Γονική μέριμνα μετά τον χωρισμό των γονέων: Κάποιες επισημάνσεις.

Γονική μέριμνα μετά τον χωρισμό των γονέων: Κάποιες επισημάνσεις.

Φουντεδάκη Αικατερίνη Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου – Νομική Σχολή ΑΠΘ

Με αφορμή το προσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει δει το φως της δημοσιότητας, η Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ, Αικατερίνη Φουντεδάκη, επισημαίνει ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους σχετικά με τη γονική μέριμνα μετά τον χωρισμό.

Το τελευταίο διάστημα, λόγω της σχετικής νομοθετικής  πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της «συνεπιμέλειας» του παιδιού σε περίπτωση χωρισμού των γονέων του (διαζύγιο, διάσταση, παιδί γεννημένο χωρίς γάμο αναγνωρισμένο, του οποίου οι γονείς δεν έχουν προσωπική σχέση). Χωρίς να διευκρινίζεται η νομική σημασία του όρου, η συνεπιμέλεια φέρεται να ταυτίζεται με τις διεθνείς εξελίξεις, με το συμφέρον του παιδιού και με την ανάγκη εκσυγχρονισμού του δήθεν ξεπερασμένου ελληνικού οικογενειακού δικαίου. Είναι, πιστεύω, επιβεβλημένες κάποιες επισημάνσεις.

1. Ο ισχύων Αστικός Κώδικας καθόλου δεν απαγορεύει, αντιθέτως προβλέπει, τη συνεπιμέλεια με την έννοια της συναπόφασης των γονέων. Το άρθρο 1510 προβλέπει ότι οι γονείς ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα, τμήμα της οποίας συνιστά και η επιμέλεια του προσώπου του παιδιού. Από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σημαίνει συναπόφαση και σύμπραξη σε όλα τα θέματα που αφορούν το παιδί, εκτός από τα πολύ τρέχοντα ή επείγοντα, τα οποία μπορεί να επιχειρεί και μόνος του ο κάθε γονέας (ΑΚ 1516 § 1).  Πρόσφατα, ωστόσο, στον όρο συνεπιμέλεια έχει προστεθεί, από όσους την υποστηρίζουν, και ο όρος «ίση επιμέλεια», ο οποίος πέραν της ισότητας στη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί παρά να σημαίνει ισόχρονη διαμονή του παιδιού με τον καθένα από τους γονείς, επομένως, αν αυτοί δεν ζουν μαζί, την εναλλασσόμενη κατοικία του. Συνεπιμέλεια και «ίση» επιμέλεια είναι επομένως διαφορετικές έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται. Πάντως ούτε η ισόχρονη διαμονή  του παιδιού με τον καθένα από τους γονείς αποκλείεται από το ισχύον δίκαιο, αντίθετα έχει γίνει δεκτή από δικαστικές αποφάσεις. Πρόσφατα, ο Άρειος Πάγος, με μια αξιόλογη και προσεκτική απόφαση (1016/2019), έκρινε την εναλλασσόμενη κατοικία ως καταρχήν αντίθετη προς το συμφέρον του παιδιού, το οποίο επιβάλλει σαφήνεια ρόλων και σταθερό περιβάλλον. Πρόσθετα, επισήμανε ο ΑΠ ότι η εναλλασσόμενη κατοικία είναι όμοια, από την πλευρά της επίπτωσης στο παιδί, με την πολύ εκτεταμένη επικοινωνία με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει.

2. Παρά τα όσα συχνά αναφέρονται, από το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο δεν προκύπτει καμιά νομική υποχρέωση της Ελλάδας να καθιερώσει στη νομοθεσία της συγκεκριμένο σύστημα επιμέλειας και επικοινωνίας. Η μόνη υποχρέωση της χώρας μας, με βάση το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο, είναι η κατοχύρωση στο νόμο και η διαφύλαξη στην πράξη του συμφέροντος του παιδιού και, κατά δεύτερο λόγο, της οικογενειακής ζωής των γονέων του. Το δε Ψήφισμα 2079/2015 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο ατυχώς, κατά τη γνώμη μου, επικαλείται ακόμη και ο Συνήγορος του Παιδιού, πέραν του ότι δεν είναι, αυτονόητα, νομικά δεσμευτικό, είναι στην πραγματικότητα μια απόφαση Τμήματος (δηλαδή 46 βουλευτών), η οποία δεν οδήγησε ποτέ σε Σύσταση (Resolution) και δεν έχει καν το νόημα που της αποδίδεται.

3. Στον δημόσιο διάλογο δίνεται έμφαση σε έρευνες και μελέτες από το εξωτερικό (δεν υπάρχει καμιά έρευνα στην Ελλάδα), που αναδεικνύουν τα πλεονεκτήματα της συνεπιμέλειας και της εναλλασσόμενης ισόχρονης διαμονής του παιδιού, χωρίς όμως να αναφέρεται ότι κατά κανόνα οι μελέτες αυτές αφορούν γονείς που έχουν ομαλή σχέση μεταξύ τους κι έχουν αποδεχτεί το χωρισμό τους. Όταν η σχέση των γονέων είναι συγκρουσιακή, η ισότητα αποφάσεων και χρόνου μεταξύ των γονέων μπορεί να είναι επικίνδυνη για το παιδί.

4. Το συμφέρον του παιδιού, ως το ύψιστο κριτήριο για τις αποφάσεις των γονέων ή των κρατικών αρχών σε θέματα που το αφορούν, κατά το εσωτερικό δίκαιο και τα διεθνή νομοθετικά κείμενα είναι μια αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τις παραμέτρους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Δεν συνηθίζεται και δεν είναι σωστή η νομοθέτηση προαπαιτουμένων και αφηρημένων γενικής ισχύος κριτηρίων για το συμφέρον του παιδιού. Ούτε είναι ανεκτό η νομοθεσία να απηχεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία ή αντίληψη για αυτό το συμφέρον. Οι γνώμες ορισμένων επιστημόνων της ψυχικής υγείας ή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τα πλεονεκτήματα της «ίσης» επιμέλειας δεν μπορούν, επομένως, να οδηγήσουν σε νομοθετικούς ορισμούς για το συμφέρον του παιδιού, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε δικαστική κρίση που αφορά συγκεκριμένο παιδί, μαζί με άλλα κριτήρια.

5. Το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο μετά τη μεταρρύθμιση του 1983 υπήρξε ένα από τα πιο προοδευτικά διεθνώς. Η προσαρμογή του στις σύγχρονες εξελίξεις επιβάλλει στοχευμένες παρεμβάσεις σε ορισμένες διατάξεις (λ.χ. έμφαση στην υποχρέωση του κάθε γονέα να διαφυλάσσει τη σχέση του παιδιού με τον άλλο, τήρηση από τον γονέα των νόμιμων υποχρεώσεών του για την επικοινωνία και τη διατροφή ως κριτήριο για την ανάθεση της γονικής μέριμνας). Εξάλλου, οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων στα θέματα της επιμέλειας και της επικοινωνίας δεν πρέπει να απαξιώνονται συλλήβδην ως άδικες και να επιχειρείται η εκ των προτέρων δέσμευση του δικαστή προς μια κατεύθυνση. Η περιώνυμη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι επιλεκτική.

6. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πολλές συνεδριάσεις, εισηγήσεις και ψηφοφορίες, κατέθεσε ένα σχέδιο το οποίο προέβλεπε ως κανόνα τη συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας (ΑΚ 1510) και μετά το χωρισμό των γονέων. Προέβλεπε επίσης, πολύ λογικά, ότι ο κανόνας της από κοινού άσκησης μπορεί να κάμπτεται με συμφωνία των γονέων ή με απόφαση του δικαστηρίου, όταν δημιουργείται κατάσταση αντίθετη προς το συμφέρον του παιδιού. Πιστεύω ότι το σχέδιο θα μπορούσε να προβλέπει και μια ισχυρή σύσταση προς τους γονείς, να επιδιώξουν μέσω μιας οργανωτικής συμφωνίας (parental plan, που υπάρχει σε αρκετές χώρες) να εξειδικεύσουν τον τρόπο της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας.

Από την άλλη μεριά, το προσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει δει τη δημοσιότητα παρουσιάζεται ως η πρόταση της επιτροπής με κάποιες βελτιώσεις, στην πραγματικότητα όμως  έχει σοβαρά προβλήματα και διαφέρει ουσιωδώς από την πρόταση της επιτροπής. Ειδικότερα, σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες παραδοχές , που αποτελούν νομικό κοινό τόπο, περιλαμβάνει νομοθετικούς ορισμούς για το συμφέρον του παιδιού (το οποίο ταυτίζει αξιωματικά «πρωτίστως» με «την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθένα από αυτούς» [sic]), επίσης περιέχει αναφορά σε «ίση» επιμέλεια και «τεκμήρια» χρόνου επικοινωνίας κατά το 1/3 του χρόνου του παιδιού. Κινείται, επομένως, στην εσφαλμένη κατεύθυνση της επιβολής μιας γενικής και προειλημμένης αντίληψης για το συμφέρον του παιδιού, δεσμεύοντας αδικαιολόγητα τον δικαστή. Τέτοιες ρυθμίσεις δεν απαντώνται σε δίκαια που κατά κανόνα αποτελούν πρότυπα για το ελληνικό δίκαιο, όπως το γερμανικό, το γαλλικό και το ελβετικό. Περαιτέρω, περιέχει νομοτεχνικές αστοχίες, που δεν έχουν θέση σε ένα νομοθέτημα της ιστορικής και συστηματικής εμβέλειας του ΑΚ (λ.χ. παραπομπή του ΑΚ σε άλλο νόμο, αντινομία μεταξύ της «εξίσου» άσκησης της επιμέλειας και της υπό προϋποθέσεις εναλλασσόμενης διαμονής του παιδιού, ενώ στην πραγματικότητα ταυτίζονται, ατυχής διατύπωση της δυνατότητας παράκαμψης της συνεπιμέλειας με συμφωνία). Τέλος, δεν αποφεύγει ακραίες  ρυθμίσεις, που απηχούν μια συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση: η συμπερίληψη στον ΑΚ της διεθνώς αμφισβητούμενης και πάντως αμφιλεγόμενης έννοιας της γονεϊκής αποξένωσης είναι μια σαφής, αλλά αχρείαστη, πολιτική θέση. Η πρόβλεψη ότι ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο μπορεί να αποφασίζει για τα τρέχοντα ή επείγοντα ζητήματα του παιδιού (δηλαδή το αν θα φάει δημητριακά για πρωινό ή αν θα πάει στα επείγοντα λόγω τραυματισμού) «κατόπιν ενημερώσεως του άλλου γονέα» μπορεί να μοιάζει αστεία, αλλά βρίσκεται στην ίδια ιδεολογική κατεύθυνση.

Ο νομοθέτης πρέπει να προσέξει· το συμφέρον του παιδιού και το σύστημα του ΑΚ δεν προσφέρονται για μονόπλευρες διευθετήσεις.

 

 

Πηγή: syntagmawatch.gr

112

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Επειδή αναδημοσιεύονται εδώ κάποιες απόψεις, οι οποίες έχουν αντικρουσθεί, ευχής έργο θα ήταν κάθε φορά να αναδημοσιεύετε και την αντίθετη άποψη, προς πληρέστερη ενημέρωση και δημιουργία βήματος διαλόγου.
    Εδώ είναι μια απάντηση στην κα Φουντεδάκη από το σύλλογο συνεπιμέλεια και το αντίστοιχο σάιτ. https://www.synepimelia.gr/?p=5635

    Για την εκδήλωση της ένωσης αστικολόγων, 18 Δεκεμβρίου 2020

    Στις 18 Δεκεμβρίου 2020 διοργανώθηκε διαδικτυακή ημερίδα από την ένωση αστικολόγων με θέμα τη Γονική Μέριμνα.
    Η ένωση αστικολόγων δεν έχει πάρει θέση στο ζήτημα της συνεπιμέλειας γιατί τα μέλη της υποστηρίζουν και τις δύο απόψεις. Το ίδιο και οι δεκάδες συμμετέχοντες στην εκδήλωση.
    Η κυρία Δ. Παπαδοπούλου Κλαμαρή και η κυρία Κ. Φουντεδάκη, οι δύο εισηγήτριες της ν.π. επιτροπής τις οποίες διόρισε ο πρόεδρός της κύριος Ι. Τέντες, έκαναν το hosting.

    Παρακαλώ διαβάστε τις σκέψεις και τα σχόλιά μου στη παρουσίαση της κυρίας Φουντεδάκη αρχικά, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος όσων αναφέρει. Θα ακολουθήσουν και σχόλια για τις άλλες παρουσιάσεις.

    Η κυρία Φουντεδάκη μίλησε για μία “παραδοξότητα στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Γιατί η επιτροπή μετά από πολλές συνεδριάσεις εισηγήσεις και ψηφοφορίες κατέθεσε ένα σχέδιο και έχει έρθει στη δημοσιότητα ένα άλλο σχέδιο το οποίο διαφέρει ουσιωδώς από το σχέδιο της επιτροπής.”

    Κατά τη γνώμη μου η παραδοξότητα έγκειται στο ότι η κυρία εισηγήτρια ανέλαβε καθήκοντα ως μέλος της επιτροπής ενώ ήταν αντίθετη με τη κυβερνητική πολιτική. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ήδη από το φθινόπωρο 2019, είχε εξαγγέλλει την εισαγωγή της συνεπιμέλειας και της αρχής δύο γονείς για το παιδί.

    Μήπως η κυρία Φουντεδάκη αποδέχθηκε το διορισμό τον Απρίλιο 2020 για να περάσει τις δικές της απόψεις σαμποτάροντας τη κυβερνητική πολιτική; Ποια μπορεί να είναι η τύχη ενός κειμένου που βρίσκεται εκτός κυβερνητικής πολιτικής, ακόμα και αν το ψήφισε η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής;

    Δε δημοσιεύθηκαν τα πρακτικά της επιτροπής για να ξέρουμε το ποιος ψήφισε τι και το τι έλεγαν οι προτάσεις που καταψηφίστηκαν που μπορεί να τύχαιναν αποδοχής από τη κυβέρνηση.

    Στη δημοκρατική μας κοινωνία δεν νομοθετούν οι νομικοί αλλά το νομοθετικό σώμα. Αν η προστασία του Αστικού Κώδικα ήταν έργο του νομικού, θα είχαμε μείνει στο δίκαιο των αειμνήστων ημών βυζαντινών αυτοκρατόρων.

    H επιτροπή του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού με το General comment 14 (2013) θέτει τον κανόνα: (α) κοινή επιμέλεια, το κράτος δεν μπορεί ν’ απομακρύνει κανένα γονιό από την ανατροφή του παιδιού του χωρίς τη θέληση του ίδιου του γονιού (β) όταν κρίνεται η αφαίρεση της επιμέλειας, δηλαδή για την απόκλιση από τον κανόνα, τότε αυτό πρέπει να γίνει εξειδικευμένα, case by case, για κάθε individual child.

    Η κυρία Φουντεδάκη επαναλαμβάνει αυτά που λέμε εμείς μόνο που παραλείπει το κυριότερο. Ότι ο κανόνας είναι η κοινή ανατροφή (κοινή γονική μέριμνα, επιμέλεια και φροντίδα και από τους δύο γονείς) τόσο μέσα στο γάμο όσο και στο διαζύγιο / διάσταση. Και η εξαίρεση είναι το case – by -case. Δηλαδή ότι δεν επιτρέπεται η κατά τεκμήριο αφαίρεση της επιμέλειας.

    Έτσι όπως τα παρουσιάζει αντιστρέφει το περιεχόμενο του εγγράφου του ΟΗΕ. Διαβάστε ολόκληρο το συνημμένο κείμενο του ψηφίσματος της επιτροπής του ΟΗΕ. ακολουθείστε το σύνδεσμο General Comment No 14 (2013) of the

    Σχηματίστε ιδία αντίληψη διαβάζοντας ολόκληρο το κείμενο. Δεν είναι τυχαίο το ότι το έγγραφο αυτό αποσιωπάται στη χώρα μας. Τις αρχές του εγγράφου αυτού έχουν επαναλάβει πολλά άλλα αντίστοιχα κείμενα διεθνών οργανισμών.

    Το General Comment 14 (2013) του ΟΗΕ αλλά και οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, του επιτρόπου δικαιοσύνης Ε.Ε. κ.α. δεν θέτουν κανόνες δικαίου όπως αποπροσανατολιστικά αναφέρει η κυρία εισηγήτρια.

    Αποτελούν αναμφισβήτητη αυθεντική ερμηνεία δεσμευτικών κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου που είναι δεσμευτική για κάθε εσωτερική έννομη τάξη.

    Τους νομικά δεσμευτικούς κανόνες θέτουν η ΔΣΔΠ, η ΕΣΔΑ και τα πρωτόκολλά της, η ευρωπαϊκή σύμβαση άσκησης δικαιωμάτων τέκνων, ο χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. η σύμβαση για τα παιδιά εκτός γάμου των γονέων τους, η νομοθεσία της Ε.Ε. για τα κοινωνικά δικαιώματα, ενδεικτικά.
    Είναι ανεπαρκής νομική προσέγγιση η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του παιδιού να γίνεται από τους αστικολόγους. Κατά τη γνώμη μου αυτός είναι ένας από τους λόγους της παραδοξότητας στην οποία αναφέρθηκε η κυρία εισηγήτρια.
    Αν ήταν αληθές ότι «η νομοθεσία δεν θα πρέπει να προκαθορίζει αφηρημένα ποιος θα πρέπει ασκεί την επιμέλεια (η νομοθεσία) αλλά το θέμα θα πρέπει να κρίνεται ad hoc σύμφωνα με το συμφέρον του παιδιού» τότε γιατί δεν εισηγείται η κυρία Φουντεδάκη να πηγαίνουν οι γονείς στο δικαστή μόλις ένα παιδί γεννηθεί για να κρίνει αν ο ένας ή και οι δύο θ’ ανατρέφουν το τέκνο τους; Τι έχει συμβεί και ο αστικός κώδικας δίνει την κοινή ανατροφή και στους δύο συζύγους ενώ την αρνείται από τους δύο γονείς;
    Η κατά τεκμήριο από το δικαστή αφαίρεση της επιμέλειας από τον ένα γονέα στη διάσταση ή το διαζύγιο συνιστά απαγορευμένη επέμβαση κρατικής αρχής (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) αφού (α) δεν προβλέπεται από το νόμο γιατί αυτός μόνο μιλάει για ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας και σαν μία επιλογή του δικαστή προβλται η αφαίρεση της γονικής μέριμνας, (β) δεν είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική (διεθνή) κοινωνία, μόνο και μόνο επειδή στο σύνολο των άλλων χωρών η κοινή επιμέλεια και όχι αποκλειστική είναι ο κανόνας και (γ) δεν τελεί σε σχέση αναλογικότητας αφού υπάρχουν άλλες πιο πρόσφορες λύσεις, όπως η σύνταξη ενός Parenting Plan. Αντίστοιχα ισχύουν για τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός γάμου και αναγνωρίστηκαν.

    Τα όργανα διεθνούς ελέγχου (επιτροπή ΟΗΕ, επιτροπή ισότητας κοινοβουλευτικής συνέλευσης ΣτΕ, επίτροπός δικαιοσύνης Ε.Ε. κα) συστήνουν κρατικές πολιτικές για να θεραπεύσουν τις παραβιάσεις προστατευομένων δικαιωμάτων στις εσωτερικές έννομες τάξεις.
    Υπερβάλλει εαυτόν ο αστικολόγος αν νομίζει ότι οι κρατικές πολιτικές εξαρτώνται από τα άρθρα του αστικού κώδικα. Το αντίθετο συμβαίνει. Η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, η δημιουργία υποστηρικτικών μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, η εκπαίδευση, η δημόσια υγεία, τα κοινωνικά δικαιώματα και η επιδοματική πολιτική, είναι όλα τομείς όπου εφαρμόζεται η αρχή της κοινής ανατροφής τέκνων και από τους δύο γονείς τους, είτε αυτοί είναι παντρεμένοι είτε όχι, είτε συγκατοικούν είτε όχι.

    Μεγάλη αυταρέσκεια το να νομίζει ο αστικολόγος ότι τα διεθνή όργανα ελέγχου ασχολούνται μόνο με τον ελληνικό αστικό κώδικα.

    Αυτό το κάνει ο εσωτερικός νομοθέτης ο οποίος εν προκειμένω (σε επίπεδο νομοθετικής πρωτοβουλίας) επιδιώκει να κάμψει το νομολογιακό έθιμο της αποκλειστικής επιμέλειας.
    Τα λόγια της κυρίας Φουντεδάκη : Παρά τα όσα αναφέρονται, από το διεθνές και ενωσιακό δίκαιο δεν προκύπτει καμία νομική υποχρέωση για την Ελλάδα να καθιερώσει στη νομοθεσία της ένα συγκεκριμένο σύστημα επιμέλειας και επικοινωνίας. Η μόνη υποχρέωση της χώρας μας είναι η κατοχύρωση στο νόμο και διαφύλαξη στη πράξη του συμφέροντος του παιδιού και κατά δεύτερο λόγο της οικογενειακής ζωής των γονέων. Η δε ισότητα των γονέων, προβλέπεται από το 1583 στο άρθρο 1511, δεν είναι υπέρτερη από το συμφέρον του παιδιού. Δεν υπάρχει κανένα διεθνές κείμενο το οποίο ν’ αλλάζει αυτή την ιεράρχηση με το συμφέρον του παιδιού. Υπάρχουν αποφάσεις του ΕΔΔΑ που καταδικάζουν την Ελλάδα σε θέματα σχέσεων γονέων παιδιού Όμως το ΕΔΔΑ δε κρίνε αφηρημένα τη νομοθεσία μία συγκεκριμένει περίπτωση και δεν προτείνει νομοθετικές αλλαγές, δεν θα μπορούσε άλλωσε. Συνιστά επίσης νομικό σφάλμα να επιχειρείται μια ερμηνεία ότι η ΔΣΔΠ του ΟΗΕ, μια σύμβαση που συντάχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 80, επιβάλλει τη συνεπιμέλεια ή την εναλλασσόμενη κατοικία που τότε δεν υπήρχε σε καμία χώρα. Η σύμβαση αυτή αναφέρεται σε άλλο κοινωνικο ιστορικό πλαίσιο και άλλα ζητήματα των παιδιών αποσκοπεί να λύσει. Εξ’ άλλου η επιτροπή παρακολούθησης της σύμβασης αυτής του ΟΗΕ ρητώς επισημαίνει ότι η νομοθεσία δεν θα πρέπει να προκαθορίζει αφηρημένα ποιος θα πρέπει ασκεί την επιμέλεια (η νομοθεσία) αλλά το θέμα θα πρέπει να κρίνεται ad hoc σύμφωνα με το συμφέρον του παιδιού. Το δε πολυτραγουδισμένο ψήφισμα 2079 (2015) της κοινοβουλευτικής συνέλευσης του συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο ατυχώς κατά τη γνώμη μου επικαλείται και ο συνήγορος του παιδιού το οποίο πέραν του ότι δεν είναι νομικά δεσμευτικό είναι στην πραγματικότητα μια απόφαση τμήματος δηλαδή 40 βουλευτών η οποία δεν προχώρησε ως πρόταση σύστασης δηλαδή δεν έγινε ποτέ resolution σύσταση από την ολομέλεια και η οποία κατά τη γνώμη μου δεν έχει καν το νόημα που της αποδίδεται.

    Στις εισαγωγικές της παρατηρήσεις η κυρία Φουντεδάκη μας εξέπληξε λέγοντας ότι ο νόμος θα μπορούσε να προβλέπει μια ισχυρή σύσταση προς τους γονείς, μια οργανωτική συμφωνία, ένα Parental Plan … να τους ωθήσουμε πριν πάνε στο δικαστήριο να κάνουν μια αναλυτική συμφωνία.

    Σωστή παρατήρηση. Η χρήση parenting plan συνίσταται από το ψήφισμα 2079 (2015), ακριβώς για να μπορεί να λειτουργήσει η συνεπιμέλεια και να περιοριστεί η αντιδικία. Ελπίζουμε η κυβέρνηση να τα θεσπίσει.

Γράψτε μια απάντηση