του Πέτρου Τσάγκαρη
Πρόκειται για καθαρή αδικία. Ο Παύλος από την Ταρσό, με το εβραϊκό όνομα Σαούλ, ήταν ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο, με σοβαρή μόρφωση για την εποχή του. Ήταν εβραίος στο θρήσκευμα και ως μέλος της άρχουσας φαρισαϊκής κάστας, εδίωκε τις εβραϊκές αιρέσεις. Ωστόσο η μόρφωση και η συνολική του συγκρότηση του επέτρεψαν να ανακαλύψει ότι μία από τις αναπτυσσόμενες εβραϊκές αιρέσεις (των εσαίων ή αλλιώς των ναζαρινών), έδιναν τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης μιας μεγάλης θρησκευτικής ομάδας μέσα στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Έτσι από διώκτης έγινε δραστήριος ακτιβιστής της σέκτας. Συνεισέφερε τα μάλα τόσο σε επίπεδο θεωρίας (το σημαντικότερο τμήμα της Καινής Διαθήκης είναι δική του δουλειά), αλλά και στο επίπεδο της πράξης: οργάνωσε τοπικές επιτροπές της νέας θρησκείας –εκκλησίες ονομάστηκαν κατόπιν– και είχε το θάρρος να μιλήσει για μεταφυσική από το κατεξοχήν βήμα της λογικής της εποχής (Αθήνα).
Ουσιαστικά συνέλαβε την ανάγκη εκατομμυρίων ανθρώπων για «αδιάψευστη ελπίδα» (Προς Κορινθίους Β’), μια εντυπωσιακή σύλληψη τόσο σε επίπεδο φιλοσοφίας όσο κυρίως σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής.
Την ετήσια εορτή για αυτόν το γίγαντα, οι μετέπειτα ακόλουθοι της θρησκείας αυτής (ή καλύτερα το διαχρονικό ιερατείο της) την μοίρασαν με έναν –πιθανότατα ανύπαρκτο– διανοητικό και ηθικό νάνο, τον Σιμόν, Συμεών, μετέπειτα Πέτρο.
Αυτός ο τύπος, με βάση την ίδια τη χριστιανική παράδοση, ήταν φανατικός τραμπουκάκος (τραβούσε μαχαίρια και έκοβε αφτιά), αλλά και δειλός (απαρνήθηκε τρεις φορές τον δάσκαλό του). Οτιδήποτε θετικό υπάρχει στην Καινή Διαθήκη για αυτόν (Κατά Ματθαίον 16:18-19, Κατά Λουκά 24:12, Κατά Ιωάννη 21:15-17, Α΄Προς Κορινθίους Επιστολή) οι επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι είναι προσθήκες ή τροποποιήσεις, αιώνες μετά την υποτιθέμενη συγγραφή των Ευαγγελίων και τον χρόνο όπου έζησε (υποτίθεται) ο Πέτρος και οι άλλοι μαθητές και –συνακόλουθα ότι αντιφάσκουν με άλλα σημεία της Καινής Διαθήκης (π.χ. στο Κατά Μάρκον 9:35 ανατρέπονται τα περί πρωτείων που υποτίθεται ότι έδωσε ο Ιησούς στον Πέτρο).
Ο Παύλος αναφέρει κάποιον Πέτρο αλλά ποτέ δεν του αποδίδει την κύρια «τιμή» που του απέδωσε αργότερα το χριστιανικό ιερατείο, δηλ. την ίδρυση της Εκκλησίας της Ρώμης. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, σίγουρα ο Παύλος θα το… θυμόταν. Το «θυμήθηκε» όμως το ιερατείο τρεις αιώνες μετά. Ο λόγος ήταν προφανής: η πρωτοκαθεδρία της Ρώμης έπρεπε να νομιμοποιηθεί μέσα την ίδρυση τής εκεί εκκλησίας από τον «πρώτο» μαθητή του Ιησού, έστω κι αν αυτός πιθανώς δεν έφτασε ποτέ εκεί. Άλλωστε φαίνεται περίεργο με τα τεχνικά και οικονομικά μέσα της εποχής, ένα πάμφτωχος ψαράς από την Παλαιστίνη να κυκλοφορεί σε όλη της Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με μεγάλη ταχύτητα και άνεση, λες και είχε δωρεάν μίλια με τη Rynair.
Σε κάθε περίπτωση, πολλοί ιστορικοί τονίζουν ότι ένας λόγος των συγχύσεων γύρω από τον Πέτρο είναι το γεγονός ότι οι –συχνά ημιμαθείς στα ελληνικά– μεταφραστές από τα αραμαϊκά, μετέφρασαν σε όλα ανεξαιρέτως τα κείμενα ως «Πέτρο», ένα άλλο διακριτό πρόσωπο, τον Κέφας. Ε’ιτε Πέτρος (Σιμόν) είτε Κέφας έγραφε το αρχικό κείμενο, αυτοί μετέφραζαν «Πέτρος» στα ελληνικά.
Αυτά, προς αποκατάσταση της αδικίας προς τον Παύλο (αλλά και προς αυτόν τον… Κέφας).