα γάλα εβαπορέ, η δεύτερη ένα πακέτο μακαρόνια κι η τρίτη ένα σπορέλαιο. Δεν ζητιάνευε! Ούτε καν κοιτούσε προς τους πελάτες που έμπαιναν μέσα. Έστεκε εκεί, ακίνητη, αμίλητη, μ΄ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση. Τόση απόγνωση που ήταν πιο εύγλωττη από δεκάδες λέξεις. Ένας κύριος που προπορευόταν δυο βήματα από μένα, κοντοστάθηκε προβληματισμένος, μετά την πλησίασε και επιχείρησε να της δώσει κάποιο κέρμα. Τινάχτηκε σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Οχι κύριε, ευχαριστώ, δεν θέλω χρήματα. Αν θέλετε κι αν μπορείτε πάρτε μου κάτι φαγώσιμο, έχω τρία παιδιά κι είμαστε και οι δυο μας από το δεκατρία άνεργοι.»

Μπήκα μέσα σκεπτική, τέτοιες μέρες αντιμετωπίζω με δυσπιστία όσους ποντάρουν στη εθιμική φιλευσπλαχνία των πολλών. Ο προϊστάμενος του μαγαζιού, ήταν σκυμμένος, σχεδόν εξαφανισμένος πίσω από τον πάγκο, με το πρόσωπο κρυμμένο στις χούφτες του. Τόσα χρόνια πια, έχει αναπτυχθεί μια σχεδόν φιλική οικειότητα μεταξύ μας. Νόμισα πως κάτι έπαθε.
-Καλημέρα Βασίλη. Είσαι καλά;
Σήκωσε το κεφάλι, με υγρά, τρικυμισμένα μάτια.
-Όχι, δεν είμαι καλά! Ντρέπομαι.
-Γιατί;
-Την είδες την κυρία που στέκεται έξω από το μαγαζί;
-Ναι, την είδα.
-Είναι γειτόνισσα μου, στη Νεάπολη, αξιοπρεπέστατη οικογένεια. Στην ίδια οικοδομή ρε πούστη μου και δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ως σήμερα την κατάσταση που βρίσκονται! πως καταντήσαμε έτσι, μου λες; Τρέμω μην με δει, φοβάμαι πως αυτό θα την σκοτώσει.

Πηγή: fb Niki Vikou

1.104

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση