Ποδόσφαιρο εναντίον κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής

Ποδόσφαιρο εναντίον κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής

του Βαγγέλη Τσίρμπα

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο «Ποδόσφαιρο εναντίον κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής». Το βιβλίο ασχολείται με τις ρίζες του ποδοσφαίρου στην εργατική τάξη, τη σύγχρονη αλλοτρίωση του αθλήματος σε διάφορες εκφάνσεις (εμπορευματοποίηση, σεξιστικές, εθνικιστικές εκδηλώσεις στις κερκίδες) και με την ανάδυση μιας εναλλακτικής/αντισυστημικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας.

Ακολουθεί απόσπασμα από το κεφάλαιο «Εθνικισμός και σεχταρισμός»:

Γενικά, το ζήτημα της συμβολής του ποδοσφαίρου στη συγκρότηση των εθνών-κρατών είναι περίπλοκο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ποδόσφαιρο έχει βοηθήσει εθνικά καθορισμένες κοινότητες να υπερβούν εσωτερικές προστριβές και να βρουν μια συλλογική ταυτότητα. Ορισμένα μόνο παραδείγματα είναι ο θρίαμβος της μετα-Απαρτχάιντ Νότιας Αφρικής στo Κύπελλο Ποδοσφαίρου Εθνών Αφρικής το 1996, η επιτυχία της πολιτικά κατακερματισμένης Ακτής Ελεφαντοστού στην ίδια διοργάνωση το 2006 και η επικράτηση του Ιράκ στο Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου το 2007. Η επιτυχία της ιρακινής ομάδας «υπενθύμισε σε μια ολόκληρη κοινωνία την αίσθηση της κανονικότητας»1. Ωστόσο, η ανακούφιση που προσφέρουν τέτοιες στιγμές είναι προσωρινή. Το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την πρόκληση των πολιτικών συγκρούσεων, ούτε και μπορεί να τις επιλύσει. Ο θρίαμβος της διαπολιτισμικής εθνικής Γαλλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 1998 είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα. Εκείνη τη στιγμή, ο ποδοσφαιρικός θρίαμβος άμβλυνε τις εντάσεις και υπονόμευσε την επερχόμενη εκλογική επιτυχία του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. Ωστόσο, επρόκειτο για τη νηνεμία πριν από την καταιγίδα. Το 2001, εξοργισμένοι Γαλλοαλγερινοί εισέβαλαν στο γήπεδο στην πρώτη και ιστορική αναμέτρηση Γαλλίας-Αλγερίας. Το 2001, ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ηγέτης του Εθνικού Μετώπου, έφτασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Το 2005 ξέσπασε η μεγάλη εξέγερση των κοινωνικά αποκλεισμένων και τα προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων φλέγονταν για δύο ολόκληρες εβδομάδες.

Στη χειρότερη περίπτωση, οι ενοποιητικές δυνάμεις του ποδοσφαίρου λειτουργούν ως δίαυλος διάδοσης αντιδραστικών πολιτικών. Ένα καλό παράδειγμα είναι η εκμετάλλευση των μεγάλων ποδοσφαιρικών επιτυχιών της Κροατίας από το απολυταρχικό καθεστώς του Φράνιο Τούτζμαν. Το 1954, λίγοι χάρηκαν όταν οι Γερμανοί πανηγύρισαν τον θρίαμβό τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου με συνθήματα όπως Wir sind wieder wer, «Είμαστε και πάλι υπολογίσιμη δύναμη»2.

Ο ρόλος που διαδραματίζει το ποδόσφαιρο στη διαμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων μας επιτρέπει να εξετάσουμε το φαινόμενο αυτό στον νέο μετααποικιακό κόσμο από μια ξεχωριστή οπτική. Στη Γερμανία, πολλοί μετανάστες που προέρχονται από την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή υποστηρίζουν ένθερμα την εθνική Γερμανίας. Αυτό δεν συμβαίνει απλά και μόνο επειδή οι μετανάστες θέλουν να αποδείξουν την προθυμία τους να ενταχθούν. Πολλές φορές τα συναισθήματα που εκφράζουν είναι γνήσια και η ταύτισή τους με τη νέα πατρίδα είναι αληθινή. Αυτό το φαινόμενο δεν συναντάται αποκλειστικά και μόνο στη Γερμανία. Ένας Λατινοαμερικάνος φίλος μου έμεινε άναυδος όταν αντίκρισε τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποστήριζαν την εθνική Γερμανίας απέναντι στην Αργεντινή (ημιτελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου 2010) οι μετανάστες που προέρχονταν από τη Μέση Ανατολή και ζούσαν στη Σουηδία. Τα μέλη της συγκεκριμένης κοινότητας ταυτίζονταν με τη γερμανική ομάδα, διότι πολλοί φίλοι τους και συγγενείς τους ζουν εκεί, γνωρίζουν πολλά πράγματα για τη χώρα κ.λπ.

Παραδόξως, αυτό το φαινόμενο έχει δημιουργήσει μια σπαζοκεφαλιά στις τάξεις της γερμανικής αριστεράς. Κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου που διεξήχθη στη Νότια Αφρική, μια ομάδα αυτόνομων ακτιβιστών αφαίρεσαν μια τεράστια γερμανική σημαία, αξίας εκατοντάδων ευρώ, από ένα κτήριο στη συνοικία Νόικελν του Βερολίνου. Η «συλλογή» γερμανικών σημαιών κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου είναι η αγαπημένη ασχολία των Γερμανών αντιεθνικιστών. Ορισμένα μπαρ του χώρου προσφέρουν δωρεάν ποτά, εάν φέρεις έναν αριθμό σημαιών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ο ιδιοκτήτης της σημαίας ήταν ένας Λιβανέζος καταστηματάρχης που ζούσε στη Γερμανία εδώ και είκοσι χρόνια. Έτσι ξέσπασε μια μεγάλη αντιπαράθεση, σχετικά με τους αντιεθνικιστές που «έκαναν ζημιά σε έναν μετανάστη».

Μια θετική εξέλιξη είναι η συμμετοχή μαύρων παικτών και στις τάξεις μη αποικιοκρατικών υπερδυνάμεων, όπως η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Μαύροι παίκτες συμμετέχουν σε όλες τις εθνικές ομάδες των σκανδιναβικών και των γερμανόφωνων χωρών. Δυστυχώς, αυτή η εξέλιξη έχει προκαλέσει και ορισμένες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, στις ιταλικές κερκίδες έχουν υψωθεί πανό που αναγράφουν τη φράση «Δεν υπάρχει μαύρος Ιταλός» ζητώντας την ανάκληση του ταλαντούχου Μάριο Μπαλοτέλι από την εθνική Ιταλίας.

Η σχετική ευελιξία που περιβάλλει την απόκτηση υπηκοότητας κατά τη σύγχρονη εποχή έχει οδηγήσει πολλούς ποδοσφαιριστές στη λήψη αποφάσεων με βασικό κριτήριο την ποδοσφαιρική τους καριέρα. Αυτό ορισμένες φορές έχει αλλόκοτα αποτελέσματα. Στο πλαίσιο της αναμέτρησης της Γκάνας με τη Γερμανία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, ο Κέβιν Πρινς Μπόατενγκ εκπροσώπησε την πρώτη και ο αδερφός του, Ζερόμ, τη δεύτερη. Οι αδερφοί Μπόατενγκ έχουν γκανέζικες ρίζες, αλλά μεγάλωσαν στη Γερμανία. Πολλοί άσσοι της εθνικής Τουρκίας έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εκτός Τουρκίας. Ο κοσμοπολιτισμός στον χώρο του ποδοσφαίρου δεν αποτελεί κάτι καινούργιο. Ο Τζο Γκέτγενς, σκόρερ του νικητήριου γκολ των ΗΠΑ απέναντι στην Αγγλία στο θρυλικό παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1950, καταγόταν από την Αϊτή (αμερικάνικο έδαφος εκείνη την περίοδο).

Η ενοποιητική δύναμη του ποδοσφαίρου έχει αναφερθεί και προηγουμένως. Η κωμόπολη Μπα είναι η μοναδική περιοχή των νήσων Φίτζι που δεν ταλανίζεται από τις διαμάχες μεταξύ ιθαγενών Φιτζιανών και Φίτζι Ινδών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Μπα έχει αναδείξει έναν επιτυχημένο διαπολιτισμικό ποδοσφαιρικό σύλλογο. Στην περίπτωση της Βραζιλίας, θεωρείται ότι το πρόβλημα του ρατσισμού θα ήταν πολύ πιο έντονο εάν η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου δεν συμβόλιζε την επιτυχημένη συνύπαρξη ατόμων με διαφορετικά υπόβαθρα. Στην Ευρώπη, πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι που ιδρύθηκαν από κοινότητες μεταναστών συνέβαλαν σημαντικά στην ενσωμάτωσή τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της σουηδικής Μπάλκαν που ιδρύθηκε το 1962 από μετανάστες στην πόλη του Μάλμε και κάποτε είχε στις τάξεις της τον νεαρό Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Η Ασιρίσκα και η Συριάνσκα ιδρύθηκαν το 1974 στη Σέντερτελγε, πόλη με έντονη παρουσία Ασσύριων και Σύρων μεταναστών, και έφτασαν να παίξουν στις κορυφαίες σουηδικές ποδοσφαιρικές κατηγορίες. Η Τουρκιγεμσπόρ Βερολίνου ιδρύθηκε το 1978 στην περιοχή Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη και στην αναγνώριση της τούρκικης κοινότητας μεταναστών στη Γερμανία. Έκτοτε η Τουρκιγεμσπόρ απέκτησε πολλά παραρτήματα στη Γερμανία αλλά και σε διάφορες άλλες γωνιές του πλανήτη, όπως στην Αυστραλία και τις ΗΠΑ.

Το «Ποδόσφαιρο εναντίον κράτους. Περί ποδοσφαίρου και ριζοσπαστικής πολιτικής» του Αυστριακού ακτιβιστή και πολιτικού συγγραφέα Gabriel Kuhn κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 Γράμματα σε μετάφραση Βαγγέλη Τσίρμπα, ενώ προλογίζει ο Σάββας Κωφίδης, ο Γιώργος Κεντρωτής και ο Παναγιώτης Ζιάκας. https://24grammata.com/product/00212/

Η ελληνική έκδοση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Βασίλη Μάγγου.

1 John Turnbull, «Pride of Lions: Iraqi Asian Cup Victory Reminds a Civilization What Normal Feels Like», The Global Game [9 Αυγούστου 2007].

288

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση