Η πόρτα – λεπτή κόκκινη γραμμή πλήρες

Η πόρτα – λεπτή κόκκινη γραμμή πλήρες

του Πέτρου Τσάγκαρη

(μουσική συνοδεία οι «Τέσσερις Εποχές» του Vivaldi) Το σπίτι ήταν κτισμένο με πολύ καλό γούστο. Το είχε σχεδιάσει ένας από τους πιο γνωστούς αρχιτέκτονες της Αθήνας στη δεκαετία του 1920. Ο ιδιοκτήτης ήταν πλούσιος εισαγωγέας χρωμάτων και είχε την αντιπροσωπεία της περίφημης γερμανικής εταιρίας Faber-Castell. Προερχόμενος από εφοπλιστική οικογένεια της Χίου, που είχε μετακομίσει στη Σύρο, και έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό, είχε και την αισθητική, αλλά και την οικονομική άνεση να φτιάξει ένα μικρό παλατάκι σε μια σχετικά φτωχική περιοχή όπου μόλις είχε αρχίσει η οικιστική ανάπτυξη.

Εξωτερικά το σπίτι ήταν κατάφορτο με ανάγλυφα λιοντάρια και άλλες φιγούρες που συνηθίζονταν στα νεοκλασικά.
Στο πίσω μέρος, ήταν ο κήπος όπου υπήρχε ένα πανέμορφο κιόσκι, κατά τα βρετανικά πρότυπα, πλούσιο σε κισσούς και μπουκαβίλιες. Γλάστρες με όλων των ειδών τα φυτά στόλιζαν το χώρο γύρω γύρω. Πάνω σε δύο ανάποδα κιονόκρανα δεξιά και αριστερά από την πόρτα που οδηγούσε προς το πίσω μέρος του σπιτιού, βρίσκονταν τα «πρώτα βιολιά» του κήπου: δύο τεράστιες γλάστρες με πελώριους βασιλικούς: ένα απλό άγγιγμα και μοσχομύριζε όλη η αυλή.
Μπαίνοντας πια στο σπίτι, στο πίσω μέρος του, με βάση τη λογική της εποχής, βρίσκονταν οι πιο «καθημερινοί» χώροι: Αριστερά μπαίνοντας (πάντα από την πόρτα του κήπου) βρισκόταν η κουζίνα, ευρύχωρη αλλά όχι για να κάθεται κανείς. Στόχος ήταν να διευκολύνεται η υπηρέτρια στο μαγείρεμα. Είχε παράθυρο στον πίσω κήπο, μεγάλα μάτια με γκάζι (το σπίτι ήταν συνδεδεμένο με το δίκτυο του φωταερίου), κατσαρολικά όλων των ειδών κρεμασμένα στους τοίχους. Μύριζε πάντα ωμό λάδι και μπαχαρικά. Λίγο υπερυψωμένο και απόμακρο ήταν το μπάνιο. Αλλά είχε θερμοσίφωνα με γκάζι, μια πολυτέλεια μοναδική σε όλη την περιοχή, εκείνη την εποχή. Στη δεξιά πλευρά του πίσω μέρους βρισκόταν η μικροσκοπική τουαλέτα και ο ακόμη πιο μικροσκοπικός νιπτήρας – σε έντονη αντίθεση με τα τεράστια δωμάτια και τις γιγάντιες πόρτες όλου του υπόλοιπου σπιτιού. Δίπλα στην τουαλέτα υπήρχε η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δώμα, ένα μεγάλο δωμάτιο με παράθυρο και μπαλκονάκι που είχαν θέα στην Ακρόπολη, αλλά και στον Πειραιά.
Το εμπρός μέρος του σπιτιού, που χωριζόταν συμβολικά και ουσιαστικά με ένα γυάλινο βιτρό, είχε ένα μεγάλο διάδρομο στη μέση και παντού ξύλινα πατώματα. Στην αριστερή πλευρά αυτού του διαδρόμου βρίσκονταν κατά σειρά τα δύο υπνοδωμάτια και στην δεξιά πλευρά, (ερχόμενοι πάντα από τον κήπο) ήταν πρώτα η τραπεζαρία που είχε παράθυρο στον εξωτερικό πλαϊνό διάδρομο -ο οποίος ένωνε την αυλόπορτα με τον κήπο- και μετά το σαλόνι, που είχε παράθυρο στο δρόμο. Το σαλόνι και η τραπεζαρία ήταν πραγματικά μοναδικά: ξύλινο πάτωμα εισαχθέν από το εξωτερικό, βαριά έπιπλα, τα περισσότερα φερμένα από τη Γαλλία. Σκρίνιο και τραπέζι μασίφ απίστευτου βάρους τόσο κυριολεκτικά όσο και αισθητικά. Οι τοίχοι δεν ήταν βαμμένοι, αλλά ζωγραφισμένοι με ελαιογραφίες σε σουρεαλιστικά σχέδια και αποχρώσεις του πράσινου. Οι πόρτες βαριές επίσης με μεγάλα χρυσαφένια πόμολα. Στο ταβάνι υπήρχαν κολλημένες πλάκες με ανάγλυφα που παρέπεμπαν σε Έρωτες και άλλες θεότητες της ελληνικής αρχαιότητας. Οι πολυέλαιοι ήταν αντάξιοι με τον υπόλοιπο διάκοσμο: Δέσποζαν επιβλητικά με το μπρούτζινο βάρος τους πάνω από τους δύο χώρους. Αλλά ακόμη πιο επιβλητικές ήταν οι κουρτίνες: Διπλές, η πρώτη σειρά αραχνοΰφαντες, και η δεύτερη με πολύ χοντρό ύφασμα σε υπέροχες αποχρώσεις του καφέ και του μαύρου –είχαν ένα προκλητικό και ταυτόχρονα μαγευτικό άγγιγμα. Τραβώντας αυτές τις χοντρές κουρτίνες, φερμένες επίσης από την Αγγλία, τα δωμάτια σκοτείνιαζαν παντελώς ή λούζονταν στο φως αναλόγως.
Τα κουφώματα ήταν επίσης πλουσιοπάροχα με μπόλικο μέταλλο και ξύλο, αλλά τίποτε δεν έφθανε την εξώπορτα: ξυλόγλυπτη απέξω με απίστευτο πάχος και ένα σωρό σύρτες και μάνταλα από μέσα. Όμως ξαφνικά οι σύρτες και τα μάνταλα κατέρρευσαν (μουσική συνοδεία το «In Agadda Da Vida» των Iron Butterfly) και τα δύο φύλλα της πόρτας άνοιξαν σαν δύο τραπουλόχαρτα, αφού δεν άντεξαν τους κραδασμούς από τις βολές του βαριού πολυβόλου MG42 που οι κατακτητές είχαν στήσει ακριβώς στο κεφαλόσκαλο. Στόχος τους οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που εδώ και ώρες επιτίθεντο από τα γύρω στενά ενάντια στα στρατεύματα των κατακτητών τα οποία υποχωρούσαν εσπευσμένα. Τα SS ανέλαβαν να υποστηρίξουν την υποχώρηση και εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά. Με το άνοιγμα της πόρτας, ο εκκωφαντικός θόρυβος μπήκε, μαζί με τη σκόνη και τις κραυγές των στρατιωτών, μέσα στο σπίτι. Το χειρότερο πράγμα όμως ήταν μαζί μπήκαν και οι έντρομοι κατακτητές, πιστεύοντας ότι την πόρτα την άνοιξαν πίσω τους άλλοι αντάρτες που κρύβονταν μέσα στο σπίτι. Ο Ηλίας, ένας ξερακιανός 35άρης (περιγραφή άχρηστη μιας και όλοι άνθρωποι στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια ήταν ξερακιανοί από την πείνα) έβαφε έναν έπιπλο φορώντας ένα σκισμένο παντελόνι –το καλό το φύλαγε για τη δουλειά. Ο ναζί αξιωματικός με προτεταμένο το περίστροφο και με άναρθρες κραυγές του ζήτησε να σηκώσει τα χέρια. Ο Ηλίας υπάκουσε αμέσως. Ήθελε να τους δείξει την ταυτότητά του, να καταλάβουν ότι δουλεύει στη Ραδιοφωνία, ότι έχει άδεια μετακίνησης ακόμη κι όταν ίσχυε η απαγόρευση κυκλοφορίας. Με παρακλητικές κινήσεις, κρατώντας το ένα χέρι πάντα σηκωμένο, κατάφερε με το άλλο χέρι να φτάσει μέχρι το πορτ μαντό δίπλα στην εξώπορτα και τράβηξε με αργές κινήσεις την ταυτότητα-άδεια. Ο ναζί αξιωματικός, κάθιδρος και τρομαγμένος την είδε, αλλά αδιαφόρησε: συνέχισε να ουρλιάζει και διέταξε το κοντινότερό του φαντάρο να αρπάξει τον Ηλία και να τον πάρει έξω. Ο Αυστριακός φαντάρος τον πήρε και άρχισε να τον σέρνει προς τον παραδίπλα δρόμο, την Ιππάρχου, όπου οι ναζί έκαναν τις εκτελέσεις. Ο φαντάρος ήταν σίγουρος ότι είχε πιάσει έναν αντάρτη καθώς το σκισμένο παντελόνι και η ηλικία του Ηλία παρέπεμπαν σε μάχιμο μέλος του ΕΛΑΣ. Ο Ηλίας από την άλλη, συνειδητοποιώντας ότι σύντομα θα πεθάνει, δεν ήθελε αυτό να γίνει αναξιοπρεπώς, με τρύπιο παντελόνι. Βλέπετε στον τοίχο λίγο πιο πέρα είχαν ήδη στηθεί για εκτέλεση και άλλοι γείτονες, υποτίθεται συνεργάτες των ανταρτών, ανάμεσά τους και ο μπακάλης, ο Χαρίτος. Όμως η μεγαλύτερη αγωνία του Ηλία ήταν άλλη: τι γινόταν με τη σύζυγό του και το παιδί της που βρίσκονταν μέσα στο σπίτι.
Ο ναζί αξιωματικός διέταξε έναν άλλο φαντάρο να προχωρήσει στο βάθος του σπιτιού. Ο επίσης τρομοκρατημένος στρατιώτης, κρατώντας ένα υποπολυβόλο ΜΡ38, ερεύνησε ένα ένα τα δωμάτια ώσπου έφτασε στο πίσω υπνοδωμάτιο στα δεξιά του σπιτιού. Εκεί είδε το οκτάχρονο αγόρι πάνω στην αγκαλιά της μητέρας του σε μια καρέκλα.
– «Παρτιζάν, παρτιζάν;», ρώτησε φωνάζοντας ο Αυστριακός και ταυτόχρονα έκανε μια απότομη κίνηση στρέφοντας την κάννη του όπλου του προς τον υποτιθέμενο αντάρτη που κρυβόταν πίσω από την πόρτα. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν κανείς άλλος στο δωμάτιο ξαναέστρεψε το MP38 προς το παιδί και τη μητέρα του. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, το χώμα και τον φόβο, πολύ περισσότερο από τους δύο άοπλους «αντιπάλους» του.
– «Μαμά, τώρα θα μας σκοτώσουν, έτσι δεν είναι;», ρώτησε το αγοράκι που δεν ήξερε τι σημαίνει «παρτιζάν» και που ακόμη δεν είχε συνείδηση του θανάτου.
– «Ναι, αγόρι μου», είπε ήρεμα η μητέρα του που ήξερε τι σημαίνει «παρτιζάν» και είχε έντονη τη συνείδηση του θανάτου, γιατί μόλις δύο χρόνια πριν είχε χάσει τον τότε σύζυγό της. Έσφιξε το παιδί της επάνω της με τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε ασκήσει ποτέ στη ζωή της. Όταν πρόφερε αυτές τις λέξεις η μητέρα, ο στρατιώτης χάιδευε ήδη τη σκανδάλη του MP38.
(καθόλου μουσική συνοδεία) Οι ανθρώπινες απώλειες της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και της κατοχής υπολογίζονται μεταξύ 300.000 και 770.000 αμάχων και μεταξύ 20.000 έως 35.000 στρατιωτών. Οι εκτελεσμένοι ήταν 56.225, αυτοί που πέθαναν στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν 105.000 (οι περισσότεροι Εβραίοι), οι νεκροί σε μάχες της Εθνικής Αντίστασης (σύμφωνα με γερμανικά στοιχεία) ήταν 20.650, οι δε νεκροί από την πείνα και σχετικές ασθένειες, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, προσεγγίζουν τις 600.000. Αυτά μόνο μέσα σε τριάμισι χρόνια. Μπορεί έτσι εύκολα να φανταστεί κανείς τι σημαίνει κατοχή, π.χ. στην Παλαιστίνη, καθώς βαστάει από το… 1948. Πόσο πόνο, πόσο αίμα, πόσες απώλειες, πόσο θάνατο…
Και οι κατακτητές έχουν πάντα ως ανθρώπινη ασπίδα τους αμάχους: Προσπαθούν με την τακτική των αντιποίνων να αποξενώσουν τον πληθυσμό από την αντίσταση, να περάσουν την ιδέα ότι για τις εκτελέσεις ή τις ανατινάξεις σπιτιών φταίνε αυτοί οι ανεύθυνοι που αντιστέκονται –και φυσικά οι κατακτητές βρίσκουν πάντα συνεργάτες μεταξύ των κατακτημένων που προωθούν αυτή την ιδέα, ποτέ αφιλοκερδώς εννοείται.
Όμως αυτό δεν πιάνει πάντα… (πάλι μουσική συνοδεία το «In Agadda Da Vida») Λίγα δευτερόλεπτα πριν χαϊδέψει τη σκανδάλη του ΜΡ38 ο Αυστριακός μέσα στο σπίτι, μία άλλη σφαίρα είχε ξεκινήσει το ταξίδι της ένα στενό πιο κει, στην Αρισταίου. Και σε χιλιοστά του δευτερολέπτου διαπερνούσε το σώμα ενός άλλου Αυστριακού φαντάρου, που έπεσε αμέσως κάτω. Ο φαντάρος που κρατούσε τον Ηλία, έτρεξε προς τον συμπολεμιστή του, παρατώντας τον κρατούμενό του. Ο Ηλίας άρχισε να τρέχει προς τα πίσω περνώντας μπροστά από τον ναζί αξιωματικό, ο οποίος βλέποντας τη νέα επίθεση του ΕΛΑΣ, φώναξε τον φαντάρο που ήταν μέσα στο σπίτι. Ο ήχος της φωνής του ξεπέρασε τον Ηλία, παρά την ιλιγγιώδη ταχύτητά του, και έφτασε στα αυτιά του φαντάρου με το MP38 τόσο απολύτως εγκαίρως ώστε αυτός να χαλαρώσει το δάχτυλό του στη σκανδάλη πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους οι δικές του σφαίρες. Έτρεξε κι αυτός έξω, αδιαφορώντας για τον Ηλία, που ορμούσε πια στο σπίτι με την αγωνία να έχει γεμίσει κάθε χιλιοστό του είναι του.
(μουσική φλαμένκο ως συνοδεία) Με πρωτόγνωρη ευτυχία, εκείνα τα πολύ μαύρα χρόνια, τους είδε τρομαγμένους αλλά σώους στη θέση όπου τους είχε αφήσει. Τους φίλησε παθιασμένα, έκλεισε και αμπάρωσε τη βαριά εξώπορτα και –για το φόβο της επιστροφής των κατακτητών– βγήκε από την πόρτα του κήπου, πήδηξε έναν έναν μια σειρά μαντρότοιχους και έφτασε σε άλλη γειτονιά.
Ο Ηλίας, η σύζυγός του, η Τούλα και ο γιος της ο Διαμαντής επέζησαν (μάλιστα το ζευγάρι μετά τον πόλεμο απέκτησε και μια κόρη, τη Μαρία) γιατί βρέθηκαν στην από εδώ πλευρά μιας πολύ λεπτής κόκκινης γραμμής. Το ίδιο και η σειρά των γειτόνων που επρόκειτο να εκτελεστούν δυο στενά πιο πέρα: ο Χαρίτος λιποθύμησε δύο φορές, αναγκάζοντας τους κατακτητές να ξαναρχίζουν από την αρχή τη διαδικασία, ώσπου πια την τρίτη φορά, ήρθαν διαταγές για άμεση αποχώρηση των κατακτητών από την περιοχή…

Υ.Γ. Ως γνωστόν την ιστορία την ξέρω από πρώτο χέρι. Η Τούλα και ο Ηλίας ήταν η γιαγιά και ο παππούς μου και ο Διαμαντής, ο πατέρας μου (τον βιολογικό παππού μου, τον πλούσιο εισαγωγέα-αντιπρόσωπο της Faber-Castell, δεν τον γνώρισα αφού πέθανε το 1942 μη αντέχοντας τις φορτικές πιέσεις των κατακτητών για συνεργασία). Στο σπίτι αυτό έπαιξα πολύ όταν ήμουν μικρός: γκρέμιζα τοίχους με το αυτοκινητάκι μου, παρακολουθούσα αχόρταγος το τεράστιο δίκτυο με ηλεκτρικούς σιδηροδρόμους που είχε στήσει ο Ηλίας, άκουγα μουσική από τα πιο καινούργια μηχανήματα που είχε φέρει στην Ελλάδα ο Ηλίας και έτρωγα διαρκώς πατάτες τηγανητές της γιαγιάς Τούλας. Το σπίτι γλίτωσε από τα μυδραλιοβόλα, τα κανόνια και τους βομβαρδισμούς τόσο των Γερμανών όσο και των Άγγλων. Δεν γλίτωσε όμως από την αντιπαροχή: «πέθανε» το 1977 πολλά χρόνια πριν «φύγουν» η γιαγιά και ο παππούς (μουσική Λέοναρντ Κοέν ως συνοδεία)…

 

71

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση