Για αυτούς που δεν ψηφίζουν

Για αυτούς που δεν ψηφίζουν

του Βασίλη Παπαστεργίου

Μεσσήνη 1994. Φωτογραφία του Νίκου Οικονομόπουλου, από το άλμπουμ “για τα παιδιά”, εκδ. Μεταίχμιο, 2001.
 Το ζήσαμε κατά την προεκλογική περίοδο, το ζούμε και στην καθημερινότητά μας. Η  Αριστερά, στον διάλογο για το μεταναστευτικό, βρίσκεται πάντα σε θέση άμυνας. Εγκαλείται — στην καλύτερη περίπτωση– ότι διακατέχεται από αφελή ανθρωπισμό που δεν συγκροτεί ρεαλιστική θέση για το ζήτημα και, στη χειρότερη, ότι η στάση της αποτελεί μέρος σχεδίου για τον αφελληνισμό του έθνους. Απέναντι στα επιχειρήματα του αντιπάλου ο κόσμος της Αριστεράς συχνά στέκεται αμήχανος, γιατί κατανοεί ότι το ζήτημα έχει άβολες όψεις, όπως η κατάσταση σε κάποιες περιοχές του κέντρου της Αθήνας.
Μεταναστευτικό: η Αριστερά στην άμυνα
Η μουδιασμένη στάση μας στο μεταναστευτικό ζήτημα, που εύλογα δεν το θεωρούμε προνομιακό για εμάς ζήτημα, έχει συχνά ως αποτέλεσμα την υποχώρηση από πάγιες θέσεις μας. Για παράδειγμα, στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που παρουσιάστηκε προεκλογικά, γίνεται μια –κατά την άποψή μου– δειλή αναφορά στον «εξορθολογισμό του νομικού και θεσμικού πλαισίου για τη νομιμοποίηση των μεταναστών» (αντί της πάγιας θέσης μας για νομιμοποίηση), αλλά και στη «σταδιακή παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων για το μεγάλο όγκο των μεταναστών που επιθυμούν να αποχωρήσουν από το ελληνικό έδαφος».
 
Η εξαγγελία περί ταξιδιωτικών εγγράφων
 Νομίζω ότι, ιδίως για το δεύτερο ζήτημα, είναι απαραίτητες μερικές διευκρινίσεις. Η παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων σε μετανάστες που θέλουν να αποχωρήσουν από τη χώρα είναι μια αρκετά δημοφιλής εξαγγελία. Η δημοφιλία της θέσης αυτή είναι απολύτως ερμηνεύσιμη. Ας φύγουν από δω κι ας πάνε όπου θέλουν, σκέφτεται η πλειοψηφία. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που η θέση αυτή δεν υιοθετείται μόνο από την Αριστερά αλλά από ένα πολύ ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων (ακόμα και ο ΛΑΟΣ την υποστηρίζει). Ωστόσο, πρόκειται για μία εξαγγελία ανεφάρμοστη με τα σημερινά δεδομένα.
Καταρχάς, είναι αρκετά ασαφές τι ακριβώς εννοούμε, δηλαδή ποια θα μπορούσαν να είναι τα περίφημα αυτά ταξιδιωτικά έγγραφα.
Αν με την αναφορά αυτή εννοούμε τα εισιτήρια για επιστροφή στη χώρα καταγωγής τους, είναι προφανές ότι αυτό ήδη γίνεται από διεθνείς οργανισμούς, αλλά φαίνεται να ενδιαφέρει πολύ λίγους.
Αν όμως εννοούμε τη χορήγηση εγγράφων που επιτρέπουν τη νόμιμη εγκατάσταση των μεταναστών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τότε θα πρέπει να διευκρινίσουμε ορισμένα πράγματα. Η δυνατότητα παραμονής σε μια χώρα και η απόκτηση άδειας παραμονής σε αυτή διέπεται, καταρχάς, από το εθνικό δίκαιο κάθε χώρας. Επομένως, η Ελλάδα δεν μπορεί καταρχάς να εξασφαλίσει τη νόμιμη εγκατάσταση των μεταναστών σε άλλη χώρα, ακόμα και αν απονείμει κάποιο καθεστώς νόμιμης παραμονής σε αυτούς. Δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης σε όλη την ΕΕ έχουν μόνο οι κάτοχοι της κοινοτικής άδειας του «επί μακρόν διαμένοντος», που, όπως θα δούμε παρακάτω, αποκτιέται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Αν εννοούμε τη χορήγηση πολιτικού ασύλου ή καθεστώτος επικουρικής προστασίας σε όλους τους αιτούντες άσυλο με σκοπό, εν συνεχεία, την αναχώρησή τους από τη χώρα, τότε πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα: α) προϋπόθεση είναι όχι η χορήγηση «ταξιδιωτικών εγγράφων» γενικώς, αλλά η αναγνώριση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα ή του δικαιούμενου επικουρικής προστασίας στην Ελλάδα, β) αυτή η πολιτική λογικά θα έχει ως συνέπεια πολλοί από τους δικαιούμενους διεθνή προστασία να μην επιλέξουν να μετακινηθούν προς την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά να παραμείνουν –νόμιμοι  πια– στη χώρα που τους πρόσφερε προστασία, δηλαδή στην Ελλάδα και γ) ότι η μαζική και χωρίς διάκριση παροχή διεθνούς προστασίας, με υπόρρητο στόχο τη μετεγκατάσταση στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, θα εγείρει αντιρρήσεις από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και θα απαιτηθούν συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τη συζήτηση για την καταγγελία της συνθήκης «Δουβλίνο ΙΙ».  Μια μονομερής πράξη καταγγελίας της σύμβασης θα έχει ως άμεση συνέπεια την αναστολή της ισχύος της συνθήκης Σένγκεν για την Ελλάδα, την άρνηση δηλαδή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών να δεχτούν τους επίδοξους αιτούντες άσυλο στο έδαφός τους, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να εγκλωβιστούν και πάλι στην Ελλάδα. Δώρον άδωρον, λοιπόν.
Τι προτείνουμε λοιπόν;

Υποστηρίζω ότι, αντί να προτείνουμε λύσεις, μάλλον ανεφάρμοστες, για τον τρόπο που θα διώξουμε αυτούς τους ανθρώπους από την Ελλάδα, προκειμένου να ακουγόμαστε ευχάριστοι, είναι καλύτερο, πιο ρεαλιστικό και πιο αριστερό να σκεφτούμε κάποια πράγματα που θα μπορούσε να κάνει αμέσως μια κυβέρνηση της Αριστεράς, για να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων αυτών στην Ελλάδα. Μαζί θα βελτιωθεί και η ζωή των Ελλήνων, ας μην αμφιβάλλουμε γι’ αυτό. Για όσους εξάλλου επιθυμούν τη μετεγκατάσταση στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ –και αυτοί είναι, πράγματι, πολλοί– είναι δυνατές και αναγκαίες κάποιες νομοθετικές και πρακτικές παρεμβάσεις, που ωστόσο προϋποθέτουν την παραμονή των ενδιαφερομένων στην Ελλάδα για  ικανό χρονικό διάστημα.
Επισημαίνω, παραδειγματικά, πέντε συγκεκριμένα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει αμέσως μια κυβέρνηση της Αριστεράς για να βελτιώσει άμεσα τη  ζωή των αλλοδαπών.
1. Από το 2005, μετά τον Νόμο 3386/2005, δεν έχει υπάρξει καμία διαδικασία νομιμοποίησης των αλλοδαπών που ζουν στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα είναι το γεγονός ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να νομιμοποιηθούν όλοι όσοι ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 2005. Για να είμαστε ακριβείς, με τον Νόμο 3907/2011 θεσπίστηκε η δυνατότητα να καταθέσει αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους όποιος μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη βιοτικών δεσμών με τη χώρα και τη διαμονή του σε αυτή εδώ και 10 χρόνια. Όμως η κατάθεση αίτησης για εξαιρετικούς λόγους δεν έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση βεβαίωσης «τύπου Α», με αποτέλεσμα ο αιτών να μη θεωρείται ότι διαμένει νόμιμα στη χώρα, να κινδυνεύει με απέλαση, να μην έχει τη δυνατότητα εργασίας ούτε ταξιδιού στη χώρα καταγωγής του ή οπουδήποτε αλλού. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο χρόνος εξέτασης της αίτησης φτάνει συνήθως τα τρία χρόνια, επιτείνει το πρόβλημα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε είτε να θεσπίσει μια νέα διαδικασία νομιμοποίησης αντίστοιχη των νόμων 2910/2001 και 3386/2005 είτε  να μειώσει τον χρόνο διαμονής στη χώρα που απαιτείται για την κατάθεση αίτησης για χορήγηση άδειας εξαιτίας εξαιρετικών λόγων — και ταυτόχρονα να θεσπίσει τη χορήγηση βεβαίωσης «τύπου Α», μεριμνώντας και για τη συντόμευση του χρόνου εξέτασης του αιτήματος. Τα παραπάνω φαίνονται τεχνικά και άχαρα, αλλά θα έδιναν πρακτική λύση στα προβλήματα νόμιμης διαμονής δεκάδων χιλιάδων αλλοδαπών συμπολιτών μας.
2. Αρκετές χιλιάδες αλλοδαποί συμπολίτες μας έχασαν τη δυνατότητα ανανέωσης της άδειας παραμονής τους είτε λόγω έλλειψης του αναγκαίου από τον νόμο αριθμού ενσήμων είτε λόγω ανεπαρκούς οικογενειακού εισοδήματος. Μια λογική και ανθρώπινη λύση θα ήταν η (περαιτέρω) μείωση του αριθμού των ενσήμων που απαιτούνται για την ανανέωση της άδειας διαμονής –λύση που σύμφωνη και με τα δεδομένα της οικονομικής κρίσης– και η κατάργηση της απαίτησης ορισμένου εισοδήματος για την ανανέωση της άδειας διαμονής των προστατευόμενων μελών της οικογένειας.
3. Έγραψα προηγουμένως ότι η χορήγηση άδειας παραμονής σε μια χώρα είναι «καταρχάς» ζήτημα του εθνικού της δικαίου. Ωστόσο, υπάρχει η κοινοτική οδηγία 2003/109/ΕΚ, η οποία προβλέπει την υποχρέωση των κρατών-μελών της Ε.Ε. να καθιερώσουν μια «κοινοτική» άδεια παραμονής, αυτή του «επί μακρόν διαμένοντος», που παρέχει στον υπήκοο της τρίτης χώρας δικαίωμα εργασίας και εγκατάστασης σε όλη την Ε.Ε. μετά από πενταετή νόμιμη διαμονή σε μια χώρα της Ε.Ε. Η χώρα μας κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έθεσε ως προϋπόθεση για την απονομή της άδειας του «επί μακρόν διαμένοντος» την απόκτηση, με εξετάσεις, πιστοποιητικού ελληνομάθειας. Με το πρόγραμμα «Οδυσσέας» οργανώθηκαν τα αντίστοιχα μαθήματα ελληνομάθειας. Σήμερα, ήδη εδώ και δύο χρόνια, το πρόγραμμα «Οδυσσέας» έχει σταματήσει. Αποτέλεσμα είναι ότι δεν χορηγούνται πλέον πιστοποιητικά ελληνομάθειας, και ως εκ τούτου ούτε άδειες «επί μακρόν διαμένοντος» σε όσους το δικαιούνται. Επομένως, η χώρα μας δεν εφαρμόζει τη μόνη πρακτική δυνατότητα που έχει προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στους μετανάστες να εγκατασταθούν σε κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε.
4. Η Ελλάδα, επιπλέον δεν έχει ενσωματώσει στο εσωτερικό της δίκαιο τη σχετικά πρόσφατη ευρωπαϊκή Οδηγία που παρέχει τη δυνατότητα στους πολιτικούς πρόσφυγες να λάβουν την παραπάνω άδεια του «επί μακρόν διαμένοντος». Έτσι, ακόμα και αν αναγνωριστούν όλοι οι αιτούντες άσυλο ως πολιτικοί πρόσφυγες, απαιτείται νομοθετική ρύθμιση προκειμένου να μπορούν να μετεγκατασταθούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η ενσωμάτωση λοιπόν της Οδηγίας είναι ένα πρώτο σημαντικό βήμα που πρέπει να γίνει στην κατεύθυνση αυτή.
5. Με τον Νόμο 3907/2011 ιδρύθηκε ανεξάρτητη Υπηρεσία Ασύλου προσφύγων. Πρόκειται για μια θετική ρύθμιση, που όμως παραμένει κενό γράμμα μια και η υπηρεσία (που θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει τη λειτουργία της από την 26.1.2012 δεν λειτουργεί, ελλείψει χρημάτων και προσωπικού. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έθετε ως προτεραιότητα τη λειτουργία της υπηρεσίας. Τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ σημαντικά. Ήδη η λειτουργία των ανεξάρτητων δευτεροβάθμιων Επιτροπών Προσφυγών, την τελευταία διετία, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση των ποσοστών αποδοχής αιτημάτων πολιτικού ασύλου (από το 0,02% του 2008 στο 12,5% σήμερα).
Θα μπορούσα να συνεχίσω με περισσότερες προτάσεις. Δεν  το κάνω, χάριν συντομίας. Το νόημα όσων υποστηρίζω είναι ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, θεσπίζοντας τα παραπάνω και άλλα πολλά χωρίς, να φοβάται τη σύγκρουση με την ξενοφοβική δεξιά. Ας σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω δεν απαιτούν πολλά χρήματα. Ακριβέστερα: τα χρήματα που απαιτεί η υλοποίησή τους είναι λιγότερα από αυτά που διατίθενται για την άρση των παρενεργειών της έλλειψής τους.
Όταν λοιπόν γινόμαστε πιο συγκεκριμένοι, δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε τη συζήτηση για το μεταναστευτικό. Και  είναι προτιμότερη η αναζήτηση τέτοιου είδους λύσεων από την επαγγελία μαγικών λύσεων, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.
Ας θυμόμαστε ότι η Αριστερά, υποστηρίζοντας τη νομιμοποίηση των μεταναστών, υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ασφάλεια. Η πιο αποτελεσματική υπεράσπιση του δικαιώματος αυτού είναι η νομιμότητα και η εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλο τον πληθυσμό, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Η παρανομία και η εξαθλίωση τρέφει την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Μια κοινωνία ασφαλής είναι μια κοινωνία χωρίς παράνομους ανθρώπους, αλλά και μια κοινωνία που δεν πεινάει. Αυτή η στάση θα πρέπει βέβαια να λαμβάνει μέριμνα για την ασφάλεια αλλά και την επίλυση πρακτικών προβλημάτων (συσσίτια, στέγαση) στις περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα συνύπαρξης και έντασης. Τέλος, η Αριστερά πρέπει να θέσει στο στόχαστρο «την αποτελεσματική πάταξη των κυκλωμάτων σύγχρονης δουλείας trafficking γυναικών παιδιών, ανδρών κλπ.», όπως ανέφερε το πρόγραμμά μας, χωρίς βέβαια να ξεχνά τη ρατσιστική βία που ολοένα φουντώνει.
Για το μεταναστευτικό ζήτημα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η γνώμη μου είναι ότι όταν τα αναλυτικά μας εργαλεία αδυνατούν να μας εξασφαλίσουν μια λύση χωρίς προβλήματα, για τους αριστερούς ο δρόμος δεν μπορεί παρά να είναι να επιλέγουν εκείνη τη λύση που είναι περισσότερο συμβατή με τον διεθνισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αλληλεγγύη των εργαζομένων. Κάνοντας αυτή την επιλογή, νομίζω ότι από όλα τα ενδεχόμενα λάθη κάνουμε το μικρότερο.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος, μέλος της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών.
58

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση