«Τσιγγανάκι είναι, θα κλέβει»

«Τσιγγανάκι είναι, θα κλέβει»

Χειμώνας 2012. Είναι μια βροχερή Δευτέρα. Απ’ αυτές που προτιμάς να καθίσεις σπίτι. Να πιείς ζεστό καφέ και να κοιτάς από το παράθυρο σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις σου.

Γράφει ο Νίκος Σπυρόπουλος

Μπαίνω στο λεωφορείο και πάω δουλειά. Στέκομαι όρθιος και κρατιέμαι από τις γνωστές, κίτρινες χειρολαβές. Αυτές που κλέβουν τα πιτσιρίκια και βάζουν σαν κάποιο δοξασμένο λάφυρο στις τσάντες τους. Ένα τρόπαιο που κέρδισαν με τη γενναιότητά τους και επιδεικνύουν στις παρέες τους με κομπασμό.

Δίπλα μου κάτι κορίτσια στην εφηβεία, με τις δικές τους τσάντες στον ώμο. Πάνε σχολείο. Μιλούν δυνατά μεταξύ τους. Γελάνε. Τα ακούω δίχως να προσέχω τί λένε. Όπως κάνεις καμιά φορά με τη μουσική όταν γράφεις αργά το βράδυ. Την έχεις απλώς για συντροφιά από πίσω. Δεν προσέχεις το τραγούδι. Τους στίχους. Πιάνεις μόνο κάπου κάπου το ρυθμό. Κοιτάω από το παράθυρο. Ψάχνω απελπισμένα να βρω στον ουρανό λίγο ήλιο. Η συζήτηση των κοριτσιών μου κεντρίζει ξαφνικά το ενδιαφέρον.

– «Τελικά, τί θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;».

– «Θέλω να γίνω σαν… τη Βανδή».

-«Ναι, ναι, η Βανδή είναι καλή».

Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω. Από τη μια, θέλω να γελάσω. Από την άλλη, έχω σοκαριστεί. Να τους μιλήσω; Να πω κάτι; Να ρωτήσω τίποτα; Όπως ήρθαν στο μυαλό μου αυτές οι σκέψεις, έτσι και έφυγαν. Δεν έκανα τίποτα. Συνέχισα για λίγο να ακούω την κουβέντα τους μήπως και πει κάποια ότι θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Θέλει να πάει στο ωδείο. Να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

Σε λίγες στάσεις τα κορίτσια κατέβηκαν για το σχολείο. Εγώ, συνέχισα το δρόμο μου. Προσπάθησα αρκετή ώρα να βρω μια εξήγηση στο τί άκουσα. Μάταια. Δεν τα κατάφερα και άρχισα να σκέφτομαι τα δικά μου πρότυπα. Τότε που ήμουν και εγώ παιδί. Έβαλα στην άκρη τις νεανικές επιπολαιότητες και θυμήθηκα μια ιστορία.

Μην σκέφτεσαι, βοήθα

Το σκηνικό, γνώριμο. Η οικογένεια είναι μαζεμένη σε μια ταβερνίτσα. Άφθονο φαγητό και για συντροφιά κρασί. Πορτοκαλάδες για τους μικρότερους. Ξαφνικά, η ξεγνοιασιά της κουβέντας σπάει από μια άγνωστη, αλλά αρκετά οικεία φωνή. Ένα ηλικιωμένος, ταλαιπωρημένος από το δρόμο, έρχεται στο τραπέζι. Πουλάει λαχεία.

Σκέφτομαι. Έλα μωρέ, τι θέλει; Αφού δεν θα πάρει κανείς.

Το χέρι του μπήκε στην τσέπη, έβγαλε τα ψιλά του και αφού τα μέτρησε χωρίς ιδιαίτερη προσοχή, έδωσε στον λαχειοπώλη μερικά ευρώ. Δεν ήθελε να πάρει κάποιο λαχείο. Απλώς να βοηθήσει αφού μπορούσε.

Δεν πέρασε λίγη ώρα και στο τραπέζι μας έρχεται μια γριούλα που πωλούσε χαρτομάντιλα και στυλό.

Σκέφτομαι. Έλα μωρέ τώρα, τι θέλει; Αφού δεν θα πάρει κανείς.

Το χέρι του ξαναμπήκε στην τσέπη, μέτρησε πάλι τα ψιλά του και της έδωσε όσα είχε πιάσει. Δεν ήθελε να πάρει κάποιο χαρτομάντιλο. Απλώς να βοηθήσει, αφού μπορούσε.

Χορτάτοι πια όλοι μας. Απολαμβάναμε το γλυκό μας. Τις οικογενειακές φωνές σπάει ξανά μια φωνούλα. Ένα μικρό κοριτσάκι πλησιάζει. Ένα τσιγγανάκι. Έλεγε τη μοίρα ζητιανεύοντας. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Καταλάβαινες πως ήθελε να’ ναι αλλού. Να παίζει ανέμελο. Να τρέχει κάπου και να γελάει.

Σκέφτομαι ανώριμα και στερεοτυπικά. Να φυλαχτώ. Να μην μου κλέψει τίποτα. Είναι πονηρά αυτά.

Το χέρι του για ακόμη μια φορά μπήκε στη τσέπη χωρίς σκέψη. Έβγαλε τα κέρματα που του είχαν μείνει και του τα έδωσε. Δεν ήθελε να του πει τη μοίρα του. Απλώς να βοηθήσει, αφού μπορούσε. Άλλωστε, ο ίδιος τη γράφει μόνος του όλα αυτά τα χρόνια.

Τον ρωτάω έκπληκτος. «Έδωσες λεφτά και στο τσιγγανάκι; Αυτά κοροϊδεύουν»«Δεν πειράζει», μου λέει. «Ας με κορόιδεψε. Ας είναι καλά το κοριτσάκι, να κοροϊδέψει και άλλους».

Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω. Του διηγήθηκα την ιστορία. Δεν τη θυμόταν. Το μήνυμα που ήθελε, έστω και υποσυνείδητα να μου δώσει, το είχα πάρει. Ανατριχιάζω ακόμα στη σκέψη του. Ήταν μία ακόμη φορά απ’ τις πολλές που είχαν προηγηθεί και απ’ αυτές που θα ερχόντουσαν αργότερα. Έφερα στο μυαλό μου και άλλες τέτοιες ιστορίες, με άλλους κοντινούς μου πρωταγωνιστές. Όλες μου έδειχναν το ίδιο.

Η ανθρωπιά, η ζεστασιά, η ηθική βρίσκονταν μπροστά μου. Κάθε μέρα. Από τις μικρές εκείνες αποφάσεις. Τις αυθόρμητες πράξεις. Τα λόγια που βγαίνουν από μέσα μας, δίχως δεύτερη σκέψη.

Τις περισσότερες φορές αυτό που θέλουμε πραγματικά να γίνουμε, βρίσκεται μπροστά μας. Θέλει υπομονή. Θέλει αγάπη. Θέλει ωριμότητα να το δεις. Σε περιμένει όμως να το γνωρίσεις. Να το ανακαλύψεις. Το υιοθετείς αρχικά υποσυνείδητα και το αποδέχεσαι μόνο όταν θα έχεις τη δύναμη που χρειάζεται για να το κατανοήσεις. Είναι τότε που ξέρεις με σιγουριά ότι τα πρότυπα δεν βρίσκονται στο γυαλί.

ΥΓ: «Μακάρι ο έγγονάς μου μια μέρα, να με κοιτάει όπως εγώ εκείνον…»

Πηγή: koutipandoras.gr

250

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση