Oι αδελφοί Σπυρόπουλοι ονόμασαν το συγκρότημα του Σπυριδούλα για να θυμίζει στους Αθηναίους την αθλιότητα τους

Oι αδελφοί Σπυρόπουλοι ονόμασαν το συγκρότημα του Σπυριδούλα για να θυμίζει στους Αθηναίους την αθλιότητα τους

Δεν είμαστε όλες ίδιες. Κάποιες είμαστε γεννημένες κατώτερες. Κάποιες είμαστε προλετάριες και μας βασάνισαν ακριβώς το ίδιο, άντρες και γυναίκες. Κάποιες μας βασανίζουν σήμερα, ακριβώς όπως τότε. Η ιστορία μας είναι πολύ παλιά. Αρχίζει με την αλλαγή της πρωτεύουσας. Αρχίζει με την μεταφορά του Ναυπλίου στην Αθήνα. Τότε αρχίσαμε να σκλαβοποιούμαστε για ένα πιάτο χαλασμένο φαγητό. Τότε άρχισε η μακάβρια ταξικότητα εις βάρος μας, εις βάρος ανηλίκων γυναικών, γυναικών που κανείς δεν θα αναζητούσε, που ήταν για πέταμα και ενοικίαση, για χρήση, και εκμετάλλευση. Ταξικότητα την οποία όλοι σήμερα συντηρούν και εργαλειοποιουν, για να μπούν στην Πολιτική. Όσο πιο νεκρές είμαστε, τόσο μεγαλύτερη η πολιτική τους σταδιοδρομία.

Το κακό είχε ξεκινήσει από τότε που συστάθηκε το ελληνικό κράτος. Πολλοί αγωνιστές δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, επειδή αυτές δεν είχαν απελευθερωθεί. Ένα μέρος από αυτούς ενώθηκε με τους ληστές της κεντρικής Ελλάδας και στράφηκε στη ληστεία. Οι υπόλοιποι ήρθαν στο Ναύπλιο κι έγιναν ζητιάνοι. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, μετακόμισαν κι εκείνοι εκεί. Πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι, ανάπηροι αυτοί και οι οικογένειές τους ή οι χήρες και τα ορφανά τους περιφέρονταν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης (Αιόλου, Ερμού, Αθηνάς, Πειραιώς), την ημέρα ζητιάνευαν και τη νύχτα κοιμούνταν στα πεζοδρόμια. Είναι οι «ψωμοζήτες», όπως τους έλεγαν κυριολεκτώντας. Σ’ αυτούς προστέθηκαν σιγά-σιγά κι άλλοι άτυχοι της ζωής.
Η κακοποίηση με την σωματεμπορία πήγαιναν μαζί. Παιδιά από φτωχές ορεινές περιοχές της χώρας εκμισθώνονταν από τους γονείς τους στους λεγόμενους εργολάβους της φτώχιας με ετήσιο συμβόλαιο και μεταφέρονταν στην Αθήνα για να δουλέψουν σε ευκαιριακά επαγγέλματα (πχ γκαρσόνια) ή στους δρόμους ως μικροπωλητές, εφημεριδοπώλες, λαχειοπώλες, λούστροι ή ζητιάνοι.
Εννοείται ότι οι ζητιάνοι στους δρόμους της πρωτεύουσας ήταν στίφη ολόκληρα.
Η εικόνα της Αθήνας κάτεργο και κολαστήριο των εσωτερικών μεταναστών, είναι σκόπιμα εντελώς παραμορφωμένη. Νοσταλγία και λήθη, αποστειρωσαν οτιδήποτε μπορούσε να κριθεί ενοχλητικό ή ανάρμοστο να θυμομαστε. Άγνοια. Τερατώδης και ασυγχώρητη για τους περασμένους καιρούς.
Ταινίες που πραγματευτηκαν την εποχή, πειθηνιες της αστικής λογοκρισίας, και ψεύτικες. Δεν δείχνουν παραδείγματος χάριν τις ψείρες που κουβαλούσαν στα κεφάλια τους οι ωραίες της εποχής ή τα δοχεία νυκτός όπου έκαναν την ανάγκη τους. Δείχνουν χαρακτήρες με σύγχρονες ευαισθησίες, ενώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, με ιδέες προχωρημένες, επίσης αδύνατον, με συμπεριφορές απλές και ανεπιτήδευτες, εντελώς αδύνατον.
Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και αν βρισκόμασταν πχ στην Αθήνα του 19ου αιώνα, είναι βέβαιο ότι μετά από μια βόλτα δυο ωρών το πολύ στους δρόμους της πόλης θα παρακαλούσαμε κλαίγοντας να γυρίσουμε στην εποχή μας. Οι πιο ευαίσθητοι πολύ πιθανόν να λιποθυμούσαν με αυτά που θα έβλεπαν. Αυτά που θα έβλεπαν, θα ήταν πολλά και φριχτά. Στο διαδίκτυο άπειρες πληροφορίες, άρθρα και φωτογραφίες για την ωραία Αθήνα του 19ου αιώνα, αλλά σχεδόν τίποτα για τις άσχημες πλευρές της.
Για την ακραία ταξικότητα της.
Οι νεαρές Αθηναίες μάθαιναν γαλλικά και πιάνο, αλλά δεν διευκρινίζεται ότι αυτό ήταν προνόμιο λίγων σχετικά δεσποινίδων, διότι οι περισσότερες ήταν εντελώς αναλφάβητες. Άρθρα για την ωραία αρχιτεκτονική μερικών δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών οικιών, αλλά τίποτα για τα καλύβια, όπου έμενε ένας μεγάλος αριθμός πολιτών. Άρθρα για την μόδα, τις δαντέλες και τα φρου φρου των κυριών, όχι όμως για τα κουρέλια που φορούσαν όσες δεν λογίζονταν κυρίες, που ήταν οι περισσότερες. Με λίγα λόγια ένας ανυποψίαστος αναγνώστης διαβάζοντας όλες αυτές τις φλυαρίες θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι η Αθήνα του 19ου αιώνα ήταν μια πανέμορφη πόλη, κάτι σαν επίγειος παράδεισος δηλαδή, με κομψούς και καλόγουστους κατοίκους.
Ευτυχώς ή δυστυχώς έχουμε ζωντανές μαρτυρίες από εκείνη την εποχή που μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
Μας περιγράφει ο πολύ αγαπητός Εμμ. Ροΐδης στην «Κυνομυομαχία» του: χοιροτρόφοι, βαφείς, ρακοσυλλέκτες, βουστάσια, βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία, όλα αυτά βρίσκονταν δίπλα στο μικρό τότε κέντρο της πόλης και ήταν όλα γεμάτα από τεράστιους ποντικούς. Στην οδό Νικοδήμου ο περιπατητής έπεφτε πάνω «σε ζωντανές ή νεκρές όρνιθες, σε λόφους κονιορτού, σε πυραμίδες σκουπιδιών, σε απόμαχα υποδήματα, σε φλοιούς καρπουζίων, σε μαύρους ρύακας παρά το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων».
Στους «Αθηναϊκούς περιπάτους» ο συγγραφέας είναι ακόμα πιο περιγραφικός: «Κατά την διασταύρωσιν της οδού Μητροπόλεως εξακολουθεί να χαίνη λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού…Η βροχή τον μεταβάλλει εις κίτρινον ποταμόν και εις πράσινον έλος η ανομβρία.». Ο λαχανοπώλης έχει καταλάβει το πεζοδρόμιο με στάμνες, κοφίνια απορριμμάτων και ένα τραπέζι. Πιο κάτω το πεζοδρόμιο το έχει καταλάβει ο κρεοπώλης και ο περαστικός πέφτει πάνω σε κρεμάμενα νεόσφακτα πρόβατα που στάζουν αίμα, «ενώ άλλα εκδέρονται εντός του σφαγείου ή αναμένουν οικτρώς βελάζοντα να έλθη η σειρά των. Καταγής έντερα, κοιλίαι και περί αυτά ημερωμένοι κόρακες και τρία βδελυρά χασαπόσκυλα βάφοντα εις τενάγη αίματος την μαύρην των μύτην».
Στην οδό Αδριανού «δυο βιδέλα, το μεν εκδαρέν ήδη, το δε ακόμη άγδαρτον εκρέμαντο από σιδηρών αγκίστρων εις το μέσον του πεζοδρομίου, όπου ετελείτο και άλλη θυσία. Πρωταγωνισταί ταύτης ήσαν τρεις δεκαπενταετείς περίπου παίδες προγυμναζόμενοι υπό την επίβλεψιν ενηλίκων χασάπηδων εις την τέχνην του σφαγέως. Οι δύο εκ των εφήβων τούτων εκράτουν ο μεν εκ των κεράτων, ο δε εκ των οπισθίων ποδών μαύρον τράγον, ενώ ο τρίτος εβύθιζε μικράν μάχαιραν εις τον λαιμόν του. Το θύμα εσφάδαζε τόσον βιαίως, ώστε μόλις κατώρθωναν να το συγκρατώσιν οι δύο βοηθοί του δημίου, των οποίων οι γυμνοί πόδες ήσαν βυθισμένοι εις αποτρόπαιον κουρκούτι αίματος, κόπρου και χολής».
Αυτά τα παιδιά που αναφέρει ο Ροΐδης ανήκουν στην κατηγορία των παραγιών ή ψυχογιών που είχαν στη δούλεψή τους οι επαγγελματίες της εποχής. Οι αγροτικές οικογένειες έστελναν στην πόλη τα πλεονάζοντα μέλη τους για να εργαστούν σε διάφορα εργαστήρια και σε μικρομάγαζα ως υπηρέτες, βοηθοί, τσιράκια με μοναδική αμοιβή τη στέγη και την τροφή τους. Αν ήταν κορίτσια, έμπαιναν υπηρέτριες στα πλουσιόσπιτα της Αθήνας (ψυχοκόρες, δουλικά) με την υπόσχεση ότι τα αφεντικά τους θα τις προίκιζαν.
Η κατάσταση ήταν απείρως τραγικότερη, αν κάποιος ψυχικά άρρωστος κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας. Οι συγγραφείς της εποχής –οι διαχρονικοί που είπαμε – μας διέσωσαν τις φοβερές σκηνές που εκτυλίσσονταν στους δρόμους της Αθήνας , πώς μεταχειρίζονταν τους δύστυχους εκείνους οι λογικοί πολίτες – και μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι πολίτες ψήφιζαν και καθόριζαν το μέλλον του τόπου μας, αυτό το μέλλον που σήμερα είναι το παρόν μας.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο μυθιστόρημά του «Οι Άθλιοι των Αθηνών» (1894) περιγράφει μια τέτοια σκηνή σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης , τα Χαυτεία (διασταύρωση Αιόλου και Σταδίου). Το πλήθος διασκεδάζει βασανίζοντας ένα ρακένδυτο παράφρονα που χειρονομεί και κραυγάζει με μανία. Το πρόσωπό του έχει παραμορφωθεί από τις γροθιές του πλήθους, έχει μελανιές και εκδορές και «εξελκώσεις βδελυράς».
Τον χτυπούν στο κεφάλι, τον χαστουκίζουν, τον σπρώχνουν και πέφτει στις λάσπες. Καθώς προσπαθεί ο δύστυχος να σηκωθεί, κάποιος του αδειάζει πάνω του ένα τενεκέ με νερό. Το πλήθος σκάει στα γέλια. Ο άρρωστος προσπαθεί πάλι να σηκωθεί και τότε του ρίχνουν μια χούφτα αλεύρι και, καθώς αυτός είναι ιδρωμένος από την αγωνία και την προσπάθεια, το αλεύρι κολλά στο πρόσωπό του και τον κάνει ακόμα πιο γελοίο (!). Και συνεχίζει ο Κονδυλάκης:
«Τη στιγμή εκείνη πλησιάζει άλλος όμιλος μεταμφιεσμένων αυτή τη φορά που επιχειρεί να τον προσεταιριστεί για να διαποικιλθεί το θέαμα. Το θύμα σκίζει τη μάσκα ενός από αυτούς και τον κτυπάει αλλά η ομάδα ανταποδίδει με τόκο τα κτυπήματα και το μαρτύριο θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμη, αν οι αστυνομικοί κλητήρες δεν θεωρούσαν κατάλληλη τη στιγμή για επέμβαση και τερματισμό της διασκέδασης. Η ομήγυρις διαμαρτύρεται και το όργανο της τάξης βέβαιο ότι συντελεί εις την γενικήν θυμηδίαν, κατήνεγκε δυνατούς κολάφους εις τον αυχένα του αθλίου παράφρονος»..
Στον «Τρελό του Πειραιά» ο Παύλος Νιρβάνας περιγράφει παρόμοια μεταχείριση ενός ψυχικά αρρώστου ανθρώπου:
«Και ο τρελός εσήκωσεν, από την στιγμήν αυτήν, εις τους σκεβρωμένους του ώμους όλην την βαναυσότητα των γνωστικών. Την εσήκωσεν εις καφέδες χυμένους επάνω στα κολάρα του, εις βρώμικα νερά αδειασμένα επί της κεφαλής του, εις καβαλίνες κολλημένες επί της ξεβαμμένης ρεδιγκότας του –τελευταίου λειψάνου ενός γραφειοκράτου– εις υπολείμματα τεντζερέδων πασαλειμμένων επί του τριχώματός του. Ένας ζωντανός τενεκές σκουπιδιών περιφερόμενος εις τους δρόμους».
Η περίπτωση του Μιχαήλ Μητσάκη είναι νομίζω η πιο τραγική. Δημοσιογράφος και συγγραφέας ο ίδιος που αρρώστησε ψυχικά και πέθανε στο άσυλο, ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος λες και προείδε αυτό που τον περίμενε. Σε ορισμένα διηγήματά του είχε ασχοληθεί με την κακοποίηση των ψυχικά αρρώστων. Ο άρρωστος:
«σύρεται εις τας οδούς, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει, παγώνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και τελειώνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας πολυπαθείς του ημέρας στερών τους συμπολίτας του, οίτινες τότε μόνον ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος και της διασκεδάσεως αυτών. Διότι η συμφορά αύτη, η φοβερωτέρα όλων όσας δύναται να πάθει τις και ήτις έπρεπε μάλλον οιασδήποτε άλλης να ελκύει τον οίκτον, ως επί το πλείστον κινεί κατά προτίμησιν μάλλον πάσης άλλης τον γέλωτα και την φαιδρότητα».
Αλλού ο «τρελός» της πόλης βασανίζεται από διάφορες κατηγορίες ατόμων: τα παιδιά τού τραβούν τα ρούχα, τον πετροβολούν και τον γιουχάρουν. Οι μεγαλύτεροι τον ρίχνουν στη λάσπη, τον δέρνουν, του δίνουν τσιγάρο με πυρίτιδα για να διασκεδάσουν βλέποντας να παίρνει φωτιά η γενειάδα του. Τον μεταφέρουν δεμένο σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης και τον υποβάλλουν σε εικονικές εκτελέσεις.
Ο ίδιος ο Μητσάκης θα υποστεί την κακοποίηση που είχε καταγγείλει στα διηγήματά του, όταν θα προσβληθεί από ψυχική αρρώστια. Η μαρτυρία είναι του Δημήτρη Ταγκόπουλου, εκδότη της εφημερίδας «Ο Νουμάς»:
«Ανέβαινα βράδυ προς το Σύνταγμα, όταν έξω από του Ζαχαράτου βλέπω τον Μητσάκη και κάτι λούστρους που τον εσταύρωναν. Ο Μητσάκης αγριεμένος έλεγε λόγια ασυνάρτητα, έβγαζε κραυγές άναρθρες, και μ’ ένα μικρό μπαστουνάκι που κρατούσε, προσπαθούσε να αμυνθεί. Επήγα κατ’ επάνω τους. Πριν τους φτάσω, μ’ επλησίασε ο Μητσάκης. Και με ύφος παρακλητικό, − Κύριε, μου είπε. Σώστε με απ’ αυτούς τους κάφρους».
Σ’ αυτή την Αθήνα του 19ου αιώνα έζησαν ο Ροΐδης, ο Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας, ο Μητσάκης και αρκετοί άλλοι που είδαν την αθλιότητα και την αγριότητα των ανθρώπων, επειδή μπόρεσαν να αρθούν πάνω από την εποχή τους. Υποθέτω πως θα υπέφεραν πολύ ζώντας σε μια τέτοια καθημερινότητα και υποθέτω επίσης ότι οι υπόλοιποι θα απορούσαν με τις διαμαρτυρίες τους και θα τους ειρωνεύονταν ως μυγιάγγιχτους.
Όσο για τις κυρίες και τις δεσποινίδες με τα γαλλικά και τις δαντέλες, οι ευαισθησίες τους θα περιορίζονταν στο ρόδο που τους πρόσφερε ο ιπποτικός καβαλιέρος τους. Στις δούλες τους δεν ξέρω πόση ευαισθησία έδειχναν. Ή στους ζητιάνους που κοιμούνταν στα πεζοδρόμια. Ή στα πεντάχρονα και δεκάχρονα παιδιά που τριγύριζαν αδέσποτα στους δρόμους. Ή στον τρελό που τον βασάνιζαν και τον κατεξευτέλιζαν οι συμπολίτες τους. Ή στα δύστυχα τετράποδα που κακοποιούνταν από τους δίποδες συγκατοίκους της πόλης τους.
Για τη βρώμα, την κοπριά, τους αρουραίους, τα χυμένα αίματα, τα έντερα και τις κοιλιές, τις ψόφιες κότες, τη λασπουριά, τη σκόνη, τα βαλτωμένα νερά, τα σκουπίδια και τη γενική μπόχα της όμορφης Αθήνας, δεν ξέρω τι άποψη είχαν. Εξάλλου αυτές (οι πέντε, δέκα, εκατό) κυρίες κυκλοφορούσαν με τις άμαξές τους.
Οι μικρές προλετάριες – η πλειονότητα των οποίων προερχόταν από τις Κυκλάδες – κατέφθαναν στην Αθήνα και με την μεσολάβηση μεσιτών, έπιαναν δουλειά στα αθηναϊκά πλουσιόσπιτα.
Οι δουλειές που τους ανέθεταν ήταν ιδιαίτερα σκληρές και δύσκολες.
Τα κορίτσια αναγκάζονταν να ξυπνάνε πολύ νωρίς το πρωί και μέχρι την δύση του ηλίου χωρίς σταματημό φρόντιζαν το σπίτι και την οικογένεια με μηδαμινό αντάλλαγμα: ελάχιστα χρήματα και ουδεμία ασφάλιση. Οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες, με ελάχιστη διατροφή, καχυποψία σε βάρος τους, βία -σωματική και ψυχολογική- πολλές φορές και σεξουαλική κακοποίηση, ενώ είναι χαρακτηριστικό επίσης πως ως δωμάτιο υπηρεσίας είχε διαμορφωθεί το πλυσταριό.
Η Σπυριδούλα Ράπτη καταγόταν από μία πάμφτωχη οικογένεια στην Ματαράγκα Αγρινίου. Το 1953 οι κάτοικοι Πειραιά Αντιγόνη Βεϊζαδέ μαζί και ο σύζυγος της Γιώργος, που παρουσιάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος , εμφανίστηκαν στους γονείς της Σπυριδούλας ζητώντας την κοπέλα για ψυχοκόρη τους με σκοπό να φροντίσει το μωρό τους λέγοντας τους μάλιστα ότι θα έκανε την τύχη της στο σπίτι τους. Η Σπυριδούλα αγοράστηκε για 50 δραχμές, ένα παλιό παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια.
Στο σπίτι των Βεϊζαδέ η μικρή γνώρισε την φρίκη. Σε μία επίσκεψη του ο πατέρας της στο σπίτι των Βεϊζαδέ διαπίστωσε ότι η κόρη του ήταν εμφανώς αδυνατισμένη. Οι βεϊζαδέ τον καθησύχασαν λέγοντας του ότι η Σπυριδούλα έχει απλώς μειωμένη όρεξη. Το πρωί της 4ης Αυγούστου του 1955 στο Τζάνειο νοσοκομείο καταφτάνει τυλιγμένη σε κουβέρτα με εγκαύματα και εμπύρετη η Σπυριδούλα συνοδεία της Αντιγόνης Βεϊζαδέ η οποία ισχυρίζεται ότι η μικρή κάηκε όταν χύθηκε πάνω της βραστό νερό. Αφαιρώντας τις κουβέρτες οι γιατροί ήρθαν αντιμέτωποι με εκτεταμένα εγκαύματα σε όλο το κορμί της αρχής τουλάχιστον δύο ημερών πριν. Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ ήταν δίπλα στην Σπυριδούλα τις δύο πρώτες μέρες της στο νοσοκομείο. Ωστόσο όταν η κατάσταση της καλυτέρευσε η Βεϊζαδέ αποχώρησε και η Σπυριδούλα αποκάλυψε την αλήθεια.
Λίγο πριν μεταφερθεί στο νοσοκομείο το ζεύγος Βεϊζαδέ την είχε απειλήσει πως αν πει την αλήθεια θα την κάψουν με βενζίνη. Όλα ξεκίνησαν δύο ημέρες πριν όταν ο Γιώργος Βεϊζαδές που στην πραγματικότητα ήταν συνιδιοκτήτης γνωστού καμπαρέ της Τρούμπας και όχι τραπεζοϋπάλληλος ανακάλυψε ότι του έλειπαν 50$ και κατηγόρησε την Σπυριδούλα. Η ίδια το αρνήθηκε, τότε την χτύπησαν και την έκλεισαν στον φωταγωγό όλη νύχτα. Η Σπυριδούλα συνέχισε να αρνείται ότι πήρε τα χρήματα. Την ξάπλωσαν στο τραπέζι, δυνάμωσαν την μουσική, της έκλεισαν το στόμα με πανί και άναψαν το ηλεκτρικό σίδερο. Η Αντιγόνη της κρατούσε του ώμους και ο Γιώργος την έκαιγε επί 36 ώρες. Όταν της έκαψε το πρόσωπο της έλεγε «για να σε κάνω όμορφη και να με θυμάσαι». Το παιδί των Βεϊζαδέ, 2.5 ετών τότε, άρχισε να χτυπά τους γονείς του με μία παντόφλα για να σταματήσουν. Την έκλεισαν σε ένα δωμάτιο χωρίς νερό και φαγητό και μόνον όταν ανακάλυψαν ότι ψηνόταν στον πυρετό την μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Ο ιατροδικαστής απεφάνθη ότι η Σπυριδούλα ήταν καμένη στο 65% του σώματός της και ότι χρειάζονταν δύο άτομα για να την ακινητοποιήσουν. Αυτό κατέρριψε τους ισχυρισμούς του Γιώργου Βεϊζαδέ που υποστήριζε ότι όχι μόνο δεν είχε λάβει μέρος στον «αυτοτραυματισμό» της Σπυριδούλας, αλλά ότι εκείνη την ώρα απουσίαζε από το σπίτι. Συνελήφθησαν και οι δύο. Η Αντιγόνη κάλυπτε τον σύζυγο της λέγοντας ότι μόνη της της προξένησε όλα αυτά τα τραύματα για να την φοβερίσει, ενώ επίσης είπε ότι η Σπυριδούλα είναι ένα ευφάνταστο κορίτσι και όσα λέει είναι ψέματα.
Η Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκε σε πέντε έτη φυλάκισης, ενώ ο Γιώργος Βεϊζαδές σε μόλις 4,5 καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου και ηθικού βίου. Στην Σπυριδούλα επιδίκασε αποζημίωση 20.000 δραχμών για ψυχική οδύνη.
Χιλιάδες κορίτσια βασανίστηκαν. Το 1961 η εφημερίδα «Ελευθερία» έγραψε ότι από τα 50.000 κορίτσια που υπολογίζεται ότι δουλεύουν ως υπηρέτριες στην πρωτεύουσα μόνο τα 2.000 ήτοι το 4% είναι ασφαλισμένα.
Οι προλετάριες δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν τα προβλήματα τους.
Δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν ποιόν άντρα θα κατηγορήσουν για ηθικό και φυσικό αυτουργό του βασανισμού τους. Συνήθως τις κακοποιούν και γυναίκες ακριβώς το ίδιο. Αυτές οι γυναίκες μπορεί και να δηλώνουν φεμινίστριες.

ΠΗΓΗ: FB TSITARA TOUFASAIOU

1.524

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση