Δεν µου κάνεις, δεν µου κάνεις
Πια, µαύρο παπούτσι
Που µέσα του έζησα σαν πόδι
Για τριάντα χρόνια, φτωχό κι αγνό,
Μόλις τολµώντας ν’ αναπνεύσω ή να φταρνιστώ.
*
Πατερούλη, έπρεπε να σ’ είχα σκοτώσει.
Πέθανες πριν προλάβω –
Βαρύ µάρµαρο, τσουβάλι γεµάτο από Θεό,
Τροµακτικό άγαλµα µ’ ένα γκρίζο δάχτυλο ποδιού
Τεράστιο σαν φώκια του Φρίσκο
*
Κι ένα κεφάλι στον φρικτό Ατλαντικό
Όπου βρέχει πράσινα µυαλά επάνω στο γαλάζιο.
Πέρα απ’ τα νερά του ωραίου Νουαζέτ.
Συνήθιζα να προσεύχοµαι για να σε ξαναβρώ.
Ach, du.
*
Στη γερµανική γλώσσα, στην πολωνική πόλη
Ισοπεδωµένος από τις ερπύστριες
Πολέµων, πολέµων, πολέµων.
Αλλά τ’ όνοµα της πόλης συνηθισµένο.
Ο Πολωνός φίλος µου
*
Λέει πως υπάρχουν µια ντουζίνα ή δυο.
Έτσι ποτέ δεν θα µπορούσα να πω πού
Πάτησες το πόδι σου, πού άπλωσες τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν θα µπορούσα να σου µιλήσω.
Η γλώσσα µου κολλάει στον ουρανίσκο.
*
Κολλάει σε µιαν αγκαθωτή συρµάτινη θηλιά.
Ich, ich, ich, ich.
Ήµουν σχεδόν χωρίς φωνή.
Πίστευα πως κάθε Γερµανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα αισχρή,
*
Μια ατµοµηχανή, µια ατµοµηχανή,
Με ρυµουλκούσε σαν Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα να µιλώ σαν Εβραία.
Σκέφτοµαι ότι θα µπορούσα κάλλιστα να είµαι Εβραία.
*
Τα χιόνια του Τιρόλου, η ξανθιά µπίρα της Βιέννης
Δεν είναι δα και τόσο αγνά ή αληθινά.
Με τη γύφτισσα πρόγονό µου και την παράξενη τύχη µου,
Την τράπουλα των Ταρό µου και την τράπουλα των Ταρό µου
Ίσως και να µοιάζω λίγο µε Εβραία.
*
Πάντα σε φοβόµουν,
Με τη Luftwaffe σου, τα παράσηµά σου
Και το χαριτωµένο µουστάκι σου,
Το άρειό σου βλέµµα, λαµπερό γαλάζιο.
Μηχανοκίνητε άνθρωπε, µηχανοκίνητε άνθρωπε, ω! Εσύ
*
Που δεν είσαι Θεός αλλά µια σβάστικα
Τόσο σκοτεινή που κανείς ουρανός δεν µπορεί να διαπεράσει.
Κάθε γυναίκα λατρεύει ένα Φασίστα,
Την µπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
Την κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους σαν κι εσένα.
*
Στέκεσαι στο µαυροπίνακα, πατερούλη,
Στη φωτογραφία που κρατώ από σένα,
Μια ουλή στο πηγούνι αντί στο πόδι σου
Αλλά δεν είσαι λιγότερο από διάβολος για δαύτο, όχι,
Τίποτα λιγότερο από τον µαυροντυµένο άνδρα που
*
Έσκισε την όµορφη κόκκινη καρδιά µου στα δυο.
Όταν σε θάψανε ήµουν δέκα χρονών.
Στα είκοσι αποπειράθηκα να σκοτωθώ
Και πίσω, πίσω, πίσω να γυρίσω για να σε ξαναβρώ.
Σκέφτηκα πως ακόµα και τα κόκαλα µου φτάνανε.
*
Αλλά µε τράβηξαν έξω από το σάκο,
Με συναρµολόγησαν µε κόλλα.
Και τότε ήξερα τι να κάνω.
Κατασκεύασα ένα αντίγραφό σου,
Έναν άνδρα µαυροντυµένο µε ύφος Meinkampf
*
Κι αγάπη για τον τροχό και τον κοχλία.
Κι είπα δέχοµαι, δέχοµαι.
Έτσι, πατερούλη, σε ξεπέρασα.
Τα µαύρα τηλέφωνα χαλασµένα από τη βάση τους,
Οι φωνές απλώς δεν µπορούν να βγουν απ’ τα σύρµατα.
*
Εάν σκότωσα έναν άνδρα, σκότωσα δύο –
Ο βρικόλακας που είπες ήσουν εσύ
Και µου ρούφηξες το αίµα ένα χρόνο,
Επτά χρόνια, αν θες να ξέρεις στ’ αλήθεια.
Πατερούλη, µπορείς να ησυχάσεις τώρα.
*
Υπάρχει ένα παλούκι στη χοντρή, µαύρη σου καρδιά
Και οι χωρικοί ποτέ δεν σε συµπάθησαν.
Χορεύουν και σε τσαλαπατάνε.
Πάντα ήξεραν ότι ήσουν εσύ.
Πατερούλη, Πατερούλη, κάθαρµα. Σε ξεπέρασα.
Mελοποίηση του ποιήματος Sylvia, από τους Νάνους