Οι «Ινδοί» στις μάχες του Πειραιά

Οι «Ινδοί» στις μάχες του Πειραιά

Μια όχι ιδιαίτερα μελετημένη πτυχή των Δεκεμβριανών είναι η συμμετοχή των αποικιακών στρατευμάτων της 4ης Ινδικής Μεραρχίας στο πεδίο των μαχών. Η στρατολόγηση Ινδών στον βρετανικό στρατό θα βασιστεί, μετά την εξέγερση του στρατού της Βεγγάλης το 1857, στην οριενταλιστική και τυπικά βικτωριανή διάκριση των ινδικών «martial races». Στην πραγματικότητα, κριτήριο ήταν η αφοσίωσή τους στους Βρετανούς και έτσι οι Γκούρκας, οι Βαλούχις, οι Σιχ (ομώνυμα τάγματα θα πάρουν μέρος στα Δεκεμβριανά) κατατάσσονται σ’ αυτές.

Ειδικά η εμβληματική «πολεμική φυλή» των Γκούρκας από το Νεπάλ -που στρατολογούνται μετά τον πόλεμο του 1816 με τους Βρετανούς και απολαμβάνουν διεθνώς τη φήμη γενναίων και σκληροτράχηλων πολεμιστών- είναι μια κατασκευή: στο Νεπάλ δεν υπήρξε ποτέ καμία πληθυσμιακή ομάδα με αυτό το όνομα, ενώ η σχετική φιλολογία είναι προϊόν ενός βρετανικού ουσιοκρατικού λόγου για τους Γκούρκας ως αρρενωπούς «άνδρες των βουνών».

Ενας διαδεδομένος μύθος, στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής φαντασίωσης περί αρρενωπότητας, αφορούσε το περίφημο κούκρι (το κυρτό μαχαίρι μεγάλου μεγέθους, όπλο και έμβλημά τους): εάν έβγαινε από τη θήκη, έπρεπε οπωσδήποτε να στάξει αίμα, είτε αντιπάλου, είτε του κατόχου του. Ταυτόχρονα, όμως, σκιαγραφήθηκε για τους Γκούρκας και μια εικόνα συνδυασμού μαχητή και νεαρού τζέντλεμαν. Επομένως, παρά το γεγονός ότι το Νεπάλ δεν υπήρξε αποικία, οι Γκούρκας ήταν προϊόν της συνάντησης με την αποικιοκρατία.

Στα ινδικά αποικιακά στρατεύματα θα επαφίεται όλο και περισσότερο η υπεράσπιση της βρετανικής αυτοκρατορίας, συχνά εναντίον άλλων εξεγερμένων αποικιακών πληθυσμών σε Ασία και Αφρική. Παράλληλα, σημαντική, με αριθμητικά τουλάχιστον δεδομένα, θα είναι η συμβολή τους στον Α’ και ιδίως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η 4η Ινδική Μεραρχία που θα μεταφερθεί στην Ελλάδα, έχοντας προηγουμένως λάβει μέρος στην περίφημη μάχη του Μόντε Καζίνο, αποτελούνταν από τρεις ταξιαρχίες: την 7η και την 11η Ταξιαρχία, που θα εγκατασταθούν σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα, αντίστοιχα, τον Νοέμβριο του 1944, και την 5η Ταξιαρχία, που θα σταλεί απευθείας από την Ιταλία στην Αθήνα για τη μάχη των Δεκεμβριανών. Κατά πάγια πρακτική, επικεφαλής τους ήταν Βρετανοί αξιωματικοί, ενώ καμία ταξιαρχία δεν περιλάμβανε αμιγώς ινδικά τάγματα. Η 5η Ινδική Ταξιαρχία αποτελούνταν από ένα βρετανικό τάγμα (1/4 Essex) και δύο ινδικά (1/9 Γκούρκας και 3/10 Βαλούχις), που θα αποβιβαστούν στον Πειραιά τη 10η Δεκεμβρίου.

Στο χρονικό εκείνο σημείο της μάχης, ο Πειραιάς ήταν σχεδόν υπό τον πλήρη έλεγχο του ΕΛΑΣ. Η αποστολή της 5ης Ταξιαρχίας συνίστατο στην εκκαθάριση της πειραϊκής χερσονήσου και την αποκατάσταση της επικοινωνίας Φαληρικού Δέλτα και λιμένα. Για την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας λόφου της Καστέλλας αποφασίστηκε τη 15η Δεκεμβρίου νυχτερινή επίθεση από Γκούρκας, την οποία και έφεραν εις πέρας μέχρι το πρωί. Ο Ν. Κεπέσης, καπετάνιος του 6ου Συντάγματος Πειραιά του ΕΛΑΣ, θα αναγνωρίσει τη σημασία της απώλειας του καίριου σημείου.

Την 22α Δεκεμβρίου οι μονάδες της 5ης Ινδικής Ταξιαρχίας μεταφέρθηκαν με αποβατικά πλοιάρια από την Καλλίπολη στη Δραπετσώνα, με στόχο την εκκαθάριση του κεντρικού λιμένα. Ετσι, συνέβαλαν στην εκκαθάριση της περιοχής του Πειραιά, που κατέστησε δυνατή την αποβίβαση των ενισχύσεων, που συνεχώς κατέφταναν, και την προώθησή τους στην Αθήνα.

Σύμφωνα με βρετανικές πηγές, είχε εκδοθεί οδηγία οι Γκούρκας να μη χρησιμοποιούν το κούκρι «για πολιτικούς λόγους», σε μια προσπάθεια να μην προκαλέσει αντιδράσεις η χρήση ενός όπλου που δεν θεωρούνταν συμβατό με τον «μοντέρνο» πόλεμο. Ο ταξίαρχος Αλαν Μπλοκ όμως, στον οποίον υπάγονταν, τονίζει πως «ηθελημένα τους είχε βάλει να ακονίζουν τα κούκρι ώστε να τους βλέπουν όλοι». Πρόκειται για μια κίνηση τακτικής που εντάσσεται στο πλαίσιο της θεώρησης των Γκούρκας ως shock troops, των οποίων «και μόνο η άφιξη στο πεδίο της μάχης θα είχε άμεση επίπτωση στο ηθικό του αντιπάλου», όπως αρχετυπικά το είχε θέσει ο Mangin το 1910.

Παράλληλα, στη Βουλή των Κοινοτήτων ο βουλευτής των Εργατικών Aneurin Bevan επισημαίνει τη δυσφορία του ελληνικού λαού για την επιστράτευση των Γκούρκας, που «είναι πολιτικά οπισθοδρομικός λαός», για να προκαλέσει τις αντιδράσεις των Τόρις που χαρακτηρίζουν το σχόλιό του προσβλητικό.

Οι Χίτες, σύμφωνα με τον Φοίβο Τσέκερη, αναπαράγουν τον μύθο για τους Γκούρκας, ώστε να προκαλέσουν τον φόβο στους Ελασίτες: «μιλούσαν με θαυμασμό για την πολεμική αρετή των μαύρων Ζουλού, που ήταν τόσο αιμοχαρείς, ώστε αν δεν έπιαναν Ελασίτες πάνω στη μάχη, τρυπούσαν με τα μαχαίρια τα δικά τους χέρια για να τρέξει αίμα». Ο απόηχος των Γκούρκας ως «άγριων πολεμιστών που με άναρθρες κραυγές και κρατώντας μεγάλα μαχαίρια ανάμεσα στα δόντια ξεκαθαρίζουν τα πάντα» φτάνει και στο Κολωνάκι, όπου μένει η Αλεξ Ζάννου, γόνος της οικογένειας Δραγούμη.

Από την άλλη πλευρά, ο ΕΑΜικός λόγος αναφέρεται στους Ινδούς γενικώς ως «αραπάδες». Ο όρος, ευρύτατα χρησιμοποιούμενος στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και ειδικά στο λαϊκό λεξιλόγιο, πρέπει να αποσυνδεθεί από μια αναδρομική «πολιτικά ορθή» εννοιολόγηση πολεμικών ανακοινωθέντων και να εγγραφεί στη λογική ενός πολέμου προπαγάνδας και του λαϊκού χαρακτήρα του ΕΑΜικού λόγου.

Η «Ελεύθερη Ελλάδα» κάνει μια έμμεση αναφορά στους Γκούρκας, επικαλούμενη την Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και την απόρριψη της «βάρβαρης πρότασης» να χρησιμοποιηθούν από τους Βρετανούς οι «ερυθρόδερμοι άγριοι Ινδοί» που με μαχαίρια βγάζουν το σκαλπ των αντιπάλων τους. Πάντως, οι ΕΑΜμικές καταγγελίες για βιαιότητες και βιασμούς από μέρους των αποικιακών δεν φαίνεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, να επιβεβαιώνονται.

Σε κάθε περίπτωση, η χρησιμοποίηση ανθρώπινου δυναμικού αποικιοκρατούμενων, αλλά και η ίδια η βρετανική επέμβαση, η ρητορική της (εμβληματικό το τηλεγράφημα της 5ης Δεκεμβρίου του Τσόρτσιλ προς τον Σκόμπι περί «κατεχόμενης πόλης», εμπνευσμένο από διαταγή του Μπαλφούρ στην Ιρλανδία του 1880) και οι πρακτικές της (θάνατοι αμάχων λόγω βομβαρδισμών πυκνοκατοικημένων περιοχών, συλλήψεις και εκτοπισμός πολιτών στην Αφρική) μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής παράδοσης της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η έλλειψη διάκρισης αμάχων και μαχητών ήταν βέβαια χαρακτηριστικό του ολοκληρωτικού πολέμου, αλλά η γενεαλογία της ανάγεται στους αποικιακούς Small Wars του 19ου αιώνα.

Στο πλαίσιο αυτό, οι Βρετανοί Εργατικοί καταγγέλλουν την ιμπεριαλιστική επέμβαση, ενώ ο γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας Ν. Κλάιβ παραλληλίζει τον πρεσβευτή Λίπερ με «κυβερνήτη αποικίας» και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Μακβέι αναφέρεται σε «μεταχείριση του ελληνικού λαού σαν ιθαγενών της βρετανικής αυτοκρατορίας».

Πολύ περισσότερο, ο ΕΑΜικός λόγος περιλαμβάνει καταγγελίες για αποικιοκρατικές μεθόδους, παραλληλισμούς με την, αποικία των αποικιών, Ινδία και συνεχείς αναφορές στον «προτέκτορα Παπανδρέου» και «στα τανκς, τα αεροπλάνα και τους αραπάδες του Σκόμπι»: οι «αραπάδες» συνιστούν μια διαρκή, ορατή υπόμνηση ότι ο ΕΛΑΣ μάχεται με τη βρετανική αυτοκρατορία.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί η αδυναμία να ανιχνευτεί η φωνή των ίδιων των αποικιακών υποκειμένων, που έχουν μείνει στη σκιά της ευρωκεντρικής ιστοριογραφίας. Εκτός από τη συνακόλουθη εξωτικοποίησή τους, μένει αναπάντητο το θεμελιώδες ερώτημα: Τι σήμαινε γι’ αυτούς να πολεμούν για τη βρετανική αυτοκρατορία;

Το γεγονός, πάντως, είναι ότι το φθινόπωρο του 1945, ινδικές ταξιαρχίες, των Γκούρκας συμπεριλαμβανομένων, θα σταλούν στη Σαϊγκόν του Βιετνάμ και την Ιάβα της Ινδονησίας για την αποκατάσταση της κυριαρχίας Γάλλων και Ολλανδών αποικιοκρατών, αντίστοιχα, «ενεργώντας σαν να είναι σε κατεχόμενες πόλεις όπου εξελίσσονται τοπικές εξεγέρσεις»…..

*Μεταπτυχιακός φοιτητής ΠΜΣ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

68

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση