Εκδοχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Εκδοχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Το αόρατο χέρι της αγοράς και τα κομμένα χεράκια

Δεν πρόκειται για τυχαίο ξέσπασμα. Από την Ουάσινγκτον και το Μπρίστολ μέχρι το Σίδνεϊ και τις Βρυξέλλες, οι συμβολικές επιθέσεις των διαδηλωτών στους ανδριάντες μεγάλων κατακτητών και δουλεμπόρων του αποικιακού παρελθόντος αναδεικνύουν τη βαθιά διχασμένη συλλογική μνήμη των «πρωτοκοσμικών» κοινωνιών απέναντι σ’ αυτήν τη σκοτεινή πτυχή της ιστορίας τους.

Πάνω απ’ όλα, δε, μια οξύτατη αξιακή πόλωση όσον αφορά τον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής ταυτότητας: την αποικιοκρατική κληρονομιά που συνδέει τα επιμέρους εθνικά μεγαλεία με μια κοινή παρακαταθήκη οικονομικής αποτελεσματικότητας, εξορθολογισμένης εργοδοτικής βαρβαρότητας και της κατάλληλης νομιμοποιητικής ιδεολογίας – της κατασκευής και προβολής μιας «φυσικής» κοινωνικής ιεραρχίας, όπου η λευκή φυλή, ως βιολογικά και πολιτισμικά ανώτερη, αναθέτει στον εαυτό της το καθήκον να εκπολιτίσει (με το αζημίωτο) τους αγρίους της υπόλοιπης οικουμένης.

Για μια χούφτα καουτσούκ

Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε εδώ συμπυκνώνει, με τον τραγικότερο δυνατό τρόπο, αυτήν την παρακαταθήκη – και, ταυτόχρονα, τις αντιδράσεις που αυτή γέννησε και γεννά στο εσωτερικό των ίδιων των αποικιακών κοινωνιών. Τραβήχτηκε στις 14 Μαΐου 1904 από την Αγγλίδα ιεραπόστολο Αλις Σίλι Χάρις (1870-1970) στην Μπαρίνγκα του Βελγικού («Ελεύθερου») Κονγκό κι αποτυπώνει μιαν αρκετά κοινότοπη -τότε- πτυχή της αποικιακής εκμετάλλευσης των ιθαγενών από τους Ευρωπαίους εκπολιτιστές: ένας ντόπιος χωρικός, ονόματι Νσάλα, αποχαιρετά με το βλέμμα ό,τι έμεινε από τη μικρή κόρη του, μετά τις «κυρώσεις» που υπέστη το χωριό του για την ανεπαρκή εκπλήρωση του παραγωγικού πλάνου που του είχε επιβάλει η «Αγγλο-Βελγική Ινδική Εταιρεία Ελαστικού» (ABIR).

Σύμφωνα με την αλληλογραφία της φωτογράφου και του συζύγου της, οι μπράβοι της εταιρείας είχαν σκοτώσει τη σύζυγο και την κόρη του Νσάλα κι εν συνεχεία τις κατασπάραξαν, αφήνοντας στον απελπισμένο πατέρα αυτά τα υπολείμματα για ενθύμιο. Η Χάρις φωτογράφισε τη σκηνή, ως τεκμήριο της αποικιακής βαρβαρότητας, στο πλαίσιο του αγώνα μιας μετριοπαθούς κίνησης για εξανθρωπισμό του αποικιακού καθεστώτος (Kevin Grant, «Christian Critics of Empire», The Journal of Imperial and Commonwealth History, 29/2, 2001, σ. 27-8).

Αν παρακάμψουμε τη δευτερεύουσα πτυχή του κανιβαλισμού, το θεσμικό πλαίσιο που υπαγόρευσε την παραπάνω αγριότητα αποπνέει μιαν αδιαμφισβήτητη επικαιρότητα ως παραγωγικό μοντέλο.

Το 1904 το «Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό» δεν ήταν μια οποιαδήποτε αποικία αλλά μια πρωτοπόρα ΣΔΙΤ («Σύζευξη Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα») ανάμεσα στον Βέλγο βασιλιά Λεοπόλδο Β’ (ως «ιδιώτη»), τον τραπεζίτη (και δανειστή του) Αλεξ ντε Μπράουν ντε Τιέζ κι έναν αριθμό μικρομεσαίων κεφαλαιούχων, υποστηριζόμενη με μπόλικα άτοκα δάνεια από το βελγικό Δημόσιο. Η επικράτεια του «Ελεύθερου Κράτους» είχε εκχωρηθεί για εκμετάλλευση σε διάφορες κοινοπραξίες (μεταξύ των οποίων η AΒIR), που επέβαλλαν στις ντόπιες κοινότητες υποχρεωτική «εισφορά» σε καουτσούκ.

Τη συμμόρφωση των ιθαγενών διασφάλιζαν στρατοί από ιδιωτικούς μπράβους και μια «Δημόσια Δύναμη» Αφρικανών οπλιτών, στελεχωμένη και διευθυνόμενη από λευκούς Βέλγους βαθμοφόρους, τις αγριότητες της οποίας υπαγόρευε ένα σύστημα άνωθεν εντολών για μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης: «Εχω την τιμή να σας ενημερώσω ότι έχετε καθήκον να παραδώσετε 4.000 κιλά καουτσούκ μέχρι την 1/1/1899», διαβάζουμε σε μια τυπική διαταγή προς τον επικεφαλής κάποιου τοπικού σταθμού. «Επ’ αυτού έχετε εξουσιοδότηση εν λευκώ. Δοκιμάστε αρχικά με το μαλακό αλλά, αν οι ιθαγενείς εξακολουθούν να αρνούνται τους φόρους που απαιτεί το Κράτος, χρησιμοποιήστε τη δύναμη των όπλων» (Marc Ferro [επιμ.], «Le livre noir du colonialisme», Παρίσι 2003, σ. 441).

Ακόμη και η πρακτική του μαζικού κοψίματος χεριών, που αποτυπώθηκε σε ουκ ολίγες φωτογραφίες της Χάρις, πήγαζε από κανονισμούς εξορθολογισμού της παραγωγής Made in Europe. Οι οπλίτες της «Δημόσιας Δύναμης» που επιφορτίζονταν με τα τιμωρητικά φονικά ήταν υποχρεωμένοι να προσκομίζουν στους προϊσταμένους τους τα χέρια των σκοτωμένων, προκειμένου να αποφεύγεται η «σπατάλη» πυρομαχικών για κυνήγι.

Από ένα σημείο και μετά, η υποχρέωση αυτή ικανοποιούνταν -όπως υπαγορεύουν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης- με την αποκοπή κάθε λογής χεριών, ακόμη και ζωντανών ιθαγενών ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι όποιες απώλειες υλικού (Guy Vanthemsche, «Belgium and the Congo, 1885-1960», Ν. Υόρκη 2012, σ. 25).

Ο ίδιος ο Λεοπόλδος δεν δυσκολευόταν, βέβαια, να βρει τα κατάλληλα ιστορικά υποδείγματα για να δικαιολογήσει αυτό το αίσχος. «Η Ιστορία», έγραφε το 1890 στον πρωθυπουργό του μετά την άντληση ενός δανείου 25 εκατομμυρίων φράγκων για τα λειτουργικά έξοδα της προσωπικής αποικίας του, «μας διδάσκει πως οι χώρες με μικρή επικράτεια έχουν ηθικό και υλικό συμφέρον στην επέκταση της επιρροής τους πέρα από τα στενά σύνορά τους. Η Ελλάδα ίδρυσε πλούσιες πόλεις, οίκους τεχνών και πολιτισμού, στις ακτές της Μεσογείου. Αργότερα, η Βενετία οικοδόμησε το μεγαλείο της πάνω στις ναυτικές και εμπορικές της σχέσεις. […] Είναι σ’ αυτή την υπηρεσία στην υπόθεση της ανθρωπότητας και της προόδου που οι υποτελείς λαοί εμφανίζονται ως χρήσιμα μέλη της μεγάλης οικογένειας των εθνών. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ένα εμπορικό και βιομηχανικό έθνος όπως το δικό μας πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να διασφαλίσει ευκαιρίες για τους εργάτες του, είτε αυτοί είναι διανοούμενοι, είτε καπιταλιστές ή χειρώνακτες» (Michael Rutz, «King Leopold’s Congo and the “Scramble for Africa”», Ινδιανάπολη-Κέμπριτζ 2018, σ. 47-8).

Η «κανονικότητα» ως πρόοδος

Ο αγώνας για την κατάργηση αυτού του καθεστώτος, στον οποίο στρατεύτηκαν και δημοφιλείς συγγραφείς όπως ο Μαρκ Τουέιν και ο Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, δεν έθεσε «μαξιμαλιστικούς» στόχους, όπως η ολοσχερής κατάργηση της αποικιοκρατίας. Βασικό αίτημά του υπήρξε η υπαγωγή αυτού του άγριου Νότου σε πλήρη κρατική κυριαρχία, υπόλογη σε δημόσιο έλεγχο, με σκοπό την εξάλειψη των πιο ακραίων κι απάνθρωπων μορφών εκμετάλλευσης.

Οταν το 1908 ο Λεοπόλδος αναγκάστηκε τελικά να παραχωρήσει το ιδιόκτητο «κράτος»-τσιφλίκι του στο βελγικό Δημόσιο, η μετατροπή της ΣΔΙΤ σε «κανονική» αποικία επέφερε (όπως το ζεύγος Χάρις διαπίστωσε ιδίοις όμμασι λίγα χρόνια αργότερα) «πελώρια βελτίωση» στις συνθήκες ζωής των ιθαγενών, ακόμη και κάτω από συνθήκες αναμφισβήτητα άκρως εκμεταλλευτικές. Για μιαν ακόμη φορά, το αόρατο χέρι της αγοράς αποδεικνυόταν πολύ πιο βάρβαρο από εκείνο του κρατικού Λεβιάθαν.

Τάσος Κωστόπουλος

πηγή:efsyn.gr

 

386

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση