Τα μάτια που είδαν τον θάνατο – Συγκλονιστικές αφηγήσεις ανήλικων προσφύγων

Τα μάτια που είδαν τον θάνατο – Συγκλονιστικές αφηγήσεις ανήλικων προσφύγων

Screen Shot 2017-05-09 at 9.48.07 AMΑπό το ρεπορτάζ του http://www.pelop.gr

Ιστορίες τρόμου, αβάσταχτου πόνου και θλίψης που δεν αντέχει κανείς να παρακολουθήσει στο κινηματογραφικό πανί, πόσω μάλλον να της ζήσει. Αλλά και ιστορίες ευγνωμοσύνης και ελπίδας.

Αλλάζαμε τόπους στον ίδιο μας τον τόπο
«Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό του Αφγανιστάν που ονομάζεται Ζερικό – τώρα μου είπαν ότι στα Eλληνικά σημαίνει «κάτω από το βουνό». Είμαι δεκατριών ετών. Πιο μικρός δεν καταλάβαινα πολλά από όσα συνέβαιναν στην πατρίδα μου. Νόμιζα πως έτσι ήταν όλος ο κόσμος. Αργότερα έμαθα ότι αυτό που ζούσαμε λέγεται «πόλεμος».

Είδα στρατιώτες να κατακλύζουν την περιοχή μας, ν’ αρχίζουν τον πόλεμο. Τότε έχασα τον παππού και την αδερφή μου. Τότε χάσαμε τα πάντα. Η οικογένειά μου ήταν σημαντική στο χωριό. Σαν δήμαρχος ήταν ο μπαμπάς μου. Είχε χωράφια πολλά δέντρα. Τα ΄καψαν κι αυτά εξαιτίας του πολέμου. Κάποια στιγμή μπήκαμε όλοι μαζί σε ένα αυτοκίνητο και φύγαμε από το Ζερικό… Τόπους αλλάζαμε, δηλαδή, μέσα στον ίδιο μας τον τόπο… Ο μπαμπάς μου πέθανε τον σκότωσαν εκεί(Χεράτ). Εγώ έφυγα, όταν οι τζιχαντιστές μάς είπαν ότι έπρεπε να πάρω τα όπλα και να πολεμήσω μαζί τους. Συγκεντρώσαμε όσα χρήματα μπορούσαμε πουλώντας μερικά πράγματα του πατέρα μου, που φυλάγαμε στο σπίτι. Και μια μέρα ξεκίνησα μαζί με την κόρη της θείας μου, τον άντρα της και τα τρία παιδάκια τους,. Θέλαμε να πάμε στη Γερμανία.. .
Περπάτημα. Περπάτημα, είχα χάσει το λογαριασμό. Εναν μήνα και περισσότερο κάναμε μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η σκέψη μας ήταν να περάσουμε από Βουλγαρία και Αυστρία, για να καταλήξουμε στη Γερμανία. Ομως, πέσαμε έξω στα σχέδιά μας. Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ, προσπαθώντας να μπούμε στη Βουλγαρία. Μείναμε λίγες ημέρες στα βουνά. Δέντρα παντού, θυμάμαι, στη ζούγκλα. Εκεί μας έπιασε η αστυνομία. Οι Βούλγαροι μας χτυπούσαν αλύπητα. Κι εννοώ τους άντρες και τα παιδιά. Μόνο τις γυναίκες δεν πείραζαν. Χτυπούσαν και φώναζαν: «Πίσω στην Τουρκία!» Αυτό κι έγινε. Μας απέλασαν. Κατά μήκος των συνόρων είχε σιδερένια κάγκελα με μικρές πύλες. Από μια τέτοια μας έδιωξαν πάλι πίσω. Κατευθυνθήκαμε προς τα σπιτάκια που είδαμε μακριά στο βάθος. Βρήκαμε κάποιον με αυτοκίνητο και τον πληρώσαμε, για να μας πάει σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Τουρκίας. Η κόρη της θείας μου ήξετε ότι κάπου εκεί έμεναν οι διακινητές. Ευτυχώς, τους βρήκε, συμφώνησαν, αλλά έπρεπε να περιμένουμε. Στόχος μας ήταν να διασχίσουμε τη θάλασσα και να περάσουμε στην Ελλάδα.
Μετά από ένα εικοσαήμερο, μας ειδοποίησαν ότι βρέθηκε βάρκα. Μας έδωσαν να φορέσουμε κάτι γιλεκάκια και μας είπαν ότι θα ήταν μία ώρα διαδρομή. Το ταξίδι τελικά, διήρκησε ώρες ολόκληρες. Ξεκινήσαμε περίπου σαράντα άτομα στις τρεις τα ξημερώματα και φτάσαμε απέναντι το μεσημέρι. Σε ποιο νησί αράξαμε δεν θυμάμαι. Κοίταξα γύρω – γύρω και είπα από μέσα μου: Μια χαρά είναι! Και να συνεχιστεί ο πόλεμος στην πατρίδα μου, εδώ θέλω να ζήσω! Ποια Γερμανία; Δεν είχα πάρει μαζί μου τίποτε δικό μου, τους φίλους μου δεν θα τους συναντούσα ποτέ ξανά, αλλά έβλεπα πως η ζωή μου θα άλλαζε επιτέλους προς το καλύτερο. Δύο μήνες μείναμε σε αυτό το όμορφο νησί. …Ο,τι μου έλειπε το βρήκα σε αυτή τη χώρα. Αγάπησα τη γλώσσα, τον καιρό, τους καλούς της ανθρώπους. Και τι δεν έχω; Σχολείο δεν πήγα ποτέ, ούτε είχα χρόνο για παιχνίδι. Ούτε βιβλία, ούτε μπάλα, τίποτε. Πώς; Πού; Εδώ παίζω κάθε μέρα! Πάω σχολείο, κάνω βλακείες, τρέχω πάνω κάτω. Μου αρέσει τόσο πολύ εδώ!».

 

«Σήμερα, πιστεύω ακόμη στα όνειρα»
«…Μετά από οκτώ μήνες πορεία, βγήκα στην παραλία σφίγγοντας στα χέρια το σάκο με τα ρούχα μου. Τίποτε άλλο. Πόσο θα ήθελα να είχα και την οικογένειά μου!
Περπατούσα και σκεφτόμουν: Μακάρι να μην υπήρχε πόλεμος στην πατρίδα και να φεύγαμε για να κάνουμε πραγματικότητα τα όνειρά μας. Πώς άλλαξε τόσο η ζωή μου; Μπορώ να ελπίζω, να ζήσω ελεύθερα; Αλλά πώς, όταν η καρδιά και το μυαλό μου γυρίζει διαρκώς στους γονείς μου;
Αχ! Ας μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί τους… Αν ζουν… Πρέπει να ζουν!
Σήμερα, πιστεύω ακόμη στα όνειρα. Πιστεύω ότι μπορεί να αργούν, αλλά γίνονται κάποια στιγμή αληθινά. Θέλω να πάω στην Αγγλία, να σπουδάσω γιατρός, ίσως καρδιολόγος. Ετσι θα μπορώ να βοηθάω τους συνανθρώπους μου και θα’ χω τη δυνατότητα να βρω τους δικούς μου.
Θα τους πάρω απ’ όπου κι αν βρίσκονται να γίνουμε μια αγκαλιά για πάντα».

 

Οι Ελληνες είναι πάνω και πέρα από αυτά
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μία χώρα της Δυτικής Αφρικής, το Μάλι. Μέναμε σε μία μονοκατοικία στο κέντρο της πόλης Γκαό, που βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Νίγηρα… Τι καλά που ήμασταν! Στη γειτονιά μας υπήρχε μόνο αγάπη… όμως , απότομα και βίαια άλλαξαν τα πάντα. Οι Τουαρέγκ- μία φυλή που αντιμάχεται το κράτος- πήραν ξανά τα όπλα. Ξεκίνησαν τον πόλεμο με τη στήριξη των τζιχαντιστών. ..Τις πρώτες μέρες κιόλας εκείνος (ο αδελφός μου) κι ο πατέρας μου δολοφονήθηκαν. Μόλις είχα τελειώσει έξι χρόνια γαλλόφωνης εκπαίδευσης, το δημοτικό δηλαδή, και θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Την εβδομάδα που χάσαμε τους δικούς μας, αποφασίσαμε με τη μητέρα μου να φύγουμε. Δεν είχαμε χρόνο να το σκεφτούμε περισσότερο. Επρεπε να σώσουμε τη ζωή μας κι άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
…Οταν πήγα στην Τουρκία, δεν περνούσε από το μυαλό μου ότι θα έφευγα και από εκεί. …Ένας Σύριος, που δουλεύαμε μαζί και γίναμε φίλοι μου έβαλε την ιδέα να ταξιδέψουμε. ..Τότε ζωντάνεψε τ’ όνειρό μου για τις σπουδές και το ποδόσφαιρο. Του είπα ότι ενδιαφέρομαι. Στη Γερμανία θα πηγαίναμε, γιατί είχε έναν αδερφό εκεί. …Το εισιτήριο κόστιζε οκτακόσια πενήντα με εννιακόσια δολάρια. Σχεδόν δεν έτρωγα για να μαζέψω το αντίτιμο «της ελευθερίας και του ονείρου μου. Το μόνο μου έξοδο ήταν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια… Τέλος πάντων μου πήρε έξι με επτά μήνες για να συγκεντρώσω τα χρήματα. Φύγαμε από τα Τουρκικά παράλια. Δεν θυμάμαι από ποια περιοχή. Στη βάρκα επιβιβαστήκαμε εξήντα άτομα, όλοι Αφρικανοί. Φόβος, αγωνία! Δύο φορές αποτύχαμε να περάσουμε στην ελληνική πλευρά. Όποτε θυμάμαι εκείνες τις ώρες με πιάνει τρόμος… Κάναμε κύκλους στο νερό… Κοιτάζαμε τη θάλασσα και τρέμαμε. Χάσαμε τον προσανατολισμό μας… Ο Θεός τελικά ήταν μαζί μας. Σε μιάμιση ώρα ο οδηγός μας άφησε στη Σάμο κι έφυγε για την Τουρκία…
Με τόσα που πέρασα, θα ‘ πρεπε να έχω σταματήσει να ονειρεύομαι. Κάποτε σκεφτόμουν να πάω στο Βέλγιο ή στη Γαλλία, μα όχι πια. Η Ελλάδα δεν ήταν στα σχέδιά μου , αλλά εδώ, μέσα στον ξενώνα του Praksis και στις τοπικές ομάδες ποδοσφαίρου, βρήκα ανθρώπους ειλικρινείς, καλούς, φιλόξενους που μου’ δωσαν αγάπη, χωρίς να με γνωρίζουν. Ναι, είχα μάθει για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας σας, αλλά οι Ελληνες είναι πάνω και πέρα από αυτά με δέχτηκαν όπως είμαι, άγγιξαν την καρδιά μου και με έκαναν να τους αγαπήσω. ..Στα ταξίδια μου έχασα σχεδόν όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα, Ακόμη και τα παπούτσια μου για το ποδόσφαιρο. Αλλά τι σημασία έχει; Ξέρω είμαι καλός παίχτης. Ολοι μου έλεγαν πάντα ότι θα μπορούσα να γίνω επαγγελματίας. Ε, λοιπόν κάτι έβλεπαν σε μένα… Κι ίσως τα όνειρά μας καμιά φορεί μπορεί να μην ξεκινούν από εμάς αλλά από όσα λένε οι άλλοι για εμάς.
Τις ιστορίες  παιδιών περιλαμβάνει η έκδοση της Ελληνοεκδοτικής «Μέσα από τα Μάτια τους» με συγγραφέα τη Φωτεινή Κωνσταντοπούλου, εικονογράφηση της Μαρίας Μανουρά και φωτογραφίες του Θεόφιλου Βενάρδου.
ΜΑΡΙΝΑ ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗ
313

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση