Οι καλοί μαθητές του Δρος Μένγκελε

Οι καλοί μαθητές του Δρος Μένγκελε

mensa_logoΡΑΤΣΙΣΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

 

Η επιστροφή της αρίας φυλής


Ξαφνιασμένα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, καταφέρθηκαν ομοθύμως πριν από τρεις βδομάδες εναντίον της εταιρίας MENSA των ΗΠΑ, η οποία τόλμησε να δημοσιεύσει τις θέσεις των μελών της που υποστήριζαν ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν έχει και δεν πρέπει να έχει θέση για τους άστεγους, τους διανοητικά καθυστερημένους, τους γέρους και τους αναπήρους. Ηταν πράγματι μια από τις λίγες περιπτώσεις που κανείς δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του. Τα ίδια τα μέλη αυτής της διεθνούς οργάνωσης τα οποία επιλέγονται ως «υψηλής νοημοσύνης» σύμφωνα με ορισμένα ειδικά τεστ, μπήκαν στην ουσία του θέματος: «Οι άστεγοι στην πλειονότητά τους είναι τόσο ηλίθιοι, τόσο οκνοί, τρελοί και αντικοινωνικοί, που δεν τους αξίζει καν να ζουν», ήταν η διατύπωση που χρησιμοποίησε ο Τζον Ιβανς, ενώ ο Τζέισον Μπρεντ υπέδειξε ως «σοβαρή την προοπτική να θανατώνονται οι αναξιοπαθούντες, οι αδύνατοι, οι ηλίθιοι και οι ανίκανοι.»

Το ελληνικό τμήμα της MENSA επιχείρησε να κρατήσει τις αποστάσεις του απ’ το αμερικάνικο ομόλογό του και απέδωσε τις ανοιχτά ρατσιστικές απόψεις σε «παρερμηνεία» του άρθρου 3 του καταστατικού της ένωσης. Τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά, αν ο «ρατσισμός των έξυπνων» ήταν απλώς η εξαίρεση και όχι ο κανόνας όπως υποστηρίζουμε εμείς. Σε παλιότερο τεύχος του «Εψιλον» έχουμε εξηγήσει ότι ολόκληρη η θεωρία των «ειδικών τεστ» που μετρούν τον «δείκτη νοημοσύνης» των ατόμων δεν είναι παρά μια κατασκευή που εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Από τις συνέπειες αυτής της κατασκευής δεν ξεφεύγουν ούτε οι αθωότερες κοινωνικές οργανώσεις που επαγγέλλονται το διαχωρισμό των πολιτών με βάση τις απαντήσεις στα «ειδικά τεστ». Ο γάλλος κοινωνιολόγος και ψυχαναλυτής Μισέλ Τορ έχει περιγράψει με πολύ πειστικό τρόπο τη λειτουργία και τη χρησιμότητα αυτών των τεστ σε όλους τους μηχανισμούς που θέλουν να δικαιολογούν τη διάκριση των πολιτών με «επιστημονικά» δηλαδή «ουδέτερα» κριτήρια: στο στρατό, στην εκπαίδευση, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Μέχρι σήμερα, το σχετικά πρόσφατο παρελθόν της «επιστήμης» στο Τρίτο Ράιχ εμπόδιζε τους ιδεολόγους της ανωτερότητας της αρίας φυλής να διατυπώνουν ρητά τις απόψεις τους. Ηταν κάπως άκομψο για το «αντιναζιστικό νικηφόρο στρατόπεδο» να μιμηθεί τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης που όχι μόνο απαγόρευαν την «ανάμιξη» των φυλών, αλλά και επέβαλαν τη στείρωση ή και την εξόντωση των κοινωνικών αποβλήτων. Φαίνεται, όμως, ότι το 1994 ήταν σημείο καμπής. Μετά από τόσα άλλα, έπεσε κι αυτό το «ταμπού».
Ολα άρχισαν με την έκδοση του «Bell Curve», ενός βιβλίου που σπάει τα ταμεία στις ΗΠΑ, αν και δεν είναι ούτε γοητευτικό για τον αναγνώστη (γεμάτο πίνακες και διαγράμματα), ούτε μικρό (845 σελίδες). Στην εκδοτική επιτυχία συνετέλεσε ασφαλώς η ξαφνική δημοσιότητα. Μετά από ένα πρώτο αφιέρωμα στο εβδομαδιαίο «New Republic» ακολούθησε περίληψη της εργασίας στη «Wall Street Journal», ενώ το «Newsweek» την ανέδειξε σε κύριο θέμα και το οικονομικό «Forbes» ύμνησε τους συγγραφείς και χαρακτήρισε το βιβλίο ως «διανοητικό επίτευγμα» που είναι δυνατόν να συγκριθεί μόνο με την «Καταγωγή των ειδών» του Δαρβίνου. Κυρίως, όμως, η εμπορική επιτυχία οφείλεται στο γεγονός ότι το βιβλίο παρέχει την απαιτούμενη «θεωρητική» στήριξη στην τρέχουσα ρατσιστική ιδεολογία.
Με λίγα λόγια, οι δυο αμερικάνοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη ευφυΐα είναι ένα μέγεθος απολύτως μετρήσιμο δια μέσου των τεστ, ότι ο δείκτης ευφυΐας (I.Q.) παίζει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική ανέλιξη του ατόμου και ότι επιπλέον η ευφυΐα είναι μια ιδιότητα κληρονομούμενη κατά 40-80%. Τα πολιτικά συμπεράσματα της θεωρίας είναι σαφή και άμεσα εφαρμόσιμα. Δεν αξίζει τον κόπο να δίνει το κράτος λεφτά σε ειδικά προγράμματα για τους ανέργους ή τους άστεγους: Αυτοί πάλι στην ψάθα θα καταλήξουν εφόσον εν πολλοίς για την κατάστασή τους ευθύνονται τα ..γονίδιά τους. Δεν αξίζει να επιχειρεί κανείς να «διορθώσει» τις αδικίες του εκπαιδευτικού συστήματος απέναντι στον μαύρο πληθυσμό: Οι μαύροι υπολείπονται ούτως ή
άλλως κατά 15 πόντους (στην κλίμακα ευφυΐας εννοείται) των λευκών συμπολιτών τους…
Οι συγγραφείς δεν παραλείπουν να περιγράψουν με μελανά χρώματα το δημογραφικό μέλλον της αμερικάνικης κοινωνίας. Οι μορφωμένοι και οι πλούσιοι -δηλαδή οι έξυπνοι, κατά το βιβλίο- παντρεύονται αργά και κάνουν λιγότερα παιδιά απ’ ό,τι οι «άλλοι». Κατά συνέπεια μεταβάλλεται η «εθνική κατανομή της ευφυΐας», σε λίγο θα περισσεύουν οι ηλίθιοι, δηλαδή οι φτωχοί, οι εργάτες, οι μαύροι. Από τη διαπίστωση αυτή, μέχρι το σημείο να προτείνονται μέτρα κοινωνικής «ευγονικής», η απόσταση είναι πολύ μικρή. Οι συγγραφείς δεν δυσκολεύονται να προτείνουν ως «λύση» παρόμοια μέτρα μ’ εκείνα που οδήγησαν στις γενοκτονίες του αιώνα μας. Ξεκινούν από την απλή παρεμπόδιση των νεαρών μαύρων γυναικών να γεννούν, και φθάνουν μέχρι την ανάδειξη του γάμου ως κρατικού θεσμού και όχι ιδιωτικού δεσμού.
Παρά τον εντυπωσιακό όγκο παραδειγμάτων και αναλύσεων που παραθέτουν οι συγγραφείς, δεν μπορούν να αποκρύψουν ότι ο κεντρικός πυρήνας της σκέψης τους και το «αποδεικτικό» τους υλικό στηρίζεται σε έρευνες και δημοσιεύσεις των πιο αντιδραστικών προπαγανδιστών. Το κεντρικό 13ο κεφάλαιο του βιβλίου στηρίζεται εξολοκλήρου στις απόψεις του Ρίτσαρντ Λιν και του Αρθουρ Τζένσεν. Ο Λιν παρουσιάζεται στους αναγνώστες ως «κορυφαίος ερευνητής στον τομέα των φυλετικών και των εθνοτικών διαφορών». Είναι αυτός που ανέπτυξε εδώ και χρόνια τη θεωρία ότι η διανοητική κατωτερότητα των μαύρων οφείλεται στο ότι δεν υπέστησαν -όπως οι μαύροι και οι κίτρινοι- μια έντονα επιλεκτική διαδικασία την εποχή των παγετώνων. Μέλος ο ίδιος της βρετανικής Eugenics Society, υποστηρίζει τη στείρωση των ασθενών και των φτωχών «προς το συμφέρον της γενετικής ποιότητας του πληθυσμού». Ο Τζένσεν έχει κι αυτός «αποδείξει» τη θέση ότι οι μαύροι είναι λιγότερο ευφυείς απ’ τους λευκούς, και προκάλεσε θόρυβο το 1969, όταν αντέδρασε στο πρόγραμμα του Προέδρου Τζόνσον για την καταπολέμηση της φτώχιας, λέγοντας ότι είναι άχρηστα τα ειδικά σχολεία για τα παιδιά από φτωχές οικογένειες, εφόσον η ευφυΐα είναι κατά 80% κηλρονομική υπόθεση.
Τόσο ο Τζένσεν όσο και ο Λιν είναι τακτικοί συνεργάτες του ανοιχτά ρατσιστικού περιοδικού «Mankind Quarterly», το οποίο από την ίδρυσή του στα 1960 είναι ο επίσημος εκφραστής των θεωριών περί ανωτερότητας της λευκής φυλής. Το περιοδικό αυτό φιλοξενεί παλιούς και νέους ναζιστές και συνδέεται με παντοειδείς ναζιστικές οργανώσεις, όπως η Northern League, η οποία «αγωνίζεται για τα συμφέροντα, τη φιλία και την αλληλεγγύη όλων των τευτονικών εθνών». Χρηματοδοτείται από το Pioneer Fund, το οποίο ίδρυσε το 1937 ο βιομήχανος Ουίκλιφ Ντράπερ από ενδιαφέρον για τις αναζητήσεις της εθνικοσοσιαλιστικής ευγονικής. Από τότε το ίδρυμα ασχολείται με τη «βελτίωση» της λευκής φυλής στις ΗΠΑ. Τη δεκαετία του 40 υποστήριζε την επιστροφή των μαύρων στην Αφρική, ενώ σήμερα αντιδρά στην «ενσωμάτωσή» τους στην αμερικανική κοινωνία και χρηματοδοτεί προγράμματα «κοινωνικής βιολογίας». Από το 1991 το Πανεπιστήμιο Delaware αποφάσισε να μη δέχεται χρήματα για έρευνες από το Pioneer Fund, εξαιτίας αυτού του ρατσιστικού προσανατολισμού.
Δεν είναι λοιπόν το νέο βιβλίο -όπως δεν είναι και οι ανοιχτά ναζιστικές θέσεις των μελών της MENSA- κεραυνός εν αιθρία. Εχουν δουλέψει πολλοί για να προετοιμάσουν το έδαφος στους Χερνστάιν και Μάρεϊ. Μόνο που καθώς φαίνεται, για πρώτη φορά οι θέσεις αυτές όχι μόνο δεν προκαλούν αντιδράσεις, αλλά γίνονται αντικείμενο εποικοδομητικών κριτικών και ανυπόκριτου θαυμασμού.


FrancisΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

 

Οι δάσκαλοι του Χίτλερ

 

Στις δίκες της Νυρεμβέργης το 1946, οι γερμανοί γιατροί που κατηγορούνταν για υποχρεωτικές στειρώσεις σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών της χώρας τους εμφανίστηκαν με μια αναπάντεχη υπερασπιστική γραμμή: η εθνικοσοσιαλιστική ιατρική είχε αντλήσει τη θεωρία αλλά και τις πρακτικές της εφαρμογές από την αντίστοιχη αμερικανική εμπειρία. Οσο περίεργο και αν φαίνεται σήμερα, οι αμερικανοί κατήγοροι υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν το επιχείρημα. Ετσι, οι ναζιστές γιατροί που υπήρξαν υπεύθυνοι για έναν τεράστιο αριθμό στειρώσεων ανδρών και γυναικών (400.000 κατά μετριοπαθείς υπολογισμούς) δεν επρόκειτο να τιμωρηθούν για το συγκεκριμένο έγκλημά τους. Δεν γινόταν διαφορετικά: την εποχή εκείνη, ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις επέτρεπαν την αναγκαστική στείρωση συγκεκριμένων ατόμων τόσο σε αρκετές αμερικανικές πολιτείες όσο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Πρόσφατες έρευνες έχουν φωτίσει με αδιάσειστα στοιχεία τη στενή συνεργασία των αμερικανών με τους γερμανούς ευγονιστές τα χρόνια που προηγήθηκαν του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Είναι πλέον γνωστό ότι ο Χίτλερ θεωρούσε «Βίβλο» το σύγγραμμα ενός αμερικανού ευγονιστή, καθώς και ότι ο πρώτος ναζιστικός νόμος που επέτρεπε τη στείρωση (Ιούλιος 1933) και αφορούσε την «πρόληψη της μεταβίβασης κληρονομικών ασθενειών» αποτελούσε στην πραγματικότητα αντιγραφή αντίστοιχου νόμου που ίσχυε ήδη στην Καλιφόρνια. Είναι προφανές ότι οι φρικιαστικές διαστάσεις που απέκτησε η πρακτική της αναγκαστικής στείρωσης των πάσης φύσεως «ανεπιθύμητων» την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού συσκότισε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ένα γεγονός που μαρτυρείται πλέον από πάμπολλες μελέτες: Οταν ο Χίτλερ αναλάμβανε να «εξυγιάνει» την αρία φυλή, πρέπει να μην ένιωθε καθόλου μόνος…
Από το 1883 που ο Βρετανός Φράνσις Γκάλτον πρότεινε τον όρο eugenics για να ονομάσει την επιστήμη της «βελτίωσης της φυλής», οι ευγονικές θεωρίες γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη σε Ευρώπη και Αμερική. Είναι βέβαιο ότι οι ευγονικές προσεγγίσεις δεν υπήρξαν πάντοτε συνώνυμες με ολοκληρωτικές «εξυγιαντικές» ουτοπίες. Συχνά, ωστόσο, οι ευγονιστές δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις μιας πολιτικής που θα επέτρεπε τη στείρωση των «αποκλινόντων» στο όνομα άλλοτε της καθαρότητας της φυλής και άλλοτε του κοινωνικού κόστους που συνεπάγεται για την πολιτεία η διατήρηση των «κοινωνικά επιζήμιων» μελών της. Ετσι, απόψεις που θεωρήθηκαν εκ των υστέρων ναζιστικής έμπνευσης, κυκλοφορούσαν ευρύτατα τις δύο μεσοπολεμικές δεκαετίες, κατά τις οποίες μάλιστα γνώρισαν και τις πρώτες εφαρμογές τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, μια πολύπλοκη νομοθεσία επέτρεπε ή και επέβαλε τη στείρωση των «ελαττωματικών» ατόμων σε τριάντα τρεις πολιτείες. Επίσημα στοιχεία αναφέρουν ότι οι Αμερικανοί που είχαν υποστεί στείρωση από το 1907 ως το 1928 ξεπερνούσαν τις 10.000, ενώ έως το 1948 ο αριθμός τους έφθασε τις 50.000. Παρ’ ότι τα Ανώτερα Δικαστήρια ορισμένων πολιτειών είχαν χαρακτηρίσει αντισυνταγματική τη σχετική νομοθεσία, οι νόμοι που επέτρεπαν την ευγονική στείρωση παρέμειναν ενεργοί σε πολλές αμερικανικές πολιτείες κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, απαλλάσσοντας από κάθε ποινική ευθύνη εκείνους που τους έθεταν σε εφαρμογή. Παρόλο που ποίκιλλαν από πολιτεία σε πολιτεία, οι νόμοι αυτοί προέβλεπαν συνήθως τη στείρωση των «ψυχασθενών, των διανοητικά καθυστερημένων, των επιληπτικών, των εγκληματιών, των συφιλιδικών, των αλκοολικών, των ηθικά έκφυλων και των σεξουαλικά διεστραμμένων». Σε όλες, πάντως, τις πολιτείες προβλεπόταν η στείρωση για τους τρόφιμους των ορφανοτροφείων, ασύλων, νοσοκομείων και φυλακών.
Κρατικές πολιτικές στείρωσης εφαρμόστηκαν επίσης νόμιμα στον Καναδά και την Ελβετία. Η Ελβετία, μάλιστα, όπου το καντόνι του Βο ψήφισε το 1928 νόμο που επέτρεπε τη «στείρωση των ανωμάλων», είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που απέκτησε σχετική νομοθεσία. Την ίδια εποχή, στην Αγγλία και στη Γαλλία διεξαγόταν μια έντονη συζήτηση μεταξύ των ειδικών, από την οποία προκύπτει ότι οι οπαδοί της υποχρεωτικής στείρωσης των «κοινωνικώς αποροσαρμόστων και ανεπιθυμήτων» ήσαν ασφαλώς περισσότεροι από όσο αφήνει να διαφανεί το γεγονός ότι στις χώρες αυτές η νομοθετική ρύθμιση του μέτρου συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις. Στη Γαλλία, πάντως, που θεωρείται η πλέον αντιευγονική ευρωπαϊκή χώρα, φαίνεται ότι ορισμένες εποχές προτιμήθηκαν κάποιες «ήπιες» μέθοδοι απαλλαγής από το βάρος των «κοινωνικά επιζήμιων»: 40.000 έγκλειστοι έμελλε να πεθάνουν από πείνα στα ψυχιατρεία την εποχή του καθεστώτος του Βισί. Τον ίδιο καιρό, οι σκανδιναβικές χώρες έδειχναν πιο έτοιμες να προχωρήσουν στη στείρωση των «εκ γενετής οπισθοδρομικών, των ηλιθίων και των επιληπτικών». Από το 1935 ως το 1949, στις χώρες αυτές στειρώθηκαν πολύ περισσότερα από 20. 000 άτομα, κατά κύριο λόγο γυναίκες. Στη Δανία, μάλιστα, ευνουχίστηκαν τουλάχιστον 400 άνδρες που είχαν χαρακτηριστεί «ανώμαλοι και σεξουαλικοί εγκληματίες».
Ο απόηχος των διεθνών ευγονικών συζητήσεων είχε φθάσει από τη δεκαετία του ’20 στην Ελλάδα, όπου το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα γιατρούς από όλο το πολιτικό φάσμα. «Γάμος, μητρότης ρωμαλέα, πλουσία και γόνιμος. Ιδού τι έχει ανάγκη η φυλή μας διά να ορθοποδήσει εις την εθνικήν της σταδιοδρομίαν», έγραφε το 1922 ο γιατρός Μ.Μ. Μωυσείδης στο βιβλίο του «Ευγενισμός και γάμος». Τα πρώτα αυτά χρόνια, η φροντίδα των ελλήνων ευγονιστών αφορούσε περισσότερο την πρόληψη της γέννησης «ελαττωματικών» παιδιών και οι προτάσεις τους περιορίζονταν συχνά στην ανάγκη καθιέρωσης ενός προγαμιαίου πιστοποιητικού υγείας των μελλονύμφων. Η ψήφιση, ωστόσο, του χιτλερικού νόμου του 1933 είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Ελλάδα, όπου ξέσπασε μια έντονη διαμάχη μεταξύ οπαδών και πολεμίων του μέτρου της στείρωσης των «ανεπιθύμητων» ατόμων. Ορισμένοι δήλωσαν τότε την απέχθειά τους προς τη ναζιστική ρύθμιση ως μέτρο ανελεύθερο και απάνθρωπο (π.χ. Σ. Βλαβιανός), ενώ αρκετοί ζήτησαν τη μερική εφαρμογή της (π.χ. για τους λεπρούς ο Κ. Χαριτάκης, για τους συφιλιδικούς ο Δ. Κόλιας). Μεγάλη, ωστόσο, μερίδα θα επιδείκνυε μια εύγλωττη αμφιθυμία: η στείρωση «συνετώς και μεμετρημένως και υπό ωρισμένας προϋποθέσεις εφαρμοζομένη είναι ικανή να προσφέρη υπηρεσίας θετικάς διά την καταπολέμησιν του εκφυλισμού και την προστασίαν και βελτίωσιν της φυλής», ανέφερε ο ίδιος Μ.Μ. Μωυσείδης σε μεταγενέστερη μελέτη του. Συμπλήρωνε, ωστόσο, ότι η νομοθετική θέσπισή της ήταν πρόωρη, καθώς στην Ελλάδα η ευγονική συνείδηση δεν είχε ακόμη διαδοθεί ικανοποιητικά. («Ευγονική αποστείρωσις», 1934).

nazi_nursesΕΛΛΑΔΑ 1934

Στειρώσεις με καθαρή συνείδηση

Λίγο μετά τη θέσπιση των Δικαστηρίων Κληρονομικής Υγείας στη Γερμανία (Ιούλιος 1933) στα οποία γιατροί και δικαστές αποφάσιζαν, εν ονόματι της καθαρότητας της φυλής, την στείρωση διαφόρων «αρρώστων και επικινδύνων» κατηγοριών του πληθυσμού, η ναζιστική ιδέα της «πρόληψης της μεταβίβασης των κληρονομικών ασθενειών» ήρθε και στην Ελλάδα. Πριν ακόμα την φασιστική δικτατορία του Μεταξά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που γοητεύτηκαν από τις ευγονικές νομοθετικές ρυθμίσεις των ναζί οι οποίες – όπως έλεγαν- αν εφαρμόζονταν ορθολογικά θα μπορούσαν να καταπολεμήσουν τον εκφυλισμό και να βελτιώσουν τη ελληνική φυλή. Αλλωστε, ανάλογες αντιλήψεις είχαν ήδη εισαχθεί και συζητηθεί από τις προηγούμενες δεκαετίες, ακολουθώντας όσα συνέβαιναν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική .
Ενα παράδειγμα παρόμοιου προβληματισμού συναντάμε σε πρωτοσέλιδο άρθρο της «Καθημερινής» (σε τρεις συνέχειες, 22,25 και 26 Φεβρ. 1934) του Γ.Α. Κατωπόδη, με τον εύγλωττο τίτλο «Το Ελληνικόν σωφρονιστικόν πρόβλημα και ο Χιτλερικός νόμος της στειρώσεως». Ο συγγραφέας αναζητεί «ριζικές λύσεις» για να αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα και το αδιέξοδο του σωφρονιστικού συστήματος. Το νέο γερμανικό μοντέλο θωράκισης της «υγειούς και καθαρής κοινωνίας» έρχεται να ενθαρρύνει όλες τις ως τότε ευγονικές ανησυχίες του. Πρωταρχικό του μέλημα να αποσυμφορήσει τις άθλιες φυλακές που κι εκείνη την εποχή είχαν ξεχειλίσει από κάθε είδους «μιάσματα», ανάμεσα τους και πολλοί παραβάτες (υπότροποι μάλιστα) του ν. 4229 περί προστασίας του κοινωνικού καθεστώτος. Το μέτρο της υποχρεωτικής στείρωσης κατά τη γνώμη του, «υποβιβάζον το εγκληματολογικόν ποσοστόν και περιορίζον τούτο εις μόνιμον ατροφίαν, θα επολλαπλασίαζε τον χώρον του ελληνικού σωφρονιστηρίου και θα εδημιούργει εκ τούτου ατμόσφαιραν τα μάλα ευνοικήν, ικανήν να ανεχθή τουλάχιστον την προσπάθειαν, εάν ουχί να εκκολάψη την λύσιν». Διότι «η ουσιωδεστέρα πηγή της εν τω σωφρονιστηρίω αναρχίας, αποτελεί η στενότης του χώρου, εξ ης η πειθαρχία πρώτον διασαλεύεται, η εν τη φυλακή εγκληματικότης ύστερον αυξάνει, ωρισμέναι μονίμως φθείρουσαι νόσοι ανθούσι, τέλος η υποτροπή ελλείψει και υπονοίας έστω σωφρονισμού, πολλαπλασιάζεται. Προφανές άρα ότι περιορισμός της εγκληματικότητος, θα εσήμαινε την δημιουργίαν ευνοικών συνθηκών των σωφρονιστικών πραγμάτων. (…) Και εν τη ερεύνη των αιτίων του εγκλήματος γίνεται σήμερον λόγος περί της στειρώσεως εκείνων δια τους οποίους υπάρχουσι οι βάσιμοι φόβοι ότι θα γονοιμοποιήσωσιν επικινδύνως δια την κοινωνίαν. Και μέτρον τούτο καθιερούται σήμερον εις μίαν μεγάλην χώραν την Γερμανίαν, όπου ήδη τίθεται η ευγονία εν τω πρώτω μέρει του αναδημιουργικού προγράμματος, προικιζομένης δια νομικής καθιερώσεως της επιστημονικής αντιλήψεως, εις τους πάσχοντες εκ νόσων κληρονομικώς μεταδοτικών. (…) Σήμερον στρατιά σοφών επιστημόνων συνηγορεί υπέρ της εγκληματικής προδιάθεσης τύπων τινών, εναντίον των οποίων οι νόμοι έστρεψαν το όπλον του μηδενισμού της τεκνογόνου ικανότητος.» Στη συνέχεια ο Κατωπόδης εξετάζει τα ωφελήματα από την ενδεχόμενη εφαρμογή της στείρωσης στην Ελλάδα, σύμφωνα πάντοτε με τις «επιστημονικές» απόψεις της εποχής. Κάπου 14.000 άνθρωποι σε σύνολο 6,6 εκατομμυρίων ελλήνων θα έπρεπε να στειρωθούν επειδή ήταν «ψυχοπαθείς, αλκοολικοί, χασικλίδες, μορφινομανείς, φυματικοί, συφιλιδικοί ή πάνω από τρείς φορές υπότροποι εγκληματίες».
Ευτυχώς για τους περισσότερους από τους «περιθωριακούς» συμπατριώτες μας, που το ελληνικό κράτος δεν ήταν εφάμιλλο των καλοοργανωμένων της Δύσης. Ο ίδιος ο σχολιαστής της «Καθημερινής» ελαφρώς απογοητευμένος και αφού μεμφθεί τους διευθυντές των ψυχιατρικών μονάδων οι οποίοι δεν του απέστειλαν τους πλήρεις φακέλους των ασθενών τους, ομολογεί: «Εν τοιαύτη περιπτώσει το ζήτημα θα ελάμβανε επικινδύνους διαστάσεις και ουδείς ειδικός θα ετόλμα να συστήση την στείρωσιν κατ’ αναλογίαν ενός ατόμου προς 470 περίπου κατοίκους. Παρόμοια μέτρα ανεκτά εις χώρας 70 εκατομμυρίων καθώς η Γερμανία, εις Κράτη σεβόμενα την κοινωνικήν υγιεινήν και μεριμνώντα υπέρ αυτής, τουλάχιστον τόσον όσον απαιτείται δια να εξασφαλισθή η λειτουργία των σχετικών στατιστικών και η πίστις προς αυτάς, δεν ενδείκνυνται εν Ελλάδι, όπου η κοινωνική πρόνοια υπνωττεί και η στατιστική η αφορώσα τα κατ’ αυτήν υπάρχει μόνον προς το θεαθήναι». Ομως υπάρχει και η εξαίρεση όπου μπορούν να γίνουν κάποια βήματα του ευγονικού εκσυχρονισμού και στην «ψωροκώσταινα». «Εάν δεν δυνάμεθα να έχωμεν τα απαραίτητα δεδομένα διά την εφαρμογήν επί πασών των απαριθμηθεισών περιπτώσεων του μέτρου της στειρώσεως, ασφαλώς επί του κεφαλαίου της ΥΠΟΤΡΟΠΗΣ, ενσυνειδήτως θα επετρέπετο να ανατρέξωμεν εις τα πορίσματα της παρ’ ημίν σωφρονιστικής στατιστικής (…) Μετά ταύτα, θα δυνηθώμεν καθαρά συνειδήσει να πιστεύσωμεν ότι οι απομένοντες ούτω υπότροποι αποτελούσι την τάξιν από των οποίων πάση δυνάμει πρέπει την κοινωνίαν να απαλλάξωμεν (…) Να αναζητηθή ο αριθμός και το είδος εκείνων οι οποίοι θα απομείνωσιν υπότροποι και θα υποβληθώσι, δικαίως, εις το μέτρον της στειρώσεως».
(Ελευθεροτυπία, 29/1/1995)

197

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση