Πάντα θα είμαι
στη μεριά των ανθρώπων που περπατούν κλεφτά,
τοίχο – τοίχο,
ανάμεσα στις σκιές των δέντρων και τους λερωμένους τοίχους,
στη μεριά των ανθρώπων που μαζεύονται
με τα μαύρα τους ρούχα,
λεπτοί και αδύνατοι,
με τα χέρια στις τσέπες
και εκεί στις άκρες των δρόμων συναθροίζονται σαν τα πουλιά
σε τυχαίους σχηματισμούς μεταβλητών αριθμών,
πεινασμένοι και κρυώνοντας.
Πάντα θα είμαι
στη μεριά των ανθρώπων, που το χρώμα τους είναι διαφορετικό,
ο θεός τους άλλος, η γλώσσα τους ακαταλαβίστικη,
που μυρίζουν φαγητά ξένα και περίεργα,
που στέκουν στις γωνίες
σαν ζωντανοί στύλοι, προσμένοντας,
λίγο ουρανό, ένα μεροκάματο, ένα φίλο,
που η ματιά τους αρμενίζει σε μια μακρινή πατρίδα,
σε μια χαμένη οικογένεια,
σε μια αλλοτινή αγάπη.
Θα βαδίζω στις ίδιες ατέλειωτες ράγες,
ενός τραίνου που δεν έρχεται ποτέ,
θα πνίγομαι στις ίδιες θάλασσες
που σε παγώνουν,
θα κοιμάμαι στα χαντάκια, σε απόμερα παγκάκια,
σε τρύπιες βρεγμένες σκηνές.
Πάντα όμως, ένα χέρι θα προβάλλει,
ένα σύννεφο θα σκύβει να σκουπίσει το μέτωπο,
ένα ποτήρι νερό θα εμφανίζεται.
Τα ίχνη μου αφήνω σε νησιά εισόδου,
το σώμα μου θαμμένο σε χιλιάδες παραλίες,
το σώμα μου άταφο τροφή για άλλα πλάσματα,
πάνω του γραμμένη η ιστορία και η γεωγραφία όλου του κόσμου,
υποκείμενο της πολιτικής οικονομίας και της φιλοσοφίας,
το σώμα μου,
αργασμένο τομάρι που κουβαλά την αθλιότητα αυτού του κόσμου.
Πάντα θα πιστεύω,
στον ήλιο που φωτίζει το ίδιο
και στην ανάγκη να ανθρωπέψουν οι άνθρωποι.
© τάσος νικολόπουλος, 27/11/2017.