«Οικοδόμοι… Τους δρόμους ποτίζει
το πτωχόν σας το αίμα τ’ αγνόν
αλλ’ ιδού, ο Λαός ο πεινών
στο πλευρό σας βαδίζει.
(εφημερίδα «Αυγή» 2/12/1960)
«Οικοδόμοι… Τους δρόμους ποτίζει
το πτωχόν σας το αίμα τ’ αγνόν
αλλ’ ιδού, ο Λαός ο πεινών
στο πλευρό σας βαδίζει.
(εφημερίδα «Αυγή» 2/12/1960)
Διαβάζοντας την ανάρτησή μας «Δεκέμβρης του ’44: Ωμή ανάλυση της αστικής πολιτικής από τον Γ. Παπανδρέου», γνωστός σύντροφος θυμήθηκε μια χαρακτηριστική δήλωση του Παπατζή του πρεσβύτερου στο Γύθειο το 1947, μετά τη δολοφονία εκεί των κρατούμενων αγωνιστών. Μας την έστειλε παραπέμποντάς μας στο περίφημο βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή) όπου την βρήκαμε στη σελίδα 185. Γράφει ο Αρίστος Καμαρινός:
Μετά τη δολοφονία των κρατουμένων στις φυλακές Γυθείου στις 21/3/1947 από τους συμμορίτες του Μπαθρέλου, επισκέφτηκε το Γύθειο ο Γεώργιος Παπανδρέου και δήλωσε τα εξής, για να καθησυχάσει προφανώς τους συμμορίτες του παρακράτους της Δεξιάς, που είχαν ανησυχήσει από την παραπλανητική δήλωση της Κυβέρνησης της Αθήνας ότι θα διαλύσει τις παρακρατικές οργανώσεις:
«Εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί η έννοια του Κράτους, η διατήρησις των παρακρατικών οργανώσεων της Δεξιάς αποτελεί εθνικήν ανάγκην. Οταν αργότερα επιτευχθεί η δημιουργία ισχυρού κράτους, αι παρακρατικαί οργανώσεις δεν θα έχουν λόγον υπάρξεως».
(Ριζοσπάστης 21/3/1947)
Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.
Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.
Γυναίκα, εργάτρια, συνδικαλίστρια, μετανάστρια:
Πλήρωσε και με τις τέσσερις ιδιότητες της την αξιοπρέπεια και την αξία που έδινε σε αυτές. Δεν έγινε 35χρονη κανενός Ζαχόπουλου Δεν πούλησε τις συναδέλφισσες της σαν συνδικαλίστρια, δεν θεώρησε τον εαυτό της σκλάβα αντί για εργάτρια, δεν δείλιασε από την τρομοκρατία της πλήρους ανασφάλειας της σαν μετανάστρια.
Η Κωνσταντίνα Κούνεβα αρχαιολόγος από την Βουλγαρία, ήρθε στην Ελλάδα για να εργαστεί και να περιθάλψει το παιδί της που χρειαζόταν εγχείρηση. Η «αγορά εργασίας» την οδήγησε στον χώρο της καθαριότητας.
Η Κωνσταντίνα δούλευε στον ΗΣΑΠ μέσω της εταιρείας «ΟΙΚΟΜΕΤ» του Ν. Οικονομάκη, στελέχους του ΠΑΣΟΚ – μια από τις εταιρείες εργολάβων που αναλαμβάνουν «δουλειές» για το Δημόσιο τομέα. Οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ έβαλαν τα ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού στο δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τα νοσοκομεία και κατέστησαν τα κυκλώματα της νύχτας και της εκμετάλλευσης πρωτοπόρες επιχειρήσεις. Κέρδη για τους εργολάβους, μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας για τους εργαζόμενους/ες. Εξοντωτική δουλειά, λιγότερα λεφτά, τρομοκρατία.
Η Κωνσταντίνα είχε δώσει μάχες ενάντια στην υπερεκμετάλλευση και στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Διαπιστώνοντας την αναγκαιότητα της συλλογικής δράσης, εντάχθηκε στην Παναττική Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού (ΠΕΚΟΠ) κι εκλέχθηκε μέλος του Δ.Σ του σωματείου του.
Η Κωνσταντίνα δέχτηκε δολοφονική επίθεση με βιτριόλι επιστρέφοντας στο σπίτι της στις 22 Δεκέμβρη του 2008. Της έριξαν βιτριόλι στα μάτια για να μη βλέπει, την ανάγκασαν να το καταπιεί για να μη μιλά, σημάδεψαν το πρόσωπό της για να την ταπεινώσουν, να την τιμωρήσουν σαν γυναίκα που τόλμησε να εξεγερθεί απέναντι στη φρίκη της ταξικής εκμετάλλευσης, της κοινωνικής καταπίεσης, του θεσμοθετημένου ρατσισμού Και για να παραδειγματίσουν τον καθένα που εξεγείρεται.
Η Κωνσταντίνα αποτελεί για μας σύμβολο αντίστασης και οδηγό για τους αγώνες μας για έναν καλύτερο κόσμο, όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Πηγη:politikokafeneio.com
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1915 στην Αμαλιάδα. Από μαθητής του Γυμνασίου βρέθηκε στο δημοκρατικό κίνημα. Σπούδασε νομικά, αλλά δεν τέλειωσε τις σπουδές του, διότι αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο με απόφαση της Συγκλήτου για τη δράση του «εναντίον της κοσμογονίας του Κονδύλη».
Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934. Από τότε, πέρασε από πολλές δοκιμασίες. Φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στην Ασφάλεια Πατρών, τρομοκρατία στα ιταλικά στρατόπεδα. Στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής ήταν καπετάνιος μεραρχίας του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ. Στον εμφύλιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν πολιτικός επίτροπος μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Παράλληλα με την καθοδηγητική του δουλειά, έγραψε άρθρα και μελέτες που αφορούσαν στην ελληνική ιστορία και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Περίπου ένα χρόνο μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Νίκος Μπελογιάννης και 93 ακόμη σύντροφοί του -μεταξύ των οποίων ο δημοσιογράφος Στάθης Δρομάζος, ο Στέργιος Γραμμένος και η Έλλη Ιωαννίδου- συλλαμβάνονται και στις 22 Οκτωβρίου 1951 οδηγούνται σε δίκη. Κατηγορούνται για απόπειρα ανασυγκρότησης του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), το οποίο -βάση του Αναγκαστικού Νόμου 509/1947- θεωρείται παράνομο, προδοτικό και ξενοκίνητο κόμμα, που δρα ενάντια στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Στις 15 Νοεμβρίου ο πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου Αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος ανακοινώνει την ετυμηγορία, πλαισιωμένος από τους στρατοδίκες Γεώργιο Παπαδόπουλο (τον μετέπειτα δικτάτορα), Ν. Κομιάνο, Γ. Κοράκη, και Θ. Κυριακόπουλο. Ο Νίκος Μπελογιάννης είναι μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο. Η απόφαση προκαλεί διεθνή κατακραυγή, ενώ στο εσωτερικό της χώρας το πολιτικό κλίμα φορτίζεται και πάλι επικίνδυνα.
Δεκεμβρίος 1948, Talladega, Αλαμπαμα., Μέλη της Κλαν και ο Άγιος Βασίλης χαρίζουν ένα ραδιόφωνο στον έγχρωμο Τζακ Ρίντλ και την γυναίκα του Τζόσι,ώστε να εκπληρωθεί η χριστουγεννιάτικη ευχή που έκαναν,να «ακούνε τους ιεροκήρυκες.» Αν,αργότερα η Κου Κλουξ Κλαν,’εκαψε το σπίτι της θρησκευόμενης οικογένειας Ρίντλ,είναι μια άλλη ιστορία. (‘Η μήπως η ίδια…).
Του Νίκου Μιχαλόπουλου
Εχει γίνει πολύ κουβέντα τελευταίως και θα γίνει πολύ περισσότερη όσο η κατάσταση στην χώρα θα χειροτερεύει, για τις κινήσεις «φιλανθρωπίας» των Χρυσαυγιτών. Παντοπωλεία, συσσίτια, διανομές τροφίμων, πάντα από Έλληνες για Έλληνες.
Ίσως όλα αυτά να είναι κάτι το πρωτόγνωρο για εμάς αλλά είναι συνηθισμένη τακτική των απανταχού φασιστικών μορφωμάτων, να δείχνουν ένα «άλλο πρόσωπο» για να πλησιάζουν τις κοινωνίες. Διότι φυσικά το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού, κανείς δεν θέλει να το δει. Ούτε φυσικά οι φασίστες να το δείξουν.
Ηταν Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου του 1943, όταν πρωί – πρωί τα γερμανικά στρατεύματα, πλαισιούμενα από γερμανοντυμένους Ελληνες των Ταγμάτων Ασφαλείας1, μπήκαν πάνοπλα στα Καλάβρυτα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Καλαβρυτινοί έβλεπαν Γερμανούς στην πόλη τους. Και πριν τρεις περίπου μήνες το ίδιο είχε συμβεί. Ομως τώρα ένας ανεξήγητος φόβος τους συγκλόνιζε. Ισως γιατί, φεύγοντας οι Γερμανοί την προηγούμενη φορά, είχαν απειλήσει ότι θα κατέστρεφαν την πόλη στην περίπτωση που οι κάτοικοί της ενίσχυαν του αντάρτες. Ισως ακόμη, γιατί οι αντάρτες κρατούσαν Γερμανούς αιχμαλώτους κι υπήρχε κίνδυνος αντιποίνων από τους κατακτητές. Ισως… Αλλά δεν ήταν μόνο τα «ίσως», που βάραιναν την ατμόσφαιρα. Τούτη τη φορά οι ναζί ήταν πιο απειλητικοί στην έκφραση, πιο απρόσιτοι, πιο ψυχροί στις κινήσεις. Η παρουσία τους και μόνο έφερνε την αίσθηση του θανάτου.
Η πρώτη κίνηση των Καλαβρυτινών ήταν να θερμάνουν κάπως το κλίμα, να πλησιάσουν και να διαγνώσουν τις προθέσεις του εχθρού. Δημιούργησαν, λοιπόν, στα βιαστικά μια επιτροπή επισήμων για την υποδοχή των Γερμανών: ήταν ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Χρ. Παπανδρέου, ο γυμνασιάρχης Αντ. Οικονόμου, ο καθηγητής γυμνασίου Α. Δημόπουλος, ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος, ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Θ. Παπαβασιλείου, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Μήτσος Σαμψαρέλος και ορισμένοι άλλοι, αντιπρόσωποι κοινωνικών ομάδων2.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αναφέρεται στην εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού και την επόμενη συνολική καταστροφή της πόλης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Το ιστορικό
Η σφαγή των Καλαβρύτων είναι η πιο βαριά περίπτωση πολεμικού εγκλήματος στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Η διαταγή της μαζικής δολοφονίας, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καλάβρυτα» (Unternehmen Kalavryta), ξεκίνησε από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο, όταν τα στρατεύματα της Βέρμαχτ στην πορεία τους έκαψαν χωριά και δολοφόνησαν τους πολίτες στο δρόμο τους. Η επιχείρηση «Καλάβρυτα» ήταν μια επιχείρηση κύκλωσης των ανταρτών του ΕΛΑΣ η οποία όμως κατέληξε σε μαζικά αντίποινα επί του άμαχου πληθυσμού της περιοχής, μετά το θάνατο Γερμανών στρατιωτών σε μάχες με τους αντάρτες και, ιδιαίτερα, μετά την εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει οι αντάρτες, λίγες μέρες νωρίτερα.
Η σφαγή των αμάχων διαπράχθηκε από την 117η Μεραρχία Καταδρομών, η οποία αποτελούνταν από Αυστριακούς και Γερμανούς από την Αλσατία, Λοθαριγγία, Ρουμανία, Σουδητία (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας), Βαρτεγκάου κα.[1] Πιο πριν, η μεραρχία αυτή, ως 717η Μεραρχία πεζικού και με αρκετά διαφορετική σύνθεση και ηγεσία, είχε συμμετάσχει σε επιχειρήσεις εναντίον ανταρτών και μαζικές εκτελέσεις χιλιάδων αμάχων, ως αντίποινα, στη Σερβία.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1935, εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο αρχηγός των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, δημιούργησε το πρόγραμμα ευγονικής Lebensborn (Πηγή Ζωής). Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, μέλη των Ες Ες ενθαρρύνονταν να τεκνοποιούν με γυναίκες που πληρούσαν τα χαρακτηριστικά της «άριας φυλής». Σε κάθε παιδί δινόταν ένας αριθμός, ενώ οι Γερμανοί βοηθούσαν οικονομικά την ανύπαντρη μητέρα.