Φιλιά εις τα Παιδιά (2011) του Βασίλη Λουλέ | από 7 Φεβρουαρίου 2013 στους κινηματογράφους

Φιλιά εις τα Παιδιά (2011) του Βασίλη Λουλέ | από 7 Φεβρουαρίου 2013 στους κινηματογράφους

FILIA EIS TA PAIDIA

Πέντε παιδιά που μεγάλωσαν απότομα. Η Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ και ο Μάριος πέρασαν τη ζωή τους κουβαλώντας πάντα μαζί τη μνήμη χιλιάδων παιδιών. Εκείνων που δεν πρόλαβαν ποτέ να μεγαλώσουν. Η ταινία παρακολουθεί αυτά τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως πολύτιμα προσωπικά τους ντοκουμέντα – ένα παιδικό ημερολόγιο, φωτογραφίες και οικογενειακά φιλμάκια– τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα, σκιαγραφείται η ζωή των Εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας πριν τον Πόλεμο και αποκαλύπτονται σπάνιες εικόνες της κατεχόμενης Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μέσα από κινηματογραφικά αρχεία, ερασιτεχνικές ταινίες Γερμανών στρατιωτών και παράνομες λήψεις Ελλήνων πατριωτών.

-Η έρευνα για την ταινία ξεκίνησε το 2006, με αφορμή την έκθεση μαρτυριών και ντοκουμέντων “Κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής” του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος. -Τα γυρίσματα έγιναν στο χρονικό διάστημα 2007-2009 στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Χανιά & στο Άουσβιτς της Πολωνίας. -Η παραγωγή έγινε με τη συνεργασία, υποστήριξη και οικονομική ενίσχυση αρκετών φορέων, Μουσείων και Ιδρυμάτων της Ελλάδας και του εξωτερικού.

115 λεπτά, έγχρωµο, Ελληνικά Σενάριο – Σκηνοθεσία: Βασίλης Λουλές Έρευνα: Βασίλης Λουλές, Ρέα Αποστολίδη Με τη συνεργασία του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος Φωτογραφία: ∆ηµήτρης Κορδελάς Μοντάζ: Βασίλης Λουλές, Χρόνης Θεοχάρης, Γιάννης Κατσάµπουλας Πρωτότυπη µουσική: Νίκος Κυπουργός Παραγωγή: MASSIVE PRODUCTIONS, ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΕΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, ΕΡΤ

Με την ενίσχυση: Ι∆ΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΛΑ∆ΟΣ,  AMERICAN SEPHARDI FEDERATION, THE AMERICAN FRIENDS OF THE JEWISH MUSEUM OF GREECE, TASK FORCE FOR INTERNATIONAL COOPERATION ON HOLOCAUST EDUCATION, REMEMBRANCE,  AND RESEARCH (I.T.F.)

Παραχώρηση αρχειακού υλικού: ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΑ∆ΟΣ, ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ, ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΤΟΥ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ UNITED STATES HOLOCAUST MEMORIAL MUSEUM

Χορηγοί: ΑΝΕΚ LINES, DIRENT, PORTO PALACE HOTEL Θεσσαλονίκη Mε τη δηµιουργική συµβολή: STORYDOC – Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο για το Ντοκιµαντέρ

∆ιανοµή: Carousel Films

FILIA EIS TA PAIDIA 2

Βραβεία:

Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας 2011: – 2ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ – ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ – ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους 2011: – ΒΡΑΒΕΙΟ της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής για το ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ – ΒΡΑΒΕΙΟ της Κριτικής Επιτροπής των παιδιών για το ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

“Αγών”- Διεθνής Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας 2012, Αθήνα – ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής – ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ

Greek Film Festival Chicago, USA, 2012 – ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ

ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2011

vassilis loules
Βασίλης Λουλές

Ο Βασίλης Λουλές είναι σκηνοθέτης ταινιών μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και Κινηματογράφο στη Σχολή Χατζίκου. Συνεργάστηκε για χρόνια με την ΕΡΤ ως Συντονιστής στο πρόγραμμα ταινιών μικρού μήκους μικροφίλμ και με το Κινηματογραφικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών στην ταξινόμηση παλαιών κινηματογραφικών επικαίρων. Οι ταινίες του τιμήθηκαν με βραβεία, έλαβαν μέρος σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού, μεταδόθηκαν από ξένα και ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια, συμπεριλήφθηκαν σε ελληνικά και διεθνή αφιερώματα και χρησιμοποιούνται ως εκπαιδευτικό υλικό σε σχολές και Πανεπιστήμια.

Φιλμογραφία (επιλογή) 2011 Φιλιά εις τα παιδιά ντοκιμαντέρ 115’

2005 Συναντήσεις με τη μητέρα μου Λέλα Καραγιάννη ντοκιμαντέρ 29’

2000 Ένας λαμπερός ήλιος μυθοπλασία 36’

1999 Ελευσίνα, ιστορίες στον απόηχο των μηχανών ντοκιμαντέρ 30’

1996 Μετέωρα-Πίνδος, οδοιπορικό ντοκιμαντέρ 93’

1993 Ο Αμερικάνος μυθοπλασία 39’ 1990

Απών μυθοπλασία 15’

Τα παιδιά που έμειναν παιδιά Ο Βασίλης Λουλές ετοίμασε ένα αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ – ντοκουμέντο σπαραγμού – που δεν μπορώ να το περιγράψω άλλο. Γιατί με διαλύει. Με κάνει να ντρέπομαι που βλέπω. Γιώργος Χρονάς Συγγραφέας

Το ντοκιμαντέρ του Λουλέ μέσα από τις συγκινητικές ιστορίες των πέντε διασωθέντων παιδιών επαναφέρει και κάποιες αξίες που πρέπει να ξαναβρούμε, όπως αυτές της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, που πρόσφεραν κάποιοι άνθρωποι στους Εβραίους και μερικοί το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Βασίλης Βασιλικός Συγγραφέας

Όλες αυτές οι μικρές ανεπίσημες ιστορίες που προέρχονται από τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις της παιδικής ηλικίας σπάνια αποτελούν μέρος επίσημων ιστορικών πηγών. Ακόμα περισσότερο δεν ανιχνεύονται σε ακαδημαϊκά ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με το να “εκπαιδεύσουν” το κοινό τους για μείζονα ιστορικά ζητήματα μέσα από ένα μονοφωνικό εξουσιαστικό λόγο. Ο Λουλές κατορθώνει να ανυψώσει το φαινομενικά ασήμαντο στο επίπεδο του ουσιώδους και του πρωταρχικού. Φέρνοντας στο κέντρο του αφηγηματικού ιστού της ταινίας τις αισθήσεις, τους ήχους, το παιχνίδι, τη σημασία της ανθρώπινης επαφής στην εμπειρία των επιζησάντων αποκαλύπτει μία νέα εικόνα της ελληνικής Ιστορίας, αναφορικά με την εμπειρία των Ελλήνων Εβραίων. Εύα Στεφανή Σκηνοθέτις- Καθηγήτρια

FILIA EIS TA PAIDIA 1

Στην πολυβραβευµένη ταινία-ντοκιµαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά», του Βασίλη Λουλέ, µιλούν τρεις γυναίκες και δύο άντρες που επί Κατοχής ήταν παιδιά 5 έως 11 χρόνων. Καλεσµένος στο µεταπτυχιακό µου σεµινάριο, ο σκηνοθέτης συνοµίλησε µε νέους ιστορικούς για το πώς µπορεί να γίνει µια ταινία για το Ολοκαύτωµα, στην οποία πρωταγωνιστές δεν είναι επιζήσαντες του Άουσβιτς, αλλά κρυµµένα παιδιά, µια κατηγορία άγνωστη στον πολύ κόσµο. Σκόπιµα θέλησε να εστιάσει σε αυτή την οµάδα θυµάτων της ναζιστικής λαίλαπας, σε ανθρώπους δηλαδή που έζησαν µήνες, χρόνια στη σκιά, αποτραβηγµένοι στην παρανοµία, ξεριζωµένοι. Συµπατριώτες χριστιανοί τούς έκρυψαν µε κίνδυνο ζωής. Η Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο, η δική µας Άννα Φρανκ -αφού δραπέτευσε από το γκέτο (όπου «δεν υπήρχε παιχνίδι»)-, έµεινε 548 ηµέρες, ατέλειωτες, κρυµµένη σε διαµέρισµα της Θεσσαλονίκης. ∆εν τολµούσε να κάνει θόρυβο, µόνο τα βράδια κρυφοκοίταγε από το παράθυρο τους δρόµους, την «εκκαθαρισµένη» από το εβραϊκό στοιχείο πόλη. Να φανταστούµε την αδυσώπητη σιωπή, το ανοίκειο σκοτάδι στο οποίο εξαναγκάζονταν να ζουν, µακριά από φίλους και συγγενείς, αφού οι περισσότεροι είχαν απαχθεί στο Άουσβιτς. «Από τη δική µου οικογένεια», επισηµαίνει άλλη Θεσσαλονικιά µάρτυρας, «χάθηκαν 23 άτοµα»… Αργότερα, τα κρυµµένα παιδιά ένιωθαν ως «µόνοι επιζώντες», αφού ελάχιστοι οµόθρησκοί τους επέστρεψαν από τα κολαστήρια, και αυτοί κατά κανόνα σιωπούσαν για την ακραία εµπειρία. Στο τέλος του ντοκιµαντέρ, ο Μάριος Σούσης σεργιανίζει την εγγονή του, µαζεύουν λουλούδια και της εκµυστηρεύεται το κρυφό µήνυµα του λιγότερο εντυπωσιακού, του χαµοµηλιού: έχει θεραπευτικές ικανότητες. Ο ίδιος τις είχε δοκιµάσει ως παιδί, µαζεύοντας χαµοµήλια για να γιατρευτεί ο µπαµπάς όταν θα παλιννοστούσε άρρωστος από το (ατέρµονο) ταξίδι – όπως τον παρηγορούσε η γιαγιά, εµφυσώντας του τη ζωτική ελπίδα… Τώρα παραδίδει τη σκυτάλη.

Γεφυροποιοί

Έτσι, τα άλλοτε κρυµµένα παιδιά αποδεικνύονται γεφυροποιοί, µε πολλαπλή έννοια: γέφυρες µνήµης ανάµεσα στις γενιές, γέφυρες κατανόησης µεταξύ Εβραίων και µη, ακόµη και γέφυρες προσέγγισης και συµφιλίωσης µε τους απογόνους των θυτών. Ο σκηνοθέτης δεν ήθελε άλλη µια δραµατική ταινία για το Ολοκαύτωµα, θέλησε να επικεντρωθεί στον υπόκωφο τρόµο και στον αποκλεισµό που τα παιδιά βίωναν µέσα σε συνθήκες έσχατης ανωµαλίας. ∆εν εκβιάζεται το συναίσθηµα, ενώ οι αφηγητές µιλούν ήρεµα, µε απέριττη αµεσότητα. Καταφαίνεται η γενναιότητα των ανθρώπων, των (όχι µόνο κατ’ όνοµα) χριστιανών που ρίσκαραν τη ζωή τους βοηθώντας αυτά τα παιδιά. Ταυτόχρονα, σκιαγραφείται η συνεχιζόµενη φθορά των εβραϊκών κοινοτήτων της χώρας και µετά την Απελευθέρωση. Η κανονικότητα της ζωής είχε χαθεί, τίποτα δεν ήταν πλέον το ίδιο, και αυτό αναδεικνύεται µε ποιοτικό τρόπο στην ταινία. Εντούτοις, η Ροζίνα Πάρδο διασαφηνίζει: «Έχω απαλλαγεί πια από το µίσος. Μισώ µόνον αυτούς που πάνε να µιµηθούν ΕΚΕΙΝΟΥΣ». Η Ροζίνα χτίζει γέφυρες. Αλλά όχι γι’ αυτούς που καραδοκούν να τις γκρεµίσουν. Χρέος να επαγρυπνούµε όλοι.

Χάγκεν Φλάϊσερ Ιστορικός – Καθηγητής Ιστορίας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27 -2 – 2013

FILIA EIS TA PAIDIA 4

Τα πέντε πρόσωπα, που µε τις µαρτυρίες τους διαµορφώνουν τον πυρήνα του φιλµ, είναι απίστευτα ελκυστικά. Μιλούν µε συναίσθηµα, ευφυΐα και αξιοπρέπεια, τα λόγια τους φανερώνουν ένα γοητευτικό ψυχολογικό βάθος. Συχνά, όσα δεν ανακαλούν ή πράγµατα για τα οποία δεν µπορούν να µιλήσουν, αποδεικνύονται εξ ίσου αποκαλυπτικά µε αυτά που θυµούνται και συζητούν. Οι προσωπικές τους περιγραφές επιβίωσης προσθέτουν µια ανεξίτηλη πινελιά ανθρωπιάς στην ιστορία, καλύπτοντας ένα ευρύ θεµατικό φάσµα, από την κοινωνική αποµόνωση ως την ενοχή του επιζήσαντα. Τα τραγούδια, το ηµερολόγιο εγκλωβισµού, η έκθεση ενός νεαρού θύµατος για τα καράβια, όλα αυτά, αποδεικνύονται εξαιρετικά επιδραστικά ντοκουµέντα προσωπικών ιστοριών, εµπλουτίζοντας αυτή τη συγκινητική ταινία. Το φιλµ είναι πανέµορφα σκηνοθετηµένο, µε κάµερα ευαίσθητη στις λεπτές αποχρώσεις των αφηγήσεων και των κινήσεων των πέντε επιζώντων. Συνολικά, το φιλµ µας γεµίζει µε ικανοποίηση καθώς τελικά αποτελεί µια κατάφαση στη ζωή. Ενώ οι εµπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρέασαν, ακόµα και καθόρισαν την ενήλικη ζωή των πέντε προσώπων, η ζωή συνεχίζεται και µια νέα γενιά ανθίζει για να θυµάται αυτούς που θυσιάστηκαν.

 James DeMetro ∆ιευθυντής του New York Greek Film Festival

Ο προφορικός λόγος που εκφέρουν οι επιζήσαντες της ναζιστικής θηριωδίας, ο οποίος εναλλάσσεται µε σπάνιο υλικό αρχείου επιδέξια µονταρισµένο, είναι λόγος αποσταγµένος, χωρίς τίποτε το περιττό, µόνο µε την απολύτως αναγκαία πληροφορία, απογυµνωµένος από οποιοδήποτε στολίδι και όµως λόγος µε θυµικό και θερµοκρασία, λόγος εν τέλει απόλυτης διαύγειας και ευγένειας. Ο Λουλές έχει τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του µέσων. Με τις γωνίες λήψης, τα κάδρα, το µοντάζ και τη χρήση της µουσικής φράσης που συχνά µένει µετέωρη και υπαινίσσεται, ορίζει τη δοσολογία του συναισθήµατος, αποκρούει τους κινδύνους του µελοδραµατισµού, µε λιτά µέσα ανασύρει και φέρνει στην επιφάνεια, ανεπηρέαστος από υπερβολές και προκαταλήψεις την ουσία της κινηµατογραφικής αφήγησης. Η επιδέξια οργανωµένη δοµή της ταινίας έχει κάτι από την γεωµετρική και κατασκευαστική τελειότητα ιστού αράχνης. Ο σκηνοθέτης υφαίνει τον φιλµικό λόγο µε νήµατα ισχυρά και σχεδόν αόρατα, που οδηγούν τον θεατή και τον αιχµαλωτίζουν ακριβώς µέσα στον πυρήνα και το κέντρο του Γεγονότος.

Λευτέρης Ξανθόπουλος Σκηνοθέτης – Συγγραφέας

FILIA EIS TA PAIDIA 3

Σκέψεις για την ταινία Φιλιά εις τα παιδιά

Η ταινία Φιλιά εις τα παιδιά, του Βασίλη Λουλέ, είναι ένα ντοκιµαντέρ το οποίο καταγράφει τις παιδικές αναµνήσεις Εβραίων από τον καιρό της γερµανικής κατοχής. Οι πέντε πρωταγωνιστές της ταινίας, ηλικιωµένοι πλέον, µιλούν για το χρονικό διάστηµα που πέρασαν κρυµµένοι σε σπίτια χριστιανών και παίρνοντας χριστιανικά ονόµατα για να σωθούν από το διωγµό των ναζί. Στην ταινία, τα βιώµατα όσων έζησαν τον πόλεµο -το αίσθηµα του κυνηγηµένου, ο φόβος και η αγωνία για την άγνωστη κατάληξη, η ευθύνη για τους δικούς τους, το πένθος- αποκτούν πρόσωπο και όνοµα. Έχει νόηµα να τους ακούσουµε γιατί τα ζητήµατα που τίθενται από την αφήγηση των αναµνήσεών τους είναι δυστυχώς πάντοτε επίκαιρα. Με τον τρόπο τους προτρέπουν τις µεταγενέστερες γενιές να τα τοποθετήσουν στη νέα πραγµατικότητα που διαµορφώθηκε στα χρόνια που ήρθαν, τόσο µέσα στην προσωπική όσο και στη µεγάλη ιστορία. Ο ψυχισµός του καθένα, η έκφραση, η εκφορά του λόγου είναι ο προσωπικός τους τρόπος να εκτίθενται στο ανώνυµο κοινό. Οι µαρτυρίες τους είναι µοναδικές από κάθε άποψη, ακόµα και εάν επαναλαµβάνουν καταστάσεις και συναισθήµατα που έχουν αναφερθεί πολλές φορές. Καθένας τους φτιάχνει στην ταινία τη δική του µυθοπλασία, ένα προσωπικό σενάριο το οποίο εγκιβωτίζεται στο σενάριο του σκηνοθέτη. Οι γυναίκες: Η Σέλλυ αφηγείται ζωηρά εκείνη την περίοδο της ζωής της σαν περιπέτεια, η Ευτυχία στοχαστική και ήρεµη µιλάει αργά σαν να θέλει να σιγουρευτεί ότι καταλαβαίνουµε καλά τι έγινε, η Ροζίνα µε στακάτη φωνή και ενήλικη δύναµη αντιδιαστέλλει µε τη σηµερινή µατιά το παιδικό της ηµερολόγιο. Οι άντρες: Ο Μάριος, κρατώντας στο ένα χέρι το τελευταίο σηµείωµα του πατέρα του και στο άλλο την εγγονή και λουλούδια αντισταθµίζει το πένθος µε τη ζωή, ο Σήφης µετουσίωσε τη σωτηρία του σε ποίηση αποτίοντας φόρο τιµής στους επιβάτες του πλοίου Ταναΐς, στο οποίο αυτός, από καλή του τύχη, δεν είχε επιβιβαστεί. Ακούγοντας και βλέποντας τους πέντε µάρτυρες που υπέστησαν ως παιδιά το βίαιο εγκλεισµό που τα έσωσε, αναλογιζόµαστε ότι καθένας από εµάς µπορεί να γίνει µια ψηφίδα ιστορίας. «Αν δεν έχεις φωτογραφίες, τα πάντα σβήνονται…» λέει κάποια στιγµή η Ευτυχία. Οι φωτογραφίες τους εκείνων των χρόνων, όπως και τα τραγούδια που τραγουδούν στην ταινία, είναι τα µέσα που βοηθούν την ανάκληση των αναµνήσεων. Κρατούν τις φωτογραφίες και «παρατηρούν» τον παιδικό τους εαυτό από την απόσταση που δηµιούργησε ο χρόνος, τραγουδούν και αναπολούν µε τρυφερότητα την παιδική ηλικία που παρήλθε, όσο κι αν τη βίωσαν τραυµατικά. Η αφήγηση των αναµνήσεων µοιάζει µε ιντερµέτζο µέσα στη διάρκεια και στη νοητή οµαλότητα της ζωής. Η «παρατήρηση» του παιδικού εαυτού αγγίζει συναισθηµατικά το θεατή καθώς εγγράφει στιγµές που ενώ, σε πρώτο άκουσµα, φαίνονται ασήµαντες, επιβεβαιώνουν τη σταθερότητα µιας κανονικότητας και συνδέουν το δραµατικό διάλειµµα µε το πριν από τον πόλεµο και µε το παρόν. Κυρίως όµως µετατρέπουν τους αγνώστους της ταινίας σε οικείους. Αυτή η οικειότητα µε τους αφηγητές δηµιουργεί ανησυχία σ’ εµάς τους θεατές, ανησυχία που µεταφράζεται σε σκέψεις και ερωτηµατικά. Ούτε στη θέση τους µπορούµε να µπούµε ούτε να ταυτιστούµε. Σκέφτοµαι, ότι µαζί µε τους συντελεστές της ταινίας, µας καλούν να γίνουµε µέρος της κοινότητας εκείνων που θεωρούν ότι όλα όσα συνέβηκαν δεν είναι τελειωµένες ιστορίες και πως η γνώση του παρελθόντος µπορεί να ρίξει φως στο παρόν.

Οι κουβέντες για το φόβο και την αγωνία έρχονται κι επανέρχονται, αλλού φωναχτές και αλλού κρυµµένες επηρεάζουν δραµατικά τη φωνή. Το σήµερα και το τότε είναι δυο χρόνοι που περιπλέκονται, οι αναµνήσεις φιλτράρονται από την ευτυχή έκβαση της προσωπικής τους ιστορίας, γιατί η δύναµη για ζωή -τα πάρτι, ο γάµος, τα παιδιά που γεννήθηκαν- σκέπασε επιφανειακά τα τραύµατα και µαζί το πένθος. Όσο ο έξω κόσµος αναστατωνόταν από τα τροµερά γεγονότα, τα κρυµµένα παιδιά φαίνεται ότι ζούσαν αποκοµµένα µια παράξενη ζωή. Η Ροζίνα, στο σπίτι δίχως ήχους, κατέγραφε στο µαθητικό της τετράδιο συναισθήµατα και γεγονότα. Ο Μάριος, παιδί της πόλης, ανακάλυψε τη φύση κι ανακουφίστηκε στην αγκαλιά της. Η Σέλλυ ενηλικιώθηκε στα εννιά, ταξιδεύοντας µόνη από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα και παίρνοντας πολλές φορές τη θέση των γονιών της που κινδύνευαν. Η Ευτυχία θυµάται µικρά περιστατικά, όπως «φορούσα…», «παίξαµε στην καρυδιά…», «τρώγαµε και τραγουδούσαµε…». Ο Σήφης δεν αναρωτιόταν για τίποτα παρά γαντζωνόταν ασυνείδητα στην παραµάνα που αντιπροσώπευε γι’ αυτόν όσα είχε ζήσει µέχρι το χωρισµό από την οικογένειά του. Ήταν αφύσικη η ζωή τους; Και ναι και όχι. ∆εν έπαψαν να παίζουν, όµως επινόησαν καινούρια παιχνίδια ή προσάρµοσαν αυτά που έπαιζαν στις καινούριες συνθήκες. Το κρύψιµο και τα καινούρια ονόµατα, Μάριος/Κωστάκης, Ροζίνα/Ρούλα, Σέλλυ/Καίτη -τα δέχτηκαν άραγε αδιαµαρτύρητα; Η µήπως αυτή η νέα ζωή φαινόταν σ’ εκείνα τα παιδιά σαν µια φυσιολογική συνθήκη εξαιτίας του πολέµου; Τα παιδιά προσαρµόζονται και µπορούν να δεχτούν ευκολότερα από τους µεγάλους µια νέα πραγµατικότητα η οποία αντικαθιστά την προηγούµενη κανονική ζωή τους. Ο νοµπελίστας Ίµρε Κέρτες, ο οποίος εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου στα δεκατέσσερα, λέει ότι η ζωή στο στρατόπεδο του φαινόταν φυσική γιατί έτσι ήταν εκεί. Η απουσία χρώµατος στις θολές εικόνες των ντοκουµέντων, στα αποσπάσµατα από κινηµατογραφηµένες οικογενειακές σκηνές, στις φωτογραφίες, συνθέτουν το πλαίσιο της εποχής: ένα πλαίσιο άλλοτε απειλητικό και στενόχωρο, άλλοτε ίσως και καθησυχαστικό γιατί τελικά «έτσι ήταν… έτσι ήµασταν και ζήσαµε». Σε άλλες στιγµές της ταινίας η πολυχρωµία της φύσης και ο ανοιχτός ορίζοντας ελαφραίνουν τις αναµνήσεις.

Το µετά τον πόλεµο

Το πιο τροµερό γι’ αυτά τα παιδιά ήταν το «µετά τον πόλεµο», όταν µε την αόριστη κουβέντα «τους δικούς µας τους πήραν οι Γερµανοί» συνειδητοποίησαν πως κόπηκε απότοµα η συνέχεια της οικογένειας. Οι εξηγήσεις τούς δόθηκαν πολύ αργότερα. Τα παιδιά θέλουν να ζουν µε βεβαιότητες. Πόσο αναστατώθηκαν και πώς βρήκαν καινούριες βεβαιότητες; Εντέλει, ποιες είναι οι δικές µας βεβαιότητες όταν σκεφτόµαστε την ταινία;

Μαρίζα Ντεκάστρο Συγγραφέας

Πηγη:http://camerastyloonline.wordpress.com/2013/02/07/filia-eis-ta-paidia-tou-vassili-loule/

320

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση